
Για το δοκίμιο του Γκάβιν Μιούλλερ (Gavin Mueller) «Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής, σε μετάφραση Γιώργου Καλαμπόκα και Αντώνη Φάρα, «ένα Μανιφέστο για τον σύγχρονο λουδισμό και την ταξική πάλη».
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Με αυτόν τον τίτλο οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής εγκαινίασαν τη σειρά «Συνδεσμολογίες», που αφορά σε βιβλία που μελετούν κριτικά τις τεχνολογικές αλλαγές που επιδρούν στην κοινωνική συνείδηση και στο κοινωνικό είναι. Ο συγγραφέας Γκάβιν Μιούλλερ είναι επίκουρος καθηγητής νέων μέσων και ψηφιακού πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Εδώ ξεκινά με την εξιστόρηση των γεγονότων του 1811-1812, που προκάλεσαν το σπάσιμο των μηχανών από τους λουδίτες, που πήραν το όνομά τους από τον Νεντ Λουντ [Ned Ludd], υποτιθέμενο αρχηγό της ομάδας τους.
Όμως, το Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά δεν είναι ένα βιβλίο για τον λουδισμό, αν και ξεκινά μ' αυτόν. Είναι ένα βιβλίο για τις μορφές που σήμερα, την εποχή του τεχνο-καπιταλισμού της επιτήρησης, μπορεί να πάρει η ταξική πάλη. Πυξίδα στην ανάλυση του συγγραφέα είναι το έργο του Μαρξ. Αν και ο Μαρξ στις αναλύσεις του είχε πολλές τεχνοφιλικές όψεις, στο βάθος γι’ αυτόν πρωτεύουσα σημασία είχε πάντα η ταξική πάλη και όχι, όπως του αποδίδεται λανθασμένα, η τεχνολογία. Έτσι, όπως γλαφυρά τονίζει ο Μιούλλερ, «για να είναι κανείς καλός μαρξιστής, πρέπει επίσης να είναι λουδίτης» (σ. 23). Μάλλον υπερβολική άποψη, αλλά υπάρχει βάση, ιδίως αν κανείς καταφύγει στο έργο του Μαρξ που γράφηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Γιατί έσπαγαν οι λουδίτες τις μηχανές;
Ο Μιούλλερ, λοιπόν, όσον αφορά στο σπάσιμο των μηχανών από τους λουδίτες, δεν ακολουθεί τη γραμμή τού «δεν είναι αυτό που νομίζεις». Αυτή η γραμμή δίνει μεν ελαφρυντικά στους λουδίτες που έσπαζαν τις κλωστοϋφαντουργικές μηχανές, γιατί, τάχα μου, αυτοί δεν μπορούσαν να δουν τις πραγματικές αιτίες για την απώλεια των θέσεων εργασίας τους, συνάμα όμως θεωρεί πως είτε αυτό το σπάσιμο ήταν ένα τεχνοφοβικό λάθος που έγινε για τον σωστό σκοπό είτε μια λανθασμένη αντίσταση κατά της προόδου. Ο Μιούλλερ διαφωνεί.
Γι’ αυτόν η καταστροφή των μηχανών δεν ήταν απλά έκφραση τεχνοφοβίας. Ήταν ένα μέσο αντίστασης στην εκβιομηχανιζόμενη με ταχείς ρυθμούς και τρόπους κοινωνία, οι οποίοι άλλαζαν την ίδια τη ζωή των εργαζόμενων.
Γι’ αυτόν η καταστροφή των μηχανών δεν ήταν απλά έκφραση τεχνοφοβίας. Ήταν ένα μέσο αντίστασης στην εκβιομηχανιζόμενη με ταχείς ρυθμούς και τρόπους κοινωνία, οι οποίοι άλλαζαν την ίδια τη ζωή των εργαζόμενων. Οι μηχανές απειλούσαν τον καθιερωμένο τρόπο ζωής τους. Οι λουδίτες όντως τις έσπαγαν κι η πράξη αυτή δεν ήταν μια πράξη τεχνοφοβικής διαμαρτυρίας, αλλά ταξικής αντίστασης σε αλλαγές που γίνονταν χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ζωές των ιδίων. Ήταν μια αντίσταση που στόχευε ενάντια στις απειλές για τη θέση τους στην κοινωνία.
Ο συγγραφέας δεν θέλει να δικαιολογήσει τους λουδίτες. Θέλει να τους επαινέσει. Τους δίνει εύσημα γι’ αυτό που έκαναν. Και προσφεύγει στα λόγια του Χομσμπάουμ σύμφωνα με τα οποία ο λουδισμός ήταν μια «συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης». Για τον Χομπσμπάουμ, τον Ε.Π. Τόμσον αλλά και τον Μιούλλερ, ο λουδισμός ήταν μια πρακτική πολιτικής σύνθεσης ή, με άλλα λόγια, ένα μέσο για τη συγκρότηση της εργατικής τάξης. Το σπάσιμο των μηχανών δημιούργησε δεσμούς αλληλεγγύης ανάμεσα στους κλωστοϋφαντουργούς. Ήταν μια ταξική εξέγερση. Ο λουδισμός, υπερβαίνοντας τον οικονομισμό, δείχνει πώς συγκροτείται μια τάξη. Αλλά, σε τελική ανάλυση, οι λουδίτες δεν κατέστρεφαν μόνο τις μηχανές: στα ατομικά τους εργαστήρια ενσωμάτωναν και στοιχεία των νέων τεχνολογιών κλώσης του βαμβακιού.
![]() |
Γκραβούρα (1812) που αναπαριστά τον Ned Ludd, |
Οι καπιταλισμοί των περιφράξεων
Δεν μένει όμως ο συγγραφέας μόνο στην εξιστόρηση του λουδισμού. Ο καπιταλισμός οικοδομήθηκε πάνω σε συνεχείς και διαδοχικές περιφράξεις και αποκλεισμούς, αλλά και η αντίσταση σ’ αυτόν ήταν ένας συνεχής αγώνας ενάντια σ’ αυτές τις περιφράξεις. Οι λουδίτες δεν ήταν οι πρώτοι ούτε και οι τελευταίοι που κατέστρεφαν τις μηχανές τον 18ο αιώνα. Ήταν και οι σκλάβοι στις ΗΠΑ που κατέστρεφαν τα γεωργικά εξαρτήματα στις αμερικανικές φυτείες, ήταν και αυτοί που αντιστάθηκαν στον κατακερματισμό της εργασίας που έφερε ο τεϋλορισμός και ο κατάλογος φτάνει μέχρι σήμερα.
Οι διευθυντές κατέτεμναν την εργασία σε υποσύνολα και τη χρονομετρούσαν. Αυτό σήμαινε πως οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Ο τεϋλορισμός πρόσφερε στη διοίκηση την πλήρη κυριαρχία επί της παραγωγικής διαδικασίας. Τον ενστερνίστηκε και η λενινιστική Σοβιετική Ένωση και τον απογείωσε ο Στάλιν με τον σταχανοβισμό.
Στις 11 Αυγούστου 1911 οι εργάτες χυτηρίου του Γουότερταουν Αρσενάλ στη Μασαχουσέτη αποχώρησαν ξαφνικά από τις εργασίες τους διαμαρτυρόμενοι για την εφαρμογή του χρονομέτρου στις εργασίες τους. Ένα σύστημα κατά των λουφαδόρων, ισχυρίζονταν οι βιομήχανοι, ένα σύστημα εντατικοποίησης και σωματικής, ψυχικής και πνευματικής εξάντλησης, απαντούσαν οι εργαζόμενοι. Οι διευθυντές κατέτεμναν την εργασία σε υποσύνολα και τη χρονομετρούσαν. Αυτό σήμαινε πως οι εργαζόμενοι δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Ο τεϋλορισμός πρόσφερε στη διοίκηση την πλήρη κυριαρχία επί της παραγωγικής διαδικασίας. Τον ενστερνίστηκε και η λενινιστική Σοβιετική Ένωση και τον απογείωσε ο Στάλιν με τον σταχανοβισμό. Πριν τον Λένιν όμως και η Β’ Διεθνής του Κάουτσκι είχε αποδεχτεί αυτές τις πρακτικές.
Αυτές οι μέθοδοι, σύμφωνα με τη Διεθνή, ήταν απαραίτητοι για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, ανάπτυξη που ήταν προϋπόθεση για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Το σπάσιμο των μηχανών καθυστερούσε την επανάσταση. Το Πρόγραμμα της Ερφούρτης (1891) ξεχείλιζε απ’ αυτόν τον οικονομισμό, τον οποίο συνέχισε ο Λένιν, όταν το 1917 κατέκτησε την εξουσία. Για τη Β΄ Διεθνή η ταξική πάλη ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με την τεχνολογική εξέλιξη. Την ιστορία την κατεύθυναν οι ενδογενείς δυνάμεις του καπιταλισμού. Ο Λένιν διαφωνούσε, μέχρι που κατέκτησε την εξουσία. Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (IWW), επονομαζόμενοι και Γουόμπλις, προσπάθησαν να οργανώσουν μια αντίσταση από τα κάτω κατά του τεϋλορικού ορθολογισμού και κατά της επιτάχυνσης του ρυθμού παραγωγής. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού δεν δίσταζαν να εφαρμόζουν εκτεταμένα σαμποτάζ και απεργίες. Η μάχη τους κατά των τεχνοκρατών ήταν μια μάχη κατά της πλήρους αυτοματοποίησης. Κατά των λογικών που σήμερα εκθειάζουν και αποθεώνουν οι γκουρού των νέων τεχνολογιών.
Η αυτοματοποίηση δεν αντικαθιστά απλώς κάποιες θέσεις εργασίας, αλλάζει γενικά τη θέση της εργασίας στην ιεραρχία των κοινωνικών αξιών, υποτιμώντας την.
Η αυτοματοποίηση πρέπει να επιβραδυνθεί
Ευτυχώς που από τότε υπήρχαν και κάποιοι σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν για να αντισταθούν στις λογικές της αυτοματοποιημένης προόδου. Αυτός, λίγο πριν αυτοκτονήσει, εντόπισε ως βασικό λάθος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας την πίστη της σε μια τέτοια πρόοδο που συνδέεται όχι με τα πολιτισμικά, αλλά με τα τεχνολογικά επιτεύγματα, με την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τεχνολογιών και όχι με τη ζωή των ανθρώπων. Ο Μπένγιαμιν ήταν καθαρά ένας επιβραδυντιστής, όπως τέτοιος είναι και ο συγγραφέας αυτού εδώ του δοκιμίου. Για τον συγγραφέα η αυτοματοποίηση πρέπει να επιβραδυνθεί γενικά κι όχι να χρησιμοποιηθεί γι’ άλλους λόγους απ’ αυτούς που σήμερα την χρησιμοποιούν, όπως υποστηρίζουν κάποια τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η ανεξέλεγκτη αυτοματοποίηση είναι σήμερα εχθρός της εργασίας των πολλών.
Σύμφωνα με μελέτες, έως το 2034 το 47% της συνολικής απασχόλησης στις ΗΠΑ θα είναι αυτοματοποιημένο. Μερικοί ριζοσπάστες αριστεροί θεωρούν μια τέτοια προοπτική καλοδεχούμενη για το σοσιαλιστικό μέλλον. Όχι όμως και ένας ριζοσπάστης αριστερός όπως ο Μιούλλερ. Η αυτοματοποίηση δεν αντικαθιστά απλώς κάποιες θέσεις εργασίας, αλλάζει γενικά τη θέση της εργασίας στην ιεραρχία των κοινωνικών αξιών, υποτιμώντας την. Προκαλεί πόλωση και συγκρούσεις. Και σε αντίθεση με όσους ισχυρίζονται πως αυτή εξαλείφει τις υποβαθμισμένες θέσεις εργασίας, ο συγγραφέας επιμένει πως αυτή αντικαθιστά θέσεις εργασίας μεσαίων εισοδημάτων και όχι χαμηλόμισθες θέσεις, ενώ αυξάνει τη δύναμη και τους μισθούς των διευθυντικών στελεχών.
Η αυτοματοποίηση επίσης αυξάνει τον έλεγχο των διευθυντών επί των μεσαίων και των κατώτερων εργαζόμενων.
Η αυτοματοποίηση επίσης αυξάνει τον έλεγχο των διευθυντών επί των μεσαίων και των κατώτερων εργαζόμενων. Σ’ αυτή την αυτοματοποίηση στις ΗΠΑ αντιστάθηκε μια αποσχισθείσα από τον τροτσκισμό τάση, με ευρύτερη απήχηση, με τ’ όνομα «Τζονσον-Φόρεστ». Αν και οι εσωτερικές αντιθέσεις του Τζόνσον, δηλαδή του μεγάλου ακτιβιστή και συγγραφέα από το Τρινιδάδ Σ.Λ.Ρ. Τζέιμς, με τη Φόρεστ, το ψευδώνυμο της Ράγια Ντουναγέφκαγια, συνεργάτιδας του Τρότσκι, την έφθειραν. Ο «Τζόνσον» ήθελε τη χρήση του αυτοματισμού για τους σκοπούς του σοσιαλισμού, ενώ η «Φόρεστ» την απέρριπτε καθ’ ολοκληρία. Για την Ντουναγέφσκαγια (Φόρεστ), ο αυτοματισμός στις αυτοκινητοβιομηχανίες διαπερνούσε κατά μήκος τις ταξικές διαιρέσεις και αποδυνάμωνε την αντίσταση των εργαζόμενων απέναντι στη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας τους. Ζητούσε συνεπώς απεργίες κατά αυτών των εξελίξεων. Απεργίες που υπονόμευσαν οι ηγέτες των συνδικάτων αυτοκινητοβιομηχανίας. Την ίδια στιγμή απλοί εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία, όπως ο Τσάρλς Ντένμπυ, κατέγραφαν τις μαρτυρίες των εργαζόμενων και προχωρούσαν σε προτάσεις για εναλλακτικά οράματα συνθηκών εργασίας. Η Ντουναγέφσκαγια υπέβαλλε σε κριτική και την άποψη του Μαρκούζε, όπως αυτός την ανέπτυξε στον Μονοδιάστατο άνθρωπο, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχαν πλέον στο εργατικό κίνημα αντιστάσεις κατά του αυτοματισμού στα σημεία παραγωγής. Η Ντουναγέφσκαγια κατέθεσε συγκεκριμένα παραδείγματα από τους ταξικούς αγώνες της εποχής που βεβαίωναν για το αντίθετο.
Ο χάι-τεκ καπιταλισμός
Στη συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει τους αγώνες των λιμενεργατών στις αποβάθρες κατά της αυτοματοποίησης, κατά της «κοντεϊνεροποίησης», αλλά και την αντίθεση και τους τρόπους αντίστασης των μαύρων εργαζόμενων και των γυναικών κατά της αυτοματοποίησης. Για να ολοκληρώσει αυτή τη σύντομη αλλά τόσο περιεκτική περιδιάβασή του στα μονοπάτια της αντίστασης κατά του αυτοματισμού και του συνεπαγόμενου κατακερματισμού της εργασίας με την αναφορά του στον χάι-τεκ λουδισμό.
Ο συγγραφέας βλέπει στο πρόσωπο των χάκερ τους χάι-τεκ λουδίτες, τους αντιστασιακούς κατά των διάφορων Τζομπς και Μασκ, κατά της υπολογιστικοποίησης της ζωής των ανθρώπων και κατά του καπιταλισμού της επιτήρησης.
Αυτός ο νέος λουδισμός γεννήθηκε ως αντίσταση στη μαζική είσοδο στις εργασιακές διαδικασίες των ατομικών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εδώ ο Μιούλλερ, ακολουθώντας τις επεξεργασίες μιας μη μαρξίστριας, όπως είναι η Σοσάνα Ζούμποφ, αντιλαμβάνεται τους υπολογιστές ως σημείο ανάφλεξης της ταξικής πάλης, την οποία γεννά η επέκταση του ελέγχου που αυτοί επιβάλλουν επί των εργαζόμενων. Οι υπολογιστές μεταθέτουν τις δεξιότητες των εργαζόμενων απ’ ένα σύνολο σωματοποιημένων καθηκόντων σ’ ένα σύνολο αφηρημένων οδηγιών. Ο συγγραφέας βλέπει στο πρόσωπο των χάκερ τους χάι-τεκ λουδίτες, τους αντιστασιακούς κατά των διάφορων Τζομπς και Μασκ, κατά της υπολογιστικοποίησης της ζωής των ανθρώπων και κατά του καπιταλισμού της επιτήρησης. Ενώ καταγράφει και τα κινήματα που με το σαμποτάζ τους «σπάζουν» σήμερα τους υπολογιστές. Σαμποτάρουν αυτές τις «μηχανές παραγωγής κατάθλιψης που συνιστούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» (σ. 181). Δεν ξεχνά επίσης να τονίσει τη σημασία των κινημάτων που επιζητούν την ελευθερία των λογισμικών.
Ο Μιούλλερ απορρίπτει την αντίληψη που θέλει η πραγματικότητα μιας εποχής να εξαντλείται στα στατιστικά δεδομένα. Για να αναλύσει αυτή την πραγματικότητα καταφεύγει στις βιωμένες εμπειρίες των υποκειμένων της ιστορίας, όπως είναι η εργατική τάξη, οι μαύροι εργαζόμενοι στις ΗΠΑ, οι γυναίκες εργάτριες, οι χάκερ. Ο συγγραφέας προσεγγίζει τον λουδισμό ως κίνημα αντίστασης στην αλλαγή των τρόπων ζωής, ως μορφή μετάβασης από την προβιομηχανική στη βιομηχανική κοινωνία. Με τον ίδιο τρόπο εξετάζει και τις αντιστάσεις κατά των νέων τεχνολογιών αιχμής.
Σίγουρα η προσέγγισή του δεν είναι εύκολη, γι’ όσους και όσες έχουν μάθει να ζουν με τις τεχνολογίες.
Σίγουρα η προσέγγισή του δεν είναι εύκολη, γι’ όσους και όσες έχουν μάθει να ζουν με τις τεχνολογίες. Αλλά το μείζον σ’ αυτό εδώ το εξαιρετικό βιβλίο δεν είναι η αμφισβήτηση των τεχνολογιών, αλλά η κατάφαση στην ανάγκη να επιστρέψουμε σε εποχές που οι άνθρωποι στο εργασιακό τους περιβάλλον επικοινωνούσαν ο ένας με τον άλλο και οι εργασιακές τους σχέσεις δεν ήταν ανταγωνιστικές αλλά σχέσεις αλληλεγγύης. Ουτοπία; Ίσως. Αλλά ωραία ουτοπία και όχι δυστοπία όπως είναι η πραγματικότητα των σημερινών Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Από την άλλη, σίγουρα έχει δίκιο όταν επισημαίνει πως η «υπολογιστικοποίηση» οδηγεί στο άδειασμα της ιδιωτικότητας για χάρη των εταιρειών και των εξουσιών, αλλά εδώ προβάλλει και το ερώτημα πώς θα μοιάζει ο κόσμος αν επιστρέψουμε σ’ ένα κόσμο χωρίς τεχνολογίες αιχμής.
Πολύ καλή η δουλειά των δυο μεταφραστών και πρωτότυπη η ιδέα τους να χρησιμοποιούν εναλλάξ τη χρήση αρσενικού και θηλυκού ώστε να αποφεύγεται η χρήση μόνο του αρσενικού γένους.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ. Κοινωνιολογίας. Το νέο του βιβλίο «Τι δημοκρατίες θα υπάρχουν το 2050; – Μεταδημοκρατία, μεταπολιτική, μετακόμματα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το οξυδερκές συμπέρασμά της (της Ζούμποφ) ήταν ότι ο ίδιος ο υπολογιστής παρείχε επίσης στη διοίκηση λεπτομερή καταγραφή της συμπεριφοράς κάθε εργαζόμενου καθώς και της συνολικής εργασιακής διαδικασίας, εκπληρώνοντας τις πιο τρελές φαντασιώσεις της προηγούμενης γενιάς διευθυντών της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας. Και καθώς η υπολογιστικοποίηση γινόταν κάτι περισσότερο από εργαλείο μάνατζμεντ, μετέτρεπε τον χώρο εργασίας σε πανοπτικόν, όπως το περιγράφει ο Μισέλ Φουκώ, όπου ένα περιβάλλον καθολικής επιτήρησης ωθεί στην εσωτερίκευση των επιταγών της εξουσίας. Η εξουσία, έχοντας μετατραπεί σε δεδομένα, αντικειμενικοποιείται, γίνεται γεγονός που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει» (σ. 149).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γκάβιν Μιούλλερ είναι Επίκουρος Καθηγητής Νέων Μέσων και Ψηφιακού Πολιτισμού στο Τμήμα Σπουδών ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Διδάσκει επίσης Μαρξιστική Θεωρία για τις Κριτικές Σπουδές MA στο Sandberg Instituut. Είναι ο συγγραφέας των Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά και Media Piracy in the Cultural Economy (Routledge 2019). Είναι κάτοχος διδακτορικού στις Πολιτιστικές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο George Mason.