Το βιβλίο με τον τίτλο «Το χρονικό μιας εκούσιας απαγωγής. Aline Fernandez Diaz – Σπύρος Αλιμπέρτης. Θεσσαλονίκη 1914», μια εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση του οίκου University Studio Press (2022), αποτελεί καρπό μιας ευτυχούς συγκυρίας και της ιστορικο-φιλολογικής περιέργειας και ευρηματικότητας της φιλολόγου Μαρίας Πλαστήρα-Βαλκάνου.
Του Δημήτρη Κ. Μαυροσκούφη
Η ερευνήτρια Μαρία Πλαστήρα-Βαλκάνου αξιοποίησε το υλικό που της εμπιστεύθηκε η κόρη του Δημήτρη Πικιώνη με διακριτικότητα, όπως άλλωστε σημειώνει και η ίδια στην αρχή του Α΄ Μέρους (σ. 13): «Αρχικά», γράφει η συγγραφέας, «είχα τους ενδοιασμούς μου ως προς τη δημοσιοποίηση των επιστολών, διότι πιστεύω ότι οι προσωπικές αλληλογραφίες πρέπει να εκδίδονται με ιδιαίτερη φειδώ». Σκοπός της, λέει ρητά η συγγραφέας, δεν είναι η σκανδαλοθηρία αλλά η ανασύνθεση μιας σύντομης μα θυελλώδους περιόδου (1912 – 1914) με φόντο την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη και η αναψηλάφηση ενός πολυσυζητημένου ειδυλλίου.
Πολύ ορθά η συγγραφέας προτάσσει τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία για τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ιστορία: ο Δημήτρης Πικιώνης, αποδέκτης των επιστολών της Aline και του Σπύρου, ο Σπύρος Αλιμπέρτης και η οικογένειά του, η Aline και η οικογένειά της (ο επιχειρηματίας πατέρας της, σημαίνον στέλεχος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Dino Fernandez Diaz, γιος του επίσης επιχειρηματία Joseph Fernandez Diaz και της Ester Misrachi, η μητέρα της Blanche ή Bianca de Meyer, η αδελφή της Nina και ο αδελφός της Pierre).
Πολύ ορθά η συγγραφέας προτάσσει τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία για τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην ιστορία: ο Δημήτρης Πικιώνης, αποδέκτης των επιστολών της Aline και του Σπύρου, ο Σπύρος Αλιμπέρτης και η οικογένειά του, η Aline και η οικογένειά της...
Ακολουθεί μια σύντομη αναφορά στις «Μέρες του ’12» με την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη υπό τον διοικητή της 7ης Μεραρχίας Κλεομένη Κλεομένους και την παρουσία του έφεδρου ανθυπολοχαγού Αλιμπέρτη, ανεψιού του Κλεομένους, η περιγραφή του ειδυλλίου μέσα από τα γράμματα του Σπύρου Αλιμπέρτη, το σχέδιο της «εκούσιας απαγωγής», το παραμύθι του Σπύρου και της Aline («Η Ιστορία της Μικρής Τσιγγάνας και του Μαρκήσιου. Ιστορία Ναΐφ»), η ευτυχής κατάληξη του ειδυλλίου και, τέλος, ένα γράμμα της Aline στον Πικιώνη πενήντα χρόνια μετά (13 Ιουλίου 1964), ύστερα από τον θάνατο του Σπύρου.
Στο Β΄ Μέρος («Φυλλομετρώντας κιτρινισμένα γράμματα») παρατίθενται οι επιστολές του Αλιμπέρτη προς τον Πικιώνη (17), μια σύντομη επιστολή της Nina προς τον Πικιώνη, τρία γράμματα της Aline προς τον ίδιο το 1964 κι ένα της ίδιας χρονιάς προς την Αλεξάνδρα, τη σύζυγο του Πικιώνη. Στο Γ΄ Μέρος παρατίθενται δεκαπέντε αφηγήματα του Αλιμπέρτη στα γαλλικά, όπου με ιδιαίτερη ευαισθησία ο συγγραφέας τους μεταφέρει ιδιωτικές στιγμές στη Villa Bianca και στη Θεσσαλονίκη.
Στο Γ΄ Μέρος παρατίθενται δεκαπέντε αφηγήματα του Αλιμπέρτη στα γαλλικά, όπου με ιδιαίτερη ευαισθησία ο συγγραφέας τους μεταφέρει ιδιωτικές στιγμές στη Villa Bianca και στη Θεσσαλονίκη.
Το βιβλίο κλείνει μ’ ένα σύντομο επίμετρο υπό τον τίτλο “In Memoriam”, που αναφέρεται στο τραγικό τέλος έξι μελών της οικογένειας Fernandez (του Dino, του γιου του Pierre και της γυναίκας του, καθώς και των τριών παιδιών τους), που δολοφονήθηκαν από τα SS τον Σεπτέμβριο του 1943 μαζί με άλλους Εβραίους στη Meina, κοντά στη λίμνη Maggiore, όπου είχαν καταφύγει για να γλιτώσουν από το Ολοκαύτωμα. Το «Επίμετρο» έρχεται σε αντίστιξη με την ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου, με την επιτυχή «εκούσια απαγωγή», τον γάμο του ζευγαριού στην Αθήνα και την τελική αποδοχή του από τον Fernandez, για να μας θυμίσει τις σκοτεινές πλευρές του οδυνηρού παρελθόντος.
Η Casa Bianca, ή Βίλα Μπλάνκα, τεκμήριο της ζωής και του πλούτου του ανώτερου στρώματος της εβραϊκής κοινότητας, όπως σώζεται σήμερα στη Βασιλίσσης Όλγας και λειτουργεί ως Δημοτική Πινακοθήκη. |
Η διαχείριση ενός τέτοιου υλικού δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μια σημαντική δυσκολία ήταν να αποφευχθεί η παρουσίαση του συγκεκριμένου επεισοδίου της μικροϊστορίας με ρομαντική ματιά, κάτι που, κατά τη συγγραφέα, θα λειτουργούσε ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Έτσι, ενεργώντας με επιστημονική ωριμότητα, επέλεξε να εντάξει το θέμα της στο ευρύτερο ιστορικό – πολιτισμικό πλαίσιο, αξιοποιώντας στοιχεία από τον Τύπο της πόλης (εφημερίδες «Το Φώς» του Δημοσθένη Ρίζου, «Νέα Αλήθεια» του Δημοσθένη και Ιωάννη Κούσκουρα, «Μακεδονία» του Κωνσταντίνου Βελλίδη) και τη βιβλιογραφία. Αν και σκοπός του εγχειρήματός της δεν είναι η συστηματική ιστορική προσέγγιση της εποχής, καταφέρνει μέσα από λιτές αλλά εύστοχες αναφορές να αναδείξει ποικίλες όψεις της, όπως ζητήματα πολιτικά και στρατιωτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά, πολλαπλών ταυτοτήτων, καθημερινής ζωής κ.λπ.
Σ’ αυτό το επίπεδο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα των μικτών γάμων, αλλά και άλλα, όπως οι εθνικές, εθνοτικές και ταξικές διαφορές, οι δύσκολες σχέσεις μεταξύ των σύνοικων πληθυσμών κ.λπ.
Η πόλη, παρά τις αρχικές ελπίδες που δημιούργησε το κίνημα των Νεοτούρκων, δεν ξεπέρασε το κοινοτικό σύστημα της οθωμανοκρατίας, με τη διαβίωση των κοινοτήτων σε διαφορετικές συνοικίες, οργανωμένες γύρω από ενοριακούς ναούς, συναγωγές και τζαμιά, με διαφορετικά ήθη και έθιμα, διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικά σχολεία, διαφορετικά νεκροταφεία, διαφορετικά επαγγελματικά σωματεία, διαφορετικές εφημερίδες, ακόμη, σε κάποιες περιπτώσεις, και διαφορετικά εκλογικά κέντρα κ.λπ. Η τάση αυτή ενισχύθηκε και από την πολιτεία, η οποία, ειδικά για τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, διατήρησε την οθωμανική παράδοση. Έτσι, ενώ η πολιτεία διατυμπάνιζε την ισότιμη ένταξη όλων των πληθυσμών στο κράτος, από την άλλη διατηρούσε θεσμούς που την υπονόμευαν και δυσκόλευαν την επιδιωκόμενη αφομοίωση. Αποτέλεσμα, η διατήρηση μιας πρώτης διχοτομίας: Εβραίοι και Χριστιανοί. Η διάκριση αυτή επιτεινόταν, σε κάποιο βαθμό, από τις αντιλήψεις και τις δράσεις τοπικών παραγόντων, που λειτουργούσαν ακόμη και σε αντίθεση με την επίσημη κεντρική εξουσία.
Τα όρια μεταξύ των κοινοτήτων θόλωναν και από το γεγονός ότι, όπως και η χριστιανική κοινότητα, έτσι και η εβραϊκή δεν ήταν ενοποιημένη στο εσωτερικό της. Παρουσίαζε και ανομοιογένεια και αντιπαλότητες.
Ωστόσο, υπήρχαν και στοιχεία ενοποιητικά πέρα και πάνω από την κρατική βούληση. Ιδέες σοσιαλιστικές – ταξικές, που έβρισκαν έκφραση κυρίως με τη Φεντερασιόν και την οργάνωση ταξικών σωματείων, με την ίδρυση και τη λειτουργία κοινών επιχειρήσεων μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, με ξένα σχολεία, όπου φοιτούσαν οι γόνοι της μεγαλοαστικής τάξης, με τη Λεωφόρο των Εξοχών, όπου ζούσαν κοντά κοντά μεγαλοαστοί της πόλης. Παράλληλα, τα όρια μεταξύ των κοινοτήτων θόλωναν και από το γεγονός ότι, όπως και η χριστιανική κοινότητα, έτσι και η εβραϊκή δεν ήταν ενοποιημένη στο εσωτερικό της. Παρουσίαζε και ανομοιογένεια και αντιπαλότητες. Εδώ ας έχουμε υπόψη μας ότι υπήρχαν οι λεγόμενοι «αφομοιωτικοί», βενιζελικοί κατά βάση, οι σιωνιστές, που επιθυμούσαν τη διεθνοποίηση της πόλης και κατά βάση ήταν αντιβενιζελικοί, και οι σοσιαλιστές, που οραματίζονταν μια βαλκανική ομοσπονδία και ήταν σχεδόν μοιρασμένοι ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς, αν και έκλιναν προς τους δεύτερους. Έτσι η πόλη χαρακτηριζόταν από μια παραδοξότητα: η ανομοιογένεια λειτουργούσε ως στοιχείο διχαστικό και ενοποιητικό ταυτόχρονα: Χριστιανοί – Εβραίοι, Βενιζελικοί – Αντιβενιζελικοί, στη συνέχεια Γηγενείς – Πρόσφυγες, εθνικιστές – διεθνιστές.
Η παρατεταμένη πολεμική περίοδος και η ρευστότητα των συνθηκών της εποχής δυσκόλευαν τα πράγματα. Από τη μια έξαρση της εθνικιστικής ιδεολογίας και των επιμέρους εθνικισμών, από την άλλη κοσμοπολιτισμός. Η ίδια η έπαυλη, φτιαγμένη από τον διάσημο Ιταλό αρχιτέκτονα Pietro ή Pierro Arrigoni, του οποίου ο τάφος σώζεται στο καθολικό νεκροταφείο της πόλης, βρισκόταν στην περίφημη «Λεωφόρο των Εξοχών», στη γειτονιά των πλουσίων Εβραίων, Μουσουλμάνων, Ντονμέδων και Χριστιανών, στη γειτονιά που σε αντίθεση με την «εντός των τειχών» Θεσσαλονίκη δεν ακολουθούσε τον εθνικο-θρησκευτικό διαχωρισμό των συνοικιών.
Η παρατεταμένη πολεμική περίοδος και η ρευστότητα των συνθηκών της εποχής δυσκόλευαν τα πράγματα. Από τη μια έξαρση της εθνικιστικής ιδεολογίας και των επιμέρους εθνικισμών, από την άλλη κοσμοπολιτισμός.
Η οικογένεια της Aline ήταν πιο κοντά στον κοσμοπολιτισμό: ρίζες πορτογαλικές ο πατέρας με ιταλική υπηκοότητα, ελβετικής καταγωγής η μητέρα. Συγγενικές σχέσεις του Fernandez Diaz με τις ισχυρές οικογένειες των Allatini, Misrachi, Modiano και Morpurgo. Η οικογένεια του Σπύρου, αν και με πλούσια εξωκρατική εμπειρία, ήταν πιο κοντά στον ελληνικής κοπής εθνικισμό, με καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας του, από στρατιωτικούς, βουλευτές κ.λπ. Παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν ο Γεώργιος Αλιμπέρτης, εθελοντής στον «Ιερό Λόχο», πολεμιστής στη μάχη του Δραγατσανίου, γραμματέας αργότερα του Υπουργικού Συμβουλίου. Ο πατέρας του Σπύρου Ιωάννης είχε ασχοληθεί –όχι πάντα με επιτυχία– με επιχειρήσεις στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρουμανία, είχε διατελέσει γραμματέας του Κωνσταντίνου Ζάππα, γενικός γραμματέας του «Εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας του Γιούργεβου, πόλης στον Δούναβη, και έφορος των εκεί Ελληνικών Σχολείων. Η μητέρα του Σωτηρία γνωστή παιδαγωγός και φιλόλογος με πολυσχιδή εκπαιδευτική και κοινωνική δράση εντός και εκτός των ελληνικών συνόρων, πρωτοπόρα του γυναικείου κινήματος. Ο Σπύρος, επιμελητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών (1909 – 1915) υπό τον καθηγητή Δημήτριο Αιγινήτη, ανήκε στον κύκλο των δημοτικιστών. Γράφει μαζί με τον Γιάννη Αποστολάκη άρθρα στον «Νουμά», ενώ μαζί με τον Γεώργιο Ν. Πολίτη και τον Αποστολάκη εκδίδει το βραχύβιο περιοδικό «Κριτική και Ποίηση» (1915 – 1919) και μαζί με τον Θεολόγο Νικολούδη την εφημερίδα «Πολιτεία» (1917 – 1919).
«Ο πόλεμος είναι ζωή – αρκεί να έχει στο τέλος τη νίκη»
Ο φίλος του Δημήτρης Πικιώνης, προς τον οποίο απευθύνονταν οι επιστολές που περιέχονται στο βιβλίο, διατηρούσε στενή επαφή με καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους που ήταν επηρεασμένοι από τον εθνικισμό, όπως ο Άριστος Καμπάνης ο Άγγελος Σικελιανός, ο Σπύρος Μελάς κ.ά, ενώ ήταν θαυμαστής του Ίωνα Δραγούμη και του Περικλή Γιαννόπουλου, θαυμαστών και των δύο του θεμελιωτή του νεότερου εθνικισμού Μωρίς Μπαρές (παραπέμπω εδώ στην εξαιρετική μελέτη του Παρασκευά Ματάλα, Κοσμοπολίτες εθνικιστές. Ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο “μαθητές” του. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021). Χαρακτηριστικό δείγμα του εθνικισμού της εποχής η εξύμνηση του πολέμου ως πηγής ανάτασης και δημιουργίας, η αποθέωση της δύναμης και της βούλησης: «Ο πόλεμος είναι ζωή – αρκεί να έχει στο τέλος τη νίκη» (επιστολή Αλιμπέρτη, 28-1914). Και: «Θα νικήσω, pittore, πρέπει να νικήσω. Έχω βάλει την ψυχή μου, τη ζωή μου, τη δόξα μου» (επιστολή Αλιμπέρτη, 2-2-1914). Με τις φιλίες και τα λεγόμενά του ο Σπύρος Αλιμπέρτης, αν και μάλλον Βενιζελικός, εντάσσεται χωρίς αμφιβολία στον κύκλο των εθνικιστών και των αποκαλούμενων «εγωτιστών».
Καταλήγω. Τι προσφέρει η ανάγνωση του βιβλίου της Μαρίας Πλαστήρα-Βαλκάνου; Πολλά, κατά τη γνώμη μου. Μια μαγική εικόνα του άλλοτε, του αλλού, των άλλων και του αλλιώς. Συγκίνηση πρώτα πρώτα για τη δύναμη των αισθημάτων, του έρωτα. Έπειτα μια πολύ καλή γεύση της εποχής και της πόλης, μιας πόλης που κερδήθηκε για το ελληνικό κράτος το 1912, για να χάσει στη συνέχεια τα πιο πολλά στοιχεία της φυσιογνωμίας της. Το βιβλίο πρέπει να διαδοθεί και να διαβαστεί. Θα συμβάλει στο να οικειοποιηθούμε το παρελθόν μας, να νιώσουμε πως ειδικά οι κάτοικοι αυτής της πόλης δεν ζούμε σε μια ξένη χώρα, σε μια Θεσσαλονίκη που δεν θυμάται ή δεν γνωρίζει τη Σαλονίκη.
* Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης, Βίλα Μπιάνκα, Θεσσαλονίκη, 26 Μαΐου 2022. O Δημήτρης Κ. Μαυροσκούφης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής.