Τρία βιβλία από την πρόσφατη παραγωγή, με αφορμή τον Bob Dylan και το έργο του.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Και να κάτι το οποίο ξεκίνησε σαν σοβαρό/αστείο των φανατικών οπαδών του Ντύλαν, έγινε πραγματικότητα. Η Σουηδική Ακαδημία, η οποία από το 1901 βραβεύει έναν εν ζωή συγγραφέα, από οποιαδήποτε χώρα, για το έργο και τη συνεισφορά του στον τομέα της λογοτεχνίας, επέλεξε τον Ντύλαν με την αιτιολογία ότι «δημιούργησε νέες ποιητικές εκφράσεις μέσα στη μεγάλη παράδοση του αμερικανικού τραγουδιού». Αναπάντεχη επιλογή, θα πουν κάποιοι – αλλά μήπως είναι πιο αναπάντεχη από την περυσινή βράβευση της Λευκορωσίδας δημοσιογράφου/ορνιθολόγου Σβετλάνα Αλεξέγιεβα;
Τώρα πια που έσβησε ο αχός από τις διχογνωμίες περί βράβευσης, ας ρίξουμε μια ματιά σε τρία βιβλία που κυκλοφόρησαν πριν και μετά τη απονομή του Νόμπελ στον τροβαδούρο που πολλοί «αγαπούν να μισούν», αλλά κανείς δεν αμφισβητεί ότι έβαλε τη σφραγίδα του στη μουσική και τη στιχουργική των τελευταίων 60 χρόνων. Εξ αυτών, το πρώτο είναι γραμμένο με άξονα την αμιγώς προσωπική εμπλοκή του συγγραφέα Γ.Ι. Μπαμπασάκη στο «αντικείμενό του». Στο δεύτερο, ο συγγραφέας Βύρωνας Κριτζάς επιλέγει τα 100 κορυφαία τραγούδια του Ντύλαν και αποτιμά τη σημασία τους στην πορεία του καλλιτέχνη, όσο και την εξέλιξη των μουσικών/καλλιτεχνικών και πολιτικών κινημάτων από το 1960 και ένθεν, προσπαθώντας να τηρήσει ουδέτερη στάση. Το τρίτο βιβλίο είναι μυθιστόρημα/νουβέλα, κυκλοφόρησε πριν από την ανακοίνωση της βράβευσης και ψηλαφεί την επιρροή του Ντύλαν στις ζωές των ηρώων του βιβλίου.
Το Φαινόμενο Bob Dylan, του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη (εκδ. Μεταίχμιο)
Πιστός θαυμαστής του Ντύλαν και Ντυλανολόγος ακόμα και τη δύσκολη δεκαετία του '80 (μια εποχή που μέχρι και οι ακραιφνείς θαυμαστές του Ντύλαν τον εγκατέλειψαν λόγω των ιδεολογικο/καλλιτεχνικών πειραματισμών του), ο Μπαμπασάκης συγκεντρώνει σ' αυτό το μικρό βιβλιαράκι πληροφορίες, γεγονότα και λογοτεχνικές αναφορές που αφορούν το ίνδαλμά του και τονίζουν την πολύπλευρη προσωπικότητά του. Μέσω μιας αφήγησης καθαρά προσωπικής, ο συγγραφέας σκιαγραφεί την επίδραση του Ντύλαν στη δική του διαμόρφωση αλλά και στο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που άκουγε «αυτά τα ξένα» ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60. Από την πινακοθήκη του παρελαύνουν ζώντες και τεθνεώτες, φίλοι και γνωστοί, μουσικοί, συγγραφείς και δισκοπώλες - όλοι όσοι αγάπησαν τον Ντύλαν, σκαλίζοντας βαθύτερα από την περσόνα του «επαναστατημένου νέου που ξεπουλήθηκε γρήγορα». Ο Βακαλόπουλος και ο Γκυ Ντεμπόρ, ο Γιάννης Τζώρτζης (συγγραφέας του πρώτου εμπεριστατωμένου βιβλίου για τον Ντύλαν στην Ελλάδα), ο Τάσος Φαληρέας και ο Σαββόπουλος και ο Πουλικάκος, κι άλλοι συνοδοιπόροι του Μπαμπασάκη στην αναζήτηση της αλήθειας που κρύβουν οι στίχοι του Ντύλαν - «ένα χρονικό του δευτέρου ημίσεως του 20ου αιώνα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο.
Μέσω μιας αφήγησης καθαρά προσωπικής, ο συγγραφέας σκιαγραφεί την επίδραση του Ντύλαν στη δική του διαμόρφωση αλλά και στο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που άκουγε «αυτά τα ξένα» ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '60.
Το βιβλίο κοσμούν οι «πειραγμένες» φωτογραφίες της Μαρίλης Ζάρκου.
Bob Dylan, 100 Τραγούδια, του Βύρωνα Κριτζά (εκδ. Πατάκη)
Ξεκινώντας πριν χρόνια το γράψιμο του βιβλίου, φαντάζομαι ότι ο Κριτζάς θα αντιμετώπιζε την εκδοτική καχυποψία και το δισταγμό αν δεν - αν ο Ντύλαν δεν έπαιρνε το Νόμπελ. Τυχερός ο συγγραφέας, τυχεροί κι εμείς αφού στο εν λόγω βιβλίο αναλύει εν συντομία αλλά ουσιαστικά 100 σημαντικά τραγούδια του Ντύλαν απ' όλες τις δεκαετίες της σταδιοδρομίας του. Με αφετηρία το «Song to Woody», ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Ντύλαν, καταλήγει στο «Long and Wasted Years» από το άλμπουμ Tempest, του 2012, ενώ στην πορεία αναζητάει και τα λιγότερο γνωστά κομμάτια που απαντώνται στα Bootleg Series (τη σειρά ακυκλοφόρητων και σπάνιων ηχογραφήσεων που αριθμεί ήδη 12 κασετίνες με ανέκδοτο υλικό). Ο Κριτζάς αναλύει τους στίχους, παραθέτοντας αποσπάσματα όπου χρειάζεται, τους τοποθετεί στο ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο που γράφτηκαν, αλλά και στην προσωπική φάση μιας ζωής γεμάτης σκαμπανεβάσματα κι αλλεπάλληλες αλλαγές πορείας και περσόνας, όπως είναι η ζωή του Ντύλαν.
Με αφετηρία το «Song to Woody», ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Ντύλαν, καταλήγει στο «Long and Wasted Years» από το άλμπουμ Tempest, του 2012, ενώ στην πορεία αναζητάει και τα λιγότερο γνωστά κομμάτια που απαντώνται στα Bootleg Series.
Ένθετα μέσα στο βιβλίο, υπάρχουν κείμενα των Γιάννη Αγγελάκα, Φοίβου Δεληβοριά, Αργύρη Ζήλου, Πάνου Κατσιμίχα, Κατερίνας Καφεντζή, Μάκη Μηλάτου, Γιάννη Πετρίδη, Νίκου Πορτοκάλογλου, Διονύση Σαββόπουλου και Χάρη Συμβουλίδη, στα οποία ο καθένας εξ αυτών διαλέγει το αγαπημένο του κομμάτι του Ντύλαν και μιλάει για την προσωπική του σχέση μ' αυτό.
Την έκδοση κοσμούν 5 έργα του ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για το βιβλίο.
Το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν, του Κώστα Δρουγαλά (εκδ. Πικραμένος)
Η σχέση του φιλόλογου, διορθωτή και συγγραφέα Δρουγαλά με τον Ντύλαν είναι εξίσου παλιά και βαθιά. Ο Ντύλαν εμφανίζεται στο βιβλίο του είτε σαν φάντασμα που συμβουλεύει τους ήρωες είτε σαν δημιουργός των στίχων και μελωδιών που απαλύνουν τον πόνο και γλυκαίνουν τη ζωή των απόκληρων της εποχής μας.
Στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, δύο νεαρά αγόρια ζουν με την καταθλιπτική μητέρα τους, η οποία κάνει απανωτές απόπειρες αυτοκτονίας. Ο πατέρας είναι απών, ο μεγάλος γιος ο Βασίλης τον έχει υποκαταστήσει στο ρόλο του στηρίγματος της οικογένειας, ενώ ο μικρότερος Πέτρος τριγυρίζει με μια παλιά κιθάρα και παίζει τα τραγούδια του Ντύλαν σε όποιον νομίζει ότι τα έχει ανάγκη: σε άστεγους που κοιμούνται σε πάρκα και εισόδους των πολυκατοικιών, σε βιοτεχνίες, σε πιάτσες ταξί. Επηρεασμένος από τη γραφή και τη θεματολογία του Τζον Στάιμπεκ, ο συγγραφέας περιγράφει με τρυφερότητα τον κόσμο των απόκληρων, είτε πρόκειται για άνεργους και άστεγους είτε για κακοποιημένες γυναίκες που ασφυκτιούν στη ζωή και το ρόλο τους είτε για έναν ευαίσθητο αστυνομικό είτε για τους κακοπληρωμένους εργαζόμενους της σημερινής Ελλάδας.
Επηρεασμένος από τη γραφή και τη θεματολογία του Τζον Στάιμπεκ, ο συγγραφέας περιγράφει με τρυφερότητα τον κόσμο των απόκληρων, είτε πρόκειται για άνεργους και άστεγους, είτε για κακοποιημένες γυναίκες που ασφυκτιούν στη ζωή και το ρόλο τους.
Αν θελήσει κανείς να συμπυκνώσει την ουσία του βιβλίου, οδηγείται αναπόφευκτα στη φράση του Στάινμπεκ από το Φεγγάρι Κατέβηκε Χαμηλά, που αποτελεί προμετωπίδα στο μυθιστόρημα Το Τελευταίο Τραγούδι του Ντύλαν: «Έχουμε κάποιο μικρό δικαίωμα ζωής μέσα σε όλον αυτό το θάνατο» - της κρίσης, προσθέτει ο Δρουγαλάς.
Και για όποιον αναρωτιέται ποιο είναι το τελευταίο τραγούδι του Ντύλαν, ο Δρουγαλάς μέσω του ήρωά του, Πέτρου, απαντά: «ο Μπομπ Ντύλαν, από την ηλικία των 17, όταν έφυγε από το σπίτι του για να πάει στη Νέα Υόρκη και να επισκεφθεί το είδωλό του τον Γούντι Γκάθρι που πέθανε σε ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, μέχρι και πέρυσι που ήταν 74 ετών, έγραφε ένα τραγούδι πολλών χιλιάδων στίχων, σαν έπος, κάτι σαν την "Οδύσσεια", που οποιοσδήποτε το ακούσει θα μπορέσει να ξεπεράσει όλα του τα προβλήματα. Θα μπορέσει να ξεπεράσει την ανεργία, τη φτώχεια, την περιφρόνηση, την κατάθλιψη, τη μελαγχολία, τα προβλήματα επιβίωσης...».
«Από τον Ορφέα ως τον (Πακιστανό ποιητή) Faiz, το τραγούδι και η ποίηση ήταν πάντοτε στενά δεμένα. Ο Ντύλαν είναι ένας λαμπρός κληρονόμος της παράδοσης των βάρδων. Σπουδαία επιλογή». Σαλμάν Ρουσντί
Σαν μικρό επίμετρο, θα ήθελα να αναφέρω τα λόγια του Σαλμάν Ρουσντί, ο οποίος σχολίασε ως εξής την επιλογή της Σουηδικής Ακαδημίας: «Από τον Ορφέα ως τον (Πακιστανό ποιητή) Faiz, το τραγούδι και η ποίηση ήταν πάντοτε στενά δεμένα. Ο Ντύλαν είναι ένας λαμπρός κληρονόμος της παράδοσης των βάρδων. Σπουδαία επιλογή».
Ας μου επιτραπεί να προσθέσω τη δική μου άποψη, από ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό μουσικό περιοδικό mic.gr: «Ο Ντύλαν είναι ο μουσικός που αντιμετώπισε με απόλυτο σεβασμό και μελέτησε σε βάθος την αμερικάνικη λαϊκή στιχουργική παράδοση. Και δεν εννοώ το αυτονόητο, ότι σχεδόν αντέγραψε τον Woody Guthrie, αλλά ότι επηρεάστηκε από τον folk & blues στίχο σε μια εποχή που η μοντέρνα Αμερική των Mad Men προσπαθούσε να ξεχάσει τις ρίζες της, να τις εξαφανίσει πίσω από τους εξεζητημένους σοφιστικέ στίχους του Brill Building. […] ο Dylan γονάτισε στη Νήσο Έλις και στην αμερικανική ενδοχώρα για να αποτίσει φόρο τιμής στους πλανόδιους μουζικάντηδες, τους μαύρους bluesmen και τους εκπροσώπους εκείνης της γενιάς των εργατών συνδικαλιστών που ενθάρρυναν τις απεργίες με τα ερασιτεχνικά τους στιχάκια».
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Στα βιβλιοπωλεία, όποιος ενδιαφέρεται για τον Μπομπ Ντύλαν θα βρει επίσης:
Bob Dylan: Η Ζωή μου (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο)
Bob Dylan: Τραγούδια 1962-2001 (μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκη, εκδ. Ιανός)
Αν είναι πολύ τυχερός, ίσως πετύχει τα εξαντλημένα:
Το λεύκωμα του Bob Dylan, του Robert Santrelli (μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο)
Bob Dylan: Ένα Όχημα, του Γιάννη Τζώρτζη (εκδ. Βασδέκης)