Για τη μελέτη του Κωστή Καρπόζηλου Κόκκινη Αμερική, Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Μπορεί ένα θέμα όπως η ιστορική παρουσία των «Κόκκινων» στις ΗΠΑ από το 1900 έως το 1956 που διαπραγματεύεται ο ιστορικός και διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) Κωστής Καρπόζηλος να ενδιαφέρει το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και όχι μόνο μια στενή ομάδα ιστορικών; Βεβαίως, μπορεί. Αρκεί ο συγγραφέας να συνδυάζει την έρευνά του με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιστημονική επάρκεια και συνάμα να μην κρύβεται πίσω από «ουδετερόπληκτες» αναγνώσεις της ιστορίας. Και με της σειρά της, η απόρριψη της ουδετεροπληξίας να μην συνοδεύεται από την κυριαρχία του επιστημονισμού και του ιστορικισμού. Όλες αυτές οι «αρετές» είναι παρούσες στο έργο του Καρπόζηλου, μαζί με κάποιες ελλείψεις που θα επισημάνω στο τέλος.
Καταστάσεις ρεβανσισμού
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή και την καθημερινότητα των Ελλήνων αριστερών και κομμουνιστών, των «κόκκινων» μεταναστών και μεταναστριών που κατόρθωσαν να εμβολιάσουν την αμερικανική κοινωνία με αρχές και αξίες που όχι μόνο δεν αμφισβητούσαν τον αμερικανισμό αλλά ζητούσαν την ολοκλήρωσή του και που ταυτοχρόνως διατηρούσαν την αναγκαία για κάθε κοινωνία αγωνία για έναν καλύτερο κόσμο.
Υπάρχει όμως ένας ακόμη πολύ σπουδαίος λόγος που κάνει επιτακτική την ανάγνωση αυτής της μελέτης από όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Ο συγγραφέας περιγράφει τις καταστάσεις ρεβανσισμού κατά της Αριστεράς που εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920 και πολύ περισσότερο μετά το 1947. Σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών και για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ, υπάρχει ένα ανάλογο κλίμα στην ελληνική κοινωνία, σύμφωνα με το οποίο Αριστερά, χωρίς διακρίσεις, έτσι γενικά, ίσον δικτατορία, ανελευθερία, ταξικό μίσος, ολοκληρωτισμός με δυο λόγια. Όταν αυτά λέγονται από λίγους είναι κοινοτοπίες τις οποίες μπορούμε να αντιπαρέλθουμε με ένα «δεν πειράζει, τόσα ξέρουν, τόσα λένε». Όταν όμως γίνονται κυρίαρχη κοσμοαντίληψη, αυτή είναι μια πολύ επικίνδυνη εξέλιξη, όχι μόνο για την Αριστερά μιας χώρας αλλά και για τη δημοκρατία της. Το ίδιο ισχύει όταν τα ίδια λέγονται και για την «επάρατο» Δεξιά με την οποία μας «χωρίζει άβυσσος». Η κοινοτοπία και οι αβίαστες κρίσεις είναι το μεγαλύτερο σαράκι της δημοκρατίας.
Ο Καρπόζηλος, εστιάζοντας στην ιστορία ενός μειοψηφικού τμήματος των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, μάς δείχνει ότι οι απλοποιήσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν αφορούν την επιστημονική σκέψη -προφανώς- αλλά ούτε και την ευρύτερη δημοκρατική σκέψη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή και την καθημερινότητα των Ελλήνων αριστερών και κομμουνιστών, των «κόκκινων» μεταναστών και μεταναστριών που, αν και ήσαν μειοψηφία στην αμερικανική κοινωνία, κατόρθωσαν να την εμβολιάσουν με αρχές και αξίες που όχι μόνο δεν αμφισβητούσαν τον αμερικανισμό αλλά ζητούσαν την ολοκλήρωσή του και που ταυτοχρόνως διατηρούσαν την αναγκαία για κάθε κοινωνία αγωνία για έναν καλύτερο κόσμο με άτομα χειραφετημένα από εξωκοινωνικές αυθεντίες. Γιατί, Αριστερά σημαίνει άρνηση της αποδοχής του κόσμου όπως είναι, είτε κυβερνά η ίδια είτε κυβερνούν «οι άλλοι».
Δύο είναι, κατά τη γνώμη μου, τα μεγάλα ευρήματα αυτής της μελέτης. Το πρώτο αφορά το σύνθημα που αυτοί οι Έλληνες αριστεροί μετανάστες στην Αμερική είχαν στα χείλη τους: «Ο κομμουνισμός είναι ο αμερικανισμός του 20ου αιώνα». Μακριά από τις μεταγενέστερες δαιμονοποιήσεις της Αμερικής, οι Έλληνες αριστεροί στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι ο κατεξοχήν τόπος στον οποίο θα μπορούσε να αναδυθεί ο δικός τους «Νέος Κόσμος» ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το δεύτερο και, πιστεύω, σπουδαιότερο εύρημα είναι αυτό που μιλά για τη συνεργασία των φιλελεύθερων και των κομμουνιστών μεταναστών με κοινό αίτημα τη διεύρυνση του Νιου Ντιλ. Υπάρχουν κάποιοι που, όχι δικαίως και καθόλου ευφυώς, θα αναρωτηθούν: Μα η ιστορία της Αριστεράς, και μάλιστα της κομμουνιστικής, είναι αυτή που χαρακτηρίζει την παρουσία των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική; Όχι, φυσικά. Ούτε ο συγγραφέας ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Η ιστορία όμως της «Κόκκινης Αμερικής» αποτελεί σημαντική παράμετρο της μεταναστευτικής παρουσίας των Ελλήνων στις ΗΠΑ. Και κυρίως αυτό συνέβη όταν αυτή συνδέθηκε, κατά την περίοδο του Νιου Ντιλ, με την ιστορία του ελληνικού φιλελευθερισμού.
Οι δυο κόσμοι
O Ηλίας Σπαντιδάκης ή Λούις Τίκας
|
Στο πρώτο κεφάλαιο (Ριζοσπάστες δύο κόσμων, 1900-1921) ο συγγραφέας ξεκινά ουσιαστικά από το 1910 και μετά με τις μεγάλες απεργίες των ανθρακωρύχων στο Λάντλοου του Κολοράντο, των υφαντουργών της Νέας Αγγλίας, των ατσαλάδων της Βαλτιμόρης, των πιατάδων του Σινσινάτι, των βιομηχανικών εργατών του Ντιτρόιτ, των εργατών γουναρομαρκέτας του Μανχάταν, των απεργών κατά της παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης στα υαλουργεία. Απεργίες στις οποίες συμμετείχαν ενεργά και Έλληνες μετανάστες, όπως ο Ηλίας Σπαντιδάκης ή Louis Tikas, ο οποίος ηγήθηκε της απεργίας στο Λάντλοου. Η απεργία του Κολοράντο με την ενεργό συμμετοχή σ’ αυτήν των μεταναστών ήταν μια διαδικασία σύγκρουσης με την AFL (American Federation of Labor), η οποία αντιμετώπιζε εχθρικά τη μετανάστευση ως τέχνασμα του αμερικανικού κεφαλαίου για να ρίξουν μισθούς και κατακτήσεις των λευκών γηγενών Αμερικανών.
Ένα άλλο ζήτημα που αναδεικνύεται τότε είναι η αντίθεση μεταξύ των επίσημων εργατικών συνδικάτων και των μη συνδικαλισμένων εργατών. Η αφύπνιση των «άβγαλτων» μεταναστών και η μετατροπή τους σε συνειδητοποιημένους απεργούς οφειλόταν όχι σε μια οργανωμένη διαδικασία, αλλά ίσως και σε «τυχαίους παράγοντες». Πολλές φορές την αφορμή έδινε μια αδικία σε κάποιον γνωστό, ένα εργατικό ατύχημα ή μια μείωση μισθού. Δύο ήταν τα μείζονα χαρακτηριστικά αυτής της απεργιακής κινητοποίησης: η διασπορά και ο αλυσιδωτός της χαρακτήρας. Μια απεργία σ’ ένα σημείο προκαλούσε ντόμινο αντιδράσεων πέρα κι από τον κλάδο που ξεκίνησε την απεργία. Αυτό όμως που έχει ακόμη ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι «οι απεργοί δεν συνέδεαν τη μαχητικότητα που επιδείκνυαν και τη ριζοσπαστικότητα των μορφών οργάνωσής τους με την επιδίωξη ή την ενατένιση ενός μέλλοντος απαλλαγμένου από την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας» (σελ. 53).
Ταξισυνειδητός κατά «κοιμισμένου εργάτη
Αυτό θα συμβεί στην επόμενη περίοδο αυτή της λεγόμενης «ταξισυνειδησίας» (1921-1929). Αλλά και αυτή δεν ήρθε εξ ουρανού. Την ελληνική «ταξισυνειδησία» είχαν προετοιμάσει οι συντάκτες ελληνόφωνων εφημερίδων, όπως η μικρότερης κυκλοφορίας εφημερίδα «Οργάνωσις» (έτος κυκλοφορίας 1916) η οποία υποστήριζε το Socialist Labor Party, εξού και οι Έλληνες υποστηρικτές του κόμματος ονομάζονταν «εσελπιστές». Μια άλλη εφημερίδα, που μετονομαζόμενη κυκλοφορούσε μέχρι το 1956, ήταν «Η φωνή του εργάτου» (1918), Όργανο της Ελληνικής Σοσιαλιστικής Ενώσεως όπως αναγραφόταν στον τίτλο της. Αυτή πλέον γεννήθηκε απευθείας από τα οράματα της Ρωσικής Επανάστασης και αρχικά εξέφραζε μια αριστερή τάση στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στη συνέχεια ακολούθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα στις διάφορες μεταλλαγές, μετονομασίες και πολυδιασπάσεις του. Το 1923 μετονομάστηκε σε «Εμπρός».
Το 1919-1920 αρχίζει η πρώτη φάση διώξεων κατά των κομμουνιστών οι οποίες έμειναν γνωστές ως Palmer Raids, από το όνομα του γενικού εισαγγελέα που τις καθοδηγούσε. Εδώ όμως -υποστηρίζει ο συγγραφέας- στην ουσία είχαμε μια αντιριζοσπαστική εκστρατεία που στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη δαιμονοποίηση των μεταναστών. Ο μετανάστης Ιάκωβος Καζαβής δημοσιεύει τότε το βιβλίο Ο σοσιαλισμός έρχεται, στο οποίο αποτυπώνεται η αμφιταλάντευση μεταξύ της προσδοκώμενης παγκόσμιας επαναστατικής αλλαγής, στην οποία θα πρωτοστατούσε ο Νέος Κόσμος, και της καθημερινής διάψευσης αυτής της προσδοκίας. Είμαστε στην εποχή του working-class conscious, του ταξισυνειδητού εργάτη.
Η ταξισυνειδησία είναι μια περίοδος όπου οι εργάτες διαχωρίζονται σε συνειδητούς και σε «κοιμισμένους». Μια σεκταριστική πολιτική που ανατράπηκε μετά το 1929, την κρίση και κυρίως με το Νιου Ντιλ.
Αυτή όμως η ταξισυνειδησία συνδυάζεται με ένα παράξενο εκ πρώτης όψεως αίτημα, αυτό του εξαμερικανισμού των γεννηθέντων εκτός Αμερικής εργατών, των «ξενογεννημένων». Η αμερικανική Αριστερά προβάλλει το αίτημα της χειραφέτησης μέσα από το πλαίσιο της εξίσωσης όλων των εργατών υπό τον κοινό παρανομαστή του αμερικανισμού. Πρόκειται για την αμερικανική εκδοχή της μπολσεβικοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Αμερικής.
Παρόλη αυτή την προσπάθεια αμερικανοποίησης του κομμουνιστικού κινήματος και σε αντίθεση μάλιστα με αυτή, οι Έλληνες κομμουνιστές στην Αμερική και η εφημερίδα τους «Εμπρός» ενδιαφέρεται και προβάλλει έντονα τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Το «Εμπρός» διαδίδεται και πουλιέται και στην εκτός Αμερικής ομογένεια. Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να υπάρχουν φωνές αμφισβήτησης του εξαμερικανισμού του Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος. Τότε διαγράφεται και ο Κάρολος Σολούνιας ως διεπόμενος από εθνικιστικές ιδέες, επειδή επέμενε να αντιτίθεται στον εξαμερικανισμό. Την ίδια περίοδο ο τυπογράφος και πρώην γραμματέας της Ελληνικής Σοσιαλιστικής Ένωσης στη Νέα Υόρκη Κώστας Σ. Παπαδόγιαννης ιδρύει ένα εκδοτικό οίκο με βιβλία ριζοσπαστικού προσανατολισμού. Ο Άγις Στίνας και οι εξόριστοι της Ικαρίας συμπλήρωναν την ιδεολογική τους κατάρτιση με βιβλία του Εργατικού Βιβλιοπωλείου του Παπαδόγιαννη. Τελικά, η ταξισυνειδησία είναι μια περίοδος όπου οι εργάτες διαχωρίζονται σε συνειδητούς και σε «κοιμισμένους». Μια σεκταριστική πολιτική που ανατράπηκε μετά το 1929, την κρίση και κυρίως με το Νιου Ντιλ.
Η ύφεση
Την περίοδο 1929-1934 η Ύφεση υποχρεώνει τους πάντες σε αλλαγή στάσης. Η επαναστατική ρητορική αντικαθίσταται από την αναγνώριση της σημασίας των επιμέρους διεκδικήσεων. Αλλά και ο υπό την αρχισυνταξία του Δημήτριου Καλλίμαχου «μπροστάρης» από τις αρχές της δεκαετίας του '20 στην αντικομμουνιστική ρητορική «Εθνικός Κήρυξ» μετατρέπεται σταδιακά σε φιλελεύθερη εφημερίδα, η οποία μετά το 1935, και ιδιαίτερα από το 1940 και ύστερα, υπό τη νέα του ιδιοκτησία του φιλελεύθερου Βάσου Βλαβιανού, θα έχει ανοιχτή συνεργασία με το «Εμπρός». Ο αντικομμουνισμός από πλευράς της πλειοψηφίας των Ελλήνων μεταναστών και ο επαναστατικός βερμπαλισμός των κομμουνιστών Ελλήνων συγκλίνουν τελικά στην υποστήριξη του Νιου Ντιλ. Ακόμα και η ελληνοαμερικανική Οργάνωση ΑΧΕΠΑ ακολουθεί φιλελεύθερες γραμμές που απορρέουν από την κατάρρευση του μέχρι τότε Κοινωνικού Συμβολαίου και τις νέες επιταγές που επιβάλλει ο Ρούζβελτ και το Νιου Ντιλ του. Η κρίση, αντί να φέρει την επανάσταση, έφερε τις θεωρίες σύγκλισης των συστημάτων και συνεργασίας των κομμουνιστών με τους φιλελεύθερους. Βεβαίως, μια προσπάθεια για κοινές δράσεις αλληλεγγύης προς τους ανέργους μεταξύ κομμουνιστικών οργανώσεων και συντηρητικών σωματείων παρέμεινε ατελέσφορη.
Κομμουνιστές και φιλελεύθεροι στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων συγκλίνουν στην αντιμετώπιση του κοινού εχθρού που είναι ο φασισμός.
Αλλά τότε ακόμη και ο αντικομμουνιστής αρχισυντάκτης του «Εθνικού Κήρυκα» Καλλίμαχος πανηγύριζε τον «θρίαμβο του Ρούζβελτ» και το ίδιο με ίσως λίγο πιο καλυμμένο τρόπο έκαναν και οι συντάκτες του «Εμπρός». Κομμουνιστές και φιλελεύθεροι στην εποχή των Λαϊκών Μετώπων συγκλίνουν στην αντιμετώπιση του κοινού εχθρού που είναι ο φασισμός. Η υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας γίνεται κοινός στόχος. Στις συγκεντρώσεις της περιόδου 1935-1940 οι σημαίες είναι κόκκινες, αμερικανικές και ελληνικές. Παρατηρούμε εδώ την κυριαρχία, και στην ελληνική αριστερή μεταναστευτική κοινότητα, αυτού που ο επικεφαλής των Αμερικανών κομμουνιστών Ερλ Μπραντάουερ υποστήριζε, ότι «ο κομμουνισμός είναι ο αμερικανισμός του 20ου αιώνα».
Αλλά δεν πρέπει να φανταστούμε πως όλα ήταν ρόδινα. Την ίδια περίοδο έχουμε και την έξαρση της βιομηχανικής βίας, ιδίως κατά των απεργών. Ο απεργός Α. Μιστράλης από το βιομηχανικό Κάντον μιλώντας για τη βία και τις δολοφονίες απεργών στη βιομηχανία ατσαλιού κάνει λόγο για καταστάσεις πολέμου ανάλογες αυτών του ισπανικού εμφυλίου. Η μετατροπή του σωματείου των εργαζόμενων στα ελληνικά εργαστήρια κατεργασίας γουναρικών από όργανο των εργοδοτών στο περίφημο Λόκαλ 70, «το καμάρι των Ελλήνων της Αμερικής», αποτελεί μια πολύ σημαντική στιγμή της περιόδου. Μια περίοδος που την χαρακτηρίζει η πόλωση και οι συμβιβασμοί.
Η σύγκλιση των συστημάτων και η ρήξη
Το 1940-1945 ισχύει πλέον όλο και περισσότερο το «Είμαστε όλοι Αμερικανοί». Η θεωρία αρκετών επιστημόνων της περιόδου για τη σύγκλιση των συστημάτων αρχίζει να έχει σχετικά μαζικότερη αποδοχή. Η συζήτηση εστιάζεται στο τι μορφή πρέπει να πάρει ο μεταπολεμικός κόσμος. Ο συντάκτης του «Εθνικού Κήρυκα», ο φιλελεύθερος Δημήτριος Χριστοφορίδης, είχε γίνει από τον Ιούλιο του 1938 αρχισυντάκτης του «Εμπρός». Το «Εμπρός» μετονομάζεται σε «Ελευθερία» (1940-41) και σε «Ελληνοαμερικανικό Βήμα» (1941-1956). Για να φτάσουμε μετά τον πόλεμο στον επίσημο μακαρθικό αντικομμουνισμό, στις διώξεις και κυρίως στη ρήξη φιλελεύθερων και κομμουνιστών. Το 1956 τελειώνει και η ζωή του «Ελληνοαμερικανικού Βήματος» και μαζί με αυτό η όποια απήχηση της φωνής των εν Αμερική Ελλήνων κομμουνιστών μεταναστών.
Βεβαίως, η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, για να είναι πλήρης, θα πρέπει να βρει και τον συγγραφέα της ελληνοαμερικανικής Δεξιάς.
Η μελέτη θα ήταν πιο πλήρης, αν σε αυτή υπήρχε μεγαλύτερος χώρος και για την πολιτική ζωή των τροτσκιστών, των αναρχικών, των ριζοσπαστών αλλά και των δημοκρατών σοσιαλιστών της ελληνικής μετανάστευσης. Απ’ ό,τι όμως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο της παρούσας έκδοσης ο συγγραφέας συγγράφει βιβλίο για την ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς στον 20ό αιώνα και σίγουρα εκεί θα αναπληρωθούν αυτά τα κενά. Βεβαίως, η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, για να είναι πλήρης, θα πρέπει να βρει και τον συγγραφέα της ελληνοαμερικανικής Δεξιάς. Επανερχόμενος όμως στις αρχικές μου παρατηρήσεις, σ’ εποχές δεξιού ρεβανσισμού που ζούμε σήμερα, όπως παλιότερα υπήρξε και αριστερός ρεβανσισμός, τέτοια βιβλία αξίζουν πολλά.
Φωτογραφίες
Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές και ωραίες φωτογραφίες που αναδεικνύουν το κλίμα της εποχής. Μία όμως, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτή που χαρακτηρίζει την ειδοποιό διαφορά αυτής της εποχής από τη σημερινή, για παράδειγμα. Στη σελίδα 279 υπάρχει μια φωτογραφία επτά απεργών εργατών που κάθονται στις άνετες θέσεις των υπό συναρμολόγηση αυτοκινήτων στο εργοστάσιο της General Motors. Πού όμως είναι το ενδιαφέρον; Και οι επτά κρατούν στα χέρια τους μια εφημερίδα και διαβάζουν. Τότε ακόμη και οι πιο απλοί άνθρωποι αισθάνονταν υποχρεωμένοι να διαβάζουν· σήμερα ακόμη και πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, πολιτικοί γενικότερα δείχνουν να είναι μαλωμένοι με το διάβασμα. Οι καιροί αλλάζουν και έχουν μια μελαγχολία!
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και διδάκτωρ κοινωνιολογίας.
Κόκκινη Αμερική
Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου, 1900-1950
Κωστής Καρπόζηλος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017
Σελ. 544, τιμή εκδότη €24,00