Για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή «Από τ' αλέτρι στο smartphone - Συζητήσεις με τον πατέρα μου» (εκδ. Μελάνι).
Της Άννας Λυδάκη
«Όταν γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου δεν είχε σιδερένιο αλέτρι, είχε ξύλινο. Είχε μόνο το υνί, το σιδερένιο, και τα φτερά που γυρίζουν το χώμα, που ήταν γλατζινιά ή από πλατάνι. Η γλατζινιά βγαίνει μέσα σε άλλα δέντρα σαν παράσιτο. Αυτά τα έφτιαχνε ο παππούς ο γερο-Θύμιος, όταν εγώ ήμουνα 5-6 χρονώ. [...] Μου αρέσει πάρα πολύ το έξυπνο κινητό. Πρώτα πρώτα, μου αρέσουν οι χάρτες του, μου αρέσει το GPS, μου αρέσει το Google, οποιαδήποτε στιγμή, οποιαδήποτε πληροφορία μπορώ να τη βρω, αυτό με τρελαίνει. Θεωρώ μεγάλο επίτευγμα αυτό το πράγμα».
Η ιστορία ζωής του πατέρα του είναι η βάση για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή και ταυτόχρονα η αφορμή για να μιλήσει με λογοτεχνικό τρόπο για τα περασμένα και τα τωρινά, σχολιάζοντας, κρίνοντας και συγκρίνοντας.
Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο: Τον Άγγελο Πουλή, τον πατέρα του Κωνσταντίνου Πουλή, που έζησε κοσμοϊστορικές αλλαγές και γεγονότα και μια πρωτοφανή εξέλιξη της τεχνολογίας καταφέρνοντας κάθε φορά να προσαρμόζεται και να συμφιλιώνεται με τον κόσμο, όπως αυτός διαμορφωνόταν. Η ιστορία ζωής του πατέρα του είναι η βάση για το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή και ταυτόχρονα η αφορμή για να μιλήσει με λογοτεχνικό τρόπο για τα περασμένα και τα τωρινά, σχολιάζοντας, κρίνοντας και συγκρίνοντας. Να μιλήσει για τον άνθρωπο του 20ου και του 21ου αιώνα, κυρίως, που απολαμβάνει τα καλά της τεχνολογίας με το σχετικό, βέβαια, κόστος.
Ο Άγγελος γεννήθηκε φτωχός σε ένα φτωχικό χωριό, το Καρβουνοχώρι. Όταν ο χρόνος μετριόταν ακόμη με την ανατολή και τη δύση του ηλίου και ήξεραν πως το μεσημέρι έπρεπε να «σταλίσουν τα πρόβατα». Οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν καθημερινά την άδολη εχθρότητα της φύσης, τη φτώχια, τη ντροπή που φέρνει η φτώχια… Τα παιδικά χρόνια ήταν σκληρά και σύντομα. Δούλευαν στους αγρούς από πολύ νωρίς και οι ξυλοδαρμοί θεωρούνταν το καταλληλότερο παιδαγωγικό μέσον. Τα παιδιά δεν είχαν γίνει ακόμη καταναλωτές. Σκαρφάλωναν στα δέντρα και έπαιζαν με αυτοσχέδια παιχνίδια: μια πέτρα που βρέθηκε στο δίρρεμα γίνεται κουτσούνα για το κορίτσι. Παπούτσια φόρεσε ο Άγγελος για πρώτη φορά στα 14–15 του χρόνια.
«Έρχεται ο τσαγκάρης έβαλε μια εφημερίδα κάτω, έφτιαξε ένα ίσιο χώμα και μου έβαλε το πόδι επάνω, μου πήρε το αποτύπωμα. Ήμουν σ’ αυτή την ηλικία, όταν πήρα το πρώτο παπούτσι…»
Και αν κάποιος από την οικογένεια σπούδαζε, σίγουρα αυτός θα ήταν αγόρι.
Το σπίτι δεν έχει τζάμια, δεν έχει έπιπλα, μόνο ένα «ματαράτσι» στο πάτωμα. Κουβαλούν νερό με τον κουβά (συνήθως γυναικεία δουλειά ήταν αυτή) και πλένουν με χειροποίητο σαπούνι από λίπος. Τρώνε μπομπότα και ονειρεύονται το άσπρο ψωμί. Η λαϊκή ιατρική –μεταξύ ορθολογισμού και μαγείας– επιστρατεύεται για τις διάφορες αρρώστιες. Το εθιμικό δίκιο κυριαρχεί σε αντίθεση με το επίσημο και ο τσιφλικάς ατιμώρητα μπορεί να πυροβολήσει τους μικρούς κλέφτες του αραποσιτιού.
«Και όταν κατέβηκα κάτω τη νύχτα και είδα όλα τα φώτα της Αθήνας, που λαμποκόπαγε ο τόπος, τρελάθηκα, γιατί εμείς δεν είχαμε φως, ζούσαμε στο σκοτάδι… ήμασταν με τα λυχνάρια».
Άγγελος Πουλής
Τα βράδια ο πατέρας του Άγγελου διαβάζει ιστορίες για τους ιππότες των ορέων.
«Οι άντρες μαζευόντουσαν πιο πολύ στον πύργο, σε μας, που ήταν ένα παλιό τούρκικο σπίτι. Ο πατέρας μου θυμάμαι τους διάβαζε ένα μυθιστόρημα και όταν τελειώναν κόβαν το φύλλο από το βιβλίο και το ‘καναν τσιγάρο. Και την άλλη μέρα τους διάβαζε το άλλο. Καμιά φορά του ‘λέγαν του πατέρα μου "Έλα, μπαρμπα-Νίκο, πες μας άλλο ένα", λέει "Κερατάδες, να φτιάξετε τσιγάρο θέλετε, όχι να ακούσετε την ιστορία…"».
Ο Άγγελος έρχεται στην πόλη, όπου παύει να υφίσταται ο κυκλικός χρόνος των παραδοσιακών κοινωνιών. Ο χρόνος είναι γραμμικός και τα πράγματα προχωρούν γρήγορα. Εδώ διαπιστώνει για πρώτη φορά στο μάθημα της γυμναστικής ότι τα αγόρια φορούν δύο παντελόνια. Ακούει για πρώτη φορά ραδιόφωνο και μένει έκθαμβος αντικρίζοντας τα φώτα της πόλης που λάμπει στα μάτια των μετοίκων: «Και όταν κατέβηκα κάτω τη νύχτα και είδα όλα τα φώτα της Αθήνας, που λαμποκόπαγε ο τόπος, τρελάθηκα, γιατί εμείς δεν είχαμε φως, ζούσαμε στο σκοτάδι… ήμασταν με τα λυχνάρια». Φωτεινές επιγραφές και εκτυφλωτικό φως σηματοδοτούν τη σύγχρονη συνθήκη, τον θρίαμβο πάνω στους ρυθμούς της φύσης. Η μέρα δεν τελειώνει με τη δύση του ηλίου, σημειώνει ο συγγραφέας.
Αυτά και άλλα πολλά διηγείται ο Άγγελος Πουλής που πέρασε από τον πολύγραφο στη γραφομηχανή, στον υπολογιστή, και τώρα κάνει παρουσιάσεις στο μάθημά του με powerpoint, αναζητά βιβλιογραφία στο διαδίκτυο, χρησιμοποιεί το GPS και το Google και μπαίνει στο fb, που «ενώνει τους μακρινούς και χωρίζει τους κοντινούς».
Η ζωή ήταν δύσκολη και στο χωριό και στην Αθήνα, αλλά καθώς περνούν τα χρόνια οι οξύτητες του παρελθόντος αμβλύνονται, και μπορούν να γίνουν αφήγηση. Και μάλιστα με πολύ χιούμορ. Η ζώσα φωνή του ήρωα καταγράφεται με εξαιρετικό τρόπο και ακρίβεια, χωρίς να παραλείπονται οι παύσεις και τα γέλια, οι παρεμβάσεις και οι επεξηγήσεις των αδελφών ή της συζύγου του ήρωα.
O Κωνσταντίνος Πουλής |
Όμως, η προσωπική ταυτότητα ανήκει μόνο εν μέρει στον κάθε αφηγητή. Η ταυτότητά μας συνυπάρχει με την οικογενειακή και την κοινωνική. Γι’ αυτό και μέσα από την αφήγηση του Άγγελου Πουλή ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις μέρες μας, καθώς το ατομικό γίνεται συλλογικό, κοινωνικό. Άλλωστε και οι ιστορικοί πλέον δεν αρκούνται στην ιστορία που υπάρχει στα αρχεία, αλλά αναζητούν τη βιωμένη ιστορία, τις εμπειρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Ας θυμηθούμε ότι «αρχείο» λεγόταν το σπίτι που έμενε ο άρχοντας, ο οποίος είχε στην αυλή του ιστορικούς για να καταγράφουν τα γεγονότα και να τα φυλάσσουν. Και μάλλον θα ήταν δύσκολο να γράψουν κάτι αντίθετο από τη βούληση του άρχοντα.
Με αφορμή τις αφηγήσεις του Άγγελου ο Κωνσταντίνος Πουλής μιλά για το άλλοτε –αναφερόμενος και στην αρχαιότητα– και το τώρα. Ξέρει πολύ καλά πως τα πράγματα συνυφαίνονται με τις ζωές μας και μας αλλάζουν.
Με αφορμή τις αφηγήσεις του Άγγελου ο Κωνσταντίνος Πουλής μιλά για το άλλοτε –αναφερόμενος και στην αρχαιότητα– και το τώρα. Ξέρει πολύ καλά πως τα πράγματα συνυφαίνονται με τις ζωές μας και μας αλλάζουν. Έτσι, εξετάζει τον υλικό βίο, τα σπίτια, τα λουτρά, τα έπιπλα, τα σκεύη, την ενδυμασία, τις διατροφικές συνήθειες (σήμερα για πρώτη φορά καταλήγουν οι φτωχοί να είναι παχύτεροι, γράφει), αναφέρεται στην κρυφή δύναμη της γυναίκας που χάνεται με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, στην απόλαυση που προσφέρει το περιττό και η κατανάλωση. Σχολιάζει τις σημερινές συνθήκες ζωής και τις ασώματες επαφές του διαδικτύου, που καμιά φορά είναι σωτήριες για εκείνους που έχουν δυσκολίες στην καθημερινότητά τους. Παρατηρεί, όμως, ότι οι συνεχείς πληροφορίες που λαμβάνουμε δεν μας αφήνουν να εστιάζουμε κάθε φορά στο ένα και μοναδικό, όπως θα έπρεπε.
Στις αφηγήσεις και στα σχόλια του συγγραφέα δεν διαφαίνεται νοσταλγία για έναν πρότερο καλύτερο βίο, όπως συμβαίνει συνήθως. Το παρελθόν στις αφηγήσεις τις πιο πολλές φορές εξωραΐζεται. Ίσως να φταίει το ζοφερό παρόν γι’ αυτό ή το μέλλον που διαφαίνεται σκοτεινό. Στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή, όμως, δεν υπάρχει παρελθοντολατρεία ούτε δαιμονοποιείται η τεχνολογία. Με έναν ψύχραιμο λόγο αναλύονται τα υπέρ και τα κατά. Αναμφίβολα σήμερα είναι πολύ πιο εύκολη η ζωή και το θέμα της αποανάπτυξης και της δράσης των λουδδιτών συζητιούνται με σκεπτικισμό στο βιβλίο. Όμως, παρατηρεί ο συγγραφέας ότι, η υψηλή τεχνολογία παράγεται από δούλους, ενώ η τεχνολογία του αλετριού παραγόταν σε συνθήκες λίγο-πολύ όμοιες με αυτού που το κατανάλωνε. Και φαίνεται ότι χάσαμε κάποια πράγματα από τη ζωή παλαιότερων εποχών: Χάσαμε τον ελεύθερο χρόνο, χάσαμε την ποίηση (από το ποιείν) των παραδοσιακών κοινωνιών, όταν το τραγούδι και οι αφηγήσεις διαμορφώνονταν μέσα στην ομάδα και η τελευταία πράξη πριν από τον ύπνο δεν ήταν η τηλεόραση ή το fb, αλλά η κουβέντα.
Ο συγγραφέας αφήνει τον συνομιλητή του να μιλήσει και ακούει «απαντήσεις» σε ερωτήματα που ίσως δεν τέθηκαν, αλλά αναδύθηκαν στην κουβέντα. Με αυτές τις αναμνήσεις, που θέλουν να γίνουν λόγος εκφερόμενος, κάνει ένα συναρπαστικό «διάλογο», που πόρρω απέχει από τις συνήθεις επιστημονικές μελέτες.
Ο Κωνσταντίνος Πουλής δηλώνει από την αρχή ότι δεν κάνει κοινωνιολογία, παρότι και κοινωνιολόγος. Δεν γράφει ιστορία. Αφήνει τη δουλειά στους ιστορικούς. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να καταγράψει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς δημιουργώντας συχνά μιαν ασυμμετρία ανάμεσα στον πολιτισμικό λόγο και τον εργαλειακό.
Ο συγγραφέας αφήνει τον συνομιλητή του να μιλήσει και ακούει «απαντήσεις» σε ερωτήματα που ίσως δεν τέθηκαν, αλλά αναδύθηκαν στην κουβέντα. Με αυτές τις αναμνήσεις, που θέλουν να γίνουν λόγος εκφερόμενος, κάνει ένα συναρπαστικό «διάλογο», που πόρρω απέχει από τις συνήθεις επιστημονικές μελέτες.
Στο βιβλίο του Πουλή, εν τέλει, έχουμε ένα σπουδαίο κράμα: μια σύνδεση της λαϊκής λογοτεχνίας –οι αφηγήσεις ζωής συμπεριλαμβάνονται στη λαϊκή λογοτεχνία, σύμφωνα με τον Μ.Γ. Μερακλή– με τη σύγχρονη λογοτεχνία –ο Πουλής είναι λογοτέχνης– και την επιστήμη.
Η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, μπορεί να δώσει στην πραγματικότητα μια πρωτοφανή βαθύτητα. Πέρα, όμως, από το λογοτεχνικό ύφος του βιβλίου ο συγγραφέας ασκεί αυτό που λέμε σήμερα δημόσια επιστήμη (public science). Είναι μια επιστήμη που δεν μένει κλεισμένη μέσα στους τοίχους των πανεπιστημίων, αλλά μιλά στον καθένα, λέγοντάς του απλά και καθαρά από πού έρχεται και προς τα πού πάει. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το βιβλίο του Κωνσταντίνου Πουλή είναι πολύ σημαντικό και μας αφορά όλους. Και ταυτόχρονα είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
* Η ΑΝΝΑ ΛΥΔΑΚΗ είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Αναζητώντας το χαμένο παράδειγμα: Επιτόπια έρευνα, κατανόηση, ερμηνεία» (εκδ. Παπαζήση).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © Daria Nepriakhina.
Από τ' αλέτρι στο smartphone
Συζητήσεις με τον πατέρα μου
Κωνσταντίνος Πουλής
Μελάνι 2019
Σελ. 328, τιμή εκδότη €16,00