Για το βιβλίο της Σοφίας Γκλιάτη-Χασιώτη «Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν – Ο Δημήτριος Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει» (εκδ. ΑΩ).
Της Διώνης Δημητριάδου
«Πέραν του Υμηττού εκτείνεται μία Αττική η οποία έχει μαλακόν χώμα σαν βαμβάκι. Ευτύχησε να κατοικείται από εργατικότατους Έλληνες. Δεν έχουν αφήσει σπιθαμήν γης ακαλλιέργητον. Τα Μεσόγεια μπορούν να χρησιμεύσουν ως παράδειγμα εργατικότητας, φιλοπονίας, καλλιεργείας εις όλην την Ελλάδα. Δεν υπάρχει σβώλος γης που να μην εποτίσθη με τον ιδρώτα των αγροτών, οι οποίοι κατοικούν εις θαλεράς αγροικίας και ακμαζούσας κωμοπόλεις. Εκτός ολογίστων, τα τέως χωρία της Μεσογαίας έχουν αναπτυχθεί εις κωμοπόλεις. Η άμπελος, τα δημητριακά, τα μελίσσια, η ελαία και οι πευκώνες είναι χαρά των ματιών του ανθρώπου από την Αγ. Παρασκευή έως τον Μαραθώνα και ως τα βουνά του Λαυρίου. Οποιανδήποτε εποχήν περάσει ο πεζοπόρος από την μεγάλην αυτήν έκτασιν, θα τον εκπλήξει ευχάριστα η καλλιέργειά της».
Εκατό χρόνια πριν ο Δημήτριος Χατζόπουλος (1872-1936, μικρότερος αδελφός του Κώστα Χατζόπουλου), ήταν περισσότερο γνωστός ως «Πεζοπόρος» ή «Μποέμ», «Διαβάτης», «Αττικός», «Αθηναίος», στους αναγνώστες των αθηναϊκών εφημερίδων («Νέα Ελλάς», «Η Καθημερινή», «Σκριπ», «Χρόνος», «Εσπερινή», «Ανεξάρτητος», «Ακρόπολις», «Εμπρός» και άλλες), όπου δημοσίευε τα κείμενά του καταθέτοντας τις εντυπώσεις του από τα μέρη που επισκέφθηκε. Τα χρονογραφήματα αυτά με τον γλαφυρό τρόπο τους κέρδισαν τους αναγνώστες των εφημερίδων πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα γραπτά του Χατζόπουλου και τον κατέταξαν ανάμεσα στους σπουδαιότερους περιηγητές του αττικού τοπίου. Τα γραπτά του, απότοκο των περιπλανήσεών του, έφεραν μέσα τους ποικίλες πληροφορίες, καθώς ως πεζοπόρος επισκεπτόταν τα χωριά, τα σπήλαια, τους αρχαιολογικούς χώρους, συνομιλώντας με τους ντόπιους και αποθησαυρίζοντας ιστορίες, θρύλους, δοξασίες· όλες πολύτιμες πληροφορίες για όποιον ψάχνει λίγο πιο πίσω, στο παρελθόν για να δει όχι μόνον από περιέργεια πώς ήταν κάποτε αυτά τα μέρη, αλλά και από την ανάγκη να εννοήσει την πολύ ενδιαφέρουσα συνέχεια που χαρακτηρίζει τους τόπους αλλά και τους ανθρώπους – όλα μια αλυσίδα που διασώζει την ουσία ενσωματώνοντας τα ποικίλα στοιχεία μέσα στα χρόνια.
Τα γραπτά του, απότοκο των περιπλανήσεών του, έφεραν μέσα τους ποικίλες πληροφορίες, καθώς ως πεζοπόρος επισκεπτόταν τα χωριά, τα σπήλαια, τους αρχαιολογικούς χώρους, συνομιλώντας με τους ντόπιους και αποθησαυρίζοντας ιστορίες, θρύλους, δοξασίες.
Όπως γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου για τον Χατζόπουλο και τις πεζοπορίες του:
«Μια πίστη του έμεινε στο τέλος, η φύσις. Ή, σωστότερα, η Αττική. […] Την περπάτησε! […] Ο οδοιπόρος Μποέμ δεν περνούσε· παρατηρούσε, μελετούσε, σημείωνε και μετρούσε. […] Κανένα τραπέζι της δημοσιογραφίας δεν θα πιαστεί στο εξής από έναν τέτοιον πιστό της εργασίας, από έναν άλλο κοσμογυρισμένο, καλλιεργημένο, πολυδιαβασμένο, ακάματο Μποέμ. Το σκαρί του δεν ξαναγίνεται».
Δίκιο έχει, αν σκεφθούμε τον τρόπο που ως δημοσιογράφος αντιμετώπιζε το (λησμονημένο πλέον) είδος του Χρονογραφήματος, με συνέπεια, αγάπη και σεβασμό προς τον αναγνώστη του. Ενδεικτικό της παραπάνω διαπίστωσης αποτελεί το γεγονός της αλλαγής του ψευδωνύμου του από «Πεζοπόρος» σε «Αθηναίος» (από την 6η Νοεμβρίου του 1923 και μετά) εξηγώντας:
«Μη δυνάμενος, ένεκα βλάβης του ποδός μου εκ των μακρών πεζοποριών, να βαδίζω περισσότερον των 10-12 ωρών, ενδεχόμενον δε και ολιγώτερον, αν δεν την θεραπεύσω, δεν δικαιούμαι προς το παρόν της υπογραφής “Πεζοπόρος”».
Ο αναγνώστης θα περιηγηθεί σε γνωστά αλλά και σε σχεδόν άγνωστα σπήλαια του Υμηττού, τη σπηλιά του Δράκου και άλλα, στις «μουστιές» των Μεσογείων, θα δει έθιμα του γάμου, τις εκκλησιές και τα εκκλησάκια, το καθένα με την ιστορία του, τον θερισμό στον κάμπο, τη φιλοξενία των κατοίκων που, άμαθοι από τουρισμό τα χρόνια εκείνα, θεωρούσαν φυσικό να ανοίγουν τα σπίτια τους στον άγνωστο πεζοπόρο και να τον φιλεύουν τη ρετσίνα-κοκκινέλι της περιοχής («εις το ποτηράκι εκείνο έχει υγροποιηθεί όλη η έκφρασις της Αττικής, το αμπέλι και το πεύκο της»), το ζυμωτό ψωμί και τις πίτες, αλλά και να του δίνουν ένα κρεβάτι για τη διανυκτέρευσή του. Θα δει πώς ήταν κάποτε τα σπίτια στα χωριά της Αττικής, πέτρινα, σε επαφή με τη γη και τον φυσικό χώρο, με τις αυλές και τα λουλούδια τους. Ο Χατζόπουλος με τις γνώσεις του θα δώσει πληροφορίες για τον πληθυσμό της περιοχής, την αρβανίτικη καταγωγή, την ανάμειξη με τη ρουμελιώτικη, τη διαμόρφωση της γλώσσας.
«Κατά τα τρία τέταρτα ο πληθυσμός της Αττικής είναι Αρβανίτες, αλλά μόνον εις την φωνήν, αν και η ελληνική σήμερον ομιλείται γενικώς εις όλην την ύπαιθρον Αττικήν. Η καρδία των, το αίσθημά των, ο τρόπος τού σκέπτεσθαι, τα ήθη, τα έθιμά των, είναι τόσον ελληνικά, όπως και τα της λοιπής Ρούμελης, της συνέχειας αυτής της Αττικής, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου, των νήσων και των άλλων τμημάτων του Ελληνισμού».
Η έκδοση-κόσμημα συνοδεύεται από σχεδόν 50 φωτογραφίες εποχής, που αποτυπώνουν πρόσωπα, τοπία, ασχολίες των κατοίκων, συνιστώντας ένα πολύτιμο αρχείο.
Η έκδοση-κόσμημα συνοδεύεται από σχεδόν 50 φωτογραφίες εποχής, που αποτυπώνουν πρόσωπα, τοπία, ασχολίες των κατοίκων, συνιστώντας ένα πολύτιμο αρχείο. Η σπουδαία αυτή εργασία οφείλεται στην ακάματη ερευνήτρια Σοφία Γκλιάτη-Χασιώτη, η οποία με ξεχωριστή αγάπη για τον τόπο της έψαξε στα αρχεία των εφημερίδων αλλά και αλλού, όπου διασώζονταν ολόκληρα τα κείμενα του Χατζόπουλου ή ίχνη αυτών, επέλεξε 43 σχετικά με την Αττική, δημοσιευμένα το διάστημα 1919-1923 και τα οποία αναφέρονται σ’ ένα νοητό «τρίγωνο», με κορυφές τον Υμηττό, τη Ραφήνα και το Σούνιο, τα επιμελήθηκε, τα συμπλήρωσε με εμβόλιμα δικά της επεξηγηματικά και προσφέρει τώρα αυτή την εργασία ως αρχείο λόγου αλλά και εικαστικό αρχείο-λεύκωμα ταυτόχρονα. Η διόρθωση των τυπογραφικών και η επιμέλεια είναι του Δημήτρη Φύσσα. Από τις ποιοτικές ΑΩ εκδόσεις.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
Μεσόγεια και Λαυρεωτική, έναν αιώνα πριν
Ο Δημήτριος Χατζόπουλος πεζοπορεί και γράφει
Σοφία Γκλιάτη-Χασιώτη
ΑΩ εκδόσεις 2020
Σελ. 160, τιμή εκδότη 13,50€