
Για τη μελέτη του Ζυλ Μισλέ «Η μάγισσα» (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. ΜΙΕΤ).
Της Λεύκης Σαραντινού
Είναι ευκολότερο να πει κανείς τι δεν είναι αυτό το βιβλίο, παρά τι είναι. Σίγουρα δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, δεν είναι όμως και αμιγώς ιστορική μελέτη, παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας του συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες μορφές της γαλλικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα. Θα μπορούσαμε ίσως να χαρακτηρίσουμε τη Μάγισσα ως μια ιδιόρρυθμη, λογοτεχνίζουσα ιστορική μελέτη. Αντικείμενο του βιβλίου αποτελεί η γυναίκα-μάγισσα του Μεσαίωνα στη Δυτική Ευρώπη και οι διώξεις τις οποίες αυτή υπέστη ανά τους αιώνες.
Ο Μισλέ απομακρύνεται από το «στεγνό» θετικιστικό ύφος του Γερμανού Λέοπολντ φον Ράνκε και του γερμανικού ιστορικισμού, ο οποίος ρίχνει το βάρος στα πολιτικά γεγονότα και ιδιαίτερα στις πράξεις ισχυρών προσώπων που κατείχαν θέσεις-κλειδιά στην άσκηση της εξουσίας, και συνθέτει μια αφήγηση η οποία προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα με μια πιο συναισθηματική και λογοτεχνική ματιά. Στο βιβλίο του Μισλέ η μάγισσα παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη αυτούσια και συμπαγής, μία καθημερινή γυναικεία μορφή του Μεσαίωνα, τα κίνητρα και τη συμπεριφορά της οποίας μπορούμε να κατανοήσουμε απόλυτα. Έτσι, κατ’ επέκταση, μπορούμε να τη συμπονέσουμε για όλα όσα πέρασε στα χέρια των δήμιων της.
Βέβαια, πρέπει να γίνει σαφές πως, σε ό,τι αφορά το αποκαλούμενο «Κυνήγι των Μαγισσών», ο Μισλέ αναπαράγει τους μύθους που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή γύρω από το θέμα στο ευρωπαϊκό ιστοριογραφικό στερέωμα. Για παράδειγμα, λειτουργεί με βάση το γεγονός ότι το Κυνήγι των Μαγισσών έλαβε χώρα κυρίως κατά τον Μεσαίωνα, ενώ στην πραγματικότητα πήρε μεγαλύτερη έκταση κατά την Πρώιμη Νεότερη Περίοδο. Μια άλλη παράμετρος είναι πως το έργο εξιδανικεύει τον λαϊκό άνθρωπο και δαιμονοποιεί τον κλήρο. Για την ακρίβεια, ο έντονος αντικληρικαλισμός του συγγραφέα διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη το βιβλίο. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα έργο το οποίο πρέπει να τοποθετηθεί αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της εποχής κατά την οποία γράφτηκε.
Με βάση τα παραπάνω, εύλογα ίσως να αναρωτηθεί κανείς για ποιον λόγο να διαβάσει το εν λόγω βιβλίο. Αρχικά, γιατί πρόκειται για μία μοναδικά γραμμένη ιστορική μυθιστορία, υπό το πρίσμα μιας άλλης εποχής. Επίσης, γιατί το βιβλίο μάς ταξιδεύει στον καθημερινό κόσμο της υπαίθρου κατά τον Μεσαίωνα, με όλα τα γοητευτικά παγανιστικά του κατάλοιπα – έναν κόσμο που χαρακτηριζόταν από τον ατέρμονο αγώνα για επιβίωση, την ανία και την προβλεψιμότητα. Εν ολίγοις, γιατί πρόκειται για ένα μοναδικό ανάγνωσμα σε ό,τι αφορά την ιστοριογραφία του 19ου αιώνα για το Κυνήγι των Μαγισσών, τόσο από άποψη γραφής όσο και παρεχόμενης πληροφορίας.
Η εισαγωγή της ειδικού Ανδρονίκης Διαλέτη, επίκουρης καθηγήτριας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, είναι εξαιρετικά κατατοπιστική και φωτίζει πτυχές του βιβλίου. Ακολουθεί το πρώτο μέρος του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί να εισχωρήσει στο μυαλό του μεσαιωνικού ανθρώπου και στις καταβολές της μαγείας. Ο Μισλέ αναλύει τη γυναικεία ψυχή και τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η φύση της μεσαιωνικής κοινωνίας και ζωής συνέβαλε στη δημιουργία της «μάγισσας», ως μορφής ταυτοποιήσιμης και αναγνωρίσιμης. Ασχολείται με τις γητείες, τα βότανα και τα μαγικά φίλτρα των γυναικών, τη δαιμονοληψία, τον Διάβολο, τα περίφημα Σάββατα και τους πειρασμούς της μεσαιωνικής κοινωνίας. Το δεύτερο μέρος είναι κάπως πιο «ιστορικό», με στοιχεία από συγκεκριμένες περιπτώσεις-δίκες μαγισσών. Περιλαμβάνει επίσης την ανάλυση για το περίφημο εγχειρίδιο των ιεροεξεταστών κατά της μαγείας, τη Βίβλο για τη δαιμονοποίηση των γυναικών, το Malleus Malleficarum των Κράμερ και Σπρένγκερ.
Το έργο ασχολείται εκτενώς με την παρουσία της μαγείας τον 17ο αιώνα, τότε που το κυνήγι έφτασε στο απόγειό του, και στη συνέχεια εξέπνευσε. Τα μοναστικά τάγματα, όπως οι Ιησουίτες, οι Δομινικανοί, οι Καρμηλίτισσες και οι Ουρσουλίνες μοναχές δίνουν επίσης το παρόν στο βιβλίο. Η γραφή του Μισλέ είναι άκρως περιγραφική, φυσική και αυθόρμητη, δεν μοιάζει καθόλου με τη γλώσσα που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε από επαγγελματίες ιστορικούς. Συχνά δε γίνεται ποιητική και αποκτά ειρωνική χροιά. Σήμερα, που το ενδιαφέρον για τη μαγεία και το Κυνήγι των Μαγισσών αναβιώνει, αξίζει να εντρυφήσουμε σε μία από τις πρώτες και πολύ καλά εμπεριστατωμένες προσεγγίσεις που γράφτηκαν για το θέμα, από την πένα ενός διακεκριμένου Γάλλου ιστορικού.
* Η ΛΕΥΚΗ ΣΑΡΑΝΤΙΝΟΥ είναι συγγραφέας, ιστορικός και καθηγήτρια μουσικής. Τελευταίο της βιβλίο, η μελέτη «Μύθοι που έγιναν ιστορία» (εκδ. Ενάλιος).
Η μάγισσα
ΖΥΛ ΜΙΣΛΕ
Μτφρ. ΈΦΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ
Πρόλογος ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΤΗ
ΜΙΕΤ 2020
Σελ. 496, τιμή εκδότη €27,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Συχνά οι Ιταλίδες γίνονταν γάτες και γλιστρούσαν, έλεγαν, κάτω από τις πόρτες για να ρουφήξουν το αίμα των παιδιών. Στις περιοχές με τα μεγάλα δάση, τη Λοραίνη και τον Ιούρα, οι γυναίκες γίνονταν μετά χαράς λύκαινες και καταβρόχθιζαν, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τους περαστικούς (ακόμη κι όταν δεν περνούσε κανείς). Τις έκαιγαν. Κοπέλες δήλωναν ότι είχαν δοθεί στον διάβολο, και τις έβρισκαν παρθένες ακόμη. Τις έκαιγαν».