Για το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή «Ταξιδεύουμε σε θάλασσες επικίνδυνες – Ο Γιώργος Θεοτοκάς και η Κύπρος» (εκδ. Καστανιώτη).
Της Χρύσας Φάντη
Ο Γιώργος Γεωργής, διπλωμάτης και καθηγητής της Νεότερης Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, ένα έτος μετά την έκδοση του βιβλίου του για τον Σεφέρη και τη σχέση του με τους Ευάγγελο Αβέρωφ και Κωνσταντίνο Καραμανλή (Σεφέρης ─ Αβέρωφ: Η ρήξη, εκδ. Καστανιώτη) και, ενώ έχει προηγηθεί εκείνο για τον δεσμό τού Σεφέρη με τον Τσίρκα (Η Συνάντηση Στρατή Τσίρκα ─ Γιώργου Σεφέρη, Μια φιλία που βράδυνε, εκδ. Καστανιώτη) επανέρχεται με ένα ακόμη σχετικό βιβλίο δοκιμίων, που τιτλοφορείται Ταξιδεύουμε σε θάλασσες επικίνδυνες – Ο Γιώργος Θεοτοκάς και η Κύπρος.
Ο τίτλος όσο και η προμετωπίδα του βιβλίου αναφέρονται σε κείμενο του Θεοτοκά που δημοσιεύεται το 1965 και αφορούν το Κυπριακό και «τον κίνδυνο ενός ταξιδιού χωρίς ορατότητα και χωρίς καμιά προετοιμασία για τις μεγάλες φουρτούνες».
Τόσο ο τίτλος όσο και η προμετωπίδα του βιβλίου αναφέρονται σε κείμενο του Θεοτοκά που δημοσιεύεται το 1965 και αφορούν το Κυπριακό και «τον κίνδυνο ενός ταξιδιού χωρίς ορατότητα και χωρίς καμιά προετοιμασία για τις μεγάλες φουρτούνες» (Θεοτοκάς, Στοχασμοί, τομ. Β'). Σχετική είναι και η εικόνα που κοσμεί το εξώφυλλο, με το γκριζόμαυρο έργο του Άγγελου Αντωνόπουλου ─εικαστικού και καθηγητή στην ΑΣΚΤ─ να αντικατοπτρίζει τη θολή πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε Ελλάδα και Κύπρο την ταραγμένη εκείνη περίοδο.
Η ενασχόληση του ιστορικού Γεωργή με τον λογοτέχνη της γενιάς του ’30 ξεκινά με αφορμή τη συμμετοχή του πρώτου στο Διεθνές Μαθητικό Λογοτεχνικό συνέδριο με γενικό θέμα: «Ο Θεοτοκάς και η Κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή του» ─ συνέδριο που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο Ζωγράφειο Λύκειο στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτη 2018, εξού και η αφιέρωση του βιβλίου στην Άσπα Χασιώτη, διευθύντρια στα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη, και στον Γιάννη Δεμιρτζόγλου, διευθυντή στο Ζωγράφειο. Ήδη, τότε, η μελέτη του είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις ανάγκες του συνεδρίου.
Τι ήταν αυτό που έστρεψε το ενδιαφέρον του ιστορικού στον συγκεκριμένο λογοτέχνη; Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Γεωργής, ο Θεοτοκάς, αν και πολυταξιδεμένος, σε αντίθεση με τους άλλους Έλληνες ομοτέχνους της γενιάς του, όπως για παράδειγμα ο Σεφέρης, ο Μυριβήλης και ο Ελύτης, δεν επισκέφτηκε ποτέ την Κύπρο, ούτε είχε κάποια συγγένεια ή άλλου είδους εξοικείωση με το νησί. Επιπλέον, ούτε ο κυπριακός Τύπος, τουλάχιστον μέχρι και το 1938, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το έργο του, εκτός από ελάχιστες παρουσιάσεις και κάποιες έμμεσες αναφορές σε λογοτεχνικά περιοδικά ─ αν και στη συνέχεια, θα γράφονταν επαινετικές κριτικές από γνωστούς Κύπριους λογοτέχνες (Αιμίλιο Χουρμουζιάδη, Μελή Νικολαΐδη κ.ά.) και κάποια θεατρικά έργα του (κυρίως ιστορικά και με έμφαση στην ελληνική παράδοση) θα ανέβαιναν σε θεατρικές σκηνές του νησιού. Εκείνο, όμως, που κατεξοχήν τον διαφοροποιεί και ταυτόχρονα προκαλεί το ενδιαφέρον του Γεωργή, εκτός, βέβαια, από την αναμφισβήτητη αξία του πρώτου ως λογοτέχνη, είναι «η παρρησία του λόγου και η ευθυκρισία του σε μιαν εποχή επικίνδυνου εθνικισμού και άκριτου λαϊκισμού».
Το βιβλίο του Γεωργή, αποτέλεσμα διεξοδικής και πολυπρισματικής έρευνας, εστιάζει σ’ έναν άλλον Θεοτοκά ─ «τον πρώτον Έλληνα», όπως μας λέει «που από τη δεκαετία του ’30 προβάλλει με τόση διαύγεια και επιμονή την Ευρώπη ως ιδέα και την ανάγκη ένταξης της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι. Έναν εν πολλοίς άγνωστο διανοούμενο, ο οποίος «τολμά να αντιπαραθέσει απόψεις νηφάλιες και ρεαλιστικές παρά τις αντιδράσεις που γνωρίζει ότι θα προκαλέσει στους μωρούς, όπως τους αποκαλεί, ομοτέχνους του, που μιλούν μόνο για αίμα». Και πράγματι. Οι τελευταίοι, δεν θα διστάσουν να του αντεπιτεθούν, στολίζοντάς τον με υποτιμητικά επίθετα, όπως ραγιάς, γραικύλος, φραγκολεβαντίνος, πράκτορας της Ιντέλιτζεντ Σέρβις και άλλα παρόμοια.
Ποια, όμως, είναι η στάση του Θεοτοκά απέναντι στην Ελλάδα των χρόνων του και το φλέγον ζήτημα του Κυπριακού; Από τα κεφάλαια: «Οι Κύπριοι φίλοι του», «Θεοτοκάς─Χουρμούζιος», «Από τη λήξη του Εμφυλίου στις παραμονές του Κυπριακού αγώνα», «Ανασκευή και Έμμεση Απολογία», «Ο Απόηχος των παρεμβάσεων του Θεοτοκά στην Κύπρο», «Στη δίνη του Κυπριακού», «Οι παρεμβάσεις του Θεοτοκά μετά τη Ζυρίχη», αλιεύουμε τα ακόλουθα:
Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του στα πολιτιστικά δρώμενα, με ποικίλες παρεμβολές σε θέματα που αφορούν το Εθνικό Θέατρο, στην διοίκηση του οποίου για ένα διάστημα διατελεί διευθυντής.
Φίλος από το 1930 με τον επίσης Κύπριο Λουκή Ακρίτα, μέσα στην Κατοχή συνεργάζεται μαζί του στην παράνομη αντιστασιακή εφημερίδα Καθημερινά Νέα, ενώ ήδη, το 1940, έχει συντάξει ένα κείμενο κατά του Ναζισμού, το «Μανιφέστο 34 Νέων Συγγραφέων», το οποίο συνυπογράφουν Βενέζης, Βρεττάκος, Ελύτης, Σεφέρης, Τσάτσος, Χουρμούζιος, μεταξύ αυτών και ο άλλος Κύπριος φίλος του Μελής Νικολαΐδης. Την ίδια εποχή, μαζί με τον Λουκή, μεσολαβεί για να παρασχεθεί βοήθεια στον ομότεχνό τους Σικελιανό, ο οποίος βρίσκεται σε έσχατη οικονομική ένδεια, ενώ και μετά την Κατοχή θα βοηθήσει τον Λουκή, ο οποίος, ως μέλος της τριμερούς επιτροπής στις διαπραγματεύσεις παράδοσης της Αθήνας από τους Γερμανούς και προσωρινός εκπρόσωπος Τύπου μέχρι την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, έχει ζητήσει τη συνδρομή του. Αλλά και σ’ ό,τι αφορά το Κυπριακό, δεκαπέντε έτη μετά, με τη λήξη του Κυπριακού Αγώνα το 1959, το πνεύμα και οι αντιλήψεις του θα δικαιωθούν από τις εξελίξεις. Ευρωπαϊστής και υποστηρικτής της αυτονομίας στην Κύπρο, στις 11 Ιουνίου του 1961, με αφορμή τη σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Ενότητα, ο Θεοτοκάς δε διστάζει να χαρακτηρίσει το γεγονός ως το σημαντικότερο της νεοελληνικής ιστορίας ύστερα από τις Συνθήκες της Λωζάννης, παρόλο που βρίσκεται σε αντίθεση με το κόμμα και τον πρωθυπουργό που την έχει πετύχει. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεωργής στο κεφάλαιο «Ανασκευή και έμμεση απολογία»: «οι πολιτικές παρεμβάσεις του στο Κυπριακό αντιμετωπίζονται τώρα με περισσότερη φρόνηση και κατανόηση». Στη συνέχεια, στο πλευρό του Γ. Παπανδρέου, θα εναντιωθεί στις συμφωνίες της Ζυρίχης. Σημαντική επίσης είναι η παρουσία του στα πολιτιστικά δρώμενα, με ποικίλες παρεμβολές σε θέματα που αφορούν το Εθνικό Θέατρο, στην διοίκηση του οποίου για ένα διάστημα διατελεί διευθυντής. Τον Ιούλιο του ’58, η εβδομαδιαία εφημερίδα Παρατηρητής της Κύπρου θα αναδημοσιεύσει ένα κείμενο με τίτλο Το βραβείο Νόμπελ και οι Έλληνες συγγραφείς. Συμπεράσματα για το μέλλον. Οι μεταπολεμικές υποψηφιότητες Σικελιανού και Καζαντζάκη, δίνοντας έτσι απάντηση σ’ εκείνους που χαρακτηρίζουν τον Σικελιανό «αχρείο εαμίτη» και τον Καζαντζάκη «εμετικό»∙ εμπαθείς χαρακτηρισμοί για δυο κορυφαίους λογοτέχνες, των οποίων τα έργα ο ίδιος, από τη θέση του στο Εθνικό, είχε υπερασπιστεί το 1945, παρά τη θύελλα που είχε προκαλέσει το ανέβασμα του Καποδίστρια και η εξαγγελία της πρόθεσης για ανέβασμα στο Ηρώδειο της Σίβυλλας, και σε αντίθεση με την όχι και τόσο ξεκάθαρη στάση του Λουκή στα Καθημερινά Νέα.
Ο Γιώργος Γεωργής προσπαθεί να αποτυπώσει, αναλύσει και αξιολογήσει το πολιτικό και λογοτεχνικό στίγμα του λογοτέχνη και διανοούμενου Θεοτοκά.
Το άσπρο εύκολα το ταυτίζουμε με την καθαρότητα, αυτό όμως που δεν είναι ούτε άσπρο ούτε μαύρο φωτίζει εναργέστερα το εσωτερικό μιας κατάστασης, αποκαλύπτοντας την αλήθεια της και όχι αυτό που δείχνει να είναι επιφανειακά. Ο Γιώργος Γεωργής, κρατώντας τη δέουσα απόσταση από τα γεγονότα και διακρίνοντας τις ποικίλες αποχρώσεις και αμφισημίες τους, προσπαθεί να αποτυπώσει, αναλύσει και αξιολογήσει το πολιτικό και λογοτεχνικό στίγμα του λογοτέχνη και διανοούμενου Θεοτοκά, ενώ ταυτόχρονα αποθησαυρίζει ό,τι σχετικό γράφτηκε εκείνη την περίοδο στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο στην Κύπρο. Το πόνημά του για τον λογοτέχνη και τα πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα εκείνης της περιόδου, με το εκτενές χρονολόγιο που παρατίθεται στο δεύτερο μέρος του, με αποσπάσματα από ντοκουμέντα και πληροφορίες που είναι πλέον δύσκολο να περισυλλεχτούν και τα οποία ενόψει και της σημερινής όλο και μεγαλύτερης όξυνσης στο Κυπριακό και στα Ελληνοτουρκικά καθίστανται εξαιρετικά επίκαιρα, αποτελεί σημαντική πηγή για τον σημερινό αναγνώστη και ερευνητή ─ δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα και η Βουλή των Ελλήνων προχώρησε στην έκδοση ενός τόμου με παρόμοια αναφορά.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).