Η έννοια της «κατασκευής» απασχολεί τελευταία όλο και περισσότερο τους έλληνες θεωρητικούς, καθώς με την επίδραση των μεταδομιστικών κριτικών αντιλήψεων συνειδητοποιούν ότι η λογοτεχνία είναι μια δημιουργία που εκτός από τα κείμενα πλάθει νοοτροπίες και συμμετέχει σε μια μεγάλη πολιτισμική ζύμωση.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς αναγνωστική απόλαυση, αλλά και μια κοινωνική πρακτική που επιχειρεί άμεσα ή έμμεσα να αλλάξει τον κόσμο.
Μια τέτοια άμεση αλλαγή, πέρα από τις υπόρρητες επιδράσεις των ίδιων των πεζών ή ποιημάτων της, επιχείρησε με συνειδητό τρόπο, απ’ ό,τι φαίνεται, η γενιά του ’30. Ήδη το 2011 ο Δημήτρης Τζιόβας θέλησε να αποδείξει ότι η εικόνα της γενιάς αυτής διαμορφώθηκε σκόπιμα από τους ίδιους τους εκπροσώπους της μέσα από τα δοκίμια και τα άρθρα τους, μέσα από τις παρεμβάσεις τους, μέσα εν τέλει από τη συμμετοχή τους στην ίδια την πολιτισμική αλλαγή την οποία σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι προκάλεσαν. Έφτιαξαν λοιπόν το δικό τους ιδεολόγημα, τον δικό τους μύθο, κατασκευάζοντας την αυτοεικόνα τους, για να προωθήσουν τις εκσυγχρονιστικές τους προθέσεις.
Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος καταπιάνεται πάλι με τη γενιά του ’30, αλλά εστιάζει στο υπερρεαλιστικό της σκέλος. Από τη μία αποδεικνύει το αυτονόητο, κάτι όμως που δεν είχε τύχει συνολικής επεξεργασίας σε έναν ενιαίο τόμο: την εκδήλωση δηλαδή του σουρεαλιστικού κινήματος στη Γαλλία με τη συγκεκριμένη του στοχοθεσία και τη μεταφορά του στα καθ’ ημάς από τον Ανδρέα Εμπειρίκο*, τον Νικόλα Κάλας και τον Νίκο Εγγονόπουλο. Κι είναι εύλογο ότι οι έλληνες υπερρεαλιστές υιοθέτησαν το σκεπτικό αλλά και τους στόχους των γάλλων ομοτέχνων τους, έφεραν στην Ελλάδα την ψυχανάλυση και τον μαρξισμό, επιχείρησαν να ανατρέψουν την αστική σύλληψη της τέχνης, συνέζευξαν ζωή και λογοτεχνία και μπόλιασαν την ελληνική σκέψη με την ανατρεπτική άλογη λογική τού ονείρου και του ασυνείδητου.
Ο δρόμος προς τον υπερρεαλισμό πέρασε από την παράδοση
Πέρα όμως από αυτό που εύκολα γίνεται κατανοητό, ο Μ. Χρυσανθόπουλος δείχνει ότι οι υπερρεαλιστές, με την ορμή που τους διέκρινε και την κινηματική τους συμπεριφορά, επιχείρησαν να ανατρέψουν την καθιερωμένη παράδοση και να αναδείξουν άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις που ως τότε έμεναν σε δεύτερη μοίρα. Η επιδίωξή τους δεν ήταν μόνο να φέρουν τον υπερρεαλιστικό αέρα στην ελληνική τέχνη και στη ζωή, αλλά και να χαράξουν μια γραμμή που ναι μεν φτάνει ώς αυτούς, αλλά περιλαμβάνει συνάμα αφανείς προγόνους, οι οποίοι λειτούργησαν με ανάλογη φυγόκεντρη διάθεση και έτσι, ακούσια, τοποθετούνται τώρα στην υπερρεαλιστική προϊστορία. Οι υπερρεαλιστές εντάσσουν σ’ αυτήν την ανασυντεθειμένη παράδοση τον Ανδρέα Κάλβο και όχι τον Δ. Σολωμό, τον Δ. Παπαρρηγόπουλο, τον οικουμενικό Κ. Καβάφη, απέναντι στον “εθνοκεντρικό” Κ. Παλαμά, και τον Τ. Παπατσώνη. Όλοι αυτοί άνοιξαν τον δρόμο για την έλευση του υπερρεαλισμού και συνδιαλεγόμενοι με την ευρωπαϊκή διανόηση ανανέωσαν πρόδρομα το ελληνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Ο Μ. Χρυσανθόπουλος συστήνει τους έλληνες υπερρεαλιστές και επανεκτιμά το καινοτόμο ποιητικό και θεωρητικό έργο τους, όχι μόνο για να τους γνωρίσει σε μας, αλλά κυρίως για να αναδείξει την παράδοση που αυτοί κατασκεύασαν. Κι αυτό που απομένει να συζητηθεί περαιτέρω είναι το κατά πόσον αυτή η νέα κατά υπερρεαλιστές παράδοση μπόρεσε να αλλάξει τις απόψεις τής ελληνικής διανόησης και να επηρεάσει αποτελεσματικά την ανασύνταξη τής ευρύτερης πολιτισμικής γραμμής, που σίγουρα παρεξέκλινε κατά μερικές μοίρες έκτοτε.
* Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Ανδρέας Εμπειρίκος απέσπασε την προσοχή πολλών μελετητών οι οποίοι έσκυψαν με προσοχή, μέσα στο 2012, στο έργο του και ασχολήθηκαν με την ποιητική του. Ο Ανδρέας Κ. Φυλακτού έγραψε το “Ο Εμπειρίκος συνομιλεί με τον Σικελιανό: Συμβολή στη μελέτη των πηγών και της ποιητικής τού Ανδρέα Εμπειρίκου” (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κύπρου, Αθήνα 2012), ενώ ο Νίκος Σιγάλας δημοσιεύει το “Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία τού ελληνικού υπερρεαλισμού. Ή μπροστά στην αμείλικτη αρχή τής πραγματικότητας” (εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012). Κι ας μην ξεχνάμε και τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη που το 2011 εξέδωσε με ανθολόγηση και επιμέλεια δική του το: “Ο Μέγας Ανατολικός: Ανθολόγιον” (εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2011), ενώ τώρα συγκέντρωσε σε έναν ενιαίο τόμο ποιητικά έργα τού Ανδρέα Εμπειρίκου με τίτλο “Τα χαϊμαλιά τού έρωτα και των αρμάτων” (εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012).
Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης είναι δρ Φιλολογίας και κριτικός λογοτεχνίας.
«Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι»
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος
Εκδόσεις Άγρα, 2012
Τιμή: € 20,00 σελ. 376