Για τα βιβλία του Γκέοργκ Ζίμελ «Μητροπολιτική αίσθηση – Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης. Κοινωνιολογία των αισθήσεων» (μτφρ. Ιωάννα Μεϊτάνη, εκδ. Άγρα) και «Η μόδα» (μτφρ. Κωνσταντίνος Βασιλείου, εκδ. Πλέθρον).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Τι αντιπροσωπεύει η μόδα σε μια σύγχρονη κοινωνία; Τι σημαίνει η αστική ζωή για έναν σύγχρονο άνθρωπο; Ποιες συνέπειες έχει για την ποιότητα της ζωής του το γεγονός ότι ζει σε μια μεγαλούπολη; Πρόκειται για ζητήματα που έχει πραγματευτεί ο σημαντικός κοινωνιολόγος Γκέοργκ Ζίμελ, τρία σχετικά δοκίμια του οποίου μεταφράστηκαν και δημοσιεύτηκαν σχετικά πρόσφατα στη γλώσσα μας. Τα δύο από αυτά, Οι μεγαλουπόλεις και η διαμόρφωση της συνείδησης και Κοινωνιολογία των αισθήσεων, συνυπάρχουν στο βιβλίο με τον τίτλο Μητροπολιτική αίσθηση (εκδ. Άγρα),ενώ το δοκίμιο Η μόδα εκδόθηκε αυτοτελώς (εκδ. Πλέθρον). Έχει μάλιστα υποστηριχθεί ότι το πρώτο αποτελεί εισαγωγή στο δεύτερο. Πρόκειται για περιεκτικά και ευκολοδιάβαστα κείμενα που εκπλήσσουν με την οξυδέρκειά τους, παρόλο που έχουν γραφτεί έναν αιώνα πριν.
Δεν υπάρχει πιο άμεση και αμοιβαία μορφή επικοινωνίας των αισθήσεων από το αμοιβαίο κοίταγμα των ανθρώπων. Με τα μάτια δεν μπορούμε να «πάρουμε» κάτι δίχως ταυτόχρονα να «δώσουμε» κάτι. Γι’ αυτό όταν νιώθουμε ντροπή αποφεύγουμε να κοιτάξουμε τον άλλο.
Αρχικά, ο Ζίμελ, ο οποίος γεννήθηκε και έζησε στην καρδιά του εμπορικού κέντρου του Βερολίνου, ενδιαφέρεται για τη ζωή στις σύγχρονες μητροπόλεις, καθώς και τον ρόλο που παίζει μέσα σε αυτές η μόδα, η κοινωνική διαφοροποίηση και το χρήμα. Όπως και οι συνάδελφοί του Max Weber και Werner Sombart, ο Γερμανός κοινωνιολόγος συνδυάζει αποτελεσματικά την ψυχρή επιστημονική ανάλυση με τη χρήση γλαφυρών εικόνων. Ο Ζίμελ κάνει παρατηρήσεις πάνω στις ανθρώπινες αισθήσεις –όραση, ακοή και όσφρηση– και στον ρόλο που διαδραματίζουν για την κοινωνική συνοχή. Όπως παρατηρεί, δεν υπάρχει πιο άμεση και αμοιβαία μορφή επικοινωνίας των αισθήσεων από το αμοιβαίο κοίταγμα των ανθρώπων. Με τα μάτια δεν μπορούμε να «πάρουμε» κάτι δίχως ταυτόχρονα να «δώσουμε» κάτι. Γι’ αυτό όταν νιώθουμε ντροπή αποφεύγουμε να κοιτάξουμε τον άλλο: ελπίζουμε έτσι ότι θα κρύψουμε ένα μέρος του εαυτού μας. Το πρόσωπο είναι, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ζίμελ, «το σύμβολο όλων αυτών που φέρει το άτομο ως προϋπόθεση της ζωής του, στο πρόσωπο έχει αποτεθεί ό,τι έχει κατακαθίσει από το παρελθόν στον πυθμένα της ζωής του και έχει χαραχτεί μέσα του μόνιμα».
Αντίθετα με την όραση, που μας προσφέρει το παρελθόν του ατόμου καθώς κοιτάμε το πρόσωπό του, η ακοή μάς δίνει το άμεσο παρόν της φωνής του, με όλες τις στιγμιαίες ιδιαιτερότητές της σε απόλυτη συγχρονία. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η όραση δίνει πληθώρα (αινιγματικών) στοιχείων, η ακοή ενός ανθρώπου μας προσφέρει πιο σαφή στοιχεία από το απλό κοίταγμά του, και τείνουμε να ερμηνεύουμε αυτό που βλέπουμε μέσω εκείνου που ακούμε, όχι το αντίθετο. Όπως γράφει ο Ζίμελ:
«Δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη αρκετά η σημασία που έχει για την κοινωνική κουλτούρα το γεγονός ότι με την εκλέπτυνση του πολιτισμού φαίνεται να μειώνεται η αντιληπτική οξύτητα όλων των αισθήσεων, ενώ αντίθετα αυξάνεται η έκφραση της ευαρέσκειας και της απαρέσκειας που προκαλούν».
Μάλιστα, συνεχίζει, αυτό το γεγονός έχει περισσότερο δυσάρεστα παρά ευχάριστα αποτελέσματα: τον σύγχρονο άνθρωπο τον κάνουν να νιώθει ανυπόφορα αισθήματα πράγματα που δεν προκαλούν το ίδιο σε ανθρώπους με πιο αδιαφοροποίητες αισθητηριακές προσλήψεις. Ασφαλώς, αυτή η ιδιαιτερότητα του μοντέρνου ανθρώπου οφείλεται στη μεγαλύτερη περιχαράκωση της ιδιωτικής σφαίρας της ζωής του. Γενικά, όσο ο πολιτισμός αναπτύσσεται, η εξ αποστάσεως επίδραση των αισθήσεων εξασθενεί, ενώ η εκ του σύνεγγυς επιρροή τους εντείνεται. Αυτό φαίνεται περισσότερο στην περίπτωση της όσφρησης, που τείνει να ξεχωρίζει τα άτομα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η ατομική απομόνωση, τόσο μεγαλύτερη είναι η εκλέπτυνση της όσφρησης.
Μια βασική ιδιότητα της μεγαλούπολης, που τη διαφοροποιεί από την κωμόπολη, είναι για τον Ζίμελ η ασταμάτητη εναλλαγή ερεθισμάτων. Αυτό σημαίνει ότι, αντίθετα με τη ζωή στην ύπαιθρο που τείνει να χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και σταθερότητα, η ζωή σε μια (μεγάλη) πόλη «βομβαρδίζει» συνεχώς τον κάτοικό της με συνωστισμό εικόνων και αισθητηριακών εντυπώσεων.
Μιλώντας όμως για απομόνωση, πολιτισμική ανάπτυξη, έχουμε κιόλας βρεθεί στον χώρο της σύγχρονης μεγαλούπολης. Μια βασική ιδιότητα της μεγαλούπολης, που τη διαφοροποιεί από την κωμόπολη, είναι για τον Ζίμελ η ασταμάτητη εναλλαγή ερεθισμάτων. Αυτό σημαίνει ότι, αντίθετα με τη ζωή στην ύπαιθρο που τείνει να χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και σταθερότητα, η ζωή σε μια (μεγάλη) πόλη «βομβαρδίζει» συνεχώς τον κάτοικό της με συνωστισμό εικόνων και αισθητηριακών εντυπώσεων. Προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτό τον «βομβαρδισμό», ο άνθρωπος της πόλης τείνει να περιορίζει τη δεκτικότητά του απέναντι στο πλήθος ερεθισμάτων που δέχεται, με αποτέλεσμα να τονίζεται η νόηση σε βάρος των συναισθημάτων. Αντίθετα με τον κάτοικο της επαρχίας, που η ζωή του βασίζεται στη συναισθηματική εγγύτητα των κοντινών σχέσεων με γνωστούς, ο άνθρωπος της πόλης προσεγγίζει τον κόσμο γύρω του με την ψυχρή λογική. Πολύ περισσότερο, ο άνθρωπος της πόλης χαρακτηρίζεται από δύο ακόμη ιδιότητες: την αδιαφορία και την καχυποψία. Η πρώτη εξυπηρετεί αυτό που ο Ζίμελ ονομάζει «οικονομία των αισθήσεων» και ως άμβλυνση του ενδιαφέροντος είναι απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει κανείς τις πνευματικές του δυνάμεις μπροστά στην κοσμοσυρροή εικόνων και προσώπων της μεγαλούπολης, ενώ η δεύτερη είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού διεύρυνσης της ατομικότητας και φυσικής εγγύτητας μέσα σε αυτή.
Τόσο η αμοιβαία επιφυλακτικότητα όσο και η αδιαφορία, σύμφωνα με τον Ζίμελ, ευνοούν την ανεξαρτησία του ατόμου. Συγκεκριμένα, το πρωιμότερο στάδιο κοινωνικών σχηματισμών δεν είναι άλλο από στενή ομάδα ανθρώπων έντονα εχθρικών απέναντι στις άλλες ομάδες, αλλά και με στενή συνοχή ανάμεσά τους, που ελάχιστο χώρο αφήνει στα μέλη της για την έκφραση ατομικότητας. Όσο ο αριθμός των μελών της ομάδας αυξάνεται, αφενός χαλαρώνουν τα μέχρι τότε αυστηρά όρια ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες, αφετέρου, λόγω του αναγκαίου καταμερισμού εργασίας, διευρύνεται η ατομική έκφραση των μελών της, τα οποία ξεχωρίζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους. Ωστόσο, ο Ζίμελ προσθέτει επιπλέον ότι ο σύγχρονος πολιτισμός διακρίνεται από ένα ακόμη χαρακτηριστικό: την υπερτροφική αύξηση του αντικειμενικού σε βάρος του υποκειμενικού πνεύματος. Πραγματικά, η σύγκριση της προόδου σε θεσμούς, γνώση και ανέσεις, είναι ανισομερώς μεγαλύτερη από την πρόοδο στον πνευματικό πολιτισμό και τον ιδεαλισμό. Αιτία γι’ αυτή την ασυμμετρία είναι ο αυξημένος καταμερισμός εργασίας, ο οποίος εξαναγκάζει τα άτομα να καθίστανται όλο και περισσότερο ικανά σε μια όλο και στενότερη περιοχή, εμποδίζοντας έτσι την ολόπλευρη ανάπτυξή τους ως προσωπικοτήτων.
Προλαβαίνοντας όσα θα πει μια δεκαετία αργότερα ο Werner Sombart στο βιβλίο του Ο Αστός, ο Ζίμελ αναγνωρίζει τον καίριο ρόλο της (καπιταλιστικής) οικονομίας σε αυτή τη διαδικασία: ακολουθώντας το ιδανικό της Φυσικής επιστήμης να μαθηματικοποιήσει τον κόσμο, η οικονομία του χρήματος τείνει να μετατρέπει τις ποιοτικές αξίες σε ποσοτικές, υπολογίζοντας σχεδόν τα πάντα σε αριθμητικά ισοδύναμα. Ο χώρος που διαδραματίζεται αυτή η διαδικασία είναι φυσικά οι μεγαλουπόλεις. Επομένως, στις μεγαλουπόλεις αφενός αυξάνεται η ανεξαρτησία του ατόμου από το κοινωνικό σύνολο, αφετέρου παρατηρείται μια υπετροφία του αντικειμενικού σε βάρος του προσωπικού στοιχείου του ανθρώπου.
Δεν είναι παράξενο που οι φιλόσοφοι της ατομικότητας όπως ο Νίτσε απεχθάνονται τις μεγαλουπόλεις, αλλά και θαυμάζονται ιδιαίτερα μέσα σε αυτές επειδή υμνούν αυτό που οι κάτοικοί της έχουν χάσει. Κατά συνέπεια, οι μεγαλουπόλεις αποτελούν το θέατρο μιας αντιπαράθεσης: αυξάνεται μεν η ατομική ανεξαρτησία, την ίδια στιγμή όμως μειώνεται η προσωπική ιδιαιτερότητα των ατόμων. Ως αιτία αυτής της αντιπαράθεσης, ο Ζίμελ υποδεικνύει δύο διαφορετικά αλλά εξίσου καίριας σημασίας γεγονότα. Το πρώτο γεγονός αποτελούν τα φιλελεύθερα κινήματα του 18ου αιώνα, που επεδίωξαν την απελευθέρωση του ανθρώπου από την κηδεμονία της θρησκευτικής παράδοσης και της φεουδαρχίας, προβάλλοντας την κοινή ιδιότητα όλων των ανθρώπων να είναι άνθρωποι και, κατά συνέπεια, ελεύθεροι και ίσοι. Αντικείμενο της απελευθέρωσης ήταν τότε ο άνθρωπος εν γένει.
Ο Georg Simmel δίδαξε επί χρόνια φιλοσοφία ως άμισθος έκτακτος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, προτού καταλάβει, τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του, τη θέση του τακτικού καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. |
Ωστόσο, κατά τον 19ο αιώνα, αφενός ο Ρομαντισμός και αφετέρου ο αυξημένος καταμερισμός εργασίας, γέννησαν στους ανθρώπους μια νέα επιθυμία: να διαφέρουν μεταξύ τους. Αυτό είναι το δεύτερο γεγονός. Αντικείμενο της απελευθέρωσης ήταν πλέον ο κάθε ατομικός άνθρωπος, που ήθελε να διαφυλάξει την ιδιαιτερότητά του από την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Στο πλαίσιο της διαμάχης αυτών των δύο αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων, οι μεγαλουπόλεις αναδεικνύονται σ’ ένα ξεχωριστής σημασίας γεγονός για την παγκόσμια ιστορία του πνεύματος.
Στην ίδια κατεύθυνση προβληματισμού κινείται και το ολιγοσέλιδο δοκίμιό του για τη μόδα. Εκεί ο Ζίμελ προβαίνει σε ορισμένες ιδιαίτερα οξυδερκείς κοινωνιολογικές παρατηρήσεις σχετικά με το φαινόμενο της μόδας και αυτά που αντιπροσωπεύει για τον σύγχρονο κόσμο μας. Σύμφωνα με τον ίδιο, στον σχηματισμό της μόδας συντελούν δύο κοινωνικές τάσεις: η ανάγκη για συγχώνευση μέσα σε μια ομάδα και συνάμα η ανάγκη για διαφοροποίηση και διαχωρισμό από αυτή την ομάδα. Αν μια από αυτές τις δύο αρχές εκλείψει, η μόδα απλώς θα πάψει να υπάρχει. Ο λόγος που οι «πρωτόγονες» φυλές διαθέτουν πολύ πιο σταθερές μόδες, είναι ακριβώς ότι οι παράγοντες διαφοροποίησης είναι πολύ ασθενέστεροι σε σχέση με τις μοντέρνες κοινωνίες. Μάλιστα, είναι τόσο ισχυρές αυτές οι δύο αλληλοσυγκρουόμενες αρχές, που συναντώνται ακόμη και εκεί όπου θα περιμέναμε να απουσιάζουν. Ο αντικομφορμιστής που αρνείται πεισματικά και προκατειλημμένα τη μόδα, το μόνο που θα πετύχει είναι να διαμορφώσει έναν τρόπο ένδυσης (ή και συμπεριφοράς) που θα βρει μιμητές και γρήγορα θα εκφυλιστεί σε μια νέα μόδα, με τον ίδιο παραλογισμό που θα χαρακτήριζε έναν σύλλογο για όσους απεχθάνονται τους συλλόγους ή μια ομάδα αθεϊστών που λατρεύουν την αθεΐα τους σαν μια νέα θρησκεία.
Στον σχηματισμό της μόδας συντελούν δύο κοινωνικές τάσεις: η ανάγκη για συγχώνευση μέσα σε μια ομάδα και συνάμα η ανάγκη για διαφοροποίηση και διαχωρισμό από αυτή την ομάδα. Αν μια από αυτές τις δύο αρχές εκλείψει, η μόδα απλώς θα πάψει να υπάρχει.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η άποψη του Ζίμελ για την αντίθεση. Η μόδα, όπως κάθε άλλη κοινωνική δύναμη, έχει πάντοτε την τάση να υποτάσσει το σύνολο της κοινωνίας. Όλες όμως οι δυνάμεις έχουν αξία στον βαθμό που διευρύνονται σε μια συνθήκη που διατηρεί και το αντίθετό τους. Αν η μόδα κατακτούσε το σύνολο της κοινωνίας, αυτό την ίδια στιγμή θα σηματοδοτούσε και τον δικό της θάνατο: η καθολική της αποδοχή θα της αφαιρούσε τον παράγοντα του διαχωρισμού που είναι τόσο απαραίτητος για να υπάρξει. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει μονάχα για τη μόδα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει, σύμφωνα με τον Ζίμελ, και ο σοσιαλισμός: αν αποκοπεί από το ήδη υπάρχον ατομικιστικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προέκυψε, θα οδηγούνταν στην κατάρρευση. Πάντως ο λόγος που σήμερα η μόδα, μας λέει και πάλι ο Ζίμελ, κυριαρχεί με τέτοια δύναμη στις συνειδήσεις, είναι το γεγονός ότι οι μεγάλες, μόνιμες και αναμφισβήτητες πεποιθήσεις χάνουν πλέον όλο και περισσότερο την ισχύ τους. Τα εφήμερα και μεταβαλλόμενα στοιχεία του βίου αποκτούν έτσι ένα όλο και μεγαλύτερο πεδίο δράσης. «Η ρήξη με το παρελθόν, για την πραγματοποίηση της οποίας η πολιτισμένη ανθρωπότητα κοπιάζει αδιάκοπα εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, οδηγεί στην επικέντρωση της συνείδησης όλο και περισσότερο στο παρόν. Αυτή η έμφαση στο παρόν αποτελεί σαφώς και μια έμφαση στην εναλλαγή, και στο μέτρο που μια κοινωνική τάξη είναι ο φορέας αυτών των πολιτισμικών τάσεων, τότε στο ίδιο μέτρο αυτή η τάξη θα στραφεί προς τη μόδα σε όλους τους τομείς – και ασφαλώς όχι μόνο στον τομέα της ενδυμασίας» γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.