
Για τα δοκίμια του Μπρους Χάντοκ (Bruce Haddock) «Ιστορία της πολιτικής σκέψης: Από το 1789 μέχρι σήμερα» (μτφρ. Βασίλειος Φροσύνος, εκδ. Πατάκη) και του Γκι Ερμέ (Guy Hermet) «Η δημοκρατία» (μτφρ. Οντέτ Γ. Παπαδημητρίου, εκδ. Τραυλός).
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Όπως είναι γνωστό, οι τρεις μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες στη Νεωτερικότητα, κέντρο (φιλελευθερισμός), Αριστερά (σοσιαλισμός) και συντηρητισμός (Δεξιά), έλαβαν την αρχική ονομασία τους απ’ τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο Παλαιό Καθεστώς του Λουδοβίκου της Γαλλίας στα 1789. Όσοι επαγγέλλονταν μερικές ήπιες μεταρρυθμίσεις (φιλελεύθεροι) κάθισαν στο κέντρο του κοινοβουλίου, όσοι επεδίωκαν τη διατήρηση του καθεστώτος (συντηρητικοί) κάθισαν στα δεξιά, ενώ όσοι στόχευσαν στην ανατροπή του (σοσιαλιστές) βρέθηκαν στην αριστερή πλευρά. Στον 19ο αιώνα, έχουμε πια σαφείς διαχωρισμούς των τριών μεγάλων ιδεολογιών.
Με την εδραίωση και διάδοση του φιλελεύθερου καπιταλισμού, του κοινοβουλευτισμού, την εκβιομηχάνιση και την αστική τάξη, ο συντηρητισμός εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σε νέες ιδεολογίες, που είχαν αποδεχθεί το κοινοβουλευτικό σύστημα και δεν προάσπιζαν τα παραδοσιακά προνόμια της κληρονομικής αριστοκρατίας.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, όμως, οι πολιτικές ιδεολογίες έπαψαν να έχουν αμιγείς μορφές και να διαφοροποιούνται φανερά, αλλά στοιχεία τους αναμειγνύονται με διάφορους τρόπους και σε διάφορους συνδυασμούς. Η εννοιολογική σύγχυση προκύπτει απ’ το γεγονός ότι οι παλιές ονομασίες εξακολουθούν να υφίστανται και να χρησιμοποιούνται ευρέως, κυρίως για πολεμικούς σκοπούς, με τους όρους ν’ αλλάζουν συνεχώς, αναλόγως του τόπου και του χρόνου. Εδώ θα δούμε δύο βιβλία για την ιστορία του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας.
Από τις απαρχές της πολιτικής φιλοσοφίας, στην ελληνική Αρχαιότητα, μας λέει ο Μπρους Χάντοκ (Bruce Haddock) στο βιβλίο του Ιστορία της πολιτικής σκέψης: Από το 1789 μέχρι σήμερα (μτφρ. Βασίλειος Φροσύνος, εκδ. Πατάκη), διακρίνουμε δύο σταθερά αντιτιθέμενα μοτίβα: από τη μια μεριά είναι οι υποστηρικτές του καθολικού, του αιώνιου προτύπου δικαιοσύνης, από την άλλη πλευρά είναι όσοι έχουν πολύ μικρότερες μεταρρυθμιστικές φιλοδοξίες και δίνουν το πρωτείο στις συμβάσεις και στην κάλυψη των ανθρωπίνων αναγκών. Μπορούμε να φανταστούμε τη διαμάχη αυτή ως διαμάχη ανάμεσα στον ουτοπιστή Πλάτωνα και τον «συμβασιοκράτη» Πρωταγόρα. Κατά τη Γαλλική Επανάσταση, αναδύθηκαν εν σπέρματι οι πρώτες ψηφίδες «ολοκληρωτισμού» (όπως θα γινόταν γνωστός αργότερα).
Από τον Ροβεσπιέρο στον Μαρξ
Πιο συγκεκριμένα, στο καθεστώς του Ροβεσπιέρου, οι άνθρωποι παροτρύνονταν να ταυτιστούν με το κράτος, βλέποντας σε αυτό τον «καλύτερο εαυτό τους». Ο μαρξισμός κορύφωσε αυτή την τάση, γεννώντας τον πρώτο ολοκληρωτισμό στη σύγχρονη ιστορία. Η μαρξιστική θεωρία μας έχει κληροδοτήσει, ακόμη και σε όσους δεν είναι μαρξιστές, πως πολλές φορές τα φαινόμενα απατούν και οι άνθρωποι μπορεί να είναι κοινωνικά εξαρτημένοι με τρόπους που δεν γνωρίζουν και ούτε καν υποπτεύονται. Στην αρχή, αυτό φάνηκε χειραφετητικό εργαλείο αποφενάκισης των εξουσιαζόμενων, αργότερα χρησιμοποιήθηκε, όμως, και ως μέσο ολοκληρωτικού ελέγχου των εξουσιαστών.
Πραγματικά, αν το αίτιο των όποιων ιδεολογικών αποκλίσεων θεωρηθεί η ταξική διαίρεση, όπως το ήθελε ο Λένιν, τότε η διαφορά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες μεριές αποδεικνύεται απόλυτη, άρα και η επίτευξη συμφωνίας καθίσταται ανέφικτη. Δεν είναι ανάγκη να υπάρξει ένας Στάλιν για να γίνει πράξη αυτό. Για τη λενινιστική σκέψη, οι διαφωνούντες δεν είναι κάποιοι καλοπροαίρετοι αδαείς που ενδέχεται κάποτε να πειστούν, αλλά επικίνδυνοι πολιτικοί εχθροί που πρέπει να αντιμετωπιστούν με πυγμή, για το καλό του κράτους, μιας και η ίδια η μαρξιστική σκέψη μπορεί θεωρητικά να δικαιολογήσει τη χειραγώγηση.
Σήμερα, στη θεωρία τουλάχιστον, η λέξη «δημοκρατία» έχει σχεδόν παντού θετικό πρόσημο.
Η πικρή εμπειρία των ολοκληρωτισμών (από κοινού με τον πυρηνικό φόβο ενός πυρηνικού ολέθρου) μεταπολεμικά οδήγησε στην ενίσχυση της διεθνής κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη σύναψη πολιτικών συμμαχιών που κρατούν ένα μέρος του κόσμου ενωμένο.
Σήμερα, στη θεωρία τουλάχιστον, η λέξη «δημοκρατία» έχει σχεδόν παντού θετικό πρόσημο. Ακόμη και οι κοινωνίες που έχουν αυταρχική διακυβέρνηση, τη δημοκρατία επικαλούνται και υποδύονται ότι εφαρμόζουν. Καθώς διήλθαμε από τον εικοστό αιώνα στον εικοστό πρώτο, η δημοκρατία αναδείχθηκε στον αδιαφιλονίκητο νικητή της πολιτικής. Παράλληλα, η νοηματοδότησή της παραμένει αμφιλεγόμενη. Μια ιστορική επισκόπηση μπορεί να μας διαφωτίσει.
Η δημοκρατία
Σύμφωνα με το βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Γκι Ερμέ (Guy Hermet) Η δημοκρατία (μτφρ. Οντέτ Γ. Παπαδημητρίου, εκδ. Τραυλός), η νεωτερική δημοκρατία εδραιώθηκε πάνω σ’ ένα θεμελιώδες παράδοξο: οι πρωτεργάτες της την ίδρυσαν στο όνομα του λαού, την ίδια στιγμή που επεδίωξαν συνειδητά να αποκλείσουν τον λαό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, απ’ την άσκηση της εξουσίας. Πώς επιλύθηκε τελικά τούτο το παράδοξο; Με το κράτος πρόνοιας, αποκρίνεται ο Hermet. Με τα δικά του λόγια:
«Το παράδοξο είναι προφανές. Μην διαθέτοντας κανένα επιχείρημα ικανό να ακυρώσει την εξουσία των μοναρχών, οι επινοητές των αντιπροσωπευτικών πολιτευμάτων από τα οποία απορρέει η δημοκρατία αναγκάστηκαν να διακηρύξουν ότι ο λαός ήταν ο μόνος εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσει στη θέση τους. Όμως, επειδή σε ό,τι αφορούσε την προσωπική τους ασφάλεια και την ασφάλεια της ιδιοκτησίας, τίποτα δεν τους τρόμαζε περισσότερο από τις λαϊκές μάζες τις οποίες αποθέωναν κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενάντια στην ενδόμυχη επιθυμία τους, ήταν ανάγκη να αφαιρέσουν από αυτές κάθε δυνατότητα έκφρασης και κυρίως να τους στερήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι».
Λίγο αργότερα, καθώς περνούσαν οι πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, σημειώθηκαν κινήματα και επαναστάσεις (με αποκορύφωμα το 1848), που κατατρομοκράτησαν τους αστούς φιλελευθέρους. Η προοπτική ενός κράτος δικαίου παρουσιαζόταν σαν επικίνδυνη απειλή. Στην Αγγλία, τη Γαλλία και μετά στις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές βιομηχανικές χώρες, παραχωρήθηκε και στις μάζες τελικά το δικαίωμα ψήφου (μόνο για τους άρρενες), για να φανεί ότι έγινε το εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που οι αστοί φοβούνταν.
Στη Γαλλία, οι προεδρικές εκλογές του 1848 και μετά οι βουλευτικές εκλογές του 1849, φέρνοντας τη νίκη του πρίγκιπα Λουδοβίκου-Ναπολέοντα Βοναπάρτη και την εκλογή πεντακοσίων δεξιών ή κεντρώων βουλευτών επί επτακοσίων πενήντα εδρών, απέδειξαν για πρώτη φορά ότι οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, οι «μάζες», όπως τις ονόμαζαν περιφρονητικά μερικοί, ήταν καχύποπτοι ή και αρνητικοί στην αλλαγή. Όχι μονάχα η καθολική ψηφοφορία δεν έθεσε τα θεμέλια νέων βίαιων επαναστάσεων και μαζικής χειραφέτησης, αλλά άνοιξε τον δρόμο σ’ έναν σαφώς ηπιότερο μηχανισμό διευθέτησης των ταξικών συγκρούσεων.
Έτσι, η σοσιαλδημοκρατία εκτόπισε τον κομουνισμό στη Δυτική Ευρώπη.
Αν και τα πρώτα βήματα είχαν γίνει λίγα χρόνια πριν, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1930, το κράτος δικαίου άνοιξε τον δρόμο στο κράτος πρόνοιας, το οποίο, υπό την πρόκληση του κομουνισμού στη Ρωσία και κατόπιν της γενικής επιστράτευσης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επιχειρήσει μια συστηματική πολιτική ανακατανομής του πλούτου προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων. Ιστορικά, του δημοκρατικού κράτους πρόνοιας προηγήθηκε η πολιτική κρατικών παροχών, του «συντηρητικού» ηγέτη Μπίσμαρκ, για την αντιμετώπιση των αντιπάλων του, των σοσιαλιστών. Έτσι, η σοσιαλδημοκρατία εκτόπισε τον κομουνισμό στη Δυτική Ευρώπη.
Πιο πρόσφατα, παρατηρήθηκε η εμφάνιση κοινωνικών ακτιβιστών αφιερωμένων στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των σεξουαλικών, εθνικών και πολιτιστικών μειονοτήτων. Ο Hermet λέει, σε κριτικό τόνο, πως αυτές τις κινήσεις επιθυμούν να είναι «απολιτικές». Δεν θα συμφωνήσουμε μαζί του. Τα παραπάνω δεν είναι «απολιτικά», αλλά νέες μορφές πολιτικοποίησης. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι δεν επιζητούν τη ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα, όπως ενδεχομένως θα το ήθελαν κάποιοι.
Η δημοκρατία στις μέρες μας είναι αντι-ουτοπική και ρεαλιστική, κάτι που υπονοεί ότι ίσως έχει χάσει το ηθικό της κέντρο
Πώς είναι λοιπόν η δημοκρατία σήμερα; Αν χαρακτηρίζεται από κάτι η σύγχρονη δημοκρατία, υποστηρίζει ο Γάλλος ιστορικός, αυτό είναι η συμφιλίωσή της με την αβεβαιότητα. Η δημοκρατία στις μέρες μας είναι αντι-ουτοπική και ρεαλιστική, κάτι που υπονοεί ότι ίσως έχει χάσει το ηθικό της κέντρο. Μετά την εμπειρία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, έχουμε μάθει να είμαστε δύσπιστοι μπροστά στους δημαγωγούς που μας υπόσχονται λαγούς με πετραχήλια. Αλλά η δυσπιστία είναι δίκοπο μαχαίρι για τα δημοκρατικά κράτη, διότι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί θεσμοί πλήττονται συχνά από την αντιπάθεια για την πολυσυζητημένη ανεπάρκειά τους και την αδυναμία τους να εκφράσουν τη βούληση του κυρίαρχου λαού με πληρέστερο τρόπο.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.