Για το βιβλίο του Στιγκ Ντάγκερμαν «Γερμανικό φθινόπωρο» (μτφρ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Σουηδός μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος και ποιητής Στιγκ Ντάγκερμαν (1923-1954) έγραψε σε ηλικία 22 ετών ένα πολύ σημαντικό έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ήταν το μυθιστόρημα Το φίδι, το οποίο εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στα ελληνικά κυκλοφορούν ακόμα τρία έργα του: Η ανάγκη μας για παρηγοριά (Μελάνι 2005), Η σκιά του Μαρτ (Νεφέλη 2004) και το Καμένο παιδί (Εστία 1998). Στο παρουσιαζόμενο εδώ έργο του συγκεντρώνονται άρθρα από ανταποκρίσεις του στην κατεστραμμένη Γερμανία κατά την περίοδο 1946-1947 για τη σουηδική εφημερίδα Expressen.
Ο Ντάγκερμαν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, στην απελπισία αυτών που αναγκάστηκαν να ζουν σε συνθήκες πείνας, εγκατάλειψης και αγριότητας. Και τέτοιος ήταν ο κόσμος της μεταπολεμικής Γερμανίας.
Ο Ντάγκερμαν αυτοκτόνησε σε ηλικία 31 ετών. Το σύντομο αλλά σημαντικό έργο του ήταν υπεραρκετό να μας πείσει πως η απώλειά του άφησε ένα μεγάλο κενό στη σκέψη που εκλαμβάνει την ανθρώπινη ζωή σαν μια σκανδιναβική Σάγκα, όχι όμως γεμάτη με περιπέτειες των Βίκινγκ αλλά σαν μια απεικόνιση του βαθύ πόνου και της απελπισίας που γεννά η ενσυναίσθηση της πραγματικής ζωής στους ευαίσθητους ανθρώπους. Ο Ντάγκερμαν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, στην απελπισία αυτών που αναγκάστηκαν να ζουν σε συνθήκες πείνας, εγκατάλειψης και αγριότητας. Και τέτοιος ήταν ο κόσμος της μεταπολεμικής Γερμανίας, ένας κόσμος όπου δεν είχαν θέση κανενός είδους ευαισθησίες, στον οποίο τον έστειλε η σουηδική εφημερίδα ως ανταποκριτή.
Η αίσθηση του πόνου και της ενοχής είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα που διατρέχουν αυτές τις ανταποκρίσεις. Όσον αφορά τον πόνο τα πράγματα είναι καθαρά. Υποφέρουν και πονούν οι Γερμανοί, αλλά όσον αφορά την ενοχή και τον ένοχο, ο Ντάγκερμαν αποφεύγει την πεπατημένη της εποχής του, που ήταν να κατηγορείται συλλήβδην ο γερμανικός λαός για τα δεινά του. Στις ανταποκρίσεις του εστιάζει στον άθλιο βίο όλων των Γερμανών, φτωχών και πλουσίων στη μεταπολεμική Γερμανία, χωρίς να ξεχνά τις ευθύνες μεγάλων τμημάτων του γερμανικού λαού.
Ο Ντάγκερμαν, η πρώτη γυναίκα του οποίου ήταν Γερμανίδα, δεν ανέχεται εκείνες τις επιδερμικές προσεγγίσεις για την ενοχή του συνόλου του γερμανικού λαού. Γι’ αυτόν η γερμανική εξαθλίωση ήταν συλλογική, όχι όμως και οι γερμανικές φρικαλεότητες. Στους ηττημένους Γερμανούς δεν βλέπει μια συμπαγή μάζα που εκπέμπει ναζιστική παγωνιά αλλά ένα πλήθος παγωμένων και πεινασμένων ανθρώπων. Ο συγγραφέας εξοργίζεται με εκείνη τη ρηχή δημοσιογραφία που επιδιώκει να πιάσει «λαγό» ρωτώντας τους Γερμανούς πολίτες αν ζούσαν καλύτερα επί Χίτλερ ή τότε. Μια δημοσιογραφία που επεδίωκε να αποδείξει ότι ο ναζισμός ζει και βασιλεύει στη Γερμανία, μια που οι Γερμανοί απαντούσαν πως επί Χίτλερ η ζωή ήταν πιο υποφερτή. Είναι, γράφει με ειρωνική διάθεση, σαν να ρωτάς κάποιον που πνίγεται αν τώρα είναι καλύτερα ή όταν ακόμη βρισκόταν στην αποβάθρα. Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ανήθικους και υποκριτές αυτούς που αποδίδουν μαζικές κατηγορίες εναντίον του γερμανικού λαού. Αυτούς που τον κατηγορούν για υπακοή ακόμη και στις περιπτώσεις που η ανυπακοή θα ήταν μεν η μοναδική ανθρωπίνως δικαιολογημένη συμπεριφορά, αλλά ταυτοχρόνως θα σήμαινε και άμεσο θάνατο.
Το 1946 οι Γερμανοί από την ανατολική πλευρά της χώρας και από άλλες χώρες στοιβάζονται στα τρένα για να έρθουν στη δυτική ζώνη, με την ελπίδα ότι εκεί οι συμπατριώτες τους και οι δυτικοί σύμμαχοι θα τους αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη ανοχή από ό,τι οι Σοβιετικοί στην Ανατολική Γερμανία.
Το 1946, οι Γερμανοί από την ανατολική πλευρά της χώρας και από άλλες χώρες στοιβάζονται στα τρένα για να έρθουν στη δυτική ζώνη, με την ελπίδα ότι εκεί οι συμπατριώτες τους και οι δυτικοί σύμμαχοι θα τους αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη ανοχή από ό,τι οι Σοβιετικοί στην Ανατολική Γερμανία. Σιωπηλοί, υποταγμένοι, δεν απαιτούν το δίκιο τους, να επιβιώσουν ζητούν. Καχυποψία και απόρριψη είναι αυτό που συναντούν στη ζωή τους.
Στη ζωή τους; Ποια ζωή; Στοιβαγμένοι στα τρένα o ένας πάνω στον άλλο, δεν τους επιτρέπεται να βγουν στην πόλη, ούτε να χτίσουν μια νέα ζωή. Κυριαρχεί η ηθική κατάπτωση. Δίπλα της όμως υπάρχει και η τιμιότητα, το ενδιαφέρον για τον άλλο, η αλληλεγγύη. Η βαρβαρότητα θα είχε προ πολλού καταστρέψει τον κόσμο, αν την ίδια στιγμή δίπλα της δεν υπήρχε και η ανθρωπιά.
Σ’ αυτό το σκηνικό φόβου και θανάτου είναι ηθικά αδιανόητο και αδύνατον να αντλούνται συμπεράσματα για την όποια ιδεολογική τοποθέτηση. Απάθεια και κυνισμός χαρακτήριζαν τα δυο πλέον σημαντικά πολιτικά γεγονότα του 1946: τις εκλογές και τις εκτελέσεις της Νυρεμβέργης. Και πώς να μη συμβεί αυτό όταν ζει κανείς στα όρια της λιμοκτονίας; Τότε δεν αγωνίζεται για τη δημοκρατία, αλλά για να ξεφύγει από αυτά τα όρια. Είναι αλήθεια πως πολλές φορές φαίνεται ο Ντάγκερμαν να μη ζητά καμία ευθύνη από τον γερμανικό λαό για ό,τι συνέβη από το 1933 έως το 1945. Αλλά οι ανταποκρίσεις του δεν γίνονται για να αναδείξουν τι συνέβη και ποιος ήταν ο ένοχος για τον ναζισμό τότε, αλλά τι συμβαίνει και ποιος είναι ο ένοχος τώρα. Και όπως γλαφυρότατα γράφει «τα βάσανα που σου αξίζουν είναι εξίσου βαριά με τα βάσανα που δεν σου αξίζουν». Πινελιές ανθρωπισμού σε έναν απάνθρωπο κόσμο, ψηφίδες ελπίδας σ’ ένα απέλπιδο παζλ. Η αγωνία του διανοούμενου να γράφει για την αισιοδοξία, όντας ο ίδιος απαισιόδοξος.
O Στιγκ Ντάγκερμαν |
Ο Ντάγκερμαν βίωσε την αντίφαση μεταξύ ωραίας γραφής και πανάσχημης πραγματικότητας. Το όμορφο αισθητικό κράτος των περίφημων Επιστολών του Σίλερ σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να καλύψει την ασχήμια και τον ζόφο του πραγματικού πολιτικού κράτους. Ο καλλιτέχνης το ξέρει. Και δεν το αντέχει.
Ο Ντάγκερμαν αυτοκτόνησε. Αν και κανείς δεν μπορεί να ξέρει τους εσώτερους λόγους μιας αυτοκτονίας, είναι σίγουρο ότι μια ευαίσθητη ψυχή που μεγαλουργεί μετατρέποντας σε αισθητική πανδαισία το κακό, είναι πιθανό κάποια στιγμή να ηττηθεί από αυτό το κακό. Ο Ντάγκερμαν βίωσε την αντίφαση μεταξύ ωραίας γραφής και πανάσχημης πραγματικότητας. Το όμορφο αισθητικό κράτος των περίφημων Επιστολών του Σίλερ σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να καλύψει την ασχήμια και τον ζόφο του πραγματικού πολιτικού κράτους. Ο καλλιτέχνης το ξέρει. Και δεν το αντέχει.
Και ποια είναι αυτή η πραγματικότητα. Παντού ερείπια, από το ισοπεδωμένο Αμβούργο που όλα φαντάζουν σαν μια τεράστια χωματερή για διαλυμένα αετώματα πηγαίνει στο Βερολίνο και ακολουθεί το Μόναχο, η Νυρεμβέργη, η Χαϊδελβέργη, η Κολωνία, η κοιλάδα του Ρουρ. Τα βάσανα των ανθρώπων δεν τελειώνουν με την ερείπωση των πόλεων. Περιορισμένες διανομές με δελτίο, αντίθεση με την ευημερία των συμμαχικών στρατευμάτων και της ζωής των Γερμανών πολιτών, πλιάτσικα, πορνεία. Η ωμή ανάγκη, υποστηρίζει ο συγγραφέας, πρέπει να αναιρεί την τάση μας να ακούμε κριτική στην ηθική των ανθρώπων. Στη Γερμανία της ανάγκης η ηθική αποκτά μια εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτήν της ηθικής της κανονικότητας.
Ο Ντάγκερμαν δεν μένει μόνο στη μιζέρια και στην ερήμωση, στις κακουχίες. Μιλά και για τις κοινωνικές διαφορές. Μιλά για την τούρτα των φτωχών που αποτελείται από σκέτο άθλιο γερμανικό ψωμί και την τούρτα των «πλουσίων» που του προσφέρουν δυο αστοί, ένας φιλελεύθερος δικηγόρος και ένας συγγραφέας. Αυτή αποτελείται από μια λεπτή στρώση φτιαγμένης απομίμησης σαντιγί, αλλά στη βάση της αποτελείται από το ίδιο «άθλιο γερμανικό ψωμί». Αλλά όσο και να είναι κακές οι συνθήκες «οι τραπεζικοί λογαριασμοί δεν βομβαρδίστηκαν». Ο ισχυρισμός για την ύπαρξη μιας αταξικής Γερμανίας αποτελεί μια κυνική διαπίστωση. Οι αντιθέσεις όμως δεν αφορούν μόνο αυτές μεταξύ φτωχών και πλουσίων, αλλά και αυτές μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και της υπαίθρου, των νέων και των ηλικιωμένων, των ανδρών και των γυναικών. Είναι όμως και οι ευρισκόμενοι στη χειρότερη κατάσταση απ’ όλους. Οι λεγόμενοι «ανεπιθύμητοι». Είναι αυτοί που εγκατέλειψαν τις κατεκτημένες από τους σοβιετικούς πόλεις τους, οι επιστρέφοντες αιχμάλωτοι πολέμου. Αυτοί που ζουν στα βαγόνια των παρατημένων τρένων και δεν τους επιτρέπεται να βγουν στις πόλεις.
Ίσως πολλές φορές ο Ντάγκερμαν να φαίνεται ότι μεροληπτεί υπέρ του γερμανικού λαού, παραβλέποντας τα βάσανα των κατακτημένων από αυτόν άλλων λαών, αλλά το κάνει για να καταδείξει πως η ενοχή δεν ξεπλένεται με την απανθρωπιά. Το αντίθετο.
Παρακολουθεί επίσης τις δίκες της περίφημης αποναζιστικοποίησης, οι οποίες εξελίσσονται σε ψυχαγωγική θεατρική παράσταση. Από την κρίση της δικαιοσύνης περνούν μικρά ψαράκια, όπως ένας δάσκαλος που ανήκε στα SA, ένας εκπρόσωπος ναζιστικού συνδικαλιστικού σωματείου, ένας κατώτερος τραπεζικός υπάλληλος, ο 73χρονος κύριος Ζίνε κατηγορούμενος για ακτιβισμό. Τα μεγάλα τη γλιτώνουν. Ο Ντάγκερμαν δεν κλείνει τα μάτια στους υπαρκτούς Γερμανούς ναζί, οι οποίοι δεν είναι και σταγονίδια. Αρνείται όμως να κρίνει έναν λαό μόνο από την παρουσία τους, όσο ισχυρή κι αν είναι αυτή. Επίσης, αν και φαίνεται αυτός, μια αναρχική ψυχή, να προτιμά τους σοσιαλδημοκράτες, δεν φείδεται ειρωνειών και κριτικής και γι’ αυτούς, κυρίως για τον σχεδόν φανερό εθνικισμό τους. Τους κατηγορεί ότι με την εθνικιστική τους ρητορεία δίνουν τη δυνατότητα στους Γερμανούς να ψηφίζουν δημοκρατικά, χωρίς να χρειάζεται να είναι δημοκράτες.
Αν το βιβλίο του Ντάγκερμαν ήταν εικόνα, θα έμοιαζε με το κινηματογραφικό αριστούργημα του Ρομπέρτο Ροσελίνι Γερμανία, έτος μηδέν, σκηνοθετημένη και αυτή το 1947. Πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, με αφορμή τη δίκη που έγινε μετά τη μήνυση της ιστορικού Deborah Lipstadt κατά του David Irving, του κατ’ ουσία αρνητή του Ολοκαυτώματος, ξέσπασε στη Γερμανία μια συζήτηση που εμβάθυνε αυτό που ο Ντάγκερμαν είχε από το 1946-1947 αναδείξει. Η συζήτηση εστιάσθηκε γύρω από τη γενικευμένη αθωότητα ή τη γενικευμένη ενοχή του γερμανικού λαού. Το κεντρικό ερώτημα ήταν σαφές: ήταν ή όχι η ναζιστική εποχή μια κατάσταση εξαίρεσης; Οι ιστορικοί πολώθηκαν. Ορισμένοι επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν τον ναζισμό, χωρίς να επιχειρούν να κανονικοποιήσουν τα εγκλήματά του. Κι άλλοι, είτε θεωρούσαν τον ναζισμό αποτέλεσμα της πίεσης του μπολσεβικισμού είτε αφετηρία κάθαρσης που οδηγούσε σε μια ισχυρή εθνική υπέρβαση. Οι ανταποκρίσεις του Ντάγκερμαν είχαν «προβλέψει» αυτή τη διαμάχη.
Ίσως πολλές φορές ο Ντάγκερμαν να φαίνεται ότι μεροληπτεί υπέρ του γερμανικού λαού, παραβλέποντας τα βάσανα των κατακτημένων από αυτόν άλλων λαών, αλλά το κάνει για να καταδείξει πως η ενοχή δεν ξεπλένεται με την απανθρωπιά. Το αντίθετο. Αυτό το βιβλίο αποπνέει ένα μεθυστικό άρωμα ανθρωπιάς. Τόσο πολύτιμο και σήμερα. Η Αγγελική Νάτση στη μετάφρασή της δεν χάνει ούτε μια στιγμή από την ζοφερή ατμόσφαιρα του πρωτότυπου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας.
Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
→ Στην κεντρική εικόνα και στο κέντρο, φωτογραφίες από την ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι Γερμανία, έτος μηδέν (1948).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι περιορισμένες διανομές με δελτίο, σε αντίθεση με την ευημερία των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων, οι τσαπατσούλικες πλιατσικολογικές επιδρομές στις οποίες τα κατασχεμένα υλικά σκούριαζαν παρατημένα στις φθινοπωρινές βροχές, το να αφήνεις άστεγες πέντε γερμανικές οικογένειες για να κάνεις χώρο για μια «συμμαχική» οικογένεια και, πάνω από όλα, η προσπάθεια να ξεριζώσεις τον μιλιταρισμό μέσω ενός μιλιταριστικού καθεστώτος και να παλεύεις να ξυπνήσεις την περιφρόνηση για τις γερμανικές στολές σε μια χώρα γεμάτη συμμαχικές στολές - όλα αυτά περισσότερο έβλαψαν παρά ωφέλησαν το έδαφος στο οποίο φυτρώνει η δημοκρατία, τη στιγμή που η ωφέλεια έπρεπε να είναι αυτονόητη».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΙΓΚ ΝΤΑΓΚΕΡΜΑΝ