eliot fantastiki synenteyski

Με αφορμή το βιβλίο του Τ.Σ. Έλιοτ [T.S. Eliot] «Για την ποίηση» (μτφρ. Στέφανος Μπεκατώρος, εκδ. Πατάκη), ακολουθεί μια φανταστική συνέντευξη με τον σπουδαίο ποιητή και κριτικό, με υποθετικές ερωτήσεις μα αληθινές απαντήσεις, βασισμένες στο βιβλίο του.

Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης

Ποιητική δημιουργία και κριτική. Δύο ιδιότητες που συχνότερα συγκρούονται παρά αλληλοσυμπληρώνονται. Σπανιότερα, προκύπτει η ευτυχής συγκυρία να συνδυάζονται σε ένα πρόσωπο, οπότε τόσο η τέχνη όσο και ο αναγνώστης επωφελούνται στον μέγιστο βαθμό. Η πρόσφατη κυκλοφορία τού Για την ποίηση από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση του Σ. Μπεκατώρου, ήταν η αφορμή να φέρουμε τον συγγραφέα του, τον Τ.Σ. Έλιοτ, στο παρόν για μια μεστή αν και σύντομης διάρκειας κουβέντα, ζωντανεύοντας τον ποιητή μαζί με το έργο του.

Στα επτά προσεκτικά επιλεγμένα δοκίμια του βιβλίου εμπεριέχεται το απόσταγμα της κριτικής σκέψης του μεγάλου ποιητή, και μολονότι δεν μπορούμε επουδενί να καυχηθούμε ότι καλύψαμε όσα αξίζει να ειπωθούν, ευελπιστούμε ότι εκείνα που στη συνέχεια παραθέτουμε, θα αποτελέσουν αφορμή δημιουργικού διαλόγου.

patakis eliot gia tin poiisi

Μία από τις βασικές διδαχές σας είναι αυτό που αναφέρετε στο πρώτο και ίσως πιο δημοφιλές σας δοκίμιο με τίτλο «Η παράδοση και το ατομικό τάλαντο», ότι «μέρος της επιτυχίας του ποιητή είναι ο παραδομός (surrender) στην παράδοση (tradition) εις βάρος της σχέσης που έχει με τα βάσανα του συγγραφέα του… μια αδιάκοπη αυτοθυσία, μια συνεχής εξάλειψη της προσωπικότητας». Μπορείτε να το διασαφηνίσετε για το αναγνωστικό κοινό;

Θεωρώ ότι η πράξη της ανάγνωσης ενός ποιήματος, του έργου τέχνης, είναι ταυτόχρονα και μια πράξη παράδοσης, παρόμοια με ερωτική ή θρησκευτική εμπειρία. Πρόκειται για την εισβολή τού άχρονου στο πεπερασμένο, το σημείο συνάντησης του παρελθόντος με το παρόν, σε μια σχέση αρμονικής ζεύξης. Ο παραδομός του υποκειμένου συναντά τη μακραίωνη παράδοση, η οποία οδηγεί στην αλληλοπεριχώρηση, οπότε τα βάσανα του συγγραφέα, η καθημερινή τριβή με το ασήμαντο χάνεται κι απομένει στη θέση της η «ταυτόχρονη ύπαρξη». Πρόκειται για το αντίστοιχο της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, όπου ο δημιουργός παραδίδεται στην παράδοση (tradition) για να αναδυθεί στη συνέχεια ως οργανικό τμήμα της.

Εκείνος που επιζητά την ουσιαστική αλλαγή, οφείλει πρώτα να αναγνωρίσει το μόνιμο στοιχείο σε όσα μέσω του παρελθόντος κατέληξαν στο παρόν, καθότι μόνο σε σχέση με αυτό μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί. Τότε μόνο το αδιαπέραστο θα γίνει διαπερατό και το παρόν ίσως γίνει άξιο λόγου μέλλον.

Στη λογική αυτή, η όποια αλλαγή δεν προκύπτει από το σχίσμα, τη ρήξη με το παρελθόν, την οποία θεωρώ εκ των πραγμάτων αδύνατη, αλλά από τον ειλικρινή εναγκαλισμό με κάτι που μας υπερβαίνει, ενώ την ίδια στιγμή μας εμπεριέχει. Εκείνος που επιζητά την ουσιαστική αλλαγή, οφείλει πρώτα να αναγνωρίσει το μόνιμο στοιχείο σε όσα μέσω του παρελθόντος κατέληξαν στο παρόν, καθότι μόνο σε σχέση με αυτό μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί. Τότε μόνο το αδιαπέραστο θα γίνει διαπερατό και το παρόν ίσως γίνει άξιο λόγου μέλλον.

Τι εννοείτε όταν λέτε ότι «όχι μόνο τα καλύτερα, αλλά και τα πιο προσωπικά μέρη του έργου του ποιητή είναι ίσως εκείνα που οι πεθαμένοι ποιητές, οι πρόγονοί του, βεβαιώνουν με τον πιο σταθερό τρόπο την αθανασία τους;» Πώς εννοείτε τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν στο έργο του δημιουργού;

Ο δημιουργός οφείλει να έχει ιστορική αίσθηση. Αυτό σημαίνει ότι βρίσκεται εν τω μέσω μιας συνέχειας, η οποία ξεκινάει από τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Σαίξπηρ και καταλήγει στο παρόν του. Εκ των πραγμάτων, αποδεχόμενος ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αλυσίδας αυτής, οφείλει να αντιπαρατεθεί με το έργο των προγόνων του, εξού κι αυτό που αναφέρω ως τα «καλύτερα μέρη» του έργου του. Δυσβάστακτο βάρος, αλλά ίσως το μόνο εγχείρημα άξιο λόγου για εκείνον που παρακινείται από τη δίψα της αιωνιότητας, χωρίς να υποκύπτει στωικά και ηττοπαθώς στο βάρος της παράδοσης.

Από την άλλη πλευρά, όταν αναφέρομαι στα πιο «προσωπικά μέρη», ουσιαστικά είναι κάτι πιο βαθύ, το οποίο ο δημιουργικός εαυτός αναγνωρίζει αυθόρμητα. Πρόκειται για τη συνέχεια, για το γεγονός ότι εκείνα που αναβλύζουν εντός του προέρχονται από μια κοινή πηγή, την οποία μοιράζεται με τους πεθαμένους ποιητές και αναδεικνύονται ως προσωπική και ταυτόχρονα συλλογική πηγή έμπνευσης. Ο δημιουργός είναι καταδικασμένος να αναζητά μόνιμα και απεγνωσμένα την αθανασία, καθώς τίποτα λιγότερο δεν είναι ανεκτό, αν επιθυμεί να ζήσει παραπάνω από το βιολογικό του όριο.

eliot fantastiki synenteuksi 02

Αναφέρετε σε ένα σημείο ότι «ουδείς καλλιτέχνης, όποιας τέχνης, έχει ολόκληρο το νόημά του ως μεμονωμένο άτομο. Η σπουδαιότητά του, η αξιολόγησή του είναι η αξιολόγηση της σχέσης του με τους πεθαμένους ποιητές και καλλιτέχνες. Ουδείς μπορεί να αποτιμήσει μεμονωμένα την αξία του. Πρέπει να την τοποθετήσει ανάμεσα στους πεθαμένους για σύγκριση και αντιπαράθεση». Εκτός του ότι μια τέτοια απόφανση στην εποχή του άκρατου σχετικισμού που αρνείται τις αυθεντίες και αποδέχεται όλες τις απόψεις περί αισθητικής, δεν θεωρείτε ότι είναι εξαιρετικά σκληρό και επώδυνο για τους ίδιους τους δημιουργούς;

Θεωρώ ότι εκφράζω το αυτονόητο. Δεν μπορείς να θεωρηθείς δημιουργός εφόσον δεν κατέβεις στην αρένα της ιστορίας με θεατές εκείνους που σε δίδαξαν την τέχνη που ασκείς. Αν οι ορίζοντές σου εξαντλούνται στην αναμέτρηση με το αγοραίο γούστο που βολικά επιθυμεί να αυτονομηθεί και να απομονωθεί ώστε να μην χρειαστεί να αξιολογηθεί παρά μόνο με το πόσο αποδεκτό γίνεται σε βάθος ελάχιστου χρόνου, τότε θα λάβεις το χλιαρό χειροκρότημα αλλά όχι τον έπαινο. Ο σχετικισμός στο γούστο δεν οδηγεί στις κορυφές που η αυτοεκτίμηση του αληθινού καλλιτέχνη απαιτεί, αλλά στη μετριότητα που καραδοκεί να αρπάξει εκείνους που αναζητούν έξω από τον εαυτό τους την εκτίμηση των πολλών.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, η απάντηση είναι απλή: η δημιουργία, κάθε δημιουργία, είναι επώδυνη. Ποιος πραγματικός καλλιτέχνης δεν υπέφερε στη ζωή του; Και δεν αναφέρομαι προφανώς στις εξωτερικές / υλικές συνθήκες. Ποιος δεν έζησε το μαρτύριο του να συγκριθεί εκεί που πραγματικά έχει σημασία, μέσα του, με τα αγάλματα των προγόνων του, καταναλώνοντας τη φλόγα του κεριού του για να αγγίξει ή αν μπορέσει να ξεπεράσει εκείνους που τον γέννησαν και τον έθρεψαν; Αν δεν είναι ικανός να αντέξει αυτή τη σκληρότητα και τον διαρκή πόνο, θα ήταν προτιμότερο να μη ασχοληθεί. Δεν έχουμε πλέον χρεία μετρίων.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διάκριση που κάνετε μεταξύ Εξωτερικής Αυθεντίας και Εσωτερικής Φωνής όσον αφορά το μέγα ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής. Παίρνετε θέση υπέρ της πρώτης, λέγοντας ότι οι δεύτεροι «δεν πρόκειται να ενδιαφερθούν για την προσπάθεια να βρούμε κάποιες κοινές αρχές, όπου θα στηρίξουμε την κριτική μας. Γιατί να έχει κανείς αρχές, αφού έχει την εσωτερική φωνή; Αν μου αρέσει κάτι, αυτό είναι όλο κι όλο ό,τι θέλω». Δεν θεωρείτε ότι αυτός ο δυισμός είναι υπεραπλουστευμένος και ουσιαστικά οδηγεί σε μια άκριτη αποδοχή των πάσης φύσεως αυθεντιών, καθυποτάσσοντας την ατομικότητα;

Θα ήταν πιο ολοκληρωμένη η ερώτηση, εάν προσθέτατε τη συνέχεια όπου αναφέρω ρητά ότι «δεν θέλουμε αρχές, θέλουμε ανθρώπους». Θεωρώ ότι από εκεί ξεκινά το πρόβλημα, καθώς στην πραγματικότητα όταν σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο δεν μας αφορά η τέχνη. Αυτό που πραγματικά μας ενδιαφέρει είναι η υποκειμενικότητά μας, αυτό που ονομάζω «φιλελευθερισμό» και στον οποίο ως Χριστιανός και Μοναρχικός αντιτίθεμαι. Ζούμε στη δικτατορία του υποκειμενισμού, της σχετικότητας όλων και τα αποτελέσματα είναι ορατά παντού: μέτριας ποιότητας δημιουργία, κραυγές που αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο, χασμωδία και θόρυβος μιας ορχήστρας χωρίς Διευθυντή, όπου ο καθένας διαθέτει το προσωπικό του «γούστο», το οποίο προφανώς ταυτίζει με το εγώ του, αυτή την εσωτερική φωνή που για κάποιο λόγο θεωρεί ότι όχι μόνο δικαιούται να εκφέρει, αλλά απαιτεί να ακουστεί.

Ζούμε στη δικτατορία του υποκειμενισμού, της σχετικότητας όλων και τα αποτελέσματα είναι ορατά παντού: μέτριας ποιότητας δημιουργία, κραυγές που αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο, χασμωδία και θόρυβος μιας ορχήστρας χωρίς Διευθυντή, όπου ο καθένας διαθέτει το προσωπικό του «γούστο», το οποίο προφανώς ταυτίζει με το εγώ του, αυτή την εσωτερική φωνή που για κάποιο λόγο θεωρεί ότι όχι μόνο δικαιούται να εκφέρει, αλλά απαιτεί να ακουστεί.

Πώς λοιπόν να καταλήξουμε σε κάποιες κοινές αρχές εφόσον η Δημοκρατία του κοινού γούστου καθιστά τον κριτικό άχρηστο, μία ακόμη φωνή εν μέσω των άλλων; Εμείς οι οπαδοί της παράδοσης και της συσσωρευμένης σοφίας του χρόνου συνεχίζουμε ενάντια στο ρεύμα.

Δηλώνετε στη «Λειτουργία της κριτικής» ότι «Ο πολλαπλασιασμός των βιβλίων κριτικής δημιουργεί λαθεμένο γούστο που οδηγεί στην ανάγνωση βιβλίων για έργα τέχνης και όχι στα ίδια τα έργα, παρέχοντας ίσως γνώμη, όχι όμως καλλιεργημένο γούστο». Η διάκριση αυτή, ιδίως στην εποχή της πληροφορίας και των κοινωνικών δικτύων, πόσο ουσιαστική είναι και τι επιπτώσεις έχει στο αναγνωστικό κοινό;

Έχω συχνά τονίσει, και στα κείμενα που παρατίθενται στην εν λόγω έκδοση, το πώς διαμορφώνεται το γούστο και πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του κριτικού ως προς αυτό. Η πολυμάθεια δεν είναι per se απόδειξη καλλιέργειας, αφού συχνά προσφέρει την ψευδαίσθηση της επάρκειας, ενδύοντας τον κριτικό με ένα πέπλο παντογνωσίας. Εκείνος που έχει έφεση στις θεωρητικές κατασκευές, κινδυνεύει να γίνει έρμαιό τους, επιβάλλοντας τον εαυτό του επάνω στο έργο, με αποτέλεσμα τη σύγχυση γούστου και γνώσεως, με το δεύτερο να αποκλείει υπόρρητα το πρώτο. Εφόσον μάλιστα ο κριτικός διαθέτει το ανάστημα και την αναγνώριση, μπορεί να συμπαρασύρει το ανύποπτο κοινό που αναζητεί σε εκείνον την καθοδήγηση. Κατ’ αυτή την έννοια, ποτέ το κριτικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να υπερκαλύπτει το έργο τέχνης, παρά μόνο να το ερμηνεύει δημιουργικά.

eliot fantastiki synenteuksi 03

Τι εννοείτε όταν λέτε ότι «Κάθε μεγάλη ποίηση δίνει την ψευδαίσθηση μιας άποψης για τη ζωή» και λίγο πιο κάτω «… επειδή κάθε ακριβής συγκίνηση απαιτεί μια διανοητική διατύπωση». Τελικά είναι κάτι που δεν ισχύει («ψευδαίσθηση») και γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι το έχουν ανάγκη;

Σε αυτό το σημείο επικρατεί μεγάλη σύγχυση που εδράζεται κυρίως στο ότι οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν την τέχνη χρησιμοθηρικά. Εφόσον ο δημιουργός κρύβει ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα πίσω από το έργο του (το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση του Δάντη αλλά όχι του Σαίξπηρ, όπως αναφέρω ρητά), τότε αυτό αφενός τον κατοχυρώνει στη συνείδηση των πολλών κι αφετέρου καθιστά και το έργο του χρήσιμο σε κάτι, εκτός της απόλαυσης που αποτελεί το μείζον στην τέχνη.

Όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή, ξεχνούν ότι έργο του δημιουργού είναι να μετατρέπει την ανθρώπινη εμπειρία και τις πράξεις σε τέχνη. Όσο πληρέστερα το κάνει τόσο περισσότερο δίνει την ψευδαίσθηση ότι προσφέρει ένα σύστημα σκέψης που καλύπτει με το πέπλο της την ίδια την εμπειρία. Το ανθρώπινο μυαλό έχει αυθόρμητα την τάση να κάνει αναγωγές και να γενικεύει. Επομένως στην έντονη συγκινησιακή εμπειρία αναζητά αυτόματα τη θεωρητική της διατύπωση, τουτέστιν τον στοχαστή πίσω από τον καλλιτέχνη. Παραμένει όμως διακριτή η σχέση αυτή, αν και ενίοτε συμπίπτει. Απλά το κοινό προτιμά να λαμβάνει από την ίδια πηγή τα πάντα ή έστω να εργαλειοποιεί το συναίσθημα ώστε να καταλήξει σε κάτι κοινωνικά ή προσωπικά ωφέλιμο. 

Στο άρθρο με τίτλο «Η χρήση της ποίησης και η χρήση της κριτικής» αναφέρετε ότι «ο εξαιρετικός αναγνώστης είναι εκείνος που καθώς περνάει ο χρόνος ταξινομεί και συγκρίνει τις εμπειρίες του… Η απόλαυση μεγεθύνεται και γίνεται αξιολόγηση, πράγμα που προσθέτει ένα διανοητικότερο στοιχείο στην ένταση του συναισθήματος». Και συνεχίζετε λέγοντας ότι επομένως και η κριτική «όπως κάθε φιλοσοφική δραστηριότητα είναι αναπόφευκτη και δεν χρειάζεται υπεράσπιση. Κάνοντας την ερώτηση ‘Τι είναι ποίηση;’ θέτουμε ως προϋπόθεση τη λειτουργία της κριτικής». Μπορείτε να το αναλύσετε;

Πρόκειται για δύο διαφορετικά ερωτήματα που τελικά συγκλίνουν. Καταρχάς ο αναγνώστης και ο τρόπος με τον οποίον διαμορφώνεται συν τω χρόνω. Ξεπερνώντας το πρωτόλειο στάδιο της ταύτισης με την τέχνη μέσω της προσωπικής εμπειρίας και συγκεκριμένων γεγονότων, αποκτά βιώματα. Η απόλαυση της τέχνης ξεφεύγει από το πρώτο επίπεδο της ανακάλυψης και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σύνδεσης με το παρελθόν, οπότε αίφνης μετατρέπεται σε αξιολόγηση. Η αξιολόγηση προϋποθέτει την ταξινόμηση και εν συνεχεία τη σύγκριση, καθώς τίποτα στην τέχνη δεν στέκει αυτόνομα, παρά σε σχέση με κάτι άλλο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο αναγνώστης παραλαμβάνει το συναίσθημα και το επικαλύπτει με το διανοητικό στοιχείο που του προσθέτει η ταξινόμηση / σύγκριση. Το αποτέλεσμα είναι πως η απόλαυση της τέχνης μετασχηματίζεται σε κάτι καθολικό αφού συνδυάζει το πνεύμα και το συναίσθημα.

Η αξιολόγηση προϋποθέτει την ταξινόμηση και εν συνεχεία τη σύγκριση, καθώς τίποτα στην τέχνη δεν στέκει αυτόνομα, παρά σε σχέση με κάτι άλλο.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, εφόσον έχουμε αποδεχθεί την αξία του διανοητικού στοιχείου (αξιολόγηση / ταξινόμηση / σύγκριση), ο ρόλος του κριτικού καθίσταται εξίσου απαραίτητος, καθώς συνεισφέρει με το φιλοσοφικό του βάθος, προσφέροντας τα εργαλεία σε εκείνον που είναι έτοιμος να τα δεχτεί. Ποίηση και τέχνη, επομένως, χωρίς κριτική δεν μπορεί να υπάρξει, δεδομένου μάλιστα ότι ο πρώτος κριτικός του έργου του είναι ο ίδιος ο δημιουργός.

eliot fantastiki synenteuksi 04

Στη συνέχεια κάνετε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, την οποία δεν θα παραθέσω verbatim αλλά σε περίληψη: ο μέσος αναγνώστης όταν έρχεται σε επαφή με ένα απαιτητικό έργο δεν το προσεγγίζει σε κατάσταση ευαισθησίας, αλλά επιχειρεί να φανεί έξυπνος ώστε να κατανοήσει το νόημα και να μην ξεγελαστεί. Αντίθετα, ο πιο εξοικειωμένος αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το νόημα, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Θεωρείτε ότι το ζήτημα της κατανόησης είναι όντως δευτερεύον;

Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται ακριβώς στην κατανόηση του έργου, όσο στη βαθύτερη ανάγκη του κοινού να εργαλιοποιήσει αυτό που διαβάζει, να αρμέξει κάθε δυνατό νόημα, ώστε να το χρησιμοποιήσει στην καθημερινότητά του. Ως αποτέλεσμα, όταν βρίσκεται μπροστά σε ένα πόνημα που εκ πρώτης διατηρεί κρυφά τα χαρτιά του, αρνούμενο να υποταχθεί στην άμεση προσέγγιση, ο άπειρος αναγνώστης εισέρχεται σε κατάσταση ανταγωνισμού με τον δημιουργό, προσπαθώντας να φανεί πιο έξυπνος, να καταλάβει την παγίδα, να εντοπίσει πρώτος τον θησαυρό. Πρόκειται φυσικά για λανθασμένη οπτική που τελικά υποτιμά και τα δύο μέρη αφήνοντας ανεκμετάλλευτη τη δυναμική τους.

Εν αντιθέσει, ο ώριμος αναγνώστης, έχοντας την αυτοπεποίθηση που προσφέρει η εμπειρία του αφήνεται στη γοητεία του έργου, γνωρίζοντας ότι η κατανόηση θα ακολουθήσει στην ώρα της. Είναι δεν πιθανόν να μην προκύψει καν με την πρώτη επαφή, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται μικρότερη απόλαυση. Απολαμβάνουμε έργα των οποίων πλευρές συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε κάθε φορά που τα προσεγγίζουμε. Εξάλλου πλήρης κατανόηση δεν θα επέλθει ποτέ, δεδομένου ότι κι εμείς ως οντότητες αλλάζουμε διαρκώς.

Στο κεφάλαιο με τίτλο «Τα όρια της κριτικής» αναφέρετε ότι «μια ερμηνεία αξίζει επειδή είναι η δική μου ερμηνεία» και καταλήγετε λέγοντας το εξαιρετικό κατά τη γνώμη μου «μια έγκυρη ερμηνεία, πιστεύω, πρέπει να είναι ερμηνεία των συναισθημάτων μου όταν διάβαζα το ποίημα». Τελικά αυτή είναι η καθοδηγητική αρχή για τον κριτικό;

Πάντα θα προτάσσουμε το εγώ μας, όσο κι αν ταυτόχρονα επιχειρούμε να το υποτάξουμε –τουλάχιστον οι πλέον έντιμοι– στο έργο και τις ανάγκες του. Ακόμα και η διαδικασία επιλογής ερμηνειών συγκλίνει σε αυτό. Γιατί εκείνη κι όχι την άλλη; Ουδείς μπορεί να προφυλαχθεί από τον υποκειμενισμό του και σε τελική ανάλυση θα προκρίνει αυτό που συνάδει περισσότερο με τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία του. Προφανώς υπάρχουν εργαλεία βάσει των οποίων ο κριτικός παλεύει ενάντια στην αυθαιρεσία του «γιατί έτσι μου αρέσει». Τα όριά του και η αδυναμία του αντισταθμίζονται από την επίγνωση τους, αλλά κι από την εμπειρία του βάσει της διαδικασίας που περιέγραψα σε άλλο ερώτημα (ταξινόμηση / σύγκριση).

Ουδείς μπορεί να προφυλαχθεί από τον υποκειμενισμό του και σε τελική ανάλυση θα προκρίνει αυτό που συνάδει περισσότερο με τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία του. Προφανώς υπάρχουν εργαλεία βάσει των οποίων ο κριτικός παλεύει ενάντια στην αυθαιρεσία του «γιατί έτσι μου αρέσει». Τα όριά του και η αδυναμία του αντισταθμίζονται από την επίγνωση τους, αλλά κι από την εμπειρία του βάσει της διαδικασίας που περιέγραψα σε άλλο ερώτημα (ταξινόμηση / σύγκριση).

Στη λογική αυτή, ο κριτικός δεν κάνει τίποτα περισσότερο από τα να ερμηνεύει, δηλαδή να θεωρητικοποιεί τα συναισθήματα που το έργο του υπέβαλε. Το έργο καθοδηγεί τον κριτικό και ποτέ το αντίθετο. Διαβάζω σημαίνει συναισθάνομαι και εν συνεχεία σκέφτομαι, δηλαδή ερμηνεύω. Το πώς θα ερμηνεύσω, είναι από εκεί και πέρα, μια διαδικασία επίπονη, καθώς θα πρέπει να βάλω σε λέξεις το συναίσθημα και να το κάνω λόγο. Και ο λόγος είναι όρια, είναι επιλογές, είναι απορρίψεις, είναι ξεδιάλεγμα. 

Χρησιμοποιείτε την έκφραση «δικαστική έδρα» όσον αφορά το κριτικό σας έργο. Θεωρείτε ότι ο κριτικός πρέπει να έχει προσόντα παρόμοια με εκείνα ενός δικαστή που θέλει να εκδώσει δικαστική απόφαση: έλλειψη προκατάληψης, σοφία, αίσθηση του δικαίου, μετριοπάθεια, ταπεινοσύνη. Θεωρείτε ότι είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Και εάν ναι, είναι και σωστό; Τελικά ποιος κρίνει τους κρίνοντες; Εκτός εάν υπάρχει κάποιο ανώτερο δικαστήριο και για εκείνους.

Κατανοώ τις αντιρρήσεις σας και οφείλω να πω ότι είχα διαφορετική αντιμετώπιση στο θέμα αυτό ως νεότερος όταν επιχειρούσα με ζέση να σταθώ άξιος μπροστά σε αυτό το Δικαστήριο που το αποτελούσαν οι μεγάλοι Πρόγονοι, όλοι εκείνοι που έφεραν κι εμένα εδώ σε αυτή τη θέση. Πλέον αναγνωρίζω το ατελέσφορο των μεγαλεπήβολων προθέσεων, όντας πιο ανεκτικός απέναντι στις ανθρώπινες συμπεριφορές. Εντούτοις, αν δεν ξεκινήσεις αναζητώντας τα κρυφά μονοπάτια που οδηγούν στην κορυφή του Ολύμπου, κινδυνεύεις να καταλήξεις στο έλος χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Τα προσόντα που έθεσα ως προαπαιτούμενα υπήρξαν εκείνα που πρώτος εγώ έθεσα για τον εαυτό μου και τίποτα λιγότερο από αυτά δεν ανέχθηκα στο κριτικό μου έργο. Ως παραδοσιοκράτης χριστιανός (το έχω δηλώσει συχνά), αποδεχόμενος την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης, δεν θεωρώ ότι είναι ανέφικτη αυτού του είδους η τελείωση, ιδωμένη ως δρόμος της Αρετής που δεν επιδέχεται παρακάμψεις, αλλά στοχεύει στην καρδιά της Αλήθειας. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, όλοι κρίνονται. Κυρίως από το έργο τους. Ποτέ δεν φοβήθηκα τη σύγκριση με το παρελθόν, καθώς ο ποιητής και ο κριτικός αναπόφευκτα θα κριθεί με τα κριτήρια του παρελθόντος, εφόσον στοχεύει στο μέλλον.

eliot fantastiki synenteuksi 01

Στα «Όρια της κριτικής» γράφετε ότι «οφείλω τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη στον κριτικό εκείνο που με κάνει να κοιτάξω κάτι που ποτέ πριν δεν κοίταξα ή το κοίταξα με μάτια θολά από την προκατάληψη. Από το σημείο αυτό και πέρα πρέπει να βασιστώ στη δική μου αισθαντικότητα, ευφυΐα και φρόνηση». Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στο ότι μιλάτε ταυτόχρονα ως κριτικός και ως αναγνώστης…

Προϋπήρξα, όπως όλοι μας, αναγνώστης πριν γίνω δημιουργός και μετά κριτικός. Αυτή είναι η συνήθης πορεία των πραγμάτων. Οφείλεις να μαθητεύσεις προτού αποφασίσεις να διδάξεις. Ιδίως σε νεαρή ηλικία, όπου το νεανικό σφρίγος θολώνει την όραση σε αναζήτηση του απόλυτου, ελλείψει της εμπειρίας και των βιωμάτων που φέρνει ο χρόνος. Αυτός είναι ο ρόλος του κριτικού, ενός ανθρώπου που θα δείξει μεν τον δρόμο χωρίς όμως να αναλάβει το βάρος και την ευθύνη που συνεπάγεται η ολοκληρωμένη επαφή με το έργο.

Κάθε ανάγνωση είναι τελικά ανάληψη ευθύνης από τον αναγνώστη που επιχειρεί αδιαμεσολάβητη σύνδεση με το ποίημα, το έργο τέχνης. Η φασματική παρουσία του κριτικού είναι προσωρινή και οφείλει να περιοριστεί και να οριοθετηθεί, αφήνοντας την ελευθερία στο υποκείμενο να σταθεί στα δικά του πόδια – όχι τα ξύλινα της κριτικής. Αισθαντικότητα, ευφυΐα και φρόνηση: αυτά είναι τα εργαλεία, αν θέλετε οι ποιότητες του συνειδητού αναγνώστη που με τη σειρά του μετατρέπεται σε κριτικό, αφομοιώνοντας τις διδαχές του δεύτερου και ξεπερνώντας, συχνά, όσα εκείνος του υπέδειξε, κατακτώντας τη δική του αλήθεια – τη δική του ανάγνωση.

Ας κλείσουμε εδώ με δύο φορτισμένες συναισθηματικά παρατηρήσεις σας από το «Για να κρίνουμε τον κριτικό»: «Οι καλύτερες στιγμές της κριτικής μου είναι όταν έγραφα για συγγραφείς που θαύμαζα με όλη μου την καρδιά» και «καθώς γερνάει ο κριτικός τα κριτικά του κείμενα φλέγονται λιγότερο από ενθουσιασμό, ενώ εμπλουτίζονται από πλατύτερα ενδιαφέροντα και, ελπίζει κανείς, από περισσότερη σοφία και ταπεινοσύνη».

Αν δεν αγαπήσεις, εάν δεν κορεστείς με συναισθήματα και σκέψεις, τότε πώς θα αντλήσεις από μέσα σου το περίσσευμα που απαιτείται προκειμένου να σταθείς στο ύψος του έργου. Οι περισσότεροι αποφεύγουν να μπουν σ’ αυτή τη θέση γιατί έρχονται αντιμέτωποι με κάτι που τους ξεπερνά και το φοβούνται (το έχω προσδιορίσει στα κείμενά μου ως «παραδομό»). Ας μην ξεχνάμε ότι ο έρωτας, κατά τον Πλάτωνα, ζει στον ερώντα και όχι στον ερώμενο. Εφόσον δεν θαυμάσεις, και δεν νιώσεις το ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική σου στήλη, τότε αυτό που θα καταγράψεις θα είναι λειψό. Πιθανώς να είναι τεχνικά άρτιο αλλά ο εσωτερικός του κόσμος θα παραμείνει άψυχος, μια φασματική παρουσία που θα χαθεί με το έργο το οποίο ψευδώς ύμνησε.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο έρωτας, κατά τον Πλάτωνα, ζει στον ερώντα και όχι στον ερώμενο. Εφόσον δεν θαυμάσεις, και δεν νιώσεις το ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική σου στήλη, τότε αυτό που θα καταγράψεις θα είναι λειψό. Πιθανώς να είναι τεχνικά άρτιο αλλά ο εσωτερικός του κόσμος θα παραμείνει άψυχος, μια φασματική παρουσία που θα χαθεί με το έργο το οποίο ψευδώς ύμνησε.

Το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος σχετίζεται με το πρώτο, καθώς ο ενθουσιασμός είναι μεν το καύσιμο της κριτικής, πλην όμως εάν αποδειχθεί αμετροεπής και δεν συνοδεύεται από τα όρια που θέτει η νόηση, η οποία με τη σειρά της συν τω χρόνω εμπλουτίζεται από ένα διευρυμένο πλαίσιο ενδιαφερόντων, τότε καταλήγει σε τέλμα, μια αυτοαναφορική διαδικασία που χάνεται στους μαιάνδρους της.

Τέλος, ας κλείσω με αυτό: τι ωφελείται ο άνθρωπος, κατά πώς τα λέει ο Απόστολος, εάν αποκτήσει τον κόσμο όλο αλλά απωλέσει την ψυχή του; Για να έρθω στα καθ’ ημάς, τι νόημα μπορεί να έχει η καταξίωση και η γνώση εάν δεν συνοδεύεται από σοφία και ταπεινότητα; Στο τέλος της παράστασης, όλοι μας θα υποκλιθούμε βαθιά στο κοινό που μας ανέχτηκε και θα αποχωρήσουμε από τη σκηνή.

Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ποιος είμαι!» του Μιχαήλ Μπακούνιν (κριτική) – Ένας επαναστατημένος μετεωρίτης πάνω από την Ευρώπη

«Ποιος είμαι!» του Μιχαήλ Μπακούνιν (κριτική) – Ένας επαναστατημένος μετεωρίτης πάνω από την Ευρώπη

Για το βιβλίο του Μιχαήλ Μπακούνιν [Mikhail Bakounine] «Ποιος είμαι!» (εισαγωγή - μτφρ. - σχόλια: Γιάννης Μπαρτσώκας, πρόλογος - επιμέλεια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, εκδ. Ροές). 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος 

Αν για τον ...

Ίρβιν Γιάλομ & Αβραάμ Μάσλοου: φιλοσοφία, σύγχρονες ψυχοθεραπείες και υπαρξισμός (κριτική)

Ίρβιν Γιάλομ & Αβραάμ Μάσλοου: φιλοσοφία, σύγχρονες ψυχοθεραπείες και υπαρξισμός (κριτική)

Η «τρίτη δύναμη» του Αβραάμ Μάσλοου [Abraham H. Maslow] και η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία του Ίρβιν Γιάλομ [Irvin Yalom] μέσα από το πλέγμα των ανθρώπινων αναγκών. 

Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης

H Ανθρωπιστική Ψυχολογία, η σχολή...

Η θρησκεία, η πίστη και η επιστημονική έρευνα: Τρία βιβλία που διερευνούν το δίλημμα «επιστήμη ή θεός»

Η θρησκεία, η πίστη και η επιστημονική έρευνα: Τρία βιβλία που διερευνούν το δίλημμα «επιστήμη ή θεός»

Για το βιβλίο «Τι είναι η θρησκεία» (Μάριας Μπλέτας, εκδ. Σαββάλα) του Ρόμπερτ Κρόφορντ [Robert Crawford], «Το εσωτερικό φως» (μτφρ. Κυριακή Λέκκα -Μαραγκουδάκη, εκδ. Αρμός) του Μιρτσέα Ελιάντε [Mircea Elliade] και «Επιστήμη ή θεός;» (μτφρ. Θεοφάνης Γραμμένος, εκδ. Τραυλός) του Τζον Πόλκινγκχορν [John Polkinghorne]....

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Αθέατος πόνος» της Έμιλι Γουέλς (κριτική) – Από την υστερία στην προσωπική ιστορία και τη θεραπεία

«Αθέατος πόνος» της Έμιλι Γουέλς (κριτική) – Από την υστερία στην προσωπική ιστορία και τη θεραπεία

Για το βιβλίο της Έμιλι Γουέλς [Emily Wells] «Αθέατος πόνος» (μτφρ. Βαγγέλης Προβιάς, εκδ. Ίκαρος). Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας του André Brouillet (1857–1914) «Ένα μάθημα κλινικής ιατρικής στην Σαλπετιέρ» (1887), απ' όπου εμπνεύστηκε η συγγραφέας μέρος του βιβλίου της. Ο πίνακας απεικονίζει την ασθενή του ...

Ένας αιώνας Μαγικό Βουνό − Συζήτηση αφιερωμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Τόμας Μαν

Ένας αιώνας Μαγικό Βουνό − Συζήτηση αφιερωμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Τόμας Μαν

Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «Το μαγικό βουνό», συνδιοργανώνουμε με τις εκδόσεις Μεταίχμιο βραδιά αφιερωμένη στο εμβληματικό μυθιστόρημα  ...

Τέσσερα δοκίμια και μία συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να κατανοήσουμε πλευρές της σύγκρουσης Ισραήλ - Παλαιστίνης

Τέσσερα δοκίμια και μία συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να κατανοήσουμε πλευρές της σύγκρουσης Ισραήλ - Παλαιστίνης

Τέσσερα δοκίμια και μια συλλογή διηγημάτων μας βοηθούν να προσεγγίσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα, που έναν χρόνο μετά την άνευ προηγουμένου επίθεση της παλαιστιανικής Χαμάς στο Ισραήλ, έχει μπει σε έναν νέο κύκλο ραγδαίας κλιμάκωσης, όπως και γενικότερα όλη η περιοχή. 

Επιμέλεια: Ελεάνα Κολο...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε – Ένας κόσμος σε αναταραχή» του Χέρφριντ Μίνκλερ (προδημοσίευση)

«Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε – Ένας κόσμος σε αναταραχή» του Χέρφριντ Μίνκλερ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Χέρφριντ Μίνκλερ [Herfried Münkler] «Μαρξ, Βάγκνερ, Νίτσε – Ένας κόσμος σε αναταραχή» (μτφρ. Έμη Βαϊκούση), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 9 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Ο Μ...

«Κωνσταντινούπολη – Τα γεγονότα της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955», από το αρχείο του στρατοδίκη Φαχρί Τσοκέρ (προδημοσίευση)

«Κωνσταντινούπολη – Τα γεγονότα της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955», από το αρχείο του στρατοδίκη Φαχρί Τσοκέρ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση του προλόγου της ελληνικής έκδοσης του αρχείου του στρατοδίκη Φαχρί Τσοκέρ [Fahri Çoker] «Κωνσταντινούπολη – Τα γεγονότα της 6ης - 7ης Σεπτεμβρίου 1955 – Φωτογραφίες και Έγγραφα», η οποία κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστ...

«Ύμνος» της Άυν Ραντ (προδημοσίευση)

«Ύμνος» της Άυν Ραντ (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από τη νουβέλα της Άυν Ραντ [Ayn Rand] «Ύμνος» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ), το οποίο κυκλοφορεί στις 14 Οκτωβρίου από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Κεφάλαιο Ένα

...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

«Εδώ είναι Βαλκάνια» – 9 λογοτεχνικά έργα από συγγραφείς της γειτονιάς μας

«Εδώ είναι Βαλκάνια» – 9 λογοτεχνικά έργα από συγγραφείς της γειτονιάς μας

Από τη Σερβία έως το Κόσοβο κι από τη Ρουμανία έως τη Β. Μακεδονία. Τα τελευταία χρόνια μεταφράζονται στα ελληνικά περισσότερα βιβλία συγγραφέων από τα Βαλκάνια. Προτείνουμε ορισμένα από τα καλύτερα που κυκλοφόρησαν ή επανακυκλοφόρησαν πρόσφατα. Στην κεντρική εικόνα, πλάνο από την ταινία «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι ...

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2024: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες και τις εβδομάδες που έρχονται

Τα βιβλία του φθινοπώρου 2024: Τι θα διαβάσουμε τις μέρες και τις εβδομάδες που έρχονται

Επιλογές από τις προσεχείς εκδόσεις ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας, ποίησης, γκράφικ νόβελ, βιογραφιών, δοκιμίων, μελετών, βιβλίων επιστημονικής εκλαΐκευσης κ.ά.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

Μικρά φθινοπωρινά αστυνομικά – Το Γαλλικό και μεσογειακό νουάρ στα καλύτερά του

Μικρά φθινοπωρινά αστυνομικά – Το Γαλλικό και μεσογειακό νουάρ στα καλύτερά του

Από το polar, στο neopolar και από το Παρίσι των Σιμενόν και Φαζαρντί, στο Παρίσι του Ζαν-Φρανσουά Βιλάρ και στην Αθήνα του Μάρκαρη.

Γράφει η Χίλντα Παπαδημητρίου

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΟΥ ΜΗΝΑ

01 Οκτωβρίου 2024 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024: Κι όμως, η Έρση Σωτηροπούλου «παίζει δυνατά»

Μια ανάρτηση στη σελίδα της συγγραφέα και τα στοιχεία των στοιχηματικών που δίνουν προβλέψεις και αποδόσεις για το ποιος είναι πιθανότερο να βραβευτεί φέτος με το Νόμπε

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

15 Δεκεμβρίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2023

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ποιήματα: Επιλογή 100 βιβλίων, ελληνικών και μεταφρασμένων, από τη βιβλιοπαραγωγή του 2023. Επιλογή: Συντακτική ομάδα της Book

ΦΑΚΕΛΟΙ