Για το βιβλίο του Τζέι Γουίντερ [Jay Winter] «24 Ιουλίου 1923. Η μέρα που τελείωσε ο Μεγάλος Πόλεμος» (μτφρ. Ανδρέας Κίκηρας, εκδ. Πεδίο). Κεντρική εικόνα: Η στιγμή που οι αντιπροσωπείες των κρατών υπογράφουν τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Επειτα από τέσσερα αιματοβαμμένα χρόνια στα πεδία των μαχών, με το μέγεθος της σκληρότητας να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο (εγκαθιδρύοντας τρόπον τινά μια «νέα» φρίκη, προάγγελο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου), ο Μεγάλος Πόλεμος ολοκληρώθηκε τυπικά στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη νίκη των Συμμάχων και την αντίστοιχη κατάρρευση της γερμανικής «μηχανής».
Κι όμως η γενικευμένη ιδέα που έχουμε για εκείνα τα γεγονότα είναι ολότελα λανθασμένη. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τελείωσε το ‘18. Ούτε καν το 1919 με την υπογραφή της Ειρηνευτικής Συνθήκης των Βερσαλλιών. Πολύ καλό για να είναι αληθινό.
Ο ιστορικός Τζέι Γουίντερ, ειδικευμένος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το βιβλίο του 24 Ιουλίου 1923 / Η μέρα που τελείωσε ο Μεγάλος Πόλεμος (μτφρ. Ανδρέας Κίκηρας, εκδ. Πεδίο) μάς δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούμε εκείνα τα γεγονότα κόντρα στις παραδεδεγμένες απόψεις της επίσημης Ιστορίας και να αναλογιστούμε πως ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα μπορούσε να τερματιστεί με μια μόνο Συνθήκη.
Ο Γουίντερ μάς υπενθυμίζει πως οι αποκεντρωμένοι πόλεμοι που κράτησαν έως το 1923 κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της Ανατολικής, Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης. Η συνθήκη των Βερσαλλιών, όχι μόνο δεν τερμάτισε τον κύκλο βίας, αλλά στην ουσία του «πρόσφερε» τη δυνατότητα να μεταλλαχθεί, να πάψει να έχει κεντρικό χαρακτήρα (έτσι ώστε να εμπλέκει τους πάντες) και να μετατραπεί σε διακοινοτική βία.
Θα έλεγε κανείς πως στη διάρκεια της Ιστορίας δεν αλλάζει μόνο ο χαρακτήρας και η ποιότητα ενός πολέμου. Αυτές τις μεταλλαγές υφίσταται και η ειρήνη. Ως εκ τούτου, το αίτημα για καθολική ηρεμία, δίχως συγκρούσεις και αιματοχυσίες, μοιάζει να είναι ολότελα χειμερικό. Ειδικά αν αναλογιστούμε το ιστορικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε αμέσως μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου.
Η ηθική του πολέμου
Το άλλο μεγάλο χαρακτηριστικό των συγκρούσεων την περίοδο 1919-1923 είναι ότι καταστρατηγήθηκε κάθε έννοια ηθικής του πολέμου. Κάπως έτσι, οι πολεμικές συγκρούσεις που ως εκείνη τη στιγμή αναπτύσσονταν μεταξύ οργανωμένων στρατών άρχισαν να εμπλέκουν με δολοφονική μανιά και αμάχους. Ήταν μια πρώτη φορά που έσπασε αυτό το ταμπού, αν και κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου είχαν υπάρχει σποραδικές θηριωδίες κατά πολιτών. Ορόσημο και καμπή σε όλη αυτή την κατάσταση κλιμακούμενης βίας αποτέλεσε η Συνθήκη της Λωζάνης που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923.
Για πολλούς λόγους, τους οποίους ο Γουίντερ εξηγεί λεπτομερώς, εκείνη η Συνθήκη αποτέλεσε κάτι παραπάνω από μια συμφωνία στα όρια του ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος και συμπεριέλαβε διατάξεις που αφορούσαν κι άλλες περιοχές στον ευρύ γεωγραφικό χώρο της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η τελική Συνθήκη της Λωζάνης έθεσε μεταξύ των όρων για την ειρήνευση την «απόμιξη» των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Μια διατύπωση που ακούγεται «τεχνική» και στην ουσία είχε να κάνει με την ανταλλαγή πληθυσμών, τις εθνοκαθάρσεις και τα κύματα των προσφύγων που ξέσπασαν ένθεν κακείθεν.
Σύμφωνα με τον Γουίλσον (και άλλους ιστορικούς) αυτή η Συνθήκη μπορεί να λάβει το χαρακτήρα επιλόγου του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς μ’ αυτήν εισάγονται στη διπλωματία, αλλά και την εξωτερική πολιτική συνθήκες και όροι που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ποτέ εμφανιστεί.
Η τελική Συνθήκη της Λωζάνης έθεσε μεταξύ των όρων για την ειρήνευση την «απόμιξη» των ελληνοτουρκικών πληθυσμών. Μια διατύπωση που ακούγεται «τεχνική» και στην ουσία είχε να κάνει με την ανταλλαγή πληθυσμών, τις εθνοκαθάρσεις και τα κύματα των προσφύγων που ξέσπασαν ένθεν κακείθεν.
Επιπροσθέτως, το καινοφανές που έφερε η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν ότι η ιθαγένεια οριζόταν αποκλειστικά από τη θρησκεία και όχι από τη γλώσσα. Ως εκ τούτου, ο Έλληνας εκείνης της εποχής ήταν ταυτισμένος με το «χριστιανός». Αντιστοίχως, ο Τούρκος με το «μουσουλμάνος».
Ο Τζέι Μάρεϊ Γουίντερ (γεννημένος 28 Μαΐου 1945) είναι Αμερικανός ιστορικός. Υπήρξε καθηγητής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια Warwick, Cambridge, Columbia και Yale. Η έρευνά του εστιάζεται στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και τις επιπτώσεις του στον 20ό αιώνα. Άλλα ενδιαφέροντά του περιλαμβάνουν τη μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, τα αίτια και οι θεσμοί του πολέμου, η βρετανική λαϊκή κουλτούρα στην εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και η γενοκτονία των Αρμενίων του 1915. |
Να γιατί οι Έλληνες που ζούσαν για χρόνια στη Μικρά Ασία και οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους άρον άρον. Οπως σημειώνει ο Γουίντερ, αυτό που κατέστησε τη συγκεκριμένη «απόμιξη» ιδιαίτερα βάναυση ήταν ο μη εθελούσιος, αναγκαστικός της χαρακτήρας. Με τρόπο στανικό, χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο δρόμο της προσφυγιάς αφήνοντας πίσω περιουσίες, μνήμες και ελπίδες επιστροφής.
Άμαχοι που έγιναν όμηροι
Η Συνθήκη της Λωζάνης έθεσε σε ομηρία περισσότερους από 1.500.000 αμάχους. Οσοι προσπάθησαν να μείνουν στον τόπο τους, εκδιώχθηκαν με βίαιο τρόπο. Οσο για τις περιβόητες αποζημιώσεις που θα λάμβαναν αυτοί οι άνθρωποι, το αποτέλεσμα ήταν ένας γραφειοκρατικός κυκεώνας που απέφερε ελάχιστα αποτελέσματα. Στην ουσία η Συνθήκη της Λωζάνης νομιμοποίησε (εάν δεν εξάγνισε) τη διαδικασία της αναγκαστικής απέλασης.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου εστιάζει στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Αρμενία. Είναι γνωστό πως η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση (εκτός του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς ήταν σε αντίπαλα στρατόπεδα), την περίοδο 1919-1922 που έληξε με την τουρκική επικράτηση.
Οι δύο πλευρές βρέθηκαν στη Λωζάνη για να διαπραγματευτούν τα νέα τους σύνορα. Αυτοί που έμειναν εκτός της διαδικασίας (ουσιαστικά παραπετάχθηκαν) ήταν οι Αρμένιοι, κάτι που οδήγησε σε μια ακόμη τραγωδία. Είναι προφανές πως η Συνθήκη της Λωζάνης αποτέλεσε κομβικό σημείο για την μετέπειτα πορεία τους στον μεταπολεμικό κόσμο.
Η Συνθήκη της Λωζάνης παρήγαγε μια σειρά από προβληματικές πτυχές που προκάλεσαν σφοδρά τραύματα στο σώμα της ειρήνης που ήταν το μέγα αίτημα της εποχής.
Η Συνθήκη της Λωζάνης παρήγαγε μια σειρά από προβληματικές πτυχές που προκάλεσαν σφοδρά τραύματα στο σώμα της ειρήνης που ήταν το μέγα αίτημα της εποχής. Πρώτα και κύρια έδωσε το δικαίωμα ακόμη και στους ηττημένους να βάλουν τους δικούς τους όρους ξαναγράφοντας ουσιαστικά τους όρους που είχαν θέσει οι Σύμμαχοι το 1918.
Ηταν η πρώτη φορά που η τουρκική αντιπροσωπεία απέδειξε πως όσοι έχουν αποφασιστικότητα και επαρκή πολιτική και στρατιωτική ισχύ μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία. Κάτι που στα κατοπινά χρόνια (ακόμη και στις μέρες μας) είναι ένα σταθερό δόγμα της τουρκικής διπλωματίας.
Ειρήνη ή όχι;
Υπάρχει ένα καίριο ερώτημα στο οποίο απαντάει το βιβλίο του Γουίντερ: την 24η Ιουλίου 1923 επικράτησε η ειρήνη ή όχι; Η απάντηση, ωστόσο, δεν είναι μονοσήμαντη. Οπως σημειώνει και ο συγγραφέας, η ειρήνη είναι μια ρευστή κατάσταση, όχι μια σταθερή οντότητα. Οσο για τη Συνθήκη είναι μια νομική πλευρά της ειρήνης και δεν εγγυάται το τέλος της βίας και της δυστυχίας. Αν ίσχυε κάτι άλλο δεν θα είχε καταγραφεί ο πόνος του εκτοπισμού, η στοχοποίηση των αμάχων και ο ξεριζωμός τόσων πολλών ανθρώπων.
Αυτό το βιβλίο καταγράφει τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα που διάφοροι σημαίνοντες πολιτικοί και διπλωμάτες συνεβρέθηκαν στις όχθες της Λίμνης της Γενεύης και υπέγραψαν την τελική συνθήκη τερματισμού του «Μεγάλου Πολέμου». Είναι ένα βιβλίο προκλητικό, καθώς διαρργηγνύει πολλές από τις «σταθερές» της επίσημης Ιστορίας και ρίχνει φως στις εθνοκαθάεσεις και τις γενοκτονίες που ήταν απότοκες εκείνης της Συνθήκης.
Μελετάει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο καταλήξαμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα, τα πρόσωπα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και, ουσιαστικά, βλέπει τη Συνθήκη πίσω από τις «καθαρές» γραμμές της αναζητώντας εκείνα τα σκοτεινά σημεία που, τελικά, όρισαν και τις τύχες των απλών ανθρώπων. Οπως έλεγε και ο Μαρξ, τον οποίο μνημονεύει ο Γουίντερ, όλοι φτιάχνουμε τη δική μας ιστορία, αλλά όχι με τον τρόπο που νομίζουμε. Τούτος ο τρόπος απιοδείχθηκε πως ήταν αρκούντως σκληρός, έως απάνθρωπος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).