Για το βιβλίο του Ian Kershaw «Στην κόλαση των δύο πολέμων – Ευρώπη, 1914-1949» (μτφρ. Ελένη Αρσενίου, εκδ. Αλεξάνδρεια).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ανακαλώντας στη μνήμη του το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στέφαν Τσβάιχ, κι ας ήταν βαθύτατα πασιφιστής κι ανθρωπιστής, έγραφε μολαταύτα: «Υπήρχαν παρελάσεις στους δρόμους, σημαίες, κορδέλες και μουσική που ηχούσε από παντού, νεαροί κληρωτοί στρατιώτες βάδιζαν θριαμβευτικά, με τα πρόσωπά τους να προκαλούν επευφημίες». Ο Τσβάιχ ένιωσε ότι «το μίσος και η απέχθειά μου για τον πόλεμο» υποχώρησαν προσωρινά μπροστά στο «μεγαλειώδες, εκστατικό, θελκτικό θέαμα». Και νωρίτερα στην Ιταλία, το 1909, οι Ιταλοί Φουτουριστές διατράνωναν στο Μανιφέστο τους: «Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο, τη μόνη πηγή υγείας στον κόσμο – τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, τον καταστροφικό πόλεμο».
Ήδη κατά τη «Χρυσή Εποχή» πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν όλες οι θεωρίες και οι ιδέες που στην πράξη θα κορυφώνονταν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την τερατωδία των στρατοπέδων εξόντωσης: ο αντισημιτισμός, η ευγονική, η φυλετική καθαρότητα.
Ήδη κατά τη «Χρυσή Εποχή» πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν όλες οι θεωρίες και οι ιδέες που στην πράξη θα κορυφώνονταν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την τερατωδία των στρατοπέδων εξόντωσης: ο αντισημιτισμός, η ευγονική, η φυλετική καθαρότητα. Η εξάπλωση του αγαθού της βασικής παιδείας σήμαινε ότι περισσότεροι, διαβάζοντας φθηνές λαϊκές εφημερίδες, επηρεάζονταν από τούτες τις ιδέες. Και η βαρβαρότητα συντελούνταν ήδη αλλού: Από το 1885 έως το 1908, στο Κονγκό, δέκα εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά θανατώθηκαν από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄του Βελγίου. Από το 1904 έως το 1907 οι Γερμανοί διέπραξαν στη σημερινή Ναμίμπια γενοκτονία κατά των Χερέρο και των Νάμα.
Αυτή ήταν η δεινή αλήθεια πίσω από την εκλέπτυνση της Ευρώπης και το επίχρισμα του πολιτισμού της, και στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα ο ποταμός της ευρωπαϊκής ιστορίας φούσκωσε, πλημμύρισε τις όχθες του και παράσυρε στο διάβα του δικαίους και αδίκους. Σε αυτό του το βιβλίο ο έγκριτος ιστορικός Ian Kershaw, ονομαστός για τη βιογραφία του Χίτλερ (και ως εκ τούτου γνώστης, ιδιαίτερα, των θεμάτων που αφορούν στη Γερμανία εκείνης της εποχής· μιας Γερμανίας που, εύλογα, κατέχει την κεντρική θέση και στην αφήγηση εδώ), δίνει με αδρές μα σίγουρες γραμμές, με αφηγηματική άνεση και διαυγή συγκρότηση του υλικού του, την ιστορία των τριάντα πέντε χρόνων (1914-1949, όταν εδραιώθηκε πλέον ο Ψυχρός Πόλεμος) που με δύο παγκόσμιους πολέμους (και μία επανάσταση) γκρέμισαν τις παλαιότερες αυτοκρατορίες (βρετανική, αυστροουγγρική, γαλλική, ρωσική) ξεθεμελίωσαν την Ευρώπη και την κύλησαν στη βαρβαρότητα, για να θέσουν σε νέες πλέον βάσεις τη συνύπαρξη των κρατών της.
Με αφορμή τη δολοφονία του Αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου από έναν Σερβοβόσνιο εθνικιστή στις 28 Ιουνίου 1914, η Ευρώπη σύρθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. «Οι αριθμοί», γράφει κάπου ο Kershaw, «αν και αναμφίβολα τρομεροί, συγκαλύπτουν την πραγματικότητα της εξαθλίωσης και των ανθρωπίνων δεινών».
Η αριθμητική των νεκρών και η «αριθμητική του ψωμιού»
Ωστόσο, το Στην κόλαση των δύο πολέμων αναπόφευκτα βρίθει από τέτοιους αριθμούς. «Πάνω από 250.000 Γάλλοι στρατιώτες κείτονταν νεκροί μέχρι τα Χριστούγεννα του 1914. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1914 οι συνολικές απώλειες (νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι) είχαν υπερβεί τις 450.000. Μέχρι τότε οι βρετανικές απώλειες ανέρχονταν σε 90.000 […] Οι απώλειες της Αυστροουγγαρίας ήταν πάνω από 300.000 στις πρώτες μάχες εναντίον των Ρώσων στη Γαλικία τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο και συνολικά υπερέβησαν το μισό εκατομμύριο μέσα στους πρώτους μήνες του πολέμου στο ανατολικό μέτωπο. Μέχρι το τέλος του 1914 οι συνολικές απώλειες της Γερμανίας ανέρχονταν σε 800.000, από τους οποίους οι 116.000 είχαν σκοτωθεί […]».
Όσο κι αν οι αριθμοί «συγκαλύπτουν την πραγματικότητα της εξαθλίωσης», στο βιβλίο του Kershaw ο λόγος δίνεται ξανά και ξανά στην τρομερή αριθμητική του πολέμου. Πρωτίστως, στην αριθμητική των εκατομμυρίων νεκρών και στους δύο πολέμους, μα και στην «αριθμητική του ψωμιού».
Όσο κι αν οι αριθμοί «συγκαλύπτουν την πραγματικότητα της εξαθλίωσης», στο βιβλίο του Kershaw ο λόγος δίνεται ξανά και ξανά στην τρομερή αριθμητική του πολέμου. Πρωτίστως, στην αριθμητική των εκατομμυρίων νεκρών και στους δύο πολέμους, μα και στην «αριθμητική του ψωμιού».
Μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε στα ύψη και, εκεί που το δολάριο των ΗΠΑ το 1914 ισοδυναμούσε με 4,20 μάρκα, τον Νοέμβριο του 1923 είχε φτάσει στο ιλιγγιώδες ποσό των 44,2 δισεκατομμυρίων μάρκων και «η μοίρα ενός ηλικιωμένου Βερολινέζου, του οποίου οι αποταμιεύσεις των 100.000 μάρκων θα μπορούσαν σε διαφορετικές εποχές να του επιτρέψουν μια αρκετά άνετη ζωή συνταξιούχου, τώρα αρκούσαν για να αγοράσει μόνο ένα εισιτήριο για το μετρό». Και το 1933, μετά την οικονομική επιδείνωση που έφεραν ο Α' Παγκόσμιος και το Κραχ του ’29, ο Εγγλέζος μυθιστοριογράφος J.B. Priestley έγραφε σοκαρισμένος από την εικόνα των ανέργων: «Όπου και αν πηγαίναμε υπήρχαν άνδρες που περιφέρονταν, όχι δεκάδες αλλά εκατοντάδες και χιλιάδες».
Και, αν ο εθνικισμός κι ο ιμπεριαλισμός ήταν κινητήριες δυνάμεις πίσω από τους δύο παγκοσμίους πολέμους, εξίσου ισχυρή τέτοια δύναμη ήταν ο φόβος πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. –«Η Γερμανία φοβόταν την περικύκλωση από τους εχθρούς της […] Η Ρωσία φοβόταν τον έλεγχο της Γερμανίας στα Βαλκάνια, στην Εγγύς Ανατολή […] Η Γαλλία, μετά την εισβολή της Πρωσίας το 1870, φοβόταν τη Γερμανία. Η Βρετανία φοβόταν την απώλεια της εμπορικής κυριαρχίας της και τη γερμανική υπεροχή στην Ευρώπη […]»– και η αδράνεια πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις παρακολούθησαν αδρανείς την επανεγκατάσταση στρατευμάτων στη Ρηνανία, συνυπέγραψαν τη Συμφωνία του Μονάχου και έμειναν άπραγες μπροστά στο δράμα της Τσεχίας με την πρόφαση της Σουδητίας, και στην εισβολή στην Πολωνία – πάντα με τη φρούδα ελπίδα πως κάθε τραγωδία θα ήταν και η τελευταία. Όπως αναφέρει ειρωνικά κάπου ο Kershaw, μιλώντας για τον πόλεμο που κήρυξε η Ιταλία στην Αιθιοπία, «σήμανε [ο πόλεμος στην Αιθιοπία] το τέλος της Κοινωνίας των Εθνών ως διεθνούς εργαλείου για την προώθηση της ευρωπαϊκής ειρήνης και ασφάλειας. Η Κοινωνία των Εθνών επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στην Ιταλία. Όμως ήταν περιορισμένες. Για παράδειγμα, απαγορεύτηκε η εξαγωγή φουά γκρα στην Ιταλία, αντιθέτως δεν απαγορεύτηκε η εξαγωγή σιδήρου, χάλυβα, άνθρακα και πετρελαίου […]».
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να πει πως ό,τι γράφει ο Kershaw στο βιβλίο του, όσο κι αν είναι καλά ειπωμένο, είναι παρ’ όλα αυτά γνωστό – όμως είναι; Εντέλει, τίποτα δεν είναι αληθινά γνωστό αν όσα συνέβησαν συμβαίνουν ξανά.
Το αποτέλεσμα; Ένας πόλεμος που υπήρξε «πρωτοφανής στην ιστορία επίθεση εναντίον της ανθρωπότητας· κάθοδος στην άβυσσο, όμοια της οποίας δεν είχε υπάρξει ποτέ προηγουμένως, η καταστροφή όλων των ιδανικών του πολιτισμού που είχαν γεννηθεί από τον Διαφωτισμό».
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να πει πως ό,τι γράφει ο Kershaw στο βιβλίο του, όσο κι αν είναι καλά ειπωμένο, είναι παρ’ όλα αυτά γνωστό – όμως είναι; Εντέλει, τίποτα δεν είναι αληθινά γνωστό αν όσα συνέβησαν συμβαίνουν ξανά. Σε μια τωρινή Ευρώπη που οι πολίτες της είτε παραμένουν αδρανείς είτε φλερτάρουν με τον φασισμό, η ωφέλεια ενός βιβλίου σαν αυτό είναι νομίζω πρόδηλη. Πολύ περισσότερο δε, που ο Kershaw δεν είναι πεσιμιστής. Όσο κι αν η πλάστιγγα της αφήγησής του γέρνει προς τη μεριά της αδιανόητης φρίκης, αναγνωρίζει πως οι άνθρωποι δεν παύουν παρ’ όλα αυτά να γραπώνονται από την καθημερινότητά τους και να ελπίζουν, όπως όταν με λίγα λόγια περιγράφει την ατμόσφαιρα στη Γαλλία πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου:
«Οι κινηματογράφοι, τα καφενεία και τα εστιατόρια ήταν γεμάτα, καθώς οι άνθρωποι επιθυμούσαν να “αδράξουν τη μέρα” και να διώξουν τις σκέψεις τους για το τι μπορεί να τους περίμενε. Οι προφήτες δεινών υπήρχαν κυρίως στους κύκλους των διανοουμένων. Τον επόμενο μήνα οι μεγάλες πόλεις άδειασαν, καθώς οι άνθρωποι πήγαν σε παραθαλάσσια θέρετρα ή στην ύπαιθρο παίρνοντας συχνά μαζί τους το τελευταίο μπεστ-σέλερ, τη μετάφραση του Όσα παίρνει ο άνεμος της Μάργκαρετ Μίτσελ, για να απολαύσουν την πληρωμένη άδειά τους στον ωραίο καλοκαιρινό καιρό, αφού ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία τους, την οποία δεν θα είχαν για κάποιο διάστημα και επομένως δεν έπρεπε να τη χάσουν».
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.