
Για τα βιβλία «Η θεραπεία της ψυχής – Πατέρες και ψυχολόγοι σε διάλογο», του Αλέξιου Ιερομόναχου Καρακαλλινού, και «Τα θεμέλια της βιοηθικής – Μια χριστιανική θεώρηση» (μτφρ. Πολυξένη Τσαλίκη-Κιοσόγλου), του Τρίσταμ Χ. Ένγκελχαρτ (Tristam H. Engelhardt Jr), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αρμός.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Η ψυχολογία είναι σήμερα οργανικό μέρος του πολιτισμού μας και, ακόμη και όσοι δεν έχουν εμβαθύνει σε αυτή, κάποτε την επικαλούνται, αφού έχει γίνει μια «πνευματική έξη» στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, θα λέγαμε παραφράζοντας τον Erwin Panofsky. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις επιχειρούν να συσχετισθούν μαζί της. Για παράδειγμα, ο ψυχοθεραπευτής Paul Gilbert δεν έχει διστάσει να κάνει κάποια χρήση βουδιστικών ιδεών, για την ενίσχυση της θεραπευτικής του πρακτικής. Κάτι παρεμφερές επιχειρεί ο συγγραφέας και μητροπολίτης Αλάσκας, π. Αλέξιος Καρακαλλινός, με την παρούσα πραγματεία του. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι παρελθοντικές προκλήσεις που αντιμετώπισε ο Χριστιανισμός, ήδη από τα πρώτα του βήματα μέσα στην ιστορία, είναι χρήσιμοι οδοδείκτες στο μέλλον.
Συγκεκριμένα, η Ορθόδοξη Εκκλησία κλήθηκε από νωρίς να διαπραγματευθεί τη σχέση της με την κοσμική γνώση. Σε αυτό το σημείο, ο π. Αλέξιος εντοπίζει τρία κύρια και διακριτά μοντέλα προσέγγισης της κοσμικής γνώσης. Πρώτο είναι το μοντέλο του Τερτυλλιανού, ο οποίος τόνιζε τόσο εμφατικά την αντιθετική σχέση της «Αθήνας» (αρχαιοελληνικός ορθολογισμός) με την «Ιερουσαλήμ» (ιουδαϊοχριστιανική ευλάβεια), που έγκειται στην εχθρική αντιμετώπιση και απόρριψη. Κατόπιν, επισημαίνει την ύπαρξη του μοντέλου του Βαλεντίνου: εδώ έχουμε την αφομοίωση του Χριστιανισμού σε ένα ξένο σύστημα ιδεών, πράγμα το οποίο οδήγησε στην εκκλησιαστική καταγγελία του Βαλεντίνου, ως αιρετικού και δογματικά παρεκκλίνοντος. Υπάρχει όμως και ένα τρίτο μοντέλο, που ο συγγραφέας μας επιθυμεί να ακολουθήσει.
Πρόκειται για το μοντέλο της «διακριτικής ευρύνοιας». Ήταν οι πρακτικές που ακολούθησαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας, όταν ήρθαν σ’ επαφή με τις αρχαιοελληνικές ιδέες. Η προσέγγισή τους στηριζόταν σε μια προσεκτική και εκλεκτική αλληλεπίδραση, η οποία δεν διστάζει να υιοθετήσει οποιαδήποτε ιδέα κρίνει χρήσιμη και δυνάμει συμβατή με τη χριστιανική πίστη (π.χ. ένα σεβαστό μέρος της πλατωνικής γνωσιολογίας και της στωικής ηθικής), αποκλείοντας τις υπόλοιπες (π.χ. τον επικούρειο υλισμό).
![]() |
Ο π. Αλέξιος γεννήθηκε το 1965 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Είναι ιερομόναχος της Ιεράς Μονής Καρακάλλου και πνευματικός. Τα τελευταία χρόνια εφημερεύει στο Καρακαλλινό Ιερό Μετόχιο του Αγίου Δημητρίου Νέων Κερδυλλίων Σερρών. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια έχει μελετήσει πατερικά κείμενα της Ορθοδόξου παραδόσεων και παράλληλα έχει παρατηρήσει πως εφαρμόζονται σήμερα, όχι μόνο στα διάφορα κοινόβια της Αμερικής και της Ελλάδος, αλλά επίσης στον καθημερινό πνευματικό αγώνα των λαϊκών της σύγχρονης κοινωνίας μας. Έλαβε την αρχική πανεπιστημιακή του μόρφωση στην χημεία, στην θρησκειολογία και στην ορθόδοξη θεολογία στις Η.Π.Α. και την ολοκλήρωσε στο Α.Π.Θ. με το διδακτορικό του με θέμα την πατρολογία και την ψυχοθεραπεία. |
Υιοθέτηση νέων ιδεών
Παράλληλα, υιοθετώντας ορισμένες ιδέες, τους έδιναν ένα νέο και βαθύτερο πνευματικό νόημα, στην ουσία «εκχριστιανίζοντάς» τες. Αν λοιπόν αυτή είναι η ενδεδειγμένη σχέση ενός αυθεντικού Χριστιανού με το ευρύτερο πολιτισμικό του περιβάλλον, και τέτοιοι σημαντικοί εκκλησιαστικοί πατέρες έκαναν χρήση της προσλαμβάνοντας επιλεκτικά αρχαιοελληνικές ιδέες, τότε τίποτα δεν μας εμποδίζει και εμάς, στον εικοστό πρώτο αιώνα, να προσλάβουμε τη συνεισφορά της σύγχρονης επιστήμης, ελέγχοντας παράλληλα, με κριτική ετοιμότητα και εγρήγορση, τις πιθανές υλιστικές συνεπαγωγές που κάποιοι επιστήμονες προϋποθέτουν.
Σε αυτή την ιδέα στηρίζεται το βιβλίο, αλλά δεν εξετάζει την επιστημονική γνώση γενικά, παρά επικεντρώνεται στον τομέα που ο συγγραφέας του έχει εμβαθύνει περισσότερο: αυτός δεν είναι άλλος από τη σύγχρονη ψυχολογία και τις θεραπευτικές της μεθόδους. Είναι μεγάλη συκοφαντία ότι τάχα οι Χριστιανοί πατέρες θεωρούσαν κάθε ασθένεια ένδειξη δαιμονικής επιρροής. Απεναντίας, οι πατέρες είναι βέβαιο ότι, αν και υπογράμμιζαν την ύπαρξη επικίνδυνων πεπτωκότων πνευμάτων, αναγνώριζαν πλήρως την ιατρική της εποχής τους (μοντέλο Ιπποκράτη και Γαληνού), η οποία πρέσβευε πως το άγχος και η κατάθλιψη μπορούν να επιδέχονται θεραπεία με αμιγώς φυσικά μέσα.
Ο π. Αλέξιος αναλύει συστηματικά τη σχέση της Ορθόδοξης πατερικής θεολογίας με το μοντέλο της Γνωσιακής και Συμπεριφορικής θεραπείας. Ποια είναι λοιπόν η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς ετερόκλιτους χώρους; Έχουν περισσότερες ομοιότητες ή διαφορές;
Ο π. Αλέξιος αναλύει συστηματικά τη σχέση της Ορθόδοξης πατερικής θεολογίας με το μοντέλο της Γνωσιακής και Συμπεριφορικής θεραπείας (Cognitive Behavioral Therapy, CBT), ιδρυτές του οποίου υπήρξαν οι Aaron Beck και Albert Ellis (με αυτούς κυρίως ασχολείται). Ποια είναι λοιπόν η σχέση ανάμεσα στους δύο αυτούς ετερόκλιτους χώρους; Έχουν περισσότερες ομοιότητες ή διαφορές;
Σύμφωνα με τον π. Αλέξιο, ανάμεσα σε Γνωσιακή θεραπεία και Ορθοδοξία υπάρχει αρχικά ένα κοινό ενοποιητικό στοιχείο, κοινή πηγή και των δύο, που δεν είναι άλλο από τη γνωστή ρήση στο Εγχειρίδιον του Επικτήτου ότι «ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα». Βασική ιδέα τους είναι ότι οι άνθρωποι διαμορφωνόμαστε από την αέναη αλληλεπίδραση διανοητικής σκέψης και σωματικής δράσης, έτσι ώστε η αντικατάσταση των εσφαλμένων και προβληματικών σκέψεων από πιο λειτουργικές να μπορεί να μας βοηθήσει να απεμπλακούμε από τα αδιέξοδά μας.
«Τόσο οι Πατέρες όσο και οι γνωστικοί ψυχολόγοι δεσμεύονται από την ειλικρίνεια και την αποφυγή της παραπλάνησης. Και οι δύο “τεκμαίρονται περιορισμένη ελευθερία και έναν περιορισμένο ντετερμινισμό”. Και οι δύο υποκινούνται από συμπόνια για τους πάσχοντες και επιθυμούν την ανάρρωσή τους. Και οι δύο αναγνωρίζουν ότι ο διάλογος μπορεί να αποτελέσει έναν τρόπο αλλαγής συμπεριφοράς. Και οι δύο επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα των σκέψεων ή των ερμηνευτικών δομών στην ψυχολογική λειτουργία. Και οι δύο εξετάζουν μη υγιείς λογισμούς για την ατομική υπόσταση, το περιβάλλον και το μέλλον σαν μια πηγή ψυχολογικών προβλημάτων. Και οι δύο αναγνωρίζουν ότι ι διόρθωση των λογισμών, η θεραπεία των λογισμών είναι η ουσιώδης διάσταση της επιστροφής του ανθρώπου στην υγεία και την ακεραιότητα. Και οι δύο θεωρούν τη χρήση της λογικής ως μέσο επίτευξης της καλύτερης λειτουργίας του ανθρώπου. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ικανή να επιβάλλει “προσωπικό έλεγχο πάνω στους λογισμούς και τις συμπεριφορές που προάγουν την αλλαγή προς μία υγιή κατάσταση» (σελ. 27).
Όταν ο Beck έγραφε ότι οι άνθρωποι τείνουμε να προβαίνουμε σε «αυτόματες σκέψεις» που επιδρούν στον τρόπο που προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα και μπορεί να χρειάζονται ενεργητική διόρθωση εκ μέρους μας, ίσως ελάχιστοι είχαν παρατηρήσει ότι τέτοιες σκέψεις είχαν επισημάνει και οι πατέρες της Εκκλησίας, ονομάζοντάς τες όμως «λογισμούς».
Ο συγγραφέας όμως δεν σταματάει εκεί αλλά επιχειρεί να βρει ακόμη πιο ακριβείς συσχετίσεις, και προτείνει την ύπαρξη αναλογιών ανάμεσα στις, διατυπωμένες από τους ψυχολόγους, δώδεκα γνωστικές στρεβλώσεις...
Ο συγγραφέας όμως δεν σταματάει εκεί αλλά επιχειρεί να βρει ακόμη πιο ακριβείς συσχετίσεις, και προτείνει την ύπαρξη αναλογιών ανάμεσα στις, διατυπωμένες από τους ψυχολόγους, δώδεκα γνωστικές στρεβλώσεις (cognitive distortions), με τους οκτώ κακούς λογισμούς που έχουν συγκεντρώσει και επισημάνει οι εκκλησιαστικοί πατέρες. Για την ακρίβεια, μας λέει, καθένας από τους κακούς λογισμούς περιλαμβάνει κατά κανόνα περισσότερες από μία στρεβλώσεις.
Οι λογισμοί, παράλληλα, δεν είναι μόνο κακοί. Τουναντίον, οι περισσότεροι νηπτικοί συγγραφείς διακρίνουν τους λογισμούς σε τρεις κατηγορίες: ουδέτεροι/φυσικοί, άγιοι/υπερφυσικοί, δαιμονικοί/αφύσικοι. Ας υποθέσουμε ότι βλέπει κανείς στον δρόμο μια όμορφη γυναίκα. Το πώς θα επεξεργασθεί αυτό το αισθητηριακό ερέθισμα, θα κάμει τη διαφορά. Αν απλώς σκεφτεί ότι βλέπει μια όμορφη γυναίκα, χωρίς περαιτέρω συνδηλώσεις, τότε ο λογισμός είναι ουδέτερος. Αν πάλι οδηγηθεί σε κάποια ακόλαστη επιθυμία για εκείνη, τότε ξεπέφτει.
Τέλος, αν αναλογιζόμενος την ομορφιά της, αρχίσει να υμνεί το μεγαλείο του σοφού Δημιουργού της, τότε η σκέψη είναι ευλαβής και κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη στον Θεό. Ο π. Αλέξιος δεν λησμονεί να μας υπενθυμίσει ότι, παρά τις ομοιότητες, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι στόχοι των δύο χώρων δεν ταυτίζονται. Αυτό όμως δεν αποκλείει τον συνδυασμό τους, εκ μέρους ενός Ορθόδοξου Χριστιανού θεραπευτή ή θεραπευόμενου. Μάλλον εκεί αποσκοπέι κιόλας το παρόν βιβλίο, που στο σύνολό του διέπεται από ακαταπόνητη σύγκριση και διάζευξη ανάμεσα σε θεολογικές και ψυχολογικές έννοιες, χωρίς φυσικά να παραβλέπει τις πιθανές συγκρούσεις.
«Παρόλο που μια καλαίσθητη ενσωμάτωση” ίσως να είναι εφικτή, χρειάζεται προσοχή μήπως η ενσωμάτωση αυτή είτε διαστρεβλώνει την πατερική διδασκαλία, τοποθετώντας την σε παράταιρη χρήση, είτε αμβλύνει την αιχμή της γνωστικής ψυχοθεραπείας, αναμειγνύοντάς την με υλικό ασυναφές με την αυστηρή επιστημονική μέθοδο» (σελ. 28).
Για παράδειγμα, ενώ η Ορθοδοξία διδάσκει πως πρέπει ο άνθρωπος να έχει, όσο μπορεί, καλούς λογισμούς για κάθε κατάσταση ενώπιον της οποίας βρίσκεται, η γνωσιακή ψυχοθεραπεία αποθαρρύνει κάτι τέτοιο, θεωρώντας πως υπάρχει ο κίνδυνος της επακόλουθης απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, όταν το αισιόδοξο σενάριό μας αποδειχθεί ψευδές.
Αυτή η διαφωνία είναι ίσως μικρή, μας λέει ο π. Αλέξιος, δεδομένου ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανός είναι προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και μπορεί να καταφύγει σε πνευματικά μέσα για να παρηγορηθεί. Μία κάπως σοβαρότερη διαφωνία μεταξύ CBT και θεολογίας, υπογραμμίζει, είναι ότι η πρώτη συνήθως προϋποθέτει ένα υλιστικό και νατουραλιστικό ερμηνευτικό πλαίσιο για την ανθρώπινη φύση, αφού τη βλέπει πρωτογενώς ζωώδη και δεν αναγνωρίζει αμαρτία και πτώση από κάποιο πρωταρχικό θεϊκό κάλλος.
Τόσο οι πατέρες όσο και οι ψυχολόγοι τονίζουν την ομοιότητα του πεπλανημένου ανθρώπου με τα παιδιά και τα θηρία, στους πατέρες όμως η δήλωση αυτή έχει μάλλον μεταφορικό χαρακτήρα, αντίθετα με τους γνωσιακούς θεραπευτές, οι οποίοι αποδίδουν στο μακρύ εξελικτικό μας παρελθόν την τάση μας στα προβληματικά και υπεραπλουστευτικά νοητικά σχήματα.
Τόσο οι πατέρες όσο και οι ψυχολόγοι τονίζουν την ομοιότητα του πεπλανημένου ανθρώπου με τα παιδιά και τα θηρία, στους πατέρες όμως η δήλωση αυτή έχει μάλλον μεταφορικό χαρακτήρα, αντίθετα με τους γνωσιακούς θεραπευτές, οι οποίοι αποδίδουν στο μακρύ εξελικτικό μας παρελθόν την τάση μας στα προβληματικά και υπεραπλουστευτικά νοητικά σχήματα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος χριστιανικής απόρριψης της ψυχολογίας. Εντελώς το αντίθετο ισχύει. Σύμφωνα με τον π. Αλέξιο, που το έχει τονίσει αυτό επανειλημμένα, το «ρηχό» μεταφυσικό υπόβαθρο της CBT είναι η πρόκληση για εμάς τους Χριστιανούς, οι οποίοι καλούμαστε να το «βαθύνουμε», δίνοντάς του διαστάσεις που να υπερβαίνουν μιαν αποκλειστικά βιολογική αντιμετώπιση του ανθρώπου.
Μπορεί η CBT να προϋποθέτει έναν μεθοδολογικό νατουραλισμό, δηλ. αρνείται να λάβει θέση για οποιοδήποτε υπερφυσικό στοιχείο (π.χ. την ψυχή) , θα ήταν όμως σοβαρό λογικό άλμα να προχωρήσουμε αυτόματα και στον μεταφυσικό νατουραλισμό, δηλ. να αποφανθούμε ότι τάχα δεν υπάρχει καθόλου το υπερφυσικό.
Ο π. Αλέξιος υιοθετεί για τις επιστήμες μια φιλοσοφική-επιστημολογική στάση που συνήθως καλείται εργαλειοκρατία (instrumentalism). Οι επιστήμες, μας λέει, κατασκευάζουν υποθέσεις, θεωρίες και μοντέλα και, αν κάτι από αυτά λειτουργεί στην πράξη, τότε είναι χρήσιμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οφείλουμε να θεωρήσουμε μια «ρεαλιστική» (με την τεχνική και φιλοσοφική σημασία του όρου) περιγραφή της πραγματικότητας.
Η CBT αποτελεί μια πολύτιμη θεραπευτική πρακτική και, στην περίπτωση ενός Χριστιανού ειδικά, δεν αποκλείεται ν’ αναδειχθεί σ’ ένα ωφέλιμο μέσο καθοδήγησης για τον πνευματικό του αγώνα. Όταν οι πατέρες είχαν την ευχέρεια να ενστερνίζονται επιλεκτικά αρχαιοελληνικές ιδέες, δεν δεσμεύονταν από τα στέρεα επιστημονικά δεδομένα που έχουμε σήμερα ούτε και ζούσαν σ’ έναν κόσμο με τόσες προκαταλήψεις σε βάρος των Χριστιανών.
Για παράδειγμα, ασφαλώς ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας όπως ο Μέγας Βασίλειος απέρριπτε την πυθαγόρεια μετενσάρκωση, πώς θα μπορούσε όμως ένας σύγχρονος Χριστιανός να έχει τόσο αυστηρή στάση απέναντι σε ιδέες που είναι επαρκώς τεκμηριωμένες; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ένας Χριστιανός, μ’ ελαφρά καρδιά, ν’ απαρνηθεί μια επιστημονική ιδέα απλά επειδή (νομίζει ότι) αυτή συγκρούεται με την πίστη του; Και με αυτό το ερώτημα φτάνουμε στο πιο αμφιλεγόμενο σημείο αυτού του, κατά τα άλλα, καταπληκτικού βιβλίου: είναι η προσέγγιση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου.
Πώς θα μπορούσε όμως ένας Χριστιανός να είναι ενεργός ερευνητής βιολόγος και συγχρόνως να δέχεται «επιλεκτικά» το κύριο υπόβαθρο της επιστήμης του; Τέλος, μήπως τελικά αυτή η λεπτολογική διαδικασία φιλτραρίσματος, παρά τις αγαθές της προθέσεις, «γκετοποιεί», κατά κάποιον τρόπο, τους Χριστιανούς;
Ο π. Αλέξιος αναγνωρίζει μεν ρητά το επιστημονικό της κύρος σήμερα, ωστόσο εξηγεί παράλληλα πως αυτή αποτελεί «και κάτι παραπάνω» από επιστήμη, και γι’ αυτό την τοποθετεί στη φιλοσοφία του υλιστικού αναγωγισμού και νατουραλισμού. Δεν αποκλείει την αποδοχή της, η σχέση του όμως μαζί της, όπως ο ίδιος αφήνει να φανεί με μάλλον διακριτικό και υπαινικτικό τρόπο, είναι αμφίσημη. Πώς θα μπορούσε όμως ένας Χριστιανός να είναι ενεργός ερευνητής βιολόγος και συγχρόνως να δέχεται «επιλεκτικά» το κύριο υπόβαθρο της επιστήμης του; Τέλος, μήπως τελικά αυτή η λεπτολογική διαδικασία φιλτραρίσματος, παρά τις αγαθές της προθέσεις, «γκετοποιεί», κατά κάποιον τρόπο, τους Χριστιανούς;
Αντίστοιχα ερωτήματα μπορούν να τεθούν και για το βιβλίο του Χριστιανού φιλοσόφου Tristram Engelhardt Jr., η στάση του οποίου είναι ακόμη πιο επιφυλακτική από του π. Αλεξίου. Ο Engelhardt είναι πεπεισμένος ότι στις μέρες μας βιώνουμε τη μετάβαση από το φιλελεύθερο κοσμικό κράτος στο φονταμενταλιστικό κοσμικό κράτος. Αν το πρώτο επέτρεπε στους διαφόρους θρησκευόμενους εντός της επικράτειάς του να ακολουθούν (σε μεγάλο βαθμό) τις ηθικές εντολές της πίστης τους, το δεύτερο επιχειρεί να επιβάλλει έμμεσα μια κοσμική ηθικότητα ριζικά αντίθετη στις (όποιες) θρησκευτικές αρχές.
![]() |
Ο H. Tristram Engelhardt (1941 - 2018) γεννήθηκε στο Τέξας των ΗΠΑ από Ρωμαιοκαθολικούς γονείς, αλλά ο ίδιος έγινε Ορθόδοξος σε ώριμη ηλικία, λαμβάνοντας το όνομα Herman (Γερμανός), από τον άγιο Γερμανό της Αλάσκα. Σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική και υπήρξε Καθηγητής των δύο αυτών επιστημών σε Πανεπιστημιακές Σχολές στο Χιούστον του Τέξας. Οι έρευνές του έχουν γίνει κυρίως στον τομέα της Βιοηθικής και η σημαντικότερη συμβολή του στην Ορθόδοξη ηθική είναι το βιβλίο του «Τα θεμέλια της Βιοηθικής» (εκδ. Αρμός). |
Πάγια θέση της χριστιανικής βιοηθικής, συνεχίζει, είναι ότι η ίδια η ιατρική, δηλαδή η θεραπευτική των σωματικών νοσημάτων και ανακούφιση του φυσικού πόνου, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά απλώς ένα σημαντικό μέσο για έναν σκοπό, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη σωτηρία της ψυχής. Γι’ αυτό, θεωρεί, αν κάποια ιατρική παρέμβαση αποπροσανατολίζει από τον συγκεκριμένο σκοπό, η χριστιανική βιοηθική επιτάσσει να αποφεύγεται.
Η φυσική, όπως διαμορφώθηκε από τον Νεύτωνα και έπειτα, καθώς και η βιολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τον Δαρβίνο («κολοβωμένες» τις χαρακτηρίζει ο Engelhardt), προέβαλαν την εικόνα ενός κόσμου μηχανιστικού και γεμάτο με φυσική φθορά και θάνατο. Η χριστιανική κοσμοεικόνα εισέρχεται σε ένα βαθύτερο οντολογικό επίπεδο συγκριτικά με τις επιστήμες, αναγνωρίζοντας ότι ο κόσμος που μας δείχνουν αυτές δεν είναι ο πρωταρχικός κόσμος όπως τον θέλησε ο Θεός, αλλά ο μεταπτωτικός κόσμος της αμαρτίας.
Φυσικά, ο Engelhardt δεν απορρίπτει τη συμβολή των επιστημών στην κοσμολογία και ανθρωπολογία, θεωρεί όμως ότι υπάρχει και ένα ολόκληρο πεδίο, ο πνευματικός χώρος, το οποίο παραμένει σε αυτές εντελώς απρόσιτο, παρότι εγκυμονεί συνέπειες ως προς τον φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο. Ο μόνος τρόπος να τον προσεγγίσουμε, είναι η Ορθόδοξη θεολογία. Αυτή μπορεί μονάχα να καθοδηγήσει και μια πραγματικά Ορθόδοξη χριστιανική βιοηθική.
Τι σημαίνει όμως «Ορθόδοξη θεολογία»; Σίγουρα δεν σημαίνει κάποιο αποκλειστικά ακαδημαϊκό πεδίο διανοητικών συλλήψεων, αλλά προϋποθέτει το γνήσιο βίωμα του Θεού. Οι άνθρωποι που βίωσαν άμεσα και μυστικά τον Θεό, αυτοί είναι οι πραγματικοί θεολόγοι, και σε αυτούς μπορούμε μονάχα να βασιζόμαστε για ασφαλή καθοδήγηση στην αντιμετώπιση των ηθικών διλημμάτων της ζωής μας.
Χριστιανικά θεραπευτήρια όπου οι προωθημένες ιατρικές γνώσεις θα αξιοποιούνται συνδυαστικά με τα «δοχεία» θεϊκής χάριτος (σταυροί, εικόνες, λείψανα Αγίων), για την «ολιστική» βοήθεια των ασθενών, οι οποίοι θα υποβοηθιούνται να ξεπερνούν τις φυσικές ασθένειες, αλλά και τις πνευματικές, δηλαδή αυτές που οφείλονται σε αμαρτίες και δημιουργούν πάθη. Οι κοσμικές αρχές απέτυχαν να ικανοποιήσουν την αρχική υπόσχεσή τους, φέρνοντας έναν ακόμη πιο μεγάλο πλουραλισμό και σύγχυση από αυτούς που έφερναν οι θρησκευτικές παραδόσεις, έτσι ώστε να φαντάζει, προς το παρόν, εντελώς ανεπίτευκτη η οριστική συναίνεση. Κάθε ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί παρά αφότου έχει τεθεί ως βάση της συζήτησης μια καθολικά αποδεκτή άποψη για τον άνθρωπο, πράγμα που ουσιαστικά δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και σήμερα, επισημαίνει ο Engelhardt. Όπως μας έδειξε ο Alasdair Macintyre, σε μια κλασική πραγματεία του, όσο ορθολογική επιχειρηματολογία και αν χρησιμοποιούμε, δεν μπορούμε να συναινέσουμε οριστικά σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, όσο ξεκινάει ο καθένας από μας θέτοντας διαφορετικές αξίες για αφετηρία του. Αν εξετασθεί μόνη της, η φιλοσοφία εμφανίζεται τραγικά ανίκανη να λύσει τα βασικά ηθικά μας διλήμματα. Αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν, παρά μονάχα αν τεθεί ως θεμέλιο μια πρώτη αλήθεια, η οποία δεν έχει συλληφθεί ή επινοηθεί ορθολογικά, αλλά είναι βιωματική. Πρόκειται για το άμεσο βίωμα του Θεού. Αυτό υπήρξε η βάση της Ορθοδοξίας και τη συντηρεί μέχρι σήμερα.
Άμεση θεϊκή Αποκάλυψη
Οι πλέον αρμόδιοι να απαντήσουν στα φλέγοντα προβλήματα που εγείρει η βιοηθική, είναι στην πραγματικότητα οι Άγιοι. Οι Άγιοι είναι οι κατ’ εξοχήν «θεολόγοι», διότι έχουν ήδη βιώσει θεοπτεία (δηλ. την άμεση εμπειρία του θείου). Παρόλα αυτά, η φιλοσοφία δεν είναι άνευ αξίας. Ο Engelhardt, επηρεασμένος από τους ιερείς και θεολόγους Stanley Harakas και John Breck, δηλώνει ότι η φιλοσοφία μπορεί να διαυγάζει με ορθολογικό τρόπο τα περίπλοκα λογικά επιχειρήματα και να φωτίζει τα θεμέλια και τις συνέπειες της κάθε άποψης. Πάντως, επιμένει πως το θεμέλιο της Ορθόδοξης χριστιανικής βιοηθικής δεν μπορεί να είναι φιλοσοφικό, αλλά πρέπει να προέρχεται από την άμεση θεϊκή Αποκάλυψη στον άνθρωπο. Ακριβώς γι’ αυτό, ο Engelhardt ισχυρίζεται πως η Ορθοδοξία βρίσκεται αναγκαστικά «στα μαχαίρια» με τον ατομικιστικό κόσμο που ζούμε σήμερα.
Ο Engelhardt σκιαγραφεί επίσης τις προοπτικές για ένα παγκόσμιο σύστημα υγείας από Ορθοδόξους Χριστιανούς, όπου οι τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις θα συνδυάζονται αρμονικά με το αυστηρά παραδοσιακό χριστιανικό πλαίσιο ηθικής, (δίνει έμφαση στις ΗΠΑ, όπου έζησε), με τις προχωρημένες ιατρικές παρεμβάσεις να συμπορεύονται με αγιασμούς, Θείες Λειτουργίες και προσκύνηση εικόνων και τιμίων λειψάνων, και να προωθούνται αν και εφόσον αυτό δεν αντιτίθεται προς τη σωτηρία του εκάστοτε ανθρώπου.
Αυτό που ο Engelhardt θεωρεί ότι πήρε άσχημη τροπή στη Δύση, είναι ότι αυτή, αρχής γενομένης με τον Ρωμαιοκαθολικισμό, αποπειράθηκε να συλλάβει το θείο με έναν αυστηρά ορθολογικό τρόπο, παραμερίζοντας στο περιθώριο τη «μυστική» εμπειρία. Ακριβώς αυτή η διανοητικοποίηση της θεολογίας ήταν που πολλαπλασίασε τα ερωτήματα, αντί να τα απαντήσει, για να την ακολουθήσει τελικά το πρώτο Σχίσμα και κατόπιν η προτεσταντική Μεταρρύθμιση, που ήταν το δεύτερο μεγάλο «Σχίσμα». Στο εξής, η Χριστιανοσύνη θα παρέμενε διασπασμένη για αιώνες, όπως παραμένει άλλωστε ακόμη.
Ο Engelhardt εκδηλώνει τη συμπάθειά του για τον Kierkegaard, επειδή ο τελευταίος επέμενε πως ο Χριστιανισμός είναι πρωτίστως βίωμα και όχι διανοητική σύλληψη, αν και αναγνώρισε πως η απόπειρα πνευματικής εξέγερσής του παρέμεινε ημιτελής διότι παραήταν επίγεια.
Το μεγάλο στοίχημα του Διαφωτισμού ήταν η εύρεση μιας οικουμενικά αποδεκτής και συγχρόνως αποκλειστικά φυσικής/εμμενούς πηγής ηθικής καθοδήγησης για τον άνθρωπο. Ο Engelhardt εκδηλώνει τη συμπάθειά του για τον Kierkegaard, επειδή ο τελευταίος επέμενε πως ο Χριστιανισμός είναι πρωτίστως βίωμα και όχι διανοητική σύλληψη, αν και αναγνώρισε πως η απόπειρα πνευματικής εξέγερσής του παρέμεινε ημιτελής διότι παραήταν επίγεια. Θέλει να αποκοπεί από το εγκόσμιο και δεν το κατορθώνει ποτέ (π.χ. με μυστικιστικό βίωμα, τα οποίο μάλιστα απορρίπτει ως «ειδωλολατρία»).
Παραμένει μέσα σε ένα καθαρά εγκόσμιο πλαίσιο, καταγγέλλοντάς το όμως αδιάκοπα στο όνομα μιας προσωπικής πίστης. Το μεγάλο «ρήγμα» στον σύγχρονο κόσμο ήταν ο μεταμοντερνισμός. Ο μεταμοντερνισμός σηματοδότησε την εγκατάλειψη της αναζήτησης κοινά αποδεκτών αρχών ηθικής, χαρακτηριζόμενος από μια γενικότερη δυσπιστία προς τις «μεγάλες αφηγήσεις» (Lyotard) και παράγοντας κατακερματισμένους «λόγους». Ένας ακραίος υποκειμενισμός και μια σχετικοποίηση των πάντων, είναι τα αποτελέσματα.
Ποια είναι λοιπόν η κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει ο Ορθόδοξος Χριστιανός σήμερα; Σύμφωνα με τον Engelhardt, έως πρόσφατα υπήρχε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό». Ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός προέβαλε τον πλουραλισμό (θρησκευτικών και μη) ιδεών, επιτρέποντας στα άτομα να εγκαταβιούν όπως απαιτεί η θρησκεία που ασπάζονται. Υπό τέτοιες συνθήκες, ο Χριστιανισμός μπορεί να επιβιώσει ομαλά, διατηρώντας την ιδιοπροσωπία του. Ο καινούργιος, μη ανεκτικός, «κοσμοπολιτανισμός», ο οποίος οδηγείται στο να επιβληθεί σιγά σιγά σε όλους μας, δεν αφήνει χώρο για τον Χριστιανισμό και μάλιστα επιτίθεται ευθέως εναντίον του.
Η Ορθόδοξη χριστιανική βιοηθική δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται ένα αποκλειστικά ακαδημαϊκό πεδίο. Πρέπει, αντίθετα, να θεμελιώνεται γερά σε μια παθιασμένη και αυθεντική σχέση με τον Θεό, μέσω της συμμετοχής στα μυστήρια της εκκλησιαστικής ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, το φυσικό συμπορεύεται με το πνευματικό, αλλά και καθοδηγείται από αυτό.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.