to telos ton psevdaisthiseon

Για το δοκίμιο του Αντρέας Ρέκβιτς (Andreas Reckwitz) «Το τέλος των ψευδαισθήσεων - Πολιτική, οικονομία και κουλτούρα στην ύστερη νεωτερικότητα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση της Ευαγγελίας Τόμπορη. 

Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κυριαρχούσε όχι μόνο η ιδέα του τέλους της ιστορίας, αλλά και η ιδέα του τέλους των τάξεων. Όποιος ασχολείτο με τη μελέτη των τάξεων και την ταξική πάλη θεωρείτο «ντεμοντέ», ξεπερασμένος. Στη μεγάλη γερμανική σχολή Κοινωνιολογίας κυριαρχούσε ο Ούλριχ Μπεκ, σύμφωνα με τον οποίο οι τάξεις αν και δεν καταργούνταν, αποτελούσαν τμήμα των «παλιών διακινδυνεύσεων» και συνεπώς πλέον δεν μπορούσαν να αποτελούν το κύριο αντικείμενο των κοινωνιολογικών σπουδών. Ο Ρέκβιτς, καθηγητής Γενικής και Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας σε σειρά ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, αμφισβητούσε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων.

aleksandreia rekwitz to telos ton psevdaisthiseon

Αυτός, στον παρουσιαζόμενο τόμο, με ανεπανάληπτη μεθοδικότητα και βαθύ επιστημονισμό προσεγγίσει πέντε μείζονα θέματα: τις πολιτισμικές συγκρούσεις, τις νέες ταξικές διαιρέσεις, τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία και στον γνωσιακό-πολιτισμικό καπιταλισμό, τα άτομα στην ύστερη νεωτερικότητα και τέλος την κρίση του φιλελευθερισμού. Όχι πως δεν υπάρχουν αμφιλεγόμενα σημεία, ιδίως στην αντίληψη του συγγραφέα για τη συνάντηση των δυο πολιτισμών στην «κουλτούρα της ενσωμάτωσης», στις κρίσεις του για τα νέα πολιτικά παραδείγματα, στις θέσεις του για το πώς εντάσσονται τα άτομα στις τάξεις, αλλά αυτά δεν κρύβουν το βάθος της αναλυτικής του, γεμάτη προκλήσεις και πρωτότυπες ιδέες, σκέψης. Βιβλίο πυξίδα για τον προσανατολισμό στις μεταμορφώσεις των καπιταλισμών.

politeia deite to vivlio 250X102

Η υπερκουλτούρα της ύστερης νεωτερικότητας

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους. Και αυτή εντοπίζεται στην ανάλυση του χαρακτήρα των πολιτισμικών συγκρούσεων στην εποχή του ύστερου καπιταλισμού. Τι είναι όμως κουλτούρα; Στην πρώιμη νεωτερικότητα, κουλτούρα θεωρείτο ο εξέχων τρόπος ζωής συγκεκριμένων ατόμων και ομάδων. Στη συνέχεια, σύμφωνα και με τον Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, η κουλτούρα ορίστηκε ως ο τρόπος ζωής ενός λαού. Οι πολιτισμικές σπουδές στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα διεύρυναν σημαντικά την έννοια της κουλτούρας ως τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτός ο κόσμος μέσα από τα κοσμοείδωλα και τις καθημερινές ιδέες. Με άλλα λόγια κουλτούρα θεωρείτο πλέον το νόημα που οι άνθρωποι απέδιδαν στον κόσμο που τους περιέβαλλε. Κουλτούρα δεν ήταν πλέον μόνο η τέχνη, αλλά και η φύση, το φύλο, η τεχνολογία και πολλά άλλα. Αυτή είναι η ευρεία αντίληψη για το τι είναι κουλτούρα. Σύμφωνα όμως με τον Ρέκβιτς μεγαλύτερη σημασία έχει η στενή αντίληψη που θεωρεί ως κουλτούρα μόνο ό,τι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με μια αξία (doing value).

Για να μας δείξει το πώς διαμορφώνονται σήμερα οι πολιτισμικές συγκρούσεις γύρω από τις αξίες και αντιπαρατιθέμενος στις υπερσυντηρητικές θεωρίες του Σάμιουελ Χάντιγκτον, υποστηρίζει πως στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας δεν ωφελεί να μιλάμε για τη σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμικών παραδειγμάτων, αλλά για τη διαμάχη μεταξύ δυο αντιλήψεων για το τι σημαίνει κουλτούρα. Από τη μια είναι η Πολιτισμικοποίηση Ι ή υπερκουλτούρα και από την άλλη η Πολιτισμικοποίηση ΙΙ ή πολιτισμική ουσιοκρατία.

Η πολυμορφία και ο κοσμοπολιτισμός αποτελούν τις κατευθυντήριες αρχές της αυτής της υπερκουλτούρας.

Η Πολιτισμικοποίηση Ι ή υπερκουλτούρα αποτυπώνεται στα αγαθά που κινούνται στις πολιτισμικές αγορές και τα υποκείμενα που «καταναλώνουν» αυτά τα αγαθά. Αυτά τα υποκείμενα είναι μια νέα κοσμοπολιτική μεσαία τάξη, συγκεντρωμένη στις αστικές μητροπόλεις των δυτικών κρατών με εμφανείς τάσεις επέκτασης στον παγκόσμιο Νότο. Κεντρικός πυρήνας των αγορών της υπερκουλτούρας είναι ο παγκόσμιος πολιτισμικός καπιταλισμός. Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της υπερκουλτούρας είναι η επιθυμία των ατόμων να αυτοαναπτυχθούν ή να αυτοπραγματωθούν ως μοναδικότητες. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως η αυτοπραγμάτωση δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που ο καντιανός Διαφωτισμός ονόμαζε ατομική αυτοτέλεια. Πάντως είτε έτσι είτε αλλιώς «για το άτομο που επιδιώκει την αυτοανάπτυξη, η παγκόσμια υπερκουλτούρα είναι ο παράδεισος των δυνατοτήτων που βρίσκονται στη διάθεσή του για να τις ιδιοποιηθεί» (σ. 54). Η πολυμορφία και ο κοσμοπολιτισμός αποτελούν τις κατευθυντήριες αρχές της αυτής της υπερκουλτούρας.

Εδώ, απέναντι στην ιερότητα του εσωτερικού κόσμου, ο εξωτερικός παρουσιάζεται ως βέβηλος, αν όχι και άχρηστος.

Η Πολιτισμικοποίηση ΙΙ ή πολιτισμική ουσιοκρατία αποτελεί το δεύτερο ρεύμα της κουλτούρας, στην κατά τον συγγραφέα ύστερη νεωτερικότητα. Στο μέτωπο της πολιτισμικής ουσιοκρατίας εντάσσονται από κοινού όλα τα θρησκευτικά φονταμενταλιστικά ρεύματα, τα οποία ο Χάντιγκτον βλέπει ως αντίπαλες κουλτούρες, ο ενισχυμένος πολιτισμικός εθνικισμός (Ρωσία, Κίνα, Ινδία) και τα δεξιά (όχι και τα αριστερά) λαϊκίστικα και ταυτοτικά κινήματα σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Σε αντίθεση με τον ατομικισμό της υπερκουλτούρας, το ιδανικό της πολιτισμικής ουσιοκρατίας είναι η ομοιογένεια της κοινότητας, ο κοινοτισμός. Η πολιτισμική ουσιοκρατία είναι «μια κινητοποίηση της περιφέρειας ενάντια στο κέντρο, τόσο εντός των εθνικών κρατών όσο και σε παγκόσμια κλίμακα» (σ. 60). Εδώ, απέναντι στην ιερότητα του εσωτερικού κόσμου, ο εξωτερικός παρουσιάζεται ως βέβηλος, αν όχι και άχρηστος. Το βέβηλο για τις φονταμενταλιστικές θρησκείες είναι οι αλλόθρησκοι, για τον επιθετικό εθνικισμό οι άλλοι λαοί, για τον δεξιό λαϊκισμό οι κοσμοπολιτικές ελίτ και οι μετανάστες.

Σε περιπτώσεις συνάντησης των δυο κουλτούρων προκύπτουν δυο ενδεχόμενα. Ή έχουμε μια συνύπαρξη, όπου η Πολιτισμικοποίηση Ι εκφράζεται από την πολυπολιτισμικότητα και η Πολιτισμικοποίηση ΙΙ από τη θεωρία των πολιτισμικών κύκλων. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, οι κουλτούρες συνυπάρχουν χωρίς να αλληλοεπηρεάζονται. Ή προκύπτει ένας ανταγωνισμός όπου η Πολιτισμικοποίηση Ι εκφράζεται από τις θεωρίες «της ανοικτής κοινωνίας και των εχθρών της» και η Πολιτισμικοποίηση ΙΙ από τις θεωρίες της «παρακμής της Δύσης». Θα μπορούσε όλο αυτό να οδηγήσει σε μια «κουλτούρα της ενσωμάτωσης»; Θα το δούμε παρακάτω.

Υπάρχουν ακόμη οι τάξεις;

Υπάρχουν ακόμη οι τάξεις; Όχι μονάχα υπάρχουν, αλλά «ζουν και βασιλεύουν». Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως στη χρυσή τριακονταετία (1950-1980) ζήσαμε το βασίλειο της κοινωνίας των ίσων (Πιέρ Ροζανβαλόν) ή αλλιώς την κυριαρχία της εξισωτικής κοινωνίας της διογκωμένης μεσαίας τάξης. Στη συνέχεια μεταβήκαμε, και εκεί είμαστε σήμερα, σε μια κοινωνία τριών συν μίας τάξεων. Οι τρεις είναι η νέα μεσαία τάξη, η παλαιά μεσαία τάξη και η επισφαλής τάξη. Η μια είναι η τάξη του 1%, των υπερπλούσιων. Η ανερχόμενη νέα μεσαία τάξη είναι πανεπιστημιακού μορφωτικού επιπέδου, η παραδοσιακή μεσαία τάξη είναι κατερχόμενη και πιεσμένη και η επισφαλής τάξη βυθίζεται όλο και περισσότερο.

Ο Ρέκβιτς παρακολουθεί τα διάφορα μοντέλα ταξικής αναδιάρθρωσης, όπως το μοντέλο του Μπεκ σύμφωνα με το οποίο ο ύστερος καπιταλισμός οδηγείται σε κοινωνίες πέρα από τάξεις και κοινωνικά στρώματα, όπως το «μοντέλο του κρεμμυδιού» (Χανς Μάρτιν Μπόλτε), μιας δηλαδή κοινωνίας στην οποία από τη μεριά των πόρων η συντριπτική πλειοψηφία ανήκει στη μεσαία τάξη, το μοντέλο του «κυκλικού ανελκυστήρα» (Ούλριχ Μπεκ), όπου όλα τα μέλη παρά τις εισοδηματικές και εκπαιδευτικές διαφορές τους ελπίζουν σε μια ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Οι διαφορές του δικού του τριταξικού μοντέλου είναι πως αυτό δεν αφορά μόνο εισοδηματικές και εκπαιδευτικές διαφορές, αλλά και διαφορές στην αποδοχή ή όχι των δυο προαναφερθέντων πολιτισμών. Οι τάξεις δεν είναι μόνο εισοδηματικοί σχηματισμοί ούτε καν αφορούν μόνο το στιλ καθημερινής ζωής. Είναι ταυτοχρόνως πολιτισμικοί, οικονομικοί και πολιτικοί σχηματισμοί.

Η νέα μεσαία τάξη εξακολουθεί να είναι μεσαία και δεν έχει προοπτικές να γίνει ανώτερη. Εξακολουθεί να εξαρτάται από την εργασία της, ενώ η ανώτερη ζει από τον πλούτο της.

Πώς όμως εκφράζεται αυτό το ταξικό μοντέλο; Η νέα μεσαία τάξη εξακολουθεί να είναι μεσαία και δεν έχει προοπτικές να γίνει ανώτερη. Εξακολουθεί να εξαρτάται από την εργασία της, ενώ η ανώτερη ζει από τον πλούτο της. Η νέα μεσαία τάξη είναι φορέας της αύξησης του ρόλου της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και εκπρόσωπος εκείνης της μεταβιομηχανοποίησης που συνδέεται όχι γενικά και αφηρημένα με τις υπηρεσίες, αλλά με την παραγωγή άυλων προϊόντων. Ακριβώς οι ίδιοι μηχανισμοί (εκπαίδευση, στροφή στην κοινωνία του γνωσιακού καπιταλισμού και φιλελευθεροποίηση) οδηγούν σε στασιμότητα την παλαιά μεσαία τάξη και σε μεγαλύτερη ακόμη επισφάλεια την κατώτερη επισφαλή τάξη.

Αλλά, κατά τον Ρέκβιτς, «το βασικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ νέας και παλαιάς μεσαίας τάξης είναι κατά κύριο λόγο πολιτισμική» (σ. 105). Τα πολιτισμικά στοιχεία που συνθέτουν τη νέα μεσαία τάξη είναι η επιτυχής αυτοπραγμάτωση και ο αστικός κοσμοπολιτισμός. Το δικό της πολιτισμικό κεφάλαιο έχει αντίκτυπο στον τρόπο ζωής της, στο στιλ ανατροφής των παιδιών, στις συνθήκες υγιεινής, στον ελεύθερο χρόνο, στα ταξίδια, στην ισότητα των φύλων, αλλά και στ’ ότι αυτή ζει στις μεγαλουπόλεις και όχι στην περιφέρεια. Η «επιτυχής αυτοανάπτυξη» είναι το μότο της. Ο τρόπος ζωής της καθορίζεται από τις επιταγές της μοναδικοποίησης (αγορά αυθεντικών και «μοδάτων» προϊόντων, κυρίως άυλων). Αυτά σημαίνουν αξιώματα όπως ευελιξία, κινητικότητα, ευαισθητοποίηση σε θέματα υγείας, αυτοπεποίθηση στις επιλογές, συναισθηματική επάρκεια, ανεκτικότητα, διαφορετικότητα, χειραφέτηση, οικολογική συνείδηση κτλ.

andreas reckwitz

Ο Αντρέας Ρέκβιτς

Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν πως εντός της νέας μεσαίας τάξης δεν υπάρχουν διαφορές. Την παλαιά μεσαία τάξη χαρακτηρίζουν η στατικότητα, η ευταξία και η πολιτισμική άμυνα. Γι’ αυτήν την τάξη ο τρόπος ζωής εξακολουθεί να εστιάζει στην ευμάρεια και στο βιοτικό επίπεδο. Η κατά την Άρλι Χότσιλντ τάξη του «ριζωμένου εαυτού» έχει ως αξιώματά της την ηθική της εργασίας, την οικογένεια και τον γενέθλιο τόπο. Ζει κυρίως σε μικρές πόλεις της περιφέρειας και λίγη σχέση έχει με την αγορά και την παραγωγή άυλων προϊόντων.

Η επισφαλής τάξη αγωνίζεται για την καθημερινή της επιβίωση, αν και το μεγάλο της πρόβλημα -μια αμφιλεγόμενη κατά τη γνώμη μου θέση- είναι η πολιτισμική και όχι η οικονομική της υποβάθμιση. Και τι γίνεται με την ανώτερη τάξη; Αυτή ζει από τον πλούτο της και όχι από την εργασία της, αν και πολλές φορές από επιλογή της εργάζεται πιο σκληρά απ’ όλους. Αυτήν την τάξη «τη συναντάμε στα διοικητικά και εποπτικά συμβούλια κορυφαίων επιχειρήσεων, καθώς και στα ανώτερα κλιμάκια του νομικού ή του χρηματοπιστωτικού κλάδου» (σ. 125). Η θέση του για την υποβάθμιση του ρόλου της βιομηχανίας στον λεγόμενο μεταβιομηχανικό αποκλεισμό φαίνεται να αφήνει έξω, αν και όχι ρητά, τους βιομηχάνους από τους υπερπλούσιους, των οποίων το πλεονέκτημά τους είναι το πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Αλλαγές, όμως, υπάρχουν και στο πού εντοπίζονται αυτές οι τάξεις. Πλέον αυτές δεν αναπτύσσονται μόνο στον παλαιό δυτικό κόσμο, αλλά και σε πολλές από τις χώρες του παγκοσμιοποιημένου Νότου. Μέσα στον κόσμο όλων αυτών των διαφορών βρίσκει πρόσφορο έδαφος η κοινωνία της μνησικακίας και μέσω αυτής η Ακροδεξιά. «Οι πρώην κατεστημένοι αισθάνονται ότι ωθούνται στο περιθώριο, και μια πιθανή αντίδραση σε αυτό είναι η πολιτική και πολιτισμική μνησικακία» (σ. 119).

Δεν είναι το φύλο, το χρώμα, η φυλή, το έθνος, η μετανάστευση που καθορίζει την ταξική τοποθέτηση. Τ’ αντίθετο.

Μια ακόμη σημαντική παράμετρος, που προκαλεί και ενστάσεις, είναι το ότι ο συγγραφέας βλέπει το φύλο, τη μετανάστευση, τις περιφέρειες και τα κοινωνικά περιβάλλοντα να καθορίζονται από την ταξική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς και όχι να την καθορίζουν. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ αντρών και γυναικών, ντόπιων και μεταναστών και μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών διαπερνούν τη δομή των τάξεων. Δεν είναι το φύλο, το χρώμα, η φυλή, το έθνος, η μετανάστευση που καθορίζει την ταξική τοποθέτηση. Τ’ αντίθετο. «Η κοινωνική θέση και η ζωή του ατόμου καθορίζονται πρωτίστως από το γεγονός ότι αυτό ανήκει στη νέα μεσαία τάξη, στην παλιά μεσαία τάξη ή στην επισφαλή τάξη. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν έχει νόημα να μιλάμε για την κοινωνική θέση της γυναίκας ή του άνδρα χωρίς να αναφερόμαστε σε τάξεις» (σ. 127). Άλλοι -και ο γράφων- θεωρούν πως από το αν είσαι γυναίκα ή άνδρας, κάτοικος των μητροπόλεων ή της υπαίθρου, μετανάστης ή γηγενής εν πολλοίς εξαρτάται και σε ποια τάξη θα βρεθείς και όχι τ’ αντίθετο. Πάντως εδώ ο Ρέκβιτς ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, ο γνωσιακός πολιτισμικός καπιταλισμός και τα άτομα

Και ερχόμαστε τώρα στις πολύ ενδιαφέρουσες επεξεργασίες του γερμανού κοινωνιολόγου για τη μετάβαση από τη βιομηχανική στη μεταβιομηχανική κοινωνία και στον γνωσιακό πολιτισμικό καπιταλισμό. Αυτό σημαίνει μετασχηματισμό των μορφών εμπορεύματος και της εργασίας. Βεβαίως, η εμφάνιση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας στη Δύση προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός νέου βιομηχανικού καπιταλισμού στις χώρες του παγκόσμιου Νότου. Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις αυτής της διπλής μετάβασης; Είναι η παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού, η αλλαγή παραδείγματος από την κρατική οικονομική πολιτική στον νεοφιλελευθερισμό και η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Σωστά, αλλά δεν διευκρινίζει ο συγγραφέας, αν όλα αυτά ήταν νομοτελειακά καθορισμένα ή προέκυψαν ως πολιτικές αποφάσεις.

Τα όσα συμβαίνουν σήμερα με τον Τραμπ (το βιβλίο γράφηκε το 2019) αποδεικνύουν πως τίποτα το νομοτελειακό, τίποτα το αντικειμενικό δεν υπήρχε και στις τρεις προϋποθέσεις. Και οι τρεις ήταν προϊόντα πολιτικών αποφάσεων. Αλλά είτε έτσι είτε αλλιώς, ο πυρήνας της νέας οικονομίας συνίσταται στην ύπαρξη ενός γνωσιακού–πολιτισμικού καπιταλισμού, ο οποίος παράγει νέες μορφές άυλων αγαθών, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως εξαφανίζονται και τα υλικά προϊόντα, συνδέεται με τις νέες μορφές εργασίας και κατανάλωσης, με την πολιτισμικοποίηση και τη μοναδικοποίηση των αγαθών και τις ακραίες δομές των αγορών.

Γενικά, εδώ υπάρχει μια μετάβαση από τα λειτουργικά αγαθά της βιομηχανικής κοινωνίας στα αγαθά του πολιτισμικού καπιταλισμού, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη βραχυπρόθεσμη μόδα και τη μακροπρόθεσμη φήμη. «Σε γενικές γραμμές, οι καταναλωτές προσδοκούν από τα αγαθά του πολιτισμικού καπιταλισμού να φαίνονται "αυθεντικά", να μην είναι "ετοιματζίδικα"». (σ. 198). Και δίνει μια πρακτική εικόνα που αποδεικνύει αυτή τη μεταβολή, περιγράφοντας το πώς αγοράζει η νέα μεσαία τάξη παπούτσια, τόσο ακριβά παπούτσια όπως τα επώνυμα Nike, όπου η εργασία που έχει ενσωματωθεί σ’ αυτά δεν δικαιολογεί τη τιμή τους. Αυτά δεν πουλιούνται ως υλικό αλλά ως πολιτισμικό αγαθό παραγωγής κύρους.

«Δηλαδή διείσδυση της λογικής της αγοράς σε τομείς της κοινωνίας που προηγουμένως είτε δεν ήταν οργανωμένοι με τη μορφή της αγοράς είτε ήταν ελάχιστα οργανωμένοι» (σ. 213). Αυτό ο Ρέκβιτς τ’ ονομάζει ακραίο καπιταλισμό.

Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούμε και στα προϊόντα της τέχνης και στην αγορά ακινήτων. Και έτσι αναπόφευκτα φτάνουμε σ’ αυτό που ο ίδιος ονομάζει «οικονομοποίηση του κοινωνικού» ή με άλλα λόγια, την αγοραιοποίηση των αγαθών που παλιότερα είχαν κοινωνικό και δημόσιο χαρακτήρα. «Δηλαδή διείσδυση της λογικής της αγοράς σε τομείς της κοινωνίας που προηγουμένως είτε δεν ήταν οργανωμένοι με τη μορφή της αγοράς είτε ήταν ελάχιστα οργανωμένοι» (σ. 213). Αυτό ο Ρέκβιτς τ’ ονομάζει ακραίο καπιταλισμό. Η οικονομοποίηση υποβαθμίζει τις κοινωνικές υπηρεσίες προς την παλαιά μεσαία και την επισφαλή τάξη. Οι τομείς στους οποίους επεκτείνεται αυτή η οικονομοποίηση του κοινωνικού είναι η εκπαίδευση (παιδικοί σταθμοί, σχολεία, πανεπιστήμια), η διάρθρωση της σχέσης πόλεων και περιφέρειας (κατοικία, διαβίωση), οι προσωπικές σχέσεις (γνωριμίες, γάμοι, σεξ), αλλά και το διαδίκτυο, που υποκύπτει στην ελκυστικότητα των αγορών. Θα πρόσθετα και την υγεία. Ζούμε σε μια κοινωνία στην οποία οι νικητές τα παίρνουν όλα. Ο γνωσιακός καπιταλισμός δεν είναι αναστρέψιμος, ισχυρίζεται ο συγγραφέας. Το θέμα είναι πώς να αντιμετωπίσουμε τις ακραίες συνέπειες του ακραίου καπιταλισμού.

Στις νέες συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις αποκτούν κεντρικό ρόλο. Αυτά χωρίζονται στα συναισθήματα και τις συγκινήσεις των επιτυχημένων και σε αυτά των αποτυχημένων της ύστερης νεωτερικότητας.

Αλλά πριν απ’ αυτό, προκύπτει το ζήτημα με την κόπωση της αυτοπραγμάτωσης του ατόμου της ύστερης νεωτερικότητας. Από τη δεκαετία του 1990, η αυτοανάπτυξη και όχι γενικά η ευημερία έγινε ο νέος κανόνας για τα υποκείμενα της ύστερης νεωτερικότητας. Από τον κανόνα της αυτοπειθαρχίας της νεωτερικότητας μεταβήκαμε στον κανόνα της αυτοπραγμάτωσης. Αυτήν ακολουθούν οι διαδικασίες αξιοδότησης (αποδεκτό γίνεται ό,τι έχει αξία από μόνο του και όχι ό,τι είναι γενικά χρήσιμο για ένα άλλο σκοπό) και μοναδικοποίησης (τα άτομα δεν επιζητούν το ομοιόμορφο και το τυποποιημένο, αλλά το ατομικό, το ανεπανάληπτο, το μη εναλλάξιμο). Στην παλαιά νεωτερικότητα τα συναισθήματα θεωρούνταν γενικά ένδειξη αδυναμίας και ανωριμότητας. Στις νέες συνθήκες της ύστερης νεωτερικότητας, τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις αποκτούν κεντρικό ρόλο. Αυτά χωρίζονται στα συναισθήματα και τις συγκινήσεις των επιτυχημένων και σε αυτά των αποτυχημένων της ύστερης νεωτερικότητας. Στους πρώτους κυριαρχεί η θετική κουλτούρα των συναισθημάτων (χαρά, ικανοποίηση από τη ζωή, ευτυχία) και στους δεύτερους η κουλτούρα των αρνητικών συναισθημάτων (απογοήτευση, ματαίωση, υπερκόπωση, φθόνος, θυμός, φόβος, απελπισία, έλλειψη νοήματος). Ακριβώς είναι αυτά τα αρνητικά συναισθήματα που αναζητούν «μη νόμιμους» τρόπους έκφρασης. Τώρα είμαστε σε θέση να περάσουμε στις πολιτικές θέσεις του Ρέκβιτς.

Υπάρχει εναλλακτική στο σημερινό πολιτικό παράδειγμα;

Καταρχάς όσο και αν ο Ρέκβιτς δεν απορρίπτει ολοκληρωτικά τον διαχωρισμό Αριστερά-Δεξιά, τονίζει πως αυτός δεν είναι σε θέση πλέον να ερμηνεύσει τις πολιτικές εξελίξεις της ύστερης νεωτερικότητας. Σύμφωνα με την ανάλυση του, μετά την κρίση του 1929 στις ΗΠΑ και το New Deal του Φραγκλίνου Ρούζβελτ το 1933, και μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο κυριάρχησε το παράδειγμα του κοινωνικού κορπορατισμού. Αυτό ήταν το παράδειγμα της ρύθμισης που αποδέχθηκαν τόσο η σοσιαλδημοκρατία όσο και τα συντηρητικά κόμματα, Η διαφορά ήταν μόνο πως η σοσιαλδημοκρατία εστίαζε στον κρατισμό και τη συντήρηση, στην ασφάλεια και στην τάξη. Όσο όμως και να φαίνεται πολιτικά παράδοξο τόσο το σουηδικό-σοσιαλδημοκρατικό «σπίτι του λαού» όσο και η δυτικογερμανική-συντηρητική «εύτακτη κοινωνία» ανήκαν στο μοντέλο της ρύθμισης. Στο παράδειγμα της ρύθμισης και οι δυο παρατάξεις στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα απαντούσαν με τον κεϋνσιανισμό και το κράτος πρόνοιας, στα δε κοινωνικοπολιτισμικά με το «σπίτι του λαού» οι μεν και με τη «συγκροτημένη ή εύτακτη κοινωνία» οι δε.

Ο νεοφιλελευθερισμός επικεντρώνεται στο άνοιγμα των αγορών και στην απορρύθμιση των κρατικών παρεμβάσεων και ο αριστερός φιλελευθερισμός εστιάζει στο άνοιγμα των ταυτοτήτων και στην ενδυνάμωση των ατόμων και των πολιτισμικών ομάδων.

Μετά το 1980, η παγκοσμιοποίηση, η χρηματιστικοποίηση, οι αλλαγές στην οικονομία (υψηλή ανεργία, πληθωρισμός και δημόσιο χρέος) οδήγησαν στην κρίση της υπερρύθμισης και αυτή με τη σειρά της οδήγησε στη μετάβαση στο παράδειγμα του ανοιχτού φιλελευθερισμού ή του μοντέλου της δυναμικοποίησης. Αυτό ήταν ένα νόμισμα που στη μια όψη του, στα κοινωνικοοικονομικά θέματα, φιγουράριζε ο νεοφιλελευθερισμός και στην άλλη του, στα κοινωνικοπολιτισμικά, ο αριστερός φιλελευθερισμός. «Το παράδειγμα του κοινωνικού κορπορατισμού δεν αντικαταστάθηκε, από τη δεκαετία του 1980, απλώς από ένα φιλελευθερισμό, αλλά μεσοπρόθεσμα από τη σύνθεση δυο πλευρών ενός νέου φιλελευθερισμού, με τη μια να είναι στα δεξιά και την άλλη στα αριστερά του κέντρου» (σ. 282). Ο νεοφιλελευθερισμός επικεντρώνεται στο άνοιγμα των αγορών και στην απορρύθμιση των κρατικών παρεμβάσεων και ο αριστερός φιλελευθερισμός εστιάζει στο άνοιγμα των ταυτοτήτων και στην ενδυνάμωση των ατόμων και των πολιτισμικών ομάδων. Και οι δυο συναντώνται στην περιοχή του κοσμοπολιτισμού και εκφράζουν τον «ανοικτό φιλελευθερισμό».

Ο συγγραφέας, με γλαφυρό, αλλά κατά τη γνώμη μου υπερβολικό και άδικο τρόπο, εξομοιώνει τους δυο «φιλελευθερισμούς» μιλώντας για δυο αδέλφια που μεταξύ τους έχουν εχθρικές σχέσεις. Σημασία όμως έχει το πολιτικό αποτέλεσμα. Και αυτό έγκειται στ’ ότι οι δυο «κατώτερες» τάξεις δεν έβρισκαν τον εαυτό τους ούτε στον ένα (νεοφιλελευθερισμός) ούτε στον άλλο (αριστερός φιλελευθερισμός). Αυτό προκάλεσε τη μετά το 2010 κρίση του μοντέλου του υπερδυναμισμού ή της δυναμικοποίησης ή του ανοικτού φιλελευθερισμού. Ενώ τώρα έχουμε εισέλθει στη φάση όπου πλέον η κοινωνικοοικονομική και κοινωνικοπολιτισμική κρίση έχει μετατραπεί σε κρίση της δημοκρατικής πρακτικής, όπως την περιέγραψε με τη δική του ορολογία στη Μεταδημοκρατία ο Κόλιν Κράουτς. Πλέον η δημοκρατική πρακτική υποκαθίσταται από θεσμούς που βρίσκονται πέραν της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο συγγραφέας θεωρεί πως η υπέρβαση αυτών των τριών κρίσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, αν εμείνουμε στα εργαλεία της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά. Εδώ κατηγορεί την Αριστερά πως μετά το 2008 ασχολήθηκε με την κοινωνικοοικονομική κρίση και καθόλου με την πολιτισμική κρίση. Πολλοί άλλοι όμως την κατηγορούν για ακριβώς το αντίθετο. Πως έδωσε μεγάλη έμφαση στα θέματα της woke ατζέντας και ξέχασε τα κοινωνικοοικονομικά. Κατά τη γνώμη μου, μάλλον έκανε μισή δουλειά και στα δυο.

Ζούμε το φαινόμενο της «αποδημοκρατικοποίησης» των φιλελεύθερων δημοκρατιών, όπου πλέον οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στα κοινοβούλια από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους.

Πάντως, είτε έτσι είτε αλλιώς, το πρόβλημα αφορά στο ότι το μοντέλο της δυναμικοποίησης (νεοφιλελευθερισμός & αριστερός φιλελευθερισμός ή ανοικτός φιλελευθερισμός) δημιούργησε προβλήματα στις δυο κατερχόμενες τάξεις και κοινωνικοοικονομικές (από το κράτος πρόνοιας στην ατομική ευθύνη) και πολιτισμικές ελλείψεις (από την κοινωνική χειραφέτηση στον εγωισμό του ατόμου), ενώ αποδυνάμωσε πλήρως τις δημοκρατικές πρακτικές. Ζούμε το φαινόμενο της «αποδημοκρατικοποίησης» των φιλελεύθερων δημοκρατιών, όπου πλέον οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται στα κοινοβούλια από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους. Ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο ορθολογισμός των αποφάσεων αμφισβητείται από εντελώς συναισθηματικές πολιτικές διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και βούλησης. Όλα αυτά ρίχνουν νερό στο μύλο του δεξιού λαϊκισμού, ο οποίος είναι το σύμπτωμα και όχι η αιτία αυτών των αλλαγών.

Η κοινωνικοπολιτική βάση του λαϊκισμού εντοπίζεται σ’ όλα τα κοινωνικά περιβάλλονται, αλλά υπερεκπροσωπείται στους χαμένους ή τα «κορόιδα» της παγκοσμιοποίησης, στην παλαιά μεσαία τάξη και στην επισφαλή τάξη δηλαδή.

Αυτός ο λαϊκισμός υποστηρίζει την αντιφιλελεύθερη αντί της φιλελεύθερης δημοκρατίας, την «άμεση» αντί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τον ομογενοποιημένο ένα «λαό» αντί των θεσμών, τους γηγενείς και όχι τους μετανάστες, το έθνος και όχι την παγκόσμια κοινωνία. Η κοινωνικοπολιτική βάση του λαϊκισμού εντοπίζεται σ’ όλα τα κοινωνικά περιβάλλονται, αλλά υπερεκπροσωπείται στους χαμένους ή τα «κορόιδα» της παγκοσμιοποίησης, στην παλαιά μεσαία τάξη και στην επισφαλή τάξη δηλαδή. Ο λαϊκισμός όμως δεν θα επικρατήσει, ισχυρίζεται ο Ρέκβιτς. Το πρόβλημά του είναι πως αφήνει σχεδόν τη μισή κοινωνία απέξω από τις πολιτικές του και αυτό σημαίνει πως ποτέ δεν θα μπορέσει να εφαρμόσει τις πολιτικές ενσωμάτωσης που πέτυχαν τα άλλα δυο παραδείγματα. Τίποτα απ’ όσα υποστηρίζει ο δεξιός λαϊκισμός δεν μπορεί να ανατραπεί ριζικά. Ούτε η παγκοσμιοποίηση, ούτε οι χρηματαγορές, ούτε η μετανάστευση μπορούν να αναστραφούν, ισχυρίζεται. «Η κοινωνία της ύστερης νεωτερικότητας δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ μια κοινότητα ή μια ομοιογενής συλλογικότητα» (σ. 312). Το παράδειγμα του Τραμπ δείχνει πως δεν πρέπει να είμαστε απόλυτα σίγουροι.

Η υποστήριξη της ετερογένειας από τον προοδευτικό φιλελευθερισμό και η επιμονή στην παγκοσμιοποίηση από πλευράς του νεοφιλελευθερισμού, είναι δυο πυλώνες στους οποίους μπορεί να στηριχθεί το παράδειγμα του «φιλελευθερισμού της ενσωμάτωσης».

Ποια είναι η εναλλακτική; Ο «φιλελευθερισμός της ενσωμάτωσης», ισχυρίζεται ο κοινωνιολόγος Ρέκβιτς. Αυτός, πρώτον, δεν θα έχει στο επίκεντρό του την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων, αλλά την κοινωνική τάξη. Δεύτερον, θα πρέπει να αναθεωρήσει και να εμπλουτίσει αυτό που σήμερα θεωρείται γενικό συμφέρον. Και τρίτον, θα αναδιαπραγματευτεί συνδυάζοντας τον φιλελευθερισμό του κορπορατιστικού παραδείγματος με τον φιλελευθερισμό του δυναμικοποιημένου παραδείγματος. Ενσωμάτωση των δυο παραδειγμάτων και όχι ρήξη, είναι η πρότασή του. Γι’ αυτό και επιμένει πως στους δυο φιλελευθερισμούς (νεοφιλελευθερισμός και αριστερός ή προοδευτικός φιλελευθερισμός) υπάρχουν ιδέες χρήσιμες για να νικηθεί ο δεξιός λαϊκισμός. Η υποστήριξη της ετερογένειας από τον προοδευτικό φιλελευθερισμό και η επιμονή στην παγκοσμιοποίηση από πλευράς του νεοφιλελευθερισμού, είναι δυο πυλώνες στους οποίους μπορεί να στηριχθεί το παράδειγμα του «φιλελευθερισμού της ενσωμάτωσης». Αυτός τελικά καλείται να βρεθεί απέναντι και πέρα από την αξιοκρατία και τη διαφορά μεταξύ πόλης και υπαίθρου, αλλά και να αναπτύξει τις βασικές υποδομές, να ανανεώσει τους βασικούς κανόνες της ανθρώπινης συμβίωσης, ώστε αυτοί να γίνουν αποδεκτοί απ’ όλους, συνδυάζοντας την οικουμενικότητα με την εθνική κουλτούρα και την ανάπτυξη μιας νέας κουλτούρας αμοιβαιότητας.

Κατά τη γνώμη μου η εναλλακτική του δεν είναι καθόλου πειστική, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες επεξεργασίες του που ανεξαρτήτως αν συμφωνείς εξ ολοκλήρου με αυτές ή όχι, προκαλούν πάντα βαθύ προβληματισμό. Αυτό που εκείνος ονομάζει λύση του «φιλελευθερισμού της ενσωμάτωσης», εμπεριέχει τα σπέρματα όλων των προβλημάτων που απαξίωσαν το μοντέλο της ρύθμισης, το οποίο δεν μπορεί να συγκεραστεί με αυτό του δυναμισμού. Κανένας συμβιβασμός δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ αυτών των δυο παραδειγμάτων. Χρειάζεται ένα νέο παράδειγμα, όχι από το μηδέν αλλά χωρίς τον συγκερασμό των δυο.

Η μετάφραση της Ευαγγελίας Τόμπορη κατορθώνει να τιθασεύσει τα πολύ πυκνά σε όρους γερμανικά του συγγραφέα, τα οποία, όσο και να ξενίζει αυτό ορισμένους «λάτρεις» της γλώσσας μας, η ελληνική γλώσσα δυσκολεύεται να αποδώσει. Ο Πρόλογος του Γιώργου Μπιθυμήτρη μάς προετοιμάζει για τον πλούτο των σκέψεων που ακολουθούν.

*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


 Απόσπασμα από το βιβλίο

«Μόνο με την ώθηση που δόθηκε στην παγκοσμιοποίηση μετά το 1990 κατέστη δυνατό το προαναφερόμενο νέο μοντέλο του παγκόσμιου καταμερισμού της εργασίας. Η μεταβιομηχανική ανάπτυξη της Δύσης έχει ως προϋπόθεση τη βιομηχανική ανάπτυξη στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, ώστε να μπορέσουν να δημιουργηθούν τα παγκόσμια δίκτυα παραγωγής. Επομένως ο νέος γνωσιακός-πολιτισμικός καπιταλισμός της Δύσης και ο νέος βιομηχανικός καπιταλισμός του παγκόσμιου Νότου είναι φαινόμενα που αλληλοσυμπληρώνονται. Τόσο η αγορά εργασίας των ατόμων που διαθέτουν υψηλά προσόντα όσο και αυτή της τάξης των υπηρεσιών οργανώνονται σε διεθνές επίπεδο, τουλάχιστον εν μέρει» (σ. 182).

Δυο λόγια για τον συγγραφέα

Ο Andreas Reckwitz γεννήθηκε το 1970 στο Βίττεν της Γερμανίας. Σπούδασε κοινωνιολογία, πολιτική επιστήμη και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Βόννης, του Αμβούργου και του Καίμπριτζ.

andreas reckwitz esoteriki

Δίδαξε στo Πανεπιστήμιo της Κωνσταντίας και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Viadrina (Φρανκφούρτη / Όντερ) και από το 2020 είναι καθηγητής γενικής κοινωνιολογίας και πολιτισμικής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Humboldt (Βερολίνο). Το 2019 τιμήθηκε με το βραβείο Gottfried Wilhelm Leibniz της Deutsche Forschungsgemeinschaft.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Λογοτεχνία και επανάσταση» των Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί (κριτική) – Η «στρατευμένη» λογοτεχνία, οι θιασώτες της, τα όριά της

«Λογοτεχνία και επανάσταση» των Ζοζέφ Αντράς και Καουτάρ Αρσί (κριτική) – Η «στρατευμένη» λογοτεχνία, οι θιασώτες της, τα όριά της

Για το δοκίμιο των Ζοζέφ Αντράς (Joseph Andras) και Καουτάρ Αρσί (Kaoutar Harchi) «Λογοτεχνία και επανάσταση» (μτφρ. Γιώργος Θ. Καράμπελας, Εκδόσεις του εικοστού πρώτου). Στην κεντρική εικόνα, ο Τζορτζ Όργουελ, έργα του οποίου εξετάζονται στη συγκεκριμένη μελέτη. 

...

«Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία» του Αντονί Γκαλουτσό (κριτική) – Η πραγματικότητα πίσω από το θρυλικό «γκαράζ» του Στιβ Τζομπς

«Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία» του Αντονί Γκαλουτσό (κριτική) – Η πραγματικότητα πίσω από το θρυλικό «γκαράζ» του Στιβ Τζομπς

Για το δοκίμιο του Αντονί Γκαλουτσό [Anthony Galluzzo] «Ο μύθος του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία - Αποδομώντας το φαντασιακό της Σίλικον Βάλεϊ» (εκδ. Μάγμα, μτφρ. Νίκος Ν. Μάλλιαρης).

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός 

Όταν...

«Το αίνιγμα της Γενέσεως» του Άντριου Πάρκερ (κριτική) – Μια «Εξαήμερος» για τον 21ο αιώνα;

«Το αίνιγμα της Γενέσεως» του Άντριου Πάρκερ (κριτική) – Μια «Εξαήμερος» για τον 21ο αιώνα;

Για το θεολογικό δοκίμιο του Άντριου Πάρκερ (Andrew Parker) «Το αίνιγμα της Γενέσεως», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ουρανός, σε μετάφραση Μαρτίνας Κόφφα. 

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

Ο Βρετανός συγγρα...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό» της Σώτης Τριανταφύλλου (κριτική) – Έλληνες στου Μέμφις τα στενά

«Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό» της Σώτης Τριανταφύλλου (κριτική) – Έλληνες στου Μέμφις τα στενά

Για το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Το τυφλό γουρούνι στη δεύτερη οδό - Χρονικό σε πόλεις με ποτάμι» (εκδ. Πατάκη). Η κεντρική φωτογραφία είναι μέρος φωτογραφίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ που κοσμεί το εξώφυλλο. 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...
Πολίνα Μπαρσκόβα: «Σε στιγμές πίεσης, οι άνθρωποι αντιδρούμε κάνοντας τέχνη»

Πολίνα Μπαρσκόβα: «Σε στιγμές πίεσης, οι άνθρωποι αντιδρούμε κάνοντας τέχνη»

Η Πολίνα Μπαρσκόβα (Polina Barskova), Ρωσίδα συγγραφέα και ποιήτρια, μιλά με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής αφηγημάτων της «Ζωντανές εικόνες» (μτφρ. Γιούλη Σταματίου, εκδ. Βακχικόν).

Στη Βίκυ Πορφυρίδου

Το βιβλίο σας ...

«Stella Maris» του Κόρμακ ΜακΚάρθι (κριτική) – Όλη η Αμερική του 20ού αιώνα σε ένα ψυχιατρείο

«Stella Maris» του Κόρμακ ΜακΚάρθι (κριτική) – Όλη η Αμερική του 20ού αιώνα σε ένα ψυχιατρείο

Για το μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι (Cormac McCarthy) «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «God's Crooked Lines» του Oriol Paulo.

Γράφει ο Γιάννης Χατζηκρυστάλλης

...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Ο σπορέας» του Ζαν Νταρό (προδημοσίευση)

«Ο σπορέας» του Ζαν Νταρό (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Ζαν Νταρό [Jean Darot] «Ο σπορέας» (μτφρ. Ελένη Γ. Γύζη), το οποίο θα κυκλοφορήσει το επόμενο διάστημα από τις εκδόσεις Στίξις.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Δεν γνωρίζαμε τίποτα. Δεν γνωρίζαμε αν οι εξόριστοι...

«Μια τρίχα που γίνεται άλογο» της Λίλας Κονομάρα (προδημοσίευση)

«Μια τρίχα που γίνεται άλογο» της Λίλας Κονομάρα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Λίλας Κονομάρα «Μια τρίχα που γίνεται άλογο», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κι όμως κάποτε ήμασταν εμείς, ψιθυρίζει κι αμέσως σκέψεις κα...

«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

«Νάρκισσος και Χρυσόστομος» του Χέρμαν Έσσε (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Χέρμαν Έσσε [Hermann Hesse] «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Άγγελος Αγγελίδης), το οποίο κυκλοφορεί στις 7 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Στην πραγματικό...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τι διαβάζουμε τώρα; Δέκα πρόσφατα βιβλία γόνιμου στοχασμού

Τι διαβάζουμε τώρα; Δέκα πρόσφατα βιβλία γόνιμου στοχασμού

Η εξέλιξη της τεχνολογίας, η δίκη του Γαλιλαίου, η αποδοχή του θανάτου, αλλά και οι προκαταλήψεις μας για τους τσιγγάνους. Δέκα βιβλία που θα μας γεννήσουν πολλά ερωτήματα και θα μας δώσουν απαντήσεις.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 10 φεμινιστικά βιβλία ξένης πεζογραφίας

Τι διαβάζουμε τώρα; 10 φεμινιστικά βιβλία ξένης πεζογραφίας

Δέκα πρόσφατα βιβλία πεζογραφίας από όλον τον κόσμο, γραμμένα από γυναίκες, με πρωταγωνίστριες θηλυκότητες, που απευθύνονται σε όλους. Ιστορίες για τις ηχηρές ή σιωπηρές επαναστάσεις των γυναικών εντός και εκτός των έμφυλων ρόλων τους, τις εκφάνσεις της αυτενέργειας και χειραφέτησής τους. Μυθιστορήματα και διηγήματα...

Τι διαβάζουμε τώρα; 6 πολύ καλά βιβλία για την επιστήμη και τον άνθρωπο

Τι διαβάζουμε τώρα; 6 πολύ καλά βιβλία για την επιστήμη και τον άνθρωπο

Τι γνωρίζουμε για τον ανθρώπινο εγκέφαλο; Τι γνωρίζουμε για την κλιματική κρίση στην Ελλάδα; Πώς καταπολεμούμε το ψυχικό τραύμα; Έξι βιβλία που προσφέρουν γνώσεις, αλλά και ελπίδα.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

ΕΠΙΣΤΗΜΗ

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2024

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα

ΦΑΚΕΛΟΙ