Για το δοκίμιο της Bérénice Levet «Η θεωρία του φύλου – ή Ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Ποικίλη Στοά).
Της Εύας Στάμου
Η φιλόσοφος Μπερενίς Λεβέ εξετάζει σε αυτό το δοκίμιο τη «θεωρία του φύλου» η οποία, όπως καταδεικνύει η συγγραφέας, κυριαρχεί στα ευρωπαϊκά Μ.Μ.Ε., στον λόγο των πολιτικών κάθε απόχρωσης, στα εκπαιδευτικά προγράμματα των γαλλικών Λυκείων. Με τον όρο «θεωρία του φύλου» η Λεβέ φαίνεται να αναφέρεται σε ένα σύνολο θεωρήσεων που ερμηνεύουν το φύλο ως μια αυθαίρετη, ενδεχομενική, και άσχετη από φυσικούς παράγοντες κατασκευή.
Αντλώντας τα επιχειρήματά της κυρίως από τη φιλοσοφία και δευτερευόντως από τις νευροεπιστήμες, την ψυχολογία ή τη θεολογία, η Λεβέ επισημαίνει ότι η «θεωρία του φύλου» ευελπιστεί να απαλλάξει τον άνθρωπο από το βάρος του φύλου του.
Σύμφωνα με την ανάλυση της Λεβέ, η θεωρία του φύλου τείνει να γίνει ιδεολογία που μπορεί να εφαρμόζεται κυρίως από την αριστερά αλλά δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον λόγο δεξιών, ακόμα και ακροδεξιών πολιτικών, όπως η Μαρί Λεπέν. Αντλώντας τα επιχειρήματά της κυρίως από τη φιλοσοφία και δευτερευόντως από τις νευροεπιστήμες, την ψυχολογία ή τη θεολογία, η Λεβέ επισημαίνει ότι η «θεωρία του φύλου» ευελπιστεί να απαλλάξει τον άνθρωπο από το βάρος του φύλου του, εξαλείφοντας τις σεξουαλικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα, εφόσον οι υποστηρικτές της διατείνονται ότι το θηλυκό και το αρσενικό είναι απλώς κοινωνικές και ιστορικές επινοήσεις.
Πρόκειται για τους διανοητές της «οντολογικής ελευθερίας» που αρνούνται τη σημασία του σώματος, απορρίπτουν την αναγκαία σύνδεση σωματικών και ψυχικών καταστάσεων, και υποτιμούν τη σχέση της θεωρητικής ή πρακτικής νόησης με τη σωματικότητα, πρεσβεύοντας ότι δεν είμαστε παρά πολιτιστικές κατασκευές. Οι έμφυλες ταυτότητες – σύμφωνα με τους υπέρμαχους της «θεωρίας του φύλου», κατασκευάστηκαν με μοναδικό άξονα την κυριαρχία των αντρών στις γυναίκες και δεν έχουν τίποτα το φυσικό. Επομένως, κάθε μορφή σεξουαλικότητας –ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλία, διεμφυλικότητα– δεν έχει καμία βάση στη φύση, είναι απλώς μια πολιτιστική κατασκευή την οποία κάθε άτομο μπορεί να επιλέξει ή και να αλλάξει κατά βούληση.
Αυτή η απόλυτη και δίχως όρια ρευστότητα της σεξουαλικότητας προϋποθέτει σώματα ουδέτερα, άφυλα, και εύπλαστα, ακριβώς όπως τα σώματα των αγγέλων της χριστιανικής παράδοσης. Η Λεβέ ανησυχεί ότι μια απεικόνιση του κόσμου όπου δεν θα υπάρχουν πια άντρες και γυναίκες αλλά ουδέτερα πλάσματα μπορεί να οδηγήσει τελικά σε ένα νέο είδος προκατάληψης, ενισχύοντας μια κατά μέτωπο επίθεση στην ετεροφυλοφιλική ερωτική επιθυμία και έκφραση, δημιουργώντας με τη σειρά της έναν πουριτανισμό που, αντί να απελευθερώνει, εγκλωβίζει τους πολίτες σε περιοριστικούς και καταπιεστικούς ρόλους, λειτουργώντας για την πλειονότητά τους με τρόπο απαγορευτικό και τιμωρητικό.
Συνολικά, η κριτική της Λεβέ στη «θεωρία του φύλου» είναι εύλογη και οι εύστοχες ενστάσεις που εγείρει αποτελούν αφορμή για να στοχαστούμε πάνω στις συχνά δυσδιάκριτες αλλά σημαντικές συνέπειες που μπορεί να έχει η τρέχουσα διανοητική μόδα για ένα πλήθος ζητημάτων.
Το κείμενο της Λεβέ διαβάζεται πολύ ευχάριστα, δεν είναι όμως πάντα σαφές ποιος ακριβώς είναι ο θεωρητικός της αντίπαλος, καθόσον υπό τον όρο «θεωρία του φύλου» η συγγραφέας επιχειρεί να συμπεριλάβει ποικιλία προσεγγίσεων, που θίγουν μεγάλο εύρος επιστημολογικών, σημασιολογικών, ψυχολογικών, και κοινωνιολογικών θεμάτων. Δεν είμαι επίσης βέβαιη ότι η θετική πρόταση που αρθρώνει η Λεβέ στο τελευταίο τμήμα του βιβλίου της αποφεύγει κάποια από τα ηθικολογικά ατοπήματα που χαρακτήριζαν προ-νεωτερικές αντιλήψεις περί των ουσιωδών χαρακτηριστικών της «θηλυκότητας» – αντιλήψεις που ορθώς, κατά τη γνώμη μου, προσπάθησε να επερωτήσει η νεωτερική σκέψη, κυρίως μέσα από τους κλασικούς του αστικού μυθιστορήματος, από τον Φλωμπέρ και την Έλιοτ ώς τον Τζόις και τη Γουλφ και από φιλοσόφους όπως η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, η Σούζαν Μπόρντο κι η Άιρις Γιανγκ.
Το δοκίμιο της Λεβέ είναι πολύ ενδιαφέρον και ευανάγνωστο και αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο από όσους ασχολούνται με ζητήματα ισότητας και σεξουαλικότητας, αλλά και από κάθε αναγνώστη που επιθυμεί να ενημερωθεί για την τρέχουσα διαμάχη και για τους τρόπους με τους οποίους επηρεάζει τη ζωή μας. Συνολικά, η κριτική της Λεβέ στη «θεωρία του φύλου» είναι εύλογη και οι εύστοχες ενστάσεις που εγείρει αποτελούν αφορμή για να στοχαστούμε πάνω στις συχνά δυσδιάκριτες αλλά σημαντικές συνέπειες που μπορεί να έχει η τρέχουσα διανοητική μόδα για ένα πλήθος ζητημάτων που αφορούν την εκπαίδευση, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ποικίλες διαστάσεις των πολιτικών επιλογών μας.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή «Τα κορίτσια που γελούν» (εκδ. Αρμός).
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της ζωγράφου Gluck «Self-Portrait», 1942
Μτφρ. Μυρσίνη Γκανά