
Για το δοκίμιο του Έντμουντ Μορέλ (Edmund Morel) «Απέναντι στην καρδιά του σκότους – Ο αγώνας ενάντια στη γενοκτονία των Κονγκολέζων [1885-1908]» (μτφρ. Θοδωρής Τσομίδης, εκδ. Πατάκη). Εικόνα: Κονγκολέζοι «εργάτες» της αποικιοκρατικής περιόδου – Πηγή: Anti-Slavery International
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Καρφωμένο στο κέντρο της αφρικανικής ηπείρου, με μόνη διέξοδο στη θάλασσα μια μικρή άκρη στα ανατολικά του, το Κονγκό (πρώην Ζαΐρ) αποτέλεσε το θέατρο ωμοτήτων της πλούσιας και κατά τ’ άλλα πολιτισμένης Ευρώπης για πάρα πολλά χρόνια.
Το «λάθος» της χώρας ήταν ότι διέθετε πλούσιο υπέδαφος, με το πολύτιμο καουτσούκ και το ελεφαντόδοτο να είναι ένα από τα πολλά προϊόντα που υφάρπαξαν οι Βέλγοι (ως βασικοί άποικοι) προς ιδίαν χρήση. Δεν θα ήταν ακραίο αν σημειώναμε πως μέσα σε λίγα χρόνια, η χώρα ρήμαξε και ο πληθυσμός μειώθηκε από τις βάναυσες συνθήκες εργασίας. Την ίδια στιγμή που η διεθνής κοινότητα είτε κώφευε είτε δεν γνώριζε τι πραγματικά συνέβαινε στο μακρινό Κονγκό.
Πώς ξεκίνησαν όλα
Για την ιστορία: Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β’ επιχορήγησε την εξερεύνηση της χώρας από τον Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ το 1870, θέλοντας έτσι να γίνει αποικιοκράτης, όπως κι άλλοι ηγέτες μεγάλων κρατών της εποχής. Στο Συνέδριο του Βερολίνου, το 1885, απέκτησε επισήμως τα δικαιώματα του Κονγκό και το ονόμασε Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει η κόλαση ή η καρδιά του σκότους (για να θυμηθούμε τον Κόνραντ) για τους ιθαγενείς. Τα έργα υποδομής που απλώθηκαν σε όλη την επικράτεια είχαν ως στόχο την εξόρυξη πρώτων υλών και τη γενικότερη αφαίμαξη της γης από όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να πλουτίσουν το Βέλγιο. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πόσο λάστιχο παρήχθη από τους ντόπιους εργάτες και πόσοι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους κάτω από απάνθρωπες συνθήκες δουλείας.
Το φλογερό πάθος και η σκληρή πραγματικότητα
Να, όμως, που το φλογερό πάθος ενός και μόνο ανθρώπου ήταν ικανό να κινητοποιήσει τον διεθνή παράγοντα και κόντρα σε όλα τα δεδομένα, να δώσει το έναυσμα για να μετριαστεί η καταδυνάστευση του Κονγκό από τον Λεοπόλδο Β’. Αυτός ο γενναίος ανθρωπιστής ήταν ο Έντμουντ Μορέλ.
Δεν ήταν ευγενής, δεν υπήρξε πολιτικός, τουλάχιστον στα πρώτα του βήματα. Δεν ήταν καν κάποιος πλούσιος ευπατρίδης που αισθάνθηκε την ανάγκη να υψώσει το ανάστημά του απέναντι στις θηριωδίες των Βέλγων. Το 1900, σε ηλικία είκοσι επτά ετών, εργαζόταν ως υπάλληλος στην αγγλική ναυτιλιακή εταιρεία Elder-Dempster, τα ατμόπλοια της οποίας είχαν αναλάβει να μεταφέρουν το καουτσούκ του Κονγκό στην Ευρώπη.
Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει ο αγώνας του Μορέλ έναντι ενός ολόκληρου Κράτους. Ήταν σαν να προσπαθούσε ο Δαυίδ να νικήσει ξανά τον Γολιάθ.
Μέσω αυτής της εμπλοκής, ο Μορέλ ήρθε σε επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα. Έθεσε ένα καίριο ερώτημα που κανείς άλλος εκείνη την περίοδο δεν είχε σκεφτεί: με ποιο δικαίωμα οι Ευρωπαίοι αποκτούν τα αγαθά των Αφρικανών και γιατί στέλνονται συνεχώς όπλα και πυρομαχικά προς τη χώρα; Δίχως καν να έχει πάει στο Κονγκό, ο Μορέλ συμπέρανε -σωστά- πως ο Λεοπόλδος Β’ είχε εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βίας και άγριας εκμετάλλευσης. Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει ο αγώνας του Μορέλ έναντι ενός ολόκληρου Κράτους. Ήταν σαν να προσπαθούσε ο Δαυίδ να νικήσει ξανά τον Γολιάθ.
Ο Μορέλ δέχθηκε πιέσεις, προσπάθησαν να τον χρηματίσουν, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δουλειά και ξεκίνησε έναν τιτάνιο αγώνα να αφυπνίσει τη διεθνή κοινότητα. Το 1903 πέτυχε μια σπουδαία νίκη: το Βρετανικό Κοινοβούλιο ψήφισε ομόφωνα κατά του Βελγίου, καταγγέλλοντάς το για εγκλήματα που διαπράττονται στο Κονγκό. Αυτομάτως, η κινητοποίηση που αποζητούσε ο Μορέλ έγινε πραγματικότητα.
Ο ρόλος του Κέισμεντ
Εκείνη την περίοδο συνέδραμε στο έργο του και ο εξέχων διπλωμάτης Ρότζερ Κέισμεντ. Από κοινού, πλέον, συνέχισαν τον αγώνα τους, με την ελπίδα της τελικής νίκης, που θα ήταν η απελευθέρωση του Κονγκό. Ο Κέισμεντ μετέβη στη χώρα, συνομίλησε με πάρα πολλούς ιθαγενείς και συνέταξε μια έρευνα-κόλαφο κατά του Βελγίου. Ο σάλος σε όλη την Ευρώπη δεν είχε προηγούμενο.
Μαζί με τον Μορέλ ίδρυσαν το 1904 την Ένωση για τη Μεταρρύθμιση του Κονγκό έτσι ώστε να οργανώσουν καλύτερα τη δράση τους. Ο Μορέλ, που στο μεταξύ είχε γίνει δημοσιογράφος, συνέγραψε τα κατοπινά χρόνια πέντε βιβλία και εκατοντάδες άρθρα, στα οποία εξηγούσε λεπτομερώς το καθεστώς τυραννίας του Κονγκό.
Παραίτηση
Υπό το βάρος των καταγγελιών, ο Λεοπόλδος Β’ σύστησε επιτροπή για τη διερεύνησή τους και, φυσικά, το πόρισμα ήταν επιβεβαιωτικό των όσων έλεγαν οι Μορέλ-Κέισμεντ. Επακόλουθο αυτού ήταν ο βασιλιάς του Βελγίου να παραιτηθεί το 1908 από τον θρόνο του Κονγκό.
Έπρεπε να φτάσουμε στο 1960, οπότε και ο Πατρίς Λουμούμπα έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας έπειτα από εκλογές. Δεν μακροημέρευσε, όμως, καθώς ανατράπηκε από τον δικτάτορα Ζοζέφ Μπομπούτου.
Καρπός της προσπάθειάς του είναι το παρόν βιβλίο, το οποίο χωρίζεται σε δύο διακριτά μέρη. Το πρώτο είναι μια επιλογή εκτεταμένων αποσπασμάτων από το βιβλίο του Μορέλ Η ιστορία του κινήματος για τη μεταρρύθμιση του Κονγκό, στα οποία γίνεται εκτενής αναφορά στο πώς γεννήθηκε αυτή η σπουδαία κινητοποίηση υπέρ των ιθαγενών, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει δέκα μαρτυρίες που καταδεικνύουν με τον πιο σκληρό τρόπο το βάναυσο έργο των Βέλγων.
Άργησε η απελευθέρωση
Φυσικά, χρειάστηκε πολύς κόπος και πολλά χρόνια για να καταφέρει το Κονγκό να αποκτήσει πλήρη ανεξαρτησία. Έπρεπε να φτάσουμε στο 1960, οπότε και ο Πατρίς Λουμούμπα έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της χώρας έπειτα από εκλογές. Δεν μακροημέρευσε, όμως, καθώς ανατράπηκε από τον δικτάτορα Ζοζέφ Μπομπούτου. Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα με αιματοχυσίες, διωγμούς, βασανιστήρια και αλλεπάλληλα πραξικοπήματα. Φαίνεται πως ήταν η μοίρα της χώρας, όπως και πολλών άλλων του αναδυόμενου κόσμου, να μην γευτεί ποτέ τη χαρά της δημοκρατίας.
Άκρως σημαντικά για την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου είναι η ανθολόγηση και το χρονολόγιο του Θοδωρή Τσομίδη. Ο ίδιος υπογράφει και τη μετάφραση του βιβλίου.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Έντμουντ Ντ. Μορέλ (1873–1924) ήταν Βρετανός, γαλλικής καταγωγής, δημοσιογράφος, συγγραφέας, ακτιβιστής και πολιτικός, γνωστός για την εκστρατεία του κατά των φρικαλεοτήτων στο Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό υπό τον Βασιλιά Λεοπόλδο Β’ του Βελγίου.

Έχοντας εργαστεί ως υπάλληλος σε ναυτιλιακή εταιρεία με δραστηριότητα στο Κονγκό, ο Μορέλ ανακάλυψε τη σκληρή πραγματικότητα του εμπορίου καουτσούκ και στη συνέχεια, συνίδρυσε τον Σύνδεσμο Μεταρρύθμισης του Κονγκό μαζί με τον Ρότζερ Κέισμεντ. Αργότερα, έγινε εξέχουσα προσωπικότητα του βρετανικού ειρηνιστικού κινήματος κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και υπηρέτησε ως βουλευτής του Εργατικού Κόμματος μέχρι το θάνατό του το 1924.























