
Απάντηση στην παρουσίαση του βιβλίου Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας.
Της Εύας Στάμου
Το 2010 δημοσιεύτηκε στην Book Press κείμενό μου με τίτλο «Τα βιβλία της ροζ κουλτούρας». Ήταν μία από τις πρώτες, εξ όσων γνωρίζω, απόπειρες στην ελληνική αρθρογραφία να αναλυθούν έστω συνοπτικά κάποιες όψεις του συγκεκριμένου είδους παραλογοτεχνίας όπως αναπτύσσεται τόσο στη χώρα μας όσο και στη διεθνή παραγωγή βιβλίου.
Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσιεύεται από τον εκδοτικό οίκο Gutenberg το δοκίμιο μου για την Επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, το οποίο παρουσίασε ο κ. Γιώργος Περαντωνάκης. Η παρουσίασή του, για την οποία τον ευχαριστώ, είναι εκτενής και εκφράζει αρκετές ενδιαφέρουσες προσωπικές του απόψεις για το φαινόμενο της ροζ παραλογοτεχνίας. Νομίζω, όμως, ότι τμήμα της κριτικής του βασίζεται σε δύο παρερμηνείες.
Η ροζ παραλογοτεχνία μπορεί να κατανοηθεί ορθά μόνο ως τμήμα μιας «ροζ κουλτούρας» που απευθύνεται πρωτίστως στις γυναίκες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ποιότητες που στην εποχή μας αποδίδονται στη «θηλυκότητα»
Η πρώτη αφορά τις προθέσεις που μου αποδίδει. Δηλώνει ότι με το βιβλίο μου «ανέλαβα να συνοψίσω τη συζήτηση και να καταγράψω όλα αυτά που κατά καιρούς έχουν ακουστεί». Η αλήθεια όμως είναι ότι τίποτα από όσα γράφω δεν τα «έχω ακούσει» κάπου, διότι πολύ απλά αυτά τα οποία καταθέτω δεν έχουν ειπωθεί. Η θέση μου ότι η ροζ παραλογοτεχνία μπορεί να κατανοηθεί ορθά μόνο ως τμήμα μιας «ροζ κουλτούρας» που απευθύνεται πρωτίστως στις γυναίκες και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ποιότητες που στην εποχή μας αποδίδονται στη «θηλυκότητα», είναι μια προσωπική μου άποψη που τίθεται για πρώτη φορά σε συζήτηση.
Απόψεις άλλων αναλυτών δίνονται με ακριβείς παραπομπές στη βιβλιογραφία. Σίγουρα δεν είχα καμία πρόθεση να αναλωθώ στην «καταγραφή» των όσων λένε ή ακούνε άλλοι, χάριν κάποιας εγκυκλοπαιδικής επιμόρφωσης - το θεωρώ κάτι ανιαρό τόσο για μένα όσο και για τους αναγνώστες, και εντελώς άσχετο με τους στόχους ενός κριτικού δοκιμίου. Μπορώ όμως να υποθέσω ότι δικαιολογημένα ο κ. Περαντωνάκης θεωρεί πως το δοκίμιό μου έχει «ελλείψεις» καθόσον δεν προσφέρει την γενικόλογη επισκόπηση των όσων έχουν κατά καιρούς ακουστεί επί του θέματος.
Η δεύτερη παρανόηση μου αποδίδει μια παρατήρηση που δεν γίνεται στο βιβλίο. Γράφει ο κ. Περαντωνάκης: «Η παρατήρηση μάλιστα ότι η κριτική δίνει θέση στη ροζ λογοτεχνία δεν στηρίζεται σε καμία επαρκή βάση». Στο έκτο κεφάλαιο του βιβλίου μου δηλώνω ακριβώς το αντίθετο: ότι η κριτική δεν δίνει -ως θα όφειλε- την δέουσα προσοχή σε αυτό το φαινόμενο, δεν ασκείται δηλαδή τακτικά ρητή και εμπεριστατωμένη κριτική στα προϊόντα της ροζ παραλογοτεχνίας που κατακλύζουν πλέον την εγχώρια και διεθνή αγορά του βιβλίου.
Προτείνω μάλιστα τρόπους με τους οποίους κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δρομολογηθεί στη χώρα μας, είτε με τη σαφή κατηγοριοποίηση βιβλίων ανάλογα με το είδος τους είτε με τη θέσπιση βραβείων που να αφορούν την παραγωγή της παραλογοτεχνίας, ώστε να μην συντάσσονται –από ιδιωτικούς φορείς ή μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων– λίστες λογοτεχνικών βραβείων που εμπεριέχουν τίτλους κάκιστης παραλογοτεχνίας, όπως και άλλες μεθόδους που συναντώνται σε άλλες χώρες.
Ο ρόλος μου σε αυτό το σύντομο δοκίμιο δεν ήταν να υποδείξω σε οποιονδήποτε τι να διαβάσει, αλλά να ταυτοποιήσω ορισμένα ειδολογικά χαρακτηριστικά
Στο ίδιο κεφάλαιο αναπτύσω χάριν διαλόγου τρία αντεπιχειρήματα, τα οποία ονομάζω «ελιτίστικο», «ωφελιμιστικό», και «μηδενιστικό», τα οποία θα μπορούσε να μου αντιπροτείνει κάποιος υπερασπιστής της ροζ λογοτεχνίας, και καταδεικνύω γιατί τα επιχειρήματα αυτά είναι έωλα. Πρόκειται για μια ανάλυση που, εξ όσων γνωρίζω, διατυπώνεται για πρώτη φορά στη συναφή βιβλιογραφία, και η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει το σημείο εστίασης, είτε θετικών είτε αρνητικών, προσεγγίσεων προς το βιβλίο μου.
Στο τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου μου δίνω επίσης μια σειρά απαντήσεων στο ερώτημα του πώς μπορούμε να διακρίνουμε τη σοβαρή πεζογραφία από την ροζ παραλογοτεχνία – ο ρόλος μου άλλωστε σε αυτό το σύντομο δοκίμιο δεν ήταν να υποδείξω σε οποιονδήποτε τι να διαβάσει αλλά να ταυτοποιήσω ορισμένα ειδολογικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, αναγνωστικές υποδείξεις υπέρ ή κατά κάποιων τίτλων δεν ανήκουν στην δική μου αρμοδιότητα, αλλά σε αυτή των των κριτικών βιβλίου.
Η διττή παρερμηνεία που εντοπίζω στην παρουσίαση του κ. Περαντωνάκη δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε το υψηλό επίπεδο που χαρακτηρίζει την εργασία πολλών Ελλήνων κριτικών – γεγονός που παρέχει, νομίζω και την δυνατότητα για μια αποτελεσματικότερη προστασία της λογοτεχνίας και φιλαναγνωσίας στη χώρα μας.