Για το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη «Στη σκιά του Στάλιν – Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Στην κεντρική εικόνα, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ με τον καθηγητή του ΕΜΠ Γιώργο Μπάφα που δώρισε τον εικονιζόμενο πίνακα στο Κόμμα.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Ο πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Νίκος Μαραντζίδης (Θεσσαλονίκη, 1966) είναι γνωστός για την συστηματική και χρόνια ενασχόλησή του με την πιο πυρίκαυστη περίοδο του ελληνικού 20ου αιώνα, της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Δεν είναι λίγες φορές που οι απόψεις του και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις του, όσον αφορά πτυχές και φαινόμενα αυτής της περιόδου, προκάλεσαν σφοδρές συζητήσεις και σφοδρότερες αντιρρήσεις κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς και των γενιών που, είτε βίωσαν αυτήν την εποχή είτε γαλουχήθηκαν, ως επίγονοι, από τις αξίες και τα οράματα της. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθώ, ότι μοιάζει αρκετά ρηξικέλευθο να επιλέξεις να μελετήσεις την ιστορία του κομμουνισμού στη χώρα σου και μάλιστα να εστιάσεις στην πιο εγκαυματική του περίοδο, αβρόχοις ποσίν.
Εξάλλου, να μην ξεχνάμε, ότι έως το 2000 οι ιστορικές μελέτες σχετικά με τα γεγονότα της δεκαετίας 1940, ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, –έπαιζαν σε αυτό ρόλο και τα επτασφράγιστα έως τότε αρχεία των πάλαι ποτέ κομμουνιστικών χωρών– ενώ έβριθαν οι μαρτυρίες όσων είχαν συμμετάσχει σε αυτά, κυρίως από την πλευρά των ηττημένων αριστερών. Η νεότερη, τότε γενιά των ιστορικών μας, στην οποία ανήκε ο Νίκος Μαραντζίδης, τόλμησε να σπάσει τα ταμπού, τις σιωπές, τις παρανοήσεις και τις πλάνες και, αφενός να προσφέρει στο ελληνικό κοινό μια βεντάλια εξαιρετικών μελετών και, αφετέρου να προκαλέσει μια σειρά αντιθετικών μεν, δημιουργικών δε, συζητήσεων πάνω σε όλα τα ημιφωτισμένα ζητήματα. Το παρελθόν επανερχόταν στις συζητήσεις και στους προβληματισμούς μας με άλλους όρους και με άλλους φωτισμούς.
Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία του ΚΚΕ από τα γενοφάσκια του έως τη σύγχρονη εποχή, ενταγμένης μέσα στην μεγαλύτερη Ιστορία του κομμουνιστικού κόσμου του 20ου αιώνα [...]
Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης της μελέτης του Στη σκιά του Στάλιν – Μια παγκόσμια ιστορία του ελληνικού κομμουνισμού (εκδ. Αλεξάνδρεια) που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ο Νίκος Μαραντζίδης καταγράφει μια πολύ χαρακτηριστική ρήση της Γαλλίδας ιστορικού και καθηγήτριας του, Ανί Κριζέλ ότι « η ενασχόληση με τον κομμουνισμό προϋποθέτει συνήθως κάποιους ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του· δεν μπορείς να μελετήσεις τον κομμουνισμό με την ίδια ψυχραιμία που οι βιολόγοι μελετούν τις πεταλούδες»! Δεν γνωρίζω τι… ανοιχτούς λογαριασμούς έχει ο Νίκος Μαραντζίδης με τον κομμουνισμό, εκτός αν κάποτε αποφασίσει να καταθέσει τις προσωπικές του μαρτυρίες, αλλά σε αυτό το βιβλίο του δεν φαίνεται να έχει χάσει την ψυχραιμία του, αντίθετα εμφανίζεται και μετριοπαθής και αρκούντως προσεκτικά ευαίσθητος σε ότι αφορά σε πρόσωπα και ζητήματα με ζόρικες ερμηνείες. Εξάλλου, όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του, ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας και μελετητής, ήδη από το 1997 είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο του «Οι μικρές Μόσχες» που βασιζόταν στην διδακτορική του διατριβή και εστίαζε στην πολιτική και εκλογική ανάλυση της παρουσίας του ΚΚΕ στον αγροτικό χώρο.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά το ΚΚΕ επανέρχεται ως πρωταγωνιστής στην καινούργια του μελέτη που γράφτηκε αρχικά στην αγγλική γλώσσα, μεταφράστηκε στα καθ’ ημάς από τον Χρήστο Η. Γεμελιάρη και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Η μεγάλη διαφορά από εκείνη του 1997 είναι ότι το ΚΚΕ υπερβαίνει τα εντόπια σύνορα και εντάσσεται στο παγκόσμιο κουμμουνιστικό κόσμο, όπως αυτός άρχισε να δημιουργείται σταδιακά, με παραλλαγές, από τα τέλη του 19ου αιώνα και κυρίως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία και την δημιουργία της ΕΣΣΔ. Ουσιαστικά πρόκειται για την ιστορία του ΚΚΕ από τα γενοφάσκια του έως τη σύγχρονη εποχή, ενταγμένης μέσα στην μεγαλύτερη Ιστορία του κομμουνιστικού κόσμου του 20ου αιώνα, με ιδιαίτερο βάρος, ως είναι αναμενόμενο, στον βαλκανικό κομμουνισμό και τις αλληλεπιδράσεις από και προς το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα.
Η «ανυπάκουη» προσαρμογή
Φημολογείται ότι ούτε ο Λένιν, ούτε ο Στάλιν συμπαθούσαν τους Έλληνες. Τους θεωρούσαν, όπως επίσης φημολογείται, απείθαρχους και ανυπάκουους. Η ιστορία του ΚΚΕ όπως εκτυλίσσεται από τα πρώτα στάδια της εμφάνισης του και αναβιώνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Ν. Μαραντζίδη, βασιζόμενη σε μια σειρά ανοιχτών πλέον αρχείων και προσεγγίσιμων πηγών, μάλλον δικαιολογεί αυτές τις φήμες, τουλάχιστον έως και την δεκαετία του 1960. Ας πάμε λοιπόν πίσω στην εποχή της έμπρακτης πραγματοποίησης του σοσιαλιστικού οράματος μέσα από την πρώτη εμβρυακή οργανωτική του εμφάνιση ως Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας [ΣΕΚΕ] το 1918, το οποίο λίγο αργότερα προσθέτει και ένα κεφαλαίο Κ προσδίδοντας μια διαφορετική ιδεολογική χροιά και κατεύθυνση, ως ΣΕΚΕ-Κ. Ο Μαραντζίδης, ορθότατα, εντάσσει τόσο την δημιουργία του ΣΕΚΕ-Κ, την επικείμενη ονομαστική μετατροπή του σε ΚΚΕ, το 1924, και την πορεία του στο διάστημα ανάμεσα στον Μεγάλο Πόλεμο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο, μέσα στο πλαίσιο που διαμορφώνεται στα Βαλκάνια, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και βέβαια και στο ευρύτερο που δημιουργείται με την ίδρυση του κέντρου του διεθνούς κομμουνισμού και της ιδέας της διεθνούς επανάστασης, δηλαδή της νεαρής ΕΣΣΔ.
Το ζητούμενο για τον συγγραφέα είναι από πότε και μέσα από ποιες διαδικασίες ξεκινά η σταδιακή μπολσεβικοποίηση, όπως αποκαλεί την αμέριστη πρόσδεση και αφοσίωση του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος σε εκείνο των Ρώσων μπολσεβίκων. Η εικόνα που μας παρουσιάζεται, πάντα σε σχέση με εκείνες των άλλων βαλκανικών κομμουνιστικών κομμάτων, παλαιότερων και ευρωστότερων του ΚΚΕ, όπως της Βουλγαρίας, είναι εντυπωσιακή. Οι Έλληνες κομμουνιστές του μεσοπολέμου –είτε μεταρρυθμιστές είτε υπέρ της επαναστατικής ανατροπής– κάθε άλλο παρά προσχώρησαν ασυζητητί στην αιτούμενη από τους σοβιετικούς, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, υπακοή και ευθυγράμμιση τους προς το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο, και το οργανωτικό του σχήμα, την Κομιντέρν. Ένα ακανθώδες ζήτημα δεν θα τους το επιτρέπει επί μακρόν, και θα προκαλεί πλείστους όσους κλυδωνισμούς, αλλαγές ηγεσιών, καθαιρέσεις στελεχών, συνεχή αναβρασμό και εναλλαγές θέσεων: Το περίφημο και διαχρονικό… Μακεδονικό Ζήτημα.
Σύμφωνα πάντως με την μελέτη του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, οι τάσεις ανυπακοής ή με το ζόρι πειθαρχίας των Ελλήνων κομμουνιστών προς το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο, άρα και η δύσκολη, ζιγκ ζαγκ πορεία του προς την μπολσεβικοποίηση θα διαρκέσει έως το 1931.
Ο Μαραντζίδης, πριν φτάσει στη δεκαετία του 1920 και στο ΚΚΕ, κάνει μια γρήγορη σχετικά υπενθύμιση για το τι συνέβαινε στα Βαλκάνια, τόσο στις αρχές του 20ού αιώνα, όσο και αμέσως μετά τους δύο Βαλκανικούς πολέμους, όσον αφορά το φλέγον ζήτημα του ποιος θα είχε το πάνω χέρι στην Οθωμανική Μακεδονία και τι θα γινόταν με την πανσπερμία των εθνοτήτων που ζούσε σε αυτήν. Δίνει σημαίνουσες πληροφορίες για τον ρόλο της Βουλγαρίας, αλλά και της Γιουγκοσλαβίας λίγο αργότερα. Πάντως η πίεση για ανεξαρτησία της Μακεδονίας και της Θράκης, ανεξάρτητα σε ποια χώρα ανήκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όπως διατυπώθηκε από την Κομιντέρν, της οποίας Γενικός Γραμματέας ήταν για πολλά χρόνια, ο Βούλγαρος ηγέτης του ΒΚΚ, Δημητρόφ, εντασσόταν στην γενικότερη θέση της Μόσχας για αυτοδιάθεση των λαών, στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής επανάστασης των Βαλκανικών εθνοτήτων, και ένταξης τους στην Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, της οποίας επίσης ηγείτο ο Δημητρόφ. Η θέση αυτή προκάλεσε πλείστες όσες αναταραχές στο νεαρό ΚΚΕ, το οποίο αρχικά προσποιήθηκε ότι δεν την…άκουσε για να πιεστεί τόσο πολύ αργότερα ώστε να αναγκαστεί εκόν άκον να την ενστερνισθεί με ολέθρια αποτελέσματα για την ύπαρξη και τα στελέχη του που κατηγορήθηκαν και καταδιώχτηκαν για προδοσία, αφού η περίφημη… αυτοδιάθεση ισοδυναμούσε με απόσχιση από το ελληνικό κράτος των μακεδονικών και θρακικών εδαφών.
Σύμφωνα πάντως με την μελέτη του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, οι τάσεις ανυπακοής ή με το ζόρι πειθαρχίας των Ελλήνων κομμουνιστών προς το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο, άρα και η δύσκολη, ζιγκ ζαγκ πορεία του προς την μπολσεβικοποίηση θα διαρκέσει έως το 1931. Στο μεταξύ κοσμογονικές αλλαγές έχουν γίνει και στο κόμμα των μπολσεβίκων, κυρίως με τον θάνατο του Λένιν, το 1923 και την διαδοχή του από τον Γεωργιανό Ιωσήφ Τζουγκασβίλι, γνωστό ως Στάλιν [ατσαλένιος, ρωσιστί]. Αλλαγές και στις κατευθυντήριες γραμμές προς τα λεγόμενα «αδελφά κομμουνιστικά κόμματα» τόσες που, απορώ πώς προλάβαιναν οι ηγεσίες και τα στελέχη αυτών των κομμάτων να τις αφομοιώσουν. Η δεν είχε και τόση σημασία η αφομοίωση αλλά η πιστή εφαρμογή; Και τι γίνεται το 1931 και τα πράγματα αλλάζουν για το ΚΚΕ;
«Ο μικρός Στάλιν»
Στις αρχές του 1930 οι συνεχείς αλλαγές θέσεων της ΕΣΣΔ και της Κομιντέρν, ανάλογα με τις παγκόσμιες διακυμάνσεις, τους συσχετισμούς δυνάμεων και τα νέα φαινόμενα, όπως δείχνουν τα στοιχεία που προσκομίζει στο βιβλίο του ο Μαραντζίδης, αρχίζουν να… ζαλίζουν τα βαλκανικά και γενικότερα τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο δεν εμφανίζονται και τόσο πρόθυμα να υπακούσουν στις κατευθυντήριες σοβιετικές γραμμές. Το ρεκόρ όμως ανυπακοής κατέχει το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα, που έχει χωριστεί σε δύο φράξιες –αριστερή και δεξιά, όπως η μία χαρακτηρίζει την άλλη– και τρώγονται μεταξύ τους σε βαθμό να θέτουν σε κίνδυνο και την ύπαρξη του ίδιου του κόμματος τους και να προκαλέσουν αναταραχές και σε άλλα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το γιουγκοσλαβικό. Το φαινόμενο δεν ήταν καινούργιο για το ΚΚΕ, από τα γενοφάσκια του ακόμη συγκρούονταν δύο διαφορετικές ιδεολογικές αντιλήψεις στρατηγικής και τακτικής. Έως τότε, τόσο η Κομιντέρν δια του Δημητρόφ, όσο και οι σοβιετικοί αρκούνταν σε συντροφικές παραινέσεις, το 1931 όμως χάνουν πια την υπομονή τους και παρεμβαίνουν απροκάλυπτα και άμεσα.
Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας θεωρεί ότι τότε συντελείται η πλήρης μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕ, δηλαδή η απόλυτη σύνδεσή του στο σοβιετικό άρμα και η υιοθέτηση όλων των κανόνων λειτουργίας του καθώς και των αξιών του, της προσωπολατρείας συμπεριλαμβανόμενης, αν και, όπως θα φανεί στις επόμενες δεκαετίες τα πράγματα θα ανατραπούν και πάλι. Το κλειδί για την μπολσεβικοποίηση του ΚΚΕ έχει ένα εμβληματικό και ταυτόχρονα μοιραίο όνομα για ολόκληρο τον ελληνικό κομμουνιστικό κόσμο: Νίκος Ζαχαριάδης ή «ο μικρός Στάλιν» όπως τον αποκαλούσαν. Ο Μαραντζίδης γράφει για τον Ζαχαριάδη ότι ενσάρκωνε συγκεκριμένο τύπο κομμουνιστή του μεσοπολέμου, δηλαδή «ότι ήταν από αυτούς τους «Κόκκινους Ιησουίτες», αποκομμένος από οικογενειακές ρίζες, χωρίς δεσμούς με συγκεκριμένο τόπο, διψασμένος για περιπέτειες, ανελέητος με τους αντιπάλους του, με πάθος για την επανάσταση και τον μπολσεβικισμό, στον οποίο εντάχθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Το ύφος της ηγεσίας του εγκαινίασε ένα ολότελα νέο ύφος, ταιριαστό με το σταλινικό μοντέλο του 1930». Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί από άλλους μελετητές κανείς Έλληνας κομμουνιστής ηγέτης, πριν ή μετά τον Ζαχαριάδη, δεν εγκωμιάστηκε –ή και μισήθηκε– όσο αυτός, ούτε απέκτησε το δικό του κύρος. Η, από «τα πάνω» ανάδειξη του Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ ανοίγει σταδιακά μερικές από τις πιο δύσκολες σελίδες του ελληνικού κομμουνισμού, που παλεύει να ισορροπήσει μέσα σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο και αντιφατικό παγκόσμιο πλέον περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει άμεσα και πολύπλευρα και τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα και κορυφώνεται με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την γερμανική κατοχή, την εαμική αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. Και ο Ζαχαριάδης τι ρόλο παίζει σε όλα αυτά; Συμμορφώνεται η όχι στις επιταγές του Διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου;
Ο Μαραντζίδης προσφέρει μια εκτενή πληροφόρηση για τι ακολούθησε ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και την Κομιντέρν μετά την εν λόγω επιστολή που δημοσιεύτηκε, ως ήταν φυσικό, στον ελληνικό τύπο, γεγονός που δείχνει ότι «ο μικρός Στάλιν» δεν ήταν τόσο εύκολα χειραγωγήσιμος.
Η πρώτη κίνησή του, που θα είναι σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από την «γραμμή» της Κομιντέρν, δηλαδή της ΕΣΣΔ και θα αφήσει άφωνους τους πάντες, είναι η επιστολή που θα στείλει, φυλακισμένος ων από την μεταξική δικτατορία,, στον ίδιο τον δικτάτορα, μόλις η φασιστική Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα, και στην οποία καλεί σε πανεθνική συστράτευση κάτω από τις διαταγές του…Μεταξά. Η Κομιντέρν του ασκεί δριμύτατη κριτική διότι η έως τότε θέση της ήταν ότι πρόκειται για ιμπεριαλιστικό πόλεμο, μένουμε απέξω, φυλάγουμε τα νώτα μας, εξού και το περιβόητο «Σύμφωνο Ρίμπεντροφ-Μόλοτοφ». Ο Μαραντζίδης προσφέρει μια εκτενή πληροφόρηση για τι ακολούθησε ανάμεσα στον Ζαχαριάδη και την Κομιντέρν μετά την εν λόγω επιστολή που δημοσιεύτηκε, ως ήταν φυσικό, στον ελληνικό τύπο, γεγονός που δείχνει ότι «ο μικρός Στάλιν» δεν ήταν τόσο εύκολα χειραγωγήσιμος. Μάλιστα, πολλά χρόνια αργότερα, όταν έρθει η ώρα και της δικής του καθαίρεσης, αυτή η επιστολή θα προστεθεί στο εναντίον του κατηγορητήριο, παρά το ότι η θέση του Ζαχαριάδη είχε απολύτως δικαιωθεί ιστορικά, όπως τονίζει ο συγγραφέας, αφού λίγο αργότερα η Κομιντέρν και η ΕΣΣΔ υποστηρίζουν την συγκρότηση αντιφασιστικών συμμαχιών (μετώπων) στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη γενικότερα.
Όμως, ο ανυπάκουος, αλλά προφητικός πολιτικά, Ζαχαριάδης θα βρίσκεται τότε έγκλειστος στο Νταχάου. Η Ιστορία ανοίγει μια από τις πιο απάνθρωπες αλλά και ηρωικές σελίδες της χωρίς αυτόν. Τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλλαγή πλεύσης της Κομιντέρν, με αφορμή την ναζιστική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ, δημιουργεί άλλες δυνατότητες στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, κυρίως στα βαλκανικά, με προεξάρχον, το γιουγκοσλαβικό με τον Τίτο επικεφαλής. Στο ΚΚΕ δίνεται η μεγάλη ιστορική ευκαιρία να σπάσει την απομόνωση του, να ανοιχτεί ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, να πολλαπλασιάσει τα μέλη του, να προχωρήσει σε συμμαχίες με άλλα σοσιαλιστικά και δημοκρατικά κόμματα, με άξονα τον αντιφασιστικό αγώνα και την εθνική αντίσταση κατά των κατακτητών. Αποτέλεσμα η συγκρότηση του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, γνωστού ως ΕΑΜ. Ο Μαραντζίδης σημειώνει ότι οι Έλληνες κομμουνιστές προσπάθησαν να ανοίξουν το αντιφασιστικό μέτωπο ακόμα και σε φιλομοναρχικά πολιτικά κόμματα που αντιτίθεντο στον Άξονα, αλλά μάλλον συνάντησαν κλειστές πόρτες.
Στη Βουλγαρία, οι Βούλγαροι κομμουνιστές προσπαθούν να προκαλέσουν εξέγερση εναντίον του φιλοναζιστικού καθεστώτος της χώρας τους, που στις βουλγαροκρατούμενες ελληνικές περιοχές εφαρμόζει βίαιο εκβουλγαρισμό, αλλά δεν το κατορθώνουν. Το Φεβρουάριο του 1942 δημιουργείται ο ένοπλος βραχίονας του ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και αρχίζει, με την βοήθεια των Βρετανών, το αντάρτικο. Το οποίο βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη και με εμφανείς επιτυχίες στη Γιουγκοσλαβία. Παράδειγμα προς μίμηση, φάρος ελπίδας ήταν, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, οι Γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι, πολύ ψηλά στην εκτίμηση της Κομιντέρν και του Στάλιν. Κορυφαία στιγμή για την ελληνική (εθνική) αντίσταση θεωρείται η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου το Νοέμβριο του 1942 με την συνεργασία, για πρώτη και μοναδική φορά, του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και των Βρετανών. Οι τελευταίοι, δια του Τσώρτσιλ, αρχίζουν να ανησυχούν για τη συνεχή ανάπτυξη του ελληνικού αντάρτικου, και κυρίως του ΕΛΑΣ, που σταδιακά μετατρέπεται σε άτυπη εξουσία στις περιοχές που απελευθερώνει.
Οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κομμουνιστών δεν θα ευοδωθούν σε αντίθεση με εκείνες των κομμουνιστών των άλλων βαλκανικών κρατών.
Ο συγγραφέας επισημαίνει αφενός τον ρόλο του βρετανικού παράγοντα αφετέρου τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ΕΣΣΔ και Βρετανών σχετικά με το μέλλον του κόσμου μετά το τέλος του πολέμου. Σε αυτά τα σχέδια οι σοβιετικοί δεν περιλαμβάνουν την Ελλάδα, γεγονός που θα αρχίσει να φαίνεται ήδη από το 1943 για να κορυφωθεί με τον ελληνικό εμφύλιο. Οι φιλοδοξίες των Ελλήνων κομμουνιστών δεν θα ευοδωθούν σε αντίθεση με εκείνες των κομμουνιστών των άλλων βαλκανικών κρατών. Οι Έλληνες κομμουνιστές θα παρακούσουν τον Στάλιν αμέσως μετά την απελευθέρωση, σε μια σειρά ενέργειες τους συμπεριλαμβανόμενης και της αποχής από το δημοψήφισμα του 1946. Ο Ζαχαριάδης, που στο έχει επιστρέψει από το Νταχάου, πρωτοστατεί στην ανυπακοή. Στο μεταξύ το παγκόσμιο περιβάλλον με τις συμφωνίες ανάμεσα σε ΕΣΣΔ, ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, παραχωρεί την Ελλάδα στην δικαιοδοσία των Βρετανών. Ο Μαραντζίδης αφήνει ξεκάθαρο το ότι ο Στάλιν δεν συμφωνούσε με το ΚΚΕ και τον Ζαχαριάδη για τα τεκταινόμενα από το 1944 έως την έναρξη, το 1946, του εμφυλίου, γεγονός που είχε καταστήσει σαφές στην ελληνική κομμουνιστική ηγεσία. Η αρνητική αυτή θέση μετριάζεται κάπως μετά το 1947 όταν σταδιακά ο μεταπολεμικός κόσμος αρχίζει να εισέρχεται στον λεγόμενο «Ψυχρό Πόλεμο».
Ανυπακοή όμως στον Στάλιν δείχνει και ο Τίτο που ήδη, μετά τα Δεκεμβριανά, ενισχύει τους Έλληνες κομμουνιστές παντοιοτρόπως, δεν μένουν αδιάφορα και τα άλλα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το αλβανικό και, εν μέρει, το ρουμανικό. Τελικά, το «αχνό πράσινο φως» από τον Στάλιν για βοήθεια θα δοθεί από τους τελευταίους μήνες του 1947 και έως το τέλος του εμφυλίου. Συμμετέχουν και τα κομμουνιστικά κόμματα της Ανατολικής Ευρώπης. Όπως επισημαίνει ο Νίκος Μαραντζίδης –και άλλοι ιστορικοί– «Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος και ο μόνος θερμός πόλεμος του Ψυχρού Πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο». Ο συγγραφέας τονίζει ανάμεσα στα άλλα την διεθνή πολυπλοκότητα του ελληνικού εμφυλίου και την θέση του ΚΚΕ μέσα σε αυτήν γιατί, όπως υπογραμμίζει «η ξένη βοήθεια, αμερικάνικη και ανατολική, καθώς και οι ελλείψεις και οι ανεπάρκειες της, όντως καθόρισαν την πορεία και την έκβαση της σύρραξης.».
Ο μετά τον Εμφύλιο ελληνικός κομμουνιστικός κόσμος
Και μετά την συντριπτική ήττα πώς πορεύεται το ΚΚΕ και ο κόσμος του έως σήμερα; Περιδιαβάζοντας τις επόμενες και τελευταίες σελίδες του βιβλίου του Μαραντζίδη, αρκετές από τις οποίες είναι ήδη γνωστές «στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ», δεν μπορεί να μην αισθανθεί κάπως άβολα για τον εξοντωτικό κατακερματισμό των δυνάμεων –σε ανθρώπινο δυναμικό– του ελληνικού κομμουνιστικού κόσμου, ενταγμένου σε έναν αδυσώπητο διπολικό κόσμο, εναρμονισμένου σε μια… δεξιοτεχνική ισορροπία τρόμου! Η διάσπαρτη ελληνική πολιτική προσφυγιά σε όλες τις τότε κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και της σοβιετικής Κεντρικής Ασίας, βλέπε Ουζμπεκιστάν, οι ανελέητες, έως και εκδικητικές, διώξεις στους εναπομείναντες κομμουνιστές ή απλώς συμπαθούντες στην Ελλάδα, η εγκαθίδρυση μιας τιμωρητικής, καχεκτικής, μετεμφυλιακής βασιλευόμενης δημοκρατίας, αλλά και οι έντονες αναταράξεις και διασπάσεις που συνοδεύουν το ΚΚΕ, εκτός των συνόρων κυρίως, όπως τα θλιβερά γεγονότα της Τασκένδης, το 1955, η πομπώδης καθαίρεση του Ζαχαριάδη, και η υποφώσκουσα και επικείμενη διάσπαση του 1968 σε…. δύο ΚΚΕ, δεν μπορούν, όπως πάντα υπογραμμίζει ο συγγραφέας, να «διαβαστούν» έξω από τα διεθνή συγκείμενα και κυρίως από τι συμβαίνει στην «Μητέρα-Πατρίδα», την ΕΣΣΔ, το ίδιο διάστημα. Θάνατος του Στάλιν, αποσταλινοποίηση με τον Χρουτσώφ, ουγγρική εξέγερση το 1956 και βίαιη καταστολή της, εισβολή των σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, το 1968, εγκαθίδρυση δικτατορίας στην Ελλάδα.
Ορθά ο Μαραντζίδης μας πηγαίνει και στην, όπως χαρακτηρίζει, «Λαϊκή Δημοκρατία των Εκτοπισμένων», για να πληροφορήσει για το πώς είχε οργανωθεί η ζωή των πολιτικών προσφύγων, πάντα ενταγμένης μέσα στα κομματικά πλαίσια, καθώς και η σημαντική, σε όλους τους τομείς, βοήθεια, που προσέφεραν στους Έλληνες, οι χώρες υποδοχής. Από την άλλη, οι αλλαγές πλεύσεις προς έναν σοσιαλισμό με γεύση δημοκρατίας και μακράν του σταλινικού μοντέλου, χαρακτηρίζουν μεταπολεμικά τα δυτικοευρωπαϊκά κόμματα, όπως το Ιταλικό. Ο περίφημος ευρωκομουνισμός κάνει την εμφάνιση του, και προκαλεί νέες αναταράξεις στον δυτικοευρωπαϊκό κομμουνιστικό κόσμο. Στα καθ' ημάς, μετά το 1974 και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, οι αναταράξεις, και οι διασπάσεις θα συνεχιστούν στον ελληνικό κομμουνιστικό ή αριστερό κόσμο, έως σχετικά πρόσφατα.
Εκείνο όμως που σε τελευταία ανάλυση, εντυπωσιάζει τελειώνοντας το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Μαραντζίδη, είναι το πώς, το ΚΚΕ, παρά τις συνεχείς εσωτερικές ιδεολογικές διενέξεις του, τις αλλεπάλληλες καθαιρέσεις στελεχών και ηγεσιών του, τις συχνές διασπάσεις του, τις λανθασμένες επιλογές του, την συντριπτική του ήττα το 1949, την επι δεκαετίες υπερορία των στελεχών και μελών του, την μη νομιμοποίησή του έως το 1974, την τελευταία, πρόσφατη διάσπασή του και δημιουργία από πρώην στελέχη του, του «Συνασπισμού» , κατορθώνει και επιβιώνει, χωρίς να χάνει τον βασικό του εκλογικό πυρήνα παρά την, σε ένα βαθμό, ακόμη, σταλινική του προσήλωση, σε αντίθεση με άλλα, πρώην θαλερά ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το ιταλικό και το γαλλικό, που έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ένα ακόμη πολύπλοκο… ελληνικό φαινόμενο που, πιστεύω, θα πρέπει να απασχολήσει τους ιστορικούς μας.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).