Για το βιβλίο «Ολοκληρωτισμός», τον τρίτο από τους τρεις τόμους του έργου της Χάννα Άρεντ «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» (μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Νησίδες).
Του Βαγγέλη Γραμματικόπουλου
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του μνημειώδους έργου πολιτικής θεωρίας και ανάλυσης της Χάνα Άρεντ Οι απαρχές του Ολοκληρωτισμού φέρει τον τίτλο Ολοκληρωτισμός και συνιστά την προσπάθειά της να εκθέσει τη φαινομενική πραγματικότητα της πιο καταστρεπτικής και τρομακτικής μορφής διακυβέρνησης που εφαρμόστηκε ποτέ στον κόσμο μας, κατά την εμφάνισή της τον προηγούμενο αιώνα. Έχοντας αποκαλύψει στους δύο προηγούμενους τόμους της μελέτης την καταλυτική σύνδεση με τα φαινόμενα του σύγχρονου αντισημιτισμού και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η Άρεντ στον Ολοκληρωτισμό εισέρχεται εν τέλει στο προκείμενο: τη δομή και την οργάνωση των ολοκληρωτικών κινημάτων στην εξουσία με τις κύριες μορφές του ναζισμού και του σταλινικού μπολσεβικισμού. «Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται τον ολοκληρωτισμό, τις απαρχές και τα στοιχεία του», σύμφωνα με τη φιλόσοφο, ενώ σταθερή επιδίωξή του είναι να φανερωθεί τι συνέβη, γιατί και πώς. Εξέχουσα είναι η διαύγεια και η αντικειμενικότητα της ανάλυσης του ολοκληρωτισμού από την Άρεντ σε μια ρευστή εποχή μετάβασης (Α΄ έκδοση 1951), πολύ κοντινή χρονικά και βιωματικά στα μεγάλα γεγονότα, και με την έλλειψη των πηγών και των στοιχείων που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα.
Τα ολοκληρωτικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους εκεί όπου υπήρχαν μάζες, ουδέτεροι και αδιάφοροι άνθρωποι που επιθυμούσαν μια πολιτική οργάνωση απογυμνωμένη από κάθε έννοια κοινού συμφέροντος, ταξικού συστήματος και γενικότερα πολιτικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Η Άρεντ εκκινεί από τις συνθήκες ανάπτυξης των ολοκληρωτικών κινημάτων και την ανάγκη τους για έρεισμα στις ευμετάβλητες μάζες καθώς αναπτύσσουν μια διαρκή προσαρμοστικότητα και ασυνέχεια. Τα ολοκληρωτικά κινήματα έκαναν την εμφάνισή τους εκεί όπου υπήρχαν μάζες, ουδέτεροι και αδιάφοροι άνθρωποι που επιθυμούσαν μια πολιτική οργάνωση απογυμνωμένη από κάθε έννοια κοινού συμφέροντος, ταξικού συστήματος και γενικότερα πολιτικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Η ψυχολογία του Ευρωπαίου μαζανθρώπου διαμορφώθηκε στη βάση μιας ιδιαίτερης αδιαφορίας για τον εαυτό και την αυτοσυντήρησή του και της προσκόλλησης σε αφηρημένα ιδεολογικά προτάγματα. Η κατάρρευση των πολιτικών και κοινωνικών διακλαδώσεων στην ηττημένη Γερμανία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η εμφάνιση μεγάλης ανοργάνωτης μάζας με απολιτικό χαρακτήρα, οργισμένης με τα πολιτικά κόμματα και με επιρρέπεια σε ιστορικούς μεγαλοϊδεατισμούς, προλείανε το έδαφος για την επικράτηση του ναζιστικού κινήματος μέσω δημοκρατικών διαδικασιών. Από την άλλη, ο κατακερματισμός της ρωσικής κοινωνίας εφαρμόστηκε τεχνητά μετά την άνοδό του Στάλιν στην ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος. Υπονομεύοντας τα Σοβιέτ, εκκαθαρίζοντας κάθε κοινωνική διαστρωμάτωση που είχε προσπαθήσει να διατηρήσει ο Λένιν (αγρότες, μεσαία τάξη, εργάτες, διοικητική-στρατιωτική γραφειοκρατία) και παράλληλα διαρρηγνύοντας κάθε κοινωνικό ή οικογενειακό ανθρώπινο δεσμό, εξασφάλισε μια μαζική οργάνωση κατακερματισμένων και απομονωμένων ανθρώπων. Η δομή των ολοκληρωτικών κινημάτων απαιτεί την ολική αφοσίωση των ατόμων-μελών με στόχο την παγκόσμια ολική κυριαρχία. Πρόκειται για κινήματα δίχως σαφείς πολιτικούς σκοπούς και προγράμματα που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση εφαρμόζοντας την εξουσία όχι απλώς εξωτερικά, αλλά επιχειρώντας να ελέγξουν κάθε πτυχή της ζωής των ατόμων σε έναν κόσμο που υπάρχει μόνο μέσω του κινήματος.
Συμμαχία όχλου και ελίτ
Ιδιαίτερη για την κατανόηση της ανόδου των ολοκληρωτικών κινημάτων, σύμφωνα με τη Άρεντ, είναι η έλξη που άσκησαν τα παραπάνω στη διανοητική και καλλιτεχνική ελίτ της κοινωνίας εντός της οποίας αναπτύχθηκαν. Η παράδοξη συμμαχία που συστάθηκε μεταξύ ελίτ και όχλου προήλθε κυρίως από τη θέση αμφοτέρων εκτός του ευυπόληπτου κοινωνικού τόξου της προπολεμικής εποχής και τα αισθήματα μηδενισμού και δυσαρέσκειας μιας ολόκληρης γενιάς, της «γενιάς του μετώπου», από όπου διαμορφώθηκε η πηγαία επιθυμία όχι για μετασχηματισμό, αλλά για απόλυτη καταστροφή του παλιού αστικού κόσμου και των κίβδηλων αξιών που τον διέπνεαν. Ο Μεγάλος Πόλεμος εμφανίστηκε ως η μόνη διέξοδος από την ανισότητα και την άδικη διαφοροποίηση που παρείχε η ευυπόληπτη κοινωνία, ενώ αντιουμανιστικές στάσεις αποτύπωσαν τη ματαίωση που επέφερε η ανθρωπιστική υποκρισία του αστικού κόσμου. Αυτή η λαχτάρα για βία και τυφλό μίσος βρήκε το αντίστοιχό της στη βασική πολιτική δραστηριότητα των ολοκληρωτικών κινημάτων: την τρομοκρατία, καθώς η διαφαινόμενη εκδίκηση του αποκλεισμένου κοινωνικά όχλου επέτρεψε στην ελίτ να παραβλέψει τις ιστορικές πλαστογραφίες των κινημάτων στο πλαίσιο της ανάδειξης της ιστορίας ως φάρσας που αντικατοπτρίζει κάθε φορά την κοσμοαντίληψη της καθεστηκυίας τάξης. Πρόκειται για μια θλιβερή κατάσταση της ελίτ που η Άρεντ ονομάζει «διεστραμμένο μίσος του πνεύματος για τον εαυτό του». Εν συνεπεία, η κατάρρευση των κοινότοπων παραδοσιακών αξιών προκάλεσε την τολμηρή παραδοχή ακρότατων παραλογισμών και ανήθικων ωμών ιδανικών που έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό επειδή απλώς ήταν απαλλαγμένα από την υποκριτική καθωσπρέπεια των αστών. Η σύμπραξη όχλου και λαού μπορεί να ανέδειξε μια επίφαση επανάστασης καθορισμένης από το πεπρωμένο αλλά η διάψευσή τους ήταν παταγώδης. Οι πρώτοι από τους οποίους έσπευσαν να απαλλαγούν τα ολοκληρωτικά κινήματα καταλαμβάνοντας την εξουσία ήταν αυτή η ίδια η ελίτ, διότι η πνευματική και καλλιτεχνική πρωτοβουλία είναι άκρως επικίνδυνη για αυτά στον βαθμό που δεν υπόκειται σε καμία πρόβλεψη και έλεγχο.
Η δύναμη της προπαγάνδας του ολοκληρωτισμού αποδείχθηκε πως σχετιζόταν με τον αποκλεισμό των μαζών από την πραγματικότητα και τη μύηση σε έναν συνεκτικό κόσμο μυστηριακού στοιχείου και συνωμοσιολογίας, που, παρά τη λογική του ανεπάρκεια, προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για φυγή από έναν ματαιωμένο κόσμο.
Σε συνθήκες όπως οι παραπάνω, τα ολοκληρωτικά κινήματα στήριξαν την επιβολή τους κυρίως στην προπαγάνδα και στην τρομοκρατία. Η προπαγάνδα απευθύνθηκε, ως επί το πλείστον, στο εξωτερικό και σε όσους δεν είχαν ταυτιστεί πλήρως με την ιδεολογία τους στο εσωτερικό, ενώ η τρομοκρατία εμφανίστηκε ως «η ουσία της μορφής διακυβέρνησής τους» με τη διαρκή απειλή όσων δεν εναρμονίζονταν με τις διδαχές των κινημάτων (φυλετική νομοτέλεια για τους ναζιστές και ιστορική για τους μπολσεβίκους). Τα ως άνω μέσα επιβολής βασίστηκαν σε ήδη γνωστά και επιδραστικά εργαλεία όπως η δύναμη της επιστημονικής διαβεβαίωσης στη ψυχολογία των μαζών (διαφήμιση) και η χρήση των θετικισμού, πραγματισμού και συμπεριφορισμού προς ανάδειξη των κρυφών αιτιών που υποτίθεται ότι ερμηνεύουν τα πάντα, στοχεύοντας όμως πάντα στον μετασχηματισμό της ανθρώπινης φύσης και ούτε κατ’ ελάχιστον στην ευζωία της. Η εφαρμογή των θεωριών του σοσιαλισμού και του ρατσισμού δεν διαπνεόταν από ωφελιμιστικά κριτήρια, εδραζόταν στη διαρκή ανάγκη για επαλήθευση των ιδεών και των ηγετών του κινήματος, στην ισχύ να κατασκευάζουν την πραγματικότητα και να παράγουν αυτοεκπληρούμενες προφητείες συμπαρασύροντας τις απογοητευμένες μάζες σε έναν φαντασιακό κόσμο. Η δύναμη της προπαγάνδας του ολοκληρωτισμού αποδείχθηκε πως σχετιζόταν με τον αποκλεισμό των μαζών από την πραγματικότητα και τη μύηση σε έναν συνεκτικό κόσμο μυστηριακού στοιχείου και συνωμοσιολογίας, που, παρά τη λογική του ανεπάρκεια, προσέφερε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για φυγή από έναν ματαιωμένο κόσμο. Ο αντισημιτισμός, εν προκειμένω, η επιδραστικότερη ναζιστική προπαγάνδα, υπήρξε η βασικότερη αρχή αυτοορισμού των μαζών, μετατρέποντας το κράτος σε μέσο για τη διατήρησης της φυλής και εν συνεχεία σε μια υπερεθνική οργάνωση παγκόσμιας κυριαρχίας. Για την Άρεντ, συνεπώς, η οργάνωση –και όχι η πειθώ– είναι ο στόχος της προπαγάνδας, η εγκαθίδρυση μιας συνεκτικής και οργανωμένης επίφασης πραγματικότητας, τόσο άρρηκτα συνδεδεμένης με τις προπαγανδιστικές δηλώσεις, ώστε η επιβίωση όλου του κινήματος εξαρτάται εξ ολοκλήρου από αυτές.
Προσιδιάζουν στον αυστηρό τύπο οργάνωσης των μυστικών εταιριών
Το επόμενο στάδιο στη μελέτη των ολοκληρωτικών κινημάτων από την Άρεντ είναι η μορφή οργάνωσής τους, μέσα στην οποία οικοδομείται ο φαντασιακός κόσμος της προπαγάνδας που προαναφέρθηκε. Μολονότι τα ολοκληρωτικά κινήματα υιοθετούν στοιχεία από απολυταρχίες και στρατιωτικές δικτατορίες, προσιδιάζουν εν τούτοις περισσότερο στον αυστηρό τύπο οργάνωσης των μυστικών εταιριών: μια ιεραρχική αλυσίδα μετωπικού συστήματος διαχωρισμένη σε επίπεδα κλιμακωτής εμπλοκής με το κίνημα και ριζοσπαστικότητας, που περιλαμβάνει τον εξωτερικό κύκλο των υποστηρικτών-συμπαθούντων, τον κύκλο των μελών, την ομάδα των επίλεκτων, τον στενό κύκλο γύρω από τον ηγέτη και, τέλος, τον ίδιο τον ηγέτη με την ολική εξουσία του. Η χρησιμότητα αυτών των επάλληλων κύκλων είναι σαφής: οι λιγότερο ενταγμένες εξωτερικές ομάδες χρησιμεύουν στη δημιουργία μιας επίφασης κανονικότητας του κινήματος για τον εξωτερικό κόσμο και χαρακτηρίζονται από ευπιστία, ενώ, από την άλλη, τα εσώτερα τμήματα συνδέονται άρρηκτα με αυτό μέσω μιας μύησης στη συνενοχή των εγκλημάτων, αντιμετωπίζοντας με περισσότερο κυνισμό τα στερεοτυπικά ιδεολογικά προτάγματα που προωθεί το κίνημα. Καθώς όμως το ολοκληρωτικό κίνημα διακατέχεται από την ανάγκη να βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση, ακόμα και η ως άνω διάρθρωση δεν διατηρείται αναλλοίωτη, με αποτέλεσμα συνεχώς να εισάγονται ως όργανα ελέγχου ριζοσπαστικότερες ομάδες, οι οποίες λειτουργούν περισσότερο ως όργανα ιδεολογικής μάχης παρά ως παραστρατιωτικές ομάδες (βλ. π.χ. στο ναζιστικό καθεστώς: SA→SS→Waffen SS κτλ.). Στο κέντρο και υπεράνω του κινήματος βρίσκεται ο απαραίτητος και αναντικατάστατος ηγέτης που το θέτει σε κίνηση, περιβεβλημένος με μια αύρα μυστηρίου, κύριο προσόν και χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η ικανότητα να εξυφαίνει δολοπλοκίες. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν, παλιότερα μέλη μυστικών εταιριών, απομιμήθηκαν στα ολοκληρωτικά κινήματά τους τον τρόπο οργάνωσής τους με τη χαρακτηριστική διαφορά πως από τα τελευταία απουσίαζε ένα ουσιαστικό μυστικό περιεχόμενο· για αυτό και τους αποδόθηκε το προσωνύμιο: «μυστικές εταιρίες ιδρυμένες στο άπλετο φως της ημέρας». Έτσι, αποδεικνύεται ότι βασικότερος θεμελιακός κανόνας από την εκάστοτε ιδεολογία αναδείχθηκε η οργανωτική αρχή που διατηρεί και συνέχει τον ψευδεπίγραφο κόσμο στον οποίο βασίστηκαν τα κινήματα αυτά.
[...] στην πραγματικότητα η πλήρης εκμετάλλευση του υλικού και έμψυχου πλούτου της χώρας από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είχε ως απώτερο σκοπό την ευημερία των ομοεθνών τους, πολλοί από τους οποίους υπέφεραν υπό τη μέγγενη της εξουσίας τους, αλλά την πάση θυσία προώθηση της ιδεολογίας τους.
Με την ανάληψη όμως της κυβερνητικής εξουσίας, τα ολοκληρωτικά κινήματα αντιμετώπισαν τον κίνδυνο της άμβλυνσης της ακραίας ριζοσπαστικότητάς τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό και την ανακοπή της ροπής τους για παγκόσμια εξουσία εντός των κρατικών συνόρων με τη μορφή του ήδη γνωστού εθνικισμού. Ο τρόπος με τον οποίον αποφεύχθηκε η περιοριστική σταθεροποίηση και κανονικοποίηση των κινημάτων ήταν η υποβάθμιση της νομικής και κυβερνητικής δομής του κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια που κατείχαν την εξουσία. Η απαξίωση κάθε νομικής διάταξης –είτε αυτή ήταν το Σύνταγμα της Βαϊμάρης είτε το Σύνταγμα του 1936 για τη Ρωσία– όπως και η ταυτόχρονη συνύπαρξης μιας διπλής –φαινομενικής/κρατικής αφενός και πραγματικής/κομματικής αφετέρου– εξουσίας με αλληλεπικαλυπτόμενα γραφεία και αλληλοσυγκρουόμενες αρχές εξυπηρετούσε τη μόνιμη και βασική ανάγκη των ολοκληρωτικών κινημάτων να αποτελέσουν έναν άμορφο μηχανισμό που βρίσκεται διαρκώς σε ασαφή κίνηση. Κάτι τέτοιο επετεύχθη με τον κλονισμό οποιασδήποτε μόνιμης πολιτικής ιεραρχίας και την απόλυτη σύγχυση αναφορικά με τις σχέσεις μεταξύ των εξουσιών, που απέβλεπε σε απόλυτο μονοπώλιο εξουσίας, ανεξαρτησία του ηγέτη από τους κατωτέρους του και αστραπιαίες μεταβολές πολιτικής. Το παράδοξο της εφαρμογής μιας τόσο αντιπαραγωγικής, αντιωφελιμιστικής και αντιορθολογικής πολιτικής διαχείρισης βασίζεται για τη φιλόσοφο στο γεγονός ότι σε τέτοια καθεστώτα το κίνημα τοποθετήθηκε πάνω από το κράτος αλλά και από το ίδιο το έθνος. Κι αν υιοθέτησαν ένα παραπλανητικό εθνικιστικό μοντέλο, με τις δηλώσεις τους να θέτουν στο κέντρο της πολιτικής τους την πατρίδα και το έθνος, στην πραγματικότητα η πλήρης εκμετάλλευση του υλικού και έμψυχου πλούτου της χώρας από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν είχε ως απώτερο σκοπό την ευημερία των ομοεθνών τους, πολλοί από τους οποίους υπέφεραν υπό τη μέγγενη της εξουσίας τους, αλλά την πάση θυσία προώθηση της ιδεολογίας τους (βλ. φυλετικός ρατσισμός ή παγκόσμιος σοσιαλισμός) προς κατασκευή του φανταστικού κόσμου που επινόησαν. Κατά συνέπεια, η κατάληψη της εξουσίας από ολοκληρωτικά κινήματα, παρά τις εξαγγελίες τους, ουδέποτε συνδέθηκε με το υλικό κέρδος ή το εθνικό συμφέρον, αλλά πολύ περισσότερο εφάρμοσε μια καταστρεπτική πολιτική ακόμα και εντός του ίδιου του κράτους, αντιμετωπίζοντας τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του ως λεία για την επέκτασή του στα υπόλοιπα κράτη.
Η Χάννα Άρεντ |
Η απόλυτη ένταξη της μυστικής αστυνομίας στον διοικητικό μηχανισμό και η απομόνωσή της από τους υπόλοιπους θεσμούς δίνει στα μέλη της τον χαρακτήρα μιας άρχουσας τάξης που ενσαρκώνει τα ιδανικά του ολοκληρωτισμού, ενώ σταδιακά οι μέθοδοί της διαποτίζουν το σύνολο της ολοκληρωτικής κοινωνίας...
Η πάγια φιλοδοξία για παγκόσμια κυριαρχία και η τάση να αντιμετωπίζεται κάθε χώρα ως παράρτημα της εσωτερικής πολιτικής φέρνει στον πυρήνα της εξουσίας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος τις δυνάμεις της μυστικής αστυνομίας. Ο ρόλος της μυστικής αστυνομίας, κυρίαρχος σε όλα τα δεσποτικά καθεστώτα, διαφοροποιείται στον ολοκληρωτισμό καθώς εντείνεται εκεί ακριβώς που θα μπορούσε να θεωρηθεί πιο περιττός: μετά την εξάλειψη κάθε εσωτερικής πολιτικής εναντίωσης. Η ολική κυριαρχία, μετά τη σταθεροποίηση της εξουσίας, πραγματώνεται από τους ιδεολογικούς στρατιώτες της μυστικής αστυνομίας –με τη μορφή των SS ή της GPU– αποκλειστικά με τη θήρευση «αντικειμενικών εχθρών», δηλαδή ανθρώπων που δεν θεωρούνται ύποπτοι ανατροπής του καθεστώτος αλλά αποτελούν σταθερούς ιδεολογικούς εχθρούς. Επιπλέον, το σύνολο της δραστηριότητας της μυστικής αστυνομίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων στερείται των προνομίων και της εκ της φύσης ανεξαρτησίας της σε άλλα καθεστώτα, καθώς τίθεται υπό τον πλήρη έλεγχο του ηγέτη, αποτελώντας ταυτόχρονα το κύριο εκτελεστικό όργανο της ολοκληρωτικής εξουσίας με πλήρη γνώση των πραγματικών επιδιώξεών της. Η απόλυτη ένταξη της μυστικής αστυνομίας στον διοικητικό μηχανισμό και η απομόνωσή της από τους υπόλοιπους θεσμούς δίνει στα μέλη της τον χαρακτήρα μιας άρχουσας τάξης που ενσαρκώνει τα ιδανικά του ολοκληρωτισμού, ενώ σταδιακά οι μέθοδοί της διαποτίζουν το σύνολο της ολοκληρωτικής κοινωνίας, με τους πολίτες να επιδίδονται σε μια αέναη καταδίωξη πολιτικών εχθρών κατά την οποία οι πάντες μετατρέπονται σε μυστικούς πράκτορες που παρακολουθούν και παρακολουθούνται από όλους. Αυτή η διπλή ψυχολογία του μυστικού πράκτορα–υπόπτου, γνωστή στη γερμανική και ρωσική κοινωνία, εξετράφη από τις τρομακτικές συνθήκες ανελευθερίας και αυθαιρεσίας του ολοκληρωτισμού, όπου άνθρωποι παγιδεύονται στο δίκτυο των διαπροσωπικών τους σχέσεων, εξολοθρεύονται δίχως να αποτελούν αντικειμενικούς εχθρούς του καθεστώτος και μετά τον θάνατό τους εξαφανίζονται στη λήθη ως να μην υπήρξαν ποτέ. Οι ως άνω συνθήκες επιφέρουν τη λειτουργία ολόκληρων κοινωνιών με όρους μυστικής οργάνωσης, όπου όλοι γνωρίζουν αλλά τα πάντα είναι καλυμμένα από έναν μανδύα μυστικότητας. Πλήθος πραγματικών στατιστικών στοιχείων εκλείπουν ακόμα και σήμερα για να μας αποκαλύψουν το μέγεθος κατάπτωσης και εκφυλισμού των κοινωνιών των εν λόγω χωρών.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης ή «εργασίας»: το ιδεώδες της ολικής κυριαρχίας πάνω σε ανθρώπους
Η επικράτηση του ολοκληρωτισμού ανέδειξε μία τάση όπου η εξουσία δεν επιδιώκεται ως αυτοσκοπός, αλλά ως επικύρωση της εγκυρότητας του ιδεολογικού υπερ-νοήματος που έχει επινοηθεί, και δεν αποσκοπεί, όπως έγινε φανερό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στον μετασχηματισμό του κόσμου ή της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά στον μετασχηματισμό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Κι αν η μυστική αστυνομία αποτέλεσε την ενσάρκωση της εξουσίας των ολοκληρωτικών καθεστώτων, το πεδίο άσκησής της και επαλήθευσης της ολοκληρωτικής ιδεολογίας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ή «στρατόπεδα εργασίας» στον σοβιετικό κόσμο). Σε αυτά τα κοινωνικά εργαστήρια έλαβε σάρκα και οστά, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το ιδεώδες της ολικής κυριαρχίας πάνω σε ανθρώπους. Και μολονότι τέτοιοι χώροι συγκέντρωσης ανεπιθύμητων ή περιττών ανθρώπινων ψυχών προϋπήρχαν, αυτό που συγκλονίζει με τον ολοκληρωτισμό είναι η απεξάρτηση από κάθε ωφελιμιστική λειτουργία θα μπορούσαν να έχουν. Από μέσο επιβολής του μετατρέπονται σε αυτοσκοπό της λειτουργίας του, δηλαδή ένα μέρος στο οποίο ο θάνατος είναι τόσο αυθαίρετος και απρόσωπος που καταστρέφεται το ίδιο το γεγονός της ανθρώπινης ύπαρξης και η ανθρώπινη ισχύς δείχνει ικανή να πραγματώσει μια πραγματική κόλαση επί της γης. Πριν συμβεί όμως αυτό, η Άρεντ απαριθμεί τα τρία στάδια προετοιμασίας της ολικής ανθρώπινης κυριαρχίας. Το πρώτο είναι ο θάνατος του νομικού προσώπου, η στέρηση δικαιωμάτων και ιθαγένειας και γενικότερα η τοποθέτηση εκτός νόμου ορισμένων κατηγοριών ανθρώπων με απώτατο στόχο να προετοιμαστεί η στέρηση κάθε νομικού δικαιώματος από το σύνολο του πληθυσμού. Το δεύτερο βήμα είναι ο φόνος του ηθικού προσώπου, που επετεύχθη αφενός με την αφαίρεση του νοήματος του θανάτου και του δικαιώματος μνήμης των θυμάτων και αφετέρου με την απαλοιφή ανθρώπινης αλληλεγγύης κατά τη συμμετοχή των ίδιων των κρατουμένων στη διοίκηση του στρατοπέδου και κατ’ επέκταση στα εγκλήματα, ολοκληρώνοντας έτσι μια εξομοίωση διώκτη και διωκόμενου. Τρίτο και τελευταίο προαπαιτούμενο είναι ο θάνατος της ατομικότητας, της απαράμιλλης ταυτότητας των θυμάτων, που συντελέστηκε μέσα από τις τερατώδεις συνθήκες κράτησης και μεταφοράς καθώς και τα βασανιστήρια με τα οποία επιβλήθηκαν στην ανθρώπινη ψυχή, αφανίζοντας κάθε στοιχείο αυθορμητισμού και μοναδικότητας του προσώπου – γεγονός που εξηγεί και τη σχεδόν μηδαμινή αντίσταση που έφεραν τα θύματα στους διώκτες τους. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πρόσφεραν τις κατάλληλες συνθήκες για να εκπαιδευτούν τα στελέχη και να δοκιμαστεί η ολοκληρωτική κυριαρχία στις πιο ριζικές της δυνατότητες, με στόχο την επίτευξη μιας κοινωνίας όπου «όλοι οι άνθρωποι κυριαρχούνται σε όλες τις πτυχές της ζωής τους» και ταυτόχρονα καθίστανται τόσο περιττοί που η λειτουργία τους περιστέλλεται σε αντιδράσεις ζωικού είδους. Μετά το τέλος της αστικής και ιμπεριαλιστικής εποχής, η επικράτηση του ολοκληρωτισμού ανέδειξε μία τάση όπου η εξουσία δεν επιδιώκεται ως αυτοσκοπός, αλλά ως επικύρωση της εγκυρότητας του ιδεολογικού υπερ-νοήματος που έχει επινοηθεί, και δεν αποσκοπεί, όπως έγινε φανερό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στον μετασχηματισμό του κόσμου ή της κοινωνίας στην οποία ζούμε, αλλά στον μετασχηματισμό της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Ο πυρήνας του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας είναι για τη φιλόσοφο η περιφρόνηση κάθε είδους θετικού νόμου και κατ’ επέκταση του consensus iuris. Εκφράζεται έτσι απόλυτη πίστη μόνο στους ανώτερους νόμους της Φύσης ή της Ιστορίας, που, παρ’ όλα αυτά, δεν παρέχουν ένα σταθερό έδαφος θεμελίωσης του δικαίου, αλλά αποτελούν διαρκείς κινήσεις, μέσα στις οποίες ο άνθρωπος ερμηνεύεται ως στοιχείο της δαρβινικής φυσικής εξέλιξης και η κοινωνία ως ένα παραγόμενο της ιστορικής κίνησης.
Όλα τα παραπάνω ιδιαίτερα και καινοφανή χαρακτηριστικά του ολοκληρωτισμού που σημάδεψε πολιτικά τον 20ό αιώνα υπαγορεύουν στη μελέτη της Άρεντ τη διαμόρφωση του τελικού κρίσιμου ερωτήματος: «Έχει η ολοκληρωτική διακυβέρνηση τη δικιά της φύση, όπως οι άλλες μορφές διακυβέρνησης;» ή είναι απλώς μια σύγχρονη μορφή τυραννίας; Ο πυρήνας του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας είναι για τη φιλόσοφο η περιφρόνηση κάθε είδους θετικού νόμου και κατ’ επέκταση του consensus iuris. Εκφράζεται έτσι απόλυτη πίστη μόνο στους ανώτερους νόμους της Φύσης ή της Ιστορίας, που, παρ’ όλα αυτά, δεν παρέχουν ένα σταθερό έδαφος θεμελίωσης του δικαίου, αλλά αποτελούν διαρκείς κινήσεις, μέσα στις οποίες ο άνθρωπος ερμηνεύεται ως στοιχείο της δαρβινικής φυσικής εξέλιξης και η κοινωνία ως ένα παραγόμενο της ιστορικής κίνησης (πάλη των τάξεων). Η ολική τρομοκρατία εκδηλώνεται ως οιονεί νομιμότητα αυτού του συστήματος, που εξαλείφει κάθε ανθρώπινο αυθορμητισμό και επιταχύνει τις διαδικασίες της Φύσης και της Ιστορίας για την κατασκευή του νέου είδους ανθρώπου. Από την άλλη, η ιδεολογία αποτέλεσε την πρώτη αρχή δράσης του ολοκληρωτισμού και στα χέρια του Χίτλερ και του Στάλιν φανέρωσε για πρώτη φορά τις πολιτικές της δυνατότητες. Η ικανότητα συναγωγής των πάντων από μία πρώτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την εγγενή λογική μιας ιδέας, αποτέλεσε τη βάση του ολοκληρωτικού σκέπτεσαι που χαρακτηρίζεται από ισχυρισμό για ολική εξήγηση των πάντων, ανεξαρτησία από κάθε εμπειρική πραγματικότητα και αυστηρότατη λογική μέθοδο απόδειξης με ακρότατες συνέπειες. Το ιδεολογικό αυτό όπλο αποδείχθηκε ακαταμάχητο, καθώς στη βάση του κάθε υπήκοος του καθεστώτος εξανάγκασε τον εαυτό του να συντονιστεί με τις απαιτήσεις του κινήματος. Τρομοκρατία και ιδεολογία προετοιμάζουν, σύμφωνα με την Άρεντ, τη δημόσια και ιδιωτική απομόνωση του ανθρώπου και, μολονότι κάθε ολοκληρωτική κυριαρχία δεν είναι φτιαγμένη για να έχει διάρκεια, διότι φέρει μέσα της την αρχή της καταστροφής της, η νέα αυτή μορφή διακυβέρνησης στην πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από τόσο αντικοινωνικές τάσεις, καταστρεπτικές για την ανθρώπινη συμβίωση, ώστε διακυβεύεται το μέλλον του κόσμου όπως το γνωρίζουμε.
Η προσπάθεια της Άρεντ για κατανόηση του ολοκληρωτισμού μέσα από τον εντοπισμό και την ερμηνεία των αποκρυσταλλωμένων μερών που τον συνέθεσαν και τον ενσάρκωσαν έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη βαθιά ιστορική αντίληψη που σκοπός της είναι η διαφύλαξη και η διάσωση ενός γεγονότος στη συλλογική μνήμη. Αντιθέτως, στόχος της είναι η αποδόμηση του ολοκληρωτισμού, της μεγαλύτερης πολιτικής κρίσης των καιρών μας. Η κατανόηση απαιτεί πρωτίστως την κρίση και την καταδίκη του πιο ριζικού κακού που είναι σε θέση να καταστρέψει ανεπανόρθωτα τον κοινό ανθρώπινο κόσμο μας και συνεπώς η μελέτη Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού αποτελεί ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο. Δίχως αμφιβολία, η ανησυχία της για τους αυξανόμενους αριθμούς ξεριζωμένων, περιττών και απομονωμένων ανθρώπων στον 20ό αιώνα οφείλει να μας απασχολεί ακόμη περισσότερο σήμερα, την εποχή που εκατομμύρια άνθρωποι εκπατρίζονται και γίνονται ανεπιθύμητοι εξαιτίας των πολέμων, του κλίματος και της οικονομικής κρίσης, ενώ η τεχνολογική έκρηξη φαντάζει περισσότερο ως κίνδυνος για την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής παρά συμβάλλει στην ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Η πτώση του ολοκληρωτισμού αποτέλεσε ένα σημείο καμπής έπειτα από το οποίο θα βρισκόμαστε διαρκώς υπό την απειλή της επανεμφάνισής του, δίχως παρ’ όλα αυτά να μας διαφεύγει η αλήθεια, μέσα από τα λόγια της Άρεντ, ότι «κάθε τέλος στην ιστορία αποτελεί ένα νέο αρχίνισμα» και ότι με κάθε άνθρωπο που γεννιέται «ένας νέος κόσμος έχει δυνητικά έρθει στην ύπαρξη», ένας κόσμος με δυνατότητες να γίνει κοινός και κατάλληλος να κατοικηθεί από όλους τους ανθρώπους.
* Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι φιλόλογος.