Για τη μελέτη του Δημήτρη Τζιόβα «Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση – Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» (μτφρ. Ζωή Μπέλλα, Γιάννης Στάμος, εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στην εποχή των διεπιστημονικών συγκλίσεων, η Μεταπολίτευση, που ξεκίνησε με την πτώση της δικτατορίας και έφτασε μέχρι την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το κρίσιμο 1989 και τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας μέχρι την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, αξίζει να εκτιμηθεί συνολικά. Όχι μεμονωμένα ιστορικά, πολιτικά, λογοτεχνικά, κοινωνικά, αλλά ευρύτερα πολιτισμικά ως ένα πεδίο ποικίλων δράσεων, οι οποίες αλληλεπιδρούν, ώστε να δημιουργήσουν το προφίλ του Νεοέλληνα, πριν και μετά την έλευση της τρίτης χιλιετίας.
Ο Δημήτρης Τζιόβας, γνωστός και εμβριθής Νεοελληνιστής, έχει περάσει, καιρό τώρα, από την ανάλυση της λογοτεχνίας ως φιλολογικού αντικειμένου στην πολιτισμική θεώρησή της και πλέον ανάγεται σε ευρύτερα κοινωνικοπολιτισμικά συμπεράσματα για όλη την ελληνική κουλτούρα. Μελετώντας, λοιπόν, την εποχή από το 1974 έως σήμερα συμπεραίνει ότι είναι η εποχή των ταυτοτήτων, καθώς όλα συγκλίνουν στην αναζήτηση προσωπικών και συλλογικών προσδιορισμών και εντάξεων, περισσότερο ρευστών ταυτίσεων και λιγότερο απόλυτων, δεσμευτικών αφοσιώσεων.
Μελετώντας, λοιπόν, την εποχή από το 1974 έως σήμερα συμπεραίνει ότι είναι η εποχή των ταυτοτήτων, καθώς όλα συγκλίνουν στην αναζήτηση προσωπικών και συλλογικών προσδιορισμών και εντάξεων, περισσότερο ρευστών ταυτίσεων και λιγότερο απόλυτων, δεσμευτικών αφοσιώσεων.
Με άλλα λόγια, ο Νεοέλληνας αναζητεί ιδεολογίες και σύνολα στα οποία μπορεί να εντοπίσει κοινές παραμέτρους με τις δικές του, όσο κι αν δεν προσχωρεί απόλυτα σ’ αυτές. Ανάμεσα στο άτομο και το έθνος, ανάμεσα στις φιλοδυτικές και αντιδυτικές απόψεις, ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, ανάμεσα στο προοδευτικό και το συντηρητικό, το παραδοσιακό και το νεωτερικό, ο σύγχρονος Έλληνας επιχειρεί να βρει το στίγμα του. Από την πολιτική δηλαδή εξουσία περνάμε στις έννοιες της πολιτισμικής ηγεμονίας, όπου η πολιτική, η κοινωνική, η καλλιτεχνική κ.λπ. πυραμίδα εντάσσεται σε μια γενικότερη τάση πολιτισμικών πλειονοτήτων και μειονοτήτων, φωνών και ανταγωνισμών. Οι παλιές διαιρέσεις και διπολισμοί δεν έχουν πάψει να υπάρχουν, αλλά αφενός τα όριά τους μετακινούνται συνεχώς κι αφετέρου νέα χωράφια αναδιατάσσονται όσο το νερό του ποταμού οδηγείται σε πλημμυρίδες ή σε αμπώτιδες. Περισσότερο, ο Δημήτρης Τζιόβας βλέπει έναν πολυκεντρισμό, όπου ποικίλες τάσεις και πολιτισμικά μοντέλα συνυπάρχουν σε ένα είδος υβριδοποίησης, τέτοιας που δείχνει μια Ελλάδα αντιφατική όσο και πολύμορφη, ετερόκλιτη όσο και πολυδιάστατη.
Ο Δημήτρης Τζιόβας γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1957 και είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας. Την περίοδο 2000-2003 διετέλεσε Διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του ιδίου Πενεπιστημίου. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και διευθύνει τη μεταφραστική σειρά νεοελληνικής λογοτεχνίας που εκδίδεται από το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Birmingham. To 2011 του απονεμήθηκε το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω για το βιβλίο του Ο μύθος της Γενιάς του Τριάντα: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα και πολιτισμική ιδεολογία (Πόλις 2011) και το 2022 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική του προσφορά στα γράμματα. Η αγγλική έκδοση του παρόντος βιβλίου επελέγη από την αρμόδια επιτροπή για τη βραχεία λίστα του βραβείου Runciman. |
Σ’ αυτόν τον παρονομαστή επίκεινται ποικίλοι αριθμητές, όπως ο αντιαμερικανισμός και οι φιλο/αντι-ευρωπαϊκές απόψεις, η ορθοδοξία και ο θρησκευτικός σκεπτικισμός, η σύνδεση με την αρχαιότητα και ο απογαλακτισμός από αυτήν, η ισχυρή παρουσία στο νεοελληνικό φαντασιακό του Εμφυλίου, η ελληνική ταυτότητα και η κρίση που επέφερε σ’ αυτήν η μετανάστευση και η παγκοσμιοποίηση, η σχέση με τον Άλλο, τον Τούρκο ή τον Εβραίο, οι μάχες για την ελληνική γλώσσα στις ποικίλες μορφές της, ο λογοτεχνικός παράγοντας από τα ευπώλητα ως την ποίηση κι από την πολύμορφη πεζογραφία μέχρι την κριτική, η (επιδιωκόμενη) πολυφωνία των ΜΜΕ, ο κινηματογράφος που εκτείνεται από τον προβληματισμό για την Ιστορία σ’ αυτόν για την οικογένεια, οι νέες υποκουλτούρες των νέων, των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό κ.ά.
Ο καθηγητής κάνει μια εκτενή χαρτογράφηση των πολιτισμικών κομματιών ενός πολύχρωμου παζλ και δείχνει ότι όλα τα φαινόμενα διαρρηγνύουν παλιές βεβαιότητες κι ανοίγουν δρόμους προς ποικίλες, φυγόκεντρες συχνά, διευθύνσεις.
Έρχεται ως μια καθολική αρχή να συνομαδώσει πολλά ετερόκλιτα στοιχεία και να προτείνει μια συνολική θεώρησή τους, όχι στους μεμονωμένους χώρους της λογοτεχνίας ή της πολιτικής, αλλά στο φιλόξενο περιβάλλον των πολιτισμικών σπουδών.
Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όλα τα παραπάνω συγκλίνουν σε έναν κοινό παρονομαστή, σ’ αυτόν της αναζήτησης ταυτότητας; Με άλλα λόγια, είναι πειστικό να εκλάβουμε τις ταυτότητες ως την ομπρέλα, κάτω από την οποία στεγάζονται τα ΜΜΕ κι η λογοτεχνία, ο φεμινισμός κι η ευρωπαϊκότητα στο ελλαδικό τοπίο των τελευταίων πενήντα χρόνων; Παρότι είναι μια φιλότιμη προσπάθεια για μια μεγάλη αφήγηση που να ομαδοποιεί, να ταξινομεί και να ερμηνεύει, θα έλεγα ότι, ακριβώς επειδή τα χρόνια αυτά διακρίνονται από φυγόκεντρες τάσεις και πολυεστιακά κέντρα, είναι δύσκολο να τα συμπεριλάβει κανείς σε έναν κοινό άξονα. Κι ακόμα περισσότερο, ο ίδιος ο συγγραφέας, ενώ περιγράφει εξαιρετικά όλες αυτές τις γραμμές της νεοελληνικής ζωής, δεν προχωρά ομαλά και πειστικά στη σύγκλισή τους, δεν αποδεικνύει δηλαδή εκτενώς πώς ορίζουν ταυτότητες· ο προσδοκώμενος στόχος της ταυτοτικής ερμηνείας μένει λίγο εκκρεμής και λιγότερο αιτιολογημένος απ’ όσο θα έπρεπε.
Χωρίς να έχω να αντιπροτείνω μια καθολική εξήγηση, νομίζω ότι είναι ποικίλα τα εκκρεμή που κινούνται και καλύπτουν τη νεοελληνική πραγματικότητα των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ανάμεσα στο τοπικό και το παγκόσμιο, ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, που προτείνει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο βιβλίο του, ανάμεσα στο νεωτερικό και το προνεωτερικό, ίσως δεν υπάρχει μία και μόνη μεγάλη αφήγηση, που να στεγάζει επαρκώς όλα τα εξεταζόμενα φαινόμενα και να ερμηνεύει εν μέρει ή εν όλω τις κατευθύνσεις, τις τάσεις και τα μπρος-πίσω της ελληνικής σκέψης και πράξης. Μέχρι ενός σημείου αυτό μπορεί να θεωρηθεί αναζήτηση ταυτότητας, αλλά συνάμα προεκτείνεται και σε άλλες πολιτισμικές πρακτικές, πολιτικές επιλογές και κοινωνικές τάσεις. Το τοπικό με το επιμέρους αλλά και το εθνικό, με την Ιστορία αλλά και την παράδοση από τη μία και το παγκόσμιο με τις ξένες επιδράσεις, το άνοιγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινωνικές αλλαγές φαίνεται ως μια εξίσου γενική τοποθέτηση, που μπορεί να ερμηνεύσει πολλά ή όλα.
Ούτως ή άλλως, η μελέτη του Δημήτρη Τζιόβα έρχεται σαν οδοστρωτήρας να ισιώσει τα ανώμαλα, ανεξερεύνητα και ασαφή σαμαράκια της ελληνικής ασφάλτου. Έρχεται ως μια καθολική αρχή να συνομαδώσει πολλά ετερόκλιτα στοιχεία και να προτείνει μια συνολική θεώρησή τους, όχι στους μεμονωμένους χώρους της λογοτεχνίας ή της πολιτικής, αλλά στο φιλόξενο περιβάλλον των πολιτισμικών σπουδών. Έτσι, όποιος μελετήσει το βιβλίο, θα έχει στα χέρια του ένα πολυεργαλείο, για να ξεκλειδώσει πολλές πτυχές του σύγχρονου βίου μας. Θα καταλάβει πιο ευρέως αυτή τη μετα- και διά- εποχή, όπως λέει ο ίδιος ο Δημήτρης Τζιόβας σε συνέντευξή του στον Γιάννη Πανταζόπουλο (Lifo, 7.8.2022), σε μια εποχή όπου όλα συνδέονται κι όλα βαραίνουν σε ένα (άδηλα) οργανωμένο χάος.
Το βιβλίο είναι ένας πολύτιμος οδηγός σκέψης και εξήγησης που με πανοραμικό τρόπο προσφέρει περιγραφικές και ερμηνευτικές εκδοχές της νεοελληνικής πραγματικότητας, έτσι ώστε ο καθένας να προεκτείνει ή να κρίνει αναλογικά πολλά επιμέρους σημεία του βίου μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).