Για τα βιβλία του π. Ιωάννη Χρυσαυγή «Η δημιουργία ως μυστήριο» (εκδ. Αρμός) και του Νίκου Π. Μουζέλη «Νεωτερικότητα και θρησκευτικότητα» (μτφρ. Τίνα Πλυτά, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Ο πίνακας «Ο κήπος της Εδέμ με την πτώση του ανθρώπου» (1615) των Jan Brueghel ο νεότερος και Peter Paul Rubens.
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
«Μέχρι τον 21ο αιώνα είναι πιθανό να εντοπίζονται θρησκευόμενοι πιστοί μόνο σε μικρές αιρέσεις, συσπειρωμένοι μεταξύ τους προκειμένου να αντισταθούν μέσα σε μια παγκόσμια κοσμική κουλτούρα»: αυτά έγραφε στη δεκαετία του 1960 ο γνωστός κοινωνιολόγος της θρησκείας, Peter L. Berger. Ο ίδιος κοινωνιολόγος, μια τριακονταετία αργότερα, θα αναιρέσει ρητά αυτές τις θέσεις του, δηλώνοντας ότι ο κόσμος μας σε γενικές γραμμές σήμερα παραμένει εξίσου θρησκευόμενος με οποιαδήποτε άλλη εποχή. Τι είχε αλλάξει στο μεταξύ; Είναι άραγε ασυμβίβαστη η Νεωτερικότητα με τη θρησκευτικότητα ή αυτές οι δύο μπορούν τελικά να συμπορευθούν;
Είναι άραγε ασυμβίβαστη η νεωτερικότητα με τη θρησκευτικότητα ή αυτές οι δύο μπορούν τελικά να συμπορευθούν;
Σε αυτά τα τόσο επίκαιρα ζητήματα μπορεί να λειτουργήσει ως μια προσιτή, συνοπτική και τεκμηριωμένη εισαγωγή το παρόν βιβλίο του ακαδημαϊκού κοινωνιολόγου και συγγραφέα Νίκου Μουζέλη. Σημειωτέον ότι όσοι συλλαμβάνουν τη Νεωτερικότητα συγκριτικά με το σήμερα με όρους ουσιαστικής συνέχειας (π.χ. ο Giddens), μιλούν για «ύστερη Νεωτερικότητα». Αντίθετα, όσοι τα συλλαμβάνουν με όρους ποιοτικής διαφοροποίησης ή και σύγκρουσης, κάνουν βασικά λόγο για «μεταμοντερνισμό» (π.χ. ο Bauman). Ο Μουζέλης, πάντως, είναι πεπεισμένος ότι από τη μία φάση («Νεωτερικότητα») ως την άλλη («ύστερη Νεωτερικότητα») η συνέχεια επικρατεί της ασυνέχειας και η ύστερη Νεωτερικότητα, την αφετηρία της οποίας τοποθετεί γύρω στα 1970, είναι στην πραγματικότητα «προέκταση» της Νεωτερικότητας και όχι ανατροπή της.
Για τον Μουζέλη, που σε γενικές γραμμές εντάσσεται στη σχολή του δομικού λειτουργισμού του Talcott Parsons, η Νεωτερικότητα έγκειται σε ένα συγκεκριμένο είδος κοινωνικής οργάνωσης που ιστορικά επικράτησε στη Δύση γύρω στον 19ο αιώνα, δηλαδή μετά την αγγλική Βιομηχανική και τη Γαλλική επανάσταση. Τα τρία βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής οργάνωσης είναι: η αποδυνάμωση της περιφέρειας και των παραδοσιακών κοινοτήτων με την παράλληλη ένταξη του πληθυσμού στο έθνος-κράτος, η λειτουργική διαφοροποίηση και ο ατομικισμός. Ας δούμε το πώς αυτά επηρεάζουν τη θρησκεία.
Αρχικά, στις παραδοσιακές και προνεωτερικές κοινωνίες οι λαϊκοί άνθρωποι τείνουν να διαπνέονται από μια πιο «χαλαρή» θρησκευτικότητα (π.χ. αναμειγνύοντας τον Χριστιανισμό με άλλες, μαγικές πρακτικές και προχριστιανικές προλήψεις), και οι λόγιοι ενδιαφέρονται περισσότερο για συστηματική θεολογία και ερμηνεία, ενώ αντίθετα στη Νεωτερικότητα οι άνθρωποι τείνουν να βιώνουν τη θρησκευτικότητα λιγότερο διαφοροποιημένα, με την πιο «υψηλή» θρησκευτικότητα να περνάει και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Μαζί με αυτή, όμως, έρχεται και η μη θρησκευτικότητα.
Συγκεκριμένα, τάσεις που σε άλλες εποχές παρέμεναν γενικά σε ορισμένους κύκλους ανώτερων τάξεων (όπως π.χ. ο αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός), πλέον «διαχέονται» σε άτομα από κάθε τάξη. Βέβαια, η περιφέρεια συνεχίζει να υπάρχει και δεν εξαφανίζεται, αλλά χάνει ένα μέρος της αυτονομίας της και μεταβάλλεται η μορφή της. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με το έθνος-κράτος στην ύστερη Νεωτερικότητα.
Όσο για τη λειτουργική διαφοροποίηση, αυτή διαφαίνεται στο ότι στον νεωτερικό κόσμο οι χριστιανικές εκκλησίες δεν ελέγχουν το σύνολο της ζωής, αλλά αποτελούν έναν μονάχα θεσμό ανάμεσα σε άλλους, με τους οποίους αναγκαστικά συνυπάρχει μέσα στην κοινωνία. Τέλος, ο ατομικισμός βρίσκεται στο ότι οι άνθρωποι πλέον καλούνται και ενθαρρύνονται να επιλέγουν οι ίδιοι το θρήσκευμα το οποίο θα ασπασθούν, με κριτήρια που θεωρείται ότι πρέπει να προσιδιάζουν στους ίδιους ως άτομα.
«Σε ό,τι αφορά τη νεωτερικότητα, είναι βέβαιο πως δεδομένης της αποδυνάμωσης του παραδοσιακού τοπικισμού, της μαζικής ένταξης στο κέντρο και της ευρείας εξατομίκευσης, η επιλογή είναι στοιχείο-κλειδί για την κατανόηση του τρέχοντος και του μελλοντικού θρησκευτικού τοπίου. Σε θρησκευτικά ζητήματα, η επιλογή παύει να είναι προνόμιο ή “βάρος” των λίγων, ενώ, αντίθετα, διαχέεται προς τα κάτω. Με άλλα λόγια, δεν είναι μόνο οι θρησκευτικές ελίτ, οι διανοούμενοι ή οι φιλόσοφοι που στοχάζονται για το νόημα της ζωής, τα υπέρ τα κατά ενός κοσμικού ή μη κοσμικού τρόπου ύπαρξης. Η θρησκευτική ένταξη παύει να θεωρείται δεδομένη, γίνεται ζήτημα που ενδιαφέρει τους ανθρώπους κάθε προέλευση. Σε τελική ανάλυση, η γενικευμένη δυνατότητα επιλογής, πραγματική ή φαντασιακή, αποτελεί την ουσία της νεωτερικότητας».
Όταν ο Μουζέλης κάνει λόγο για «διάχυση» στάσεων και συμπεριφορών από τις ανώτερες προς τις κατώτερες τάξεις, παραπέμπει στον όρο που ο κοινωνιολόγος Norbert Elias έχει ονομάσει «βασικό εκδημοκρατισμό». Εκτός από κοινωνιολογία, το βιβλίο περιλαμβάνει και φιλοσοφικούς προβληματισμούς, με μια εκτενή κριτική στις θέσεις του Σκώτου ηθικού φιλοσόφου Alasdair MacIntyre (ίσως το πιο αδύναμο κεφάλαιο του βιβλίου), καθώς και ανάλυση του ηθικού αντιθεμελιωτισμού των «συγκινησιοκρατών» Buber, Levinas και, παραδόξως, Krishnamourti, για τους οποίους (και με διαφορετικό τρόπο στον καθένα) ηθική προκύπτει «εσωτερικά» από μια μη ορθολογική διαδικασία.
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου είναι όταν ο Μουζέλης επιχειρηματολογεί συστηματικά υπέρ της «νεωτερικότητας» του φονταμενταλισμού, εξηγώντας ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή του θεοκρατικού μουσουλμανικού Ιράν, η αποδυνάμωση της περιφέρειας έναντι του έθνους-κράτος, η λειτουργική διαφοροποίηση, και ο ατομικισμός είναι όλα τους παρόντα.
Ο Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (London School of Economics). Εκτός από τα πολυάριθμα άρθρα του που έχουν δημοσιευτεί στα εγκυρότερα ξένα επιστημονικά περιοδικά, το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει πλήθος σημαντικών και βραβευμένων βιβλίων. |
Ο Μουζέλης υποστηρίζει πως οι νεωτερικές αξίες δεν είναι τρωτές στον πολιτισμικό σχετικισμό που τις θεωρεί απλά ιδιώματα της Δύσης, διότι τείνουν να εκτείνονται παγκόσμια και να βρίσκουν όλο και περισσότερους υποστηρικτές όσο προχωράει η εκβιομηχάνιση, ο καπιταλισμός και η αστικοποίηση στον μη Δυτικό κόσμο. Ωστόσο, μια αντίρρηση εδώ είναι ότι η παγκοσμιότητα αποτελεί αβέβαιο και ανεπαρκές θεμέλιο για να θεμελιώσει την πίστη σε κάποιες αξίες, όπως αντίστοιχα η επίκληση της διεθνούς κυριαρχίας μιας θρησκείας δεν θα ήταν αναγκαστικά ικανή να μας κάνει να την υιοθετήσουμε.
Στο κεφάλαιο για τον Lacan, εκφράζει μια διακριτική συμπάθεια για τον θρησκευτικό μυστικισμό γενικά, δείχνει δε ότι βλέπει μάλλον ευνοϊκά την ψυχανάλυση. Μολονότι παραθέτει απόπειρες ψυχαναλυτικής ερμηνείας του φονταμενταλιστικού φαινομένου, χωρίς να τις απορρίπτει ολότελα, δεν διστάζει να τις χαρακτηρίσει ανεπαρκείς, αφού δεν συνοδεύονται και από αντίστοιχες αναλύσεις των κοινωνικών αιτίων. Τέλος, για τον Μουζέλη, η γνωστή θέση ότι η εκκοσμίκευση στη Νεωτερικότητα συνεπάγεται τάχα και την παρακμή της θρησκευτικότητας, είναι καταφανώς εσφαλμένη. Όχι μονάχα η θρησκεία είναι συμβατή με τη Νεωτερικότητα, αλλά και οι διάφορες μορφές θεϊσμού, που συνδέονται με παραδοσιακές μορφές θρησκευτικότητας, θα παραμείνουν σημαντικές, αν όχι και κυρίαρχες, κατά την ύστερη Νεωτερικότητα.
Στο παράρτημα, ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου, επισημαίνονται έξι θεμελιώδεις, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, στάσεις όσον αφορά στη θρησκευτικότητα: θεϊσμός, ανθρωποκεντρισμός, συγκρητισμός, αγνωστικισμός, «απαθεϊσμός» (δηλ. αδιαφορία) και αθεΐα (δηλ. απόρριψη).
Αν όμως η θρησκεία είναι συμβατή με τις νεωτερικές κοινωνικές δομές, το ίδιο συμβαίνει και με την εκκοσμίκευση. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος των θρησκειών δεν θα είναι ποτέ ξανά όπως στις παραδοσιακές κοινωνίες. Στο παράρτημα, ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου, επισημαίνονται έξι θεμελιώδεις, κατά τη γνώμη του συγγραφέα, στάσεις όσον αφορά στη θρησκευτικότητα: θεϊσμός, ανθρωποκεντρισμός, συγκρητισμός, αγνωστικισμός, «απαθεϊσμός» (δηλ. αδιαφορία) και αθεΐα (δηλ. απόρριψη).
Πρόκειται για ιδεοτύπους και όχι για στεγανά διακριτές μεταξύ τους στάσεις, μιας και υφίστανται διάφοροι συνδυασμοί, με ένα τυπικό παράδειγμα να είναι οι χριστιανικές εκκλησίες που αποδέχονται τις πρακτικές διαλογισμού, συνδυάζοντας μια μορφή θεϊσμού με συγκρητισμό.
Οι τρεις πρώτες τείνουν να είναι θρησκευτικές, σε αντίθεση με τις τρεις τελευταίες που είναι απορριπτικές προς τις θρησκείες και που έχουν «διαχυθεί» σταδιακά μέσα στην ιστορία από τις ελίτ προς τον γενικό πληθυσμό. Μια αντίρρηση στην τυπολογία του Μουζέλη, είναι ότι η έννοια του απαθεϊσμού δεν αποτελεί μια θεμιτά διακριτή στάση, διότι θα μπορούσαμε κάλλιστα να εντάξουμε όλους τους «απαθεϊστές» σε κάποια μορφή αθεϊσμού ή αγνωστικισμού.
Το συμπέρασμα του Μουζέλη είναι ότι οι παραδοσιακές θεωρίες εκκοσμίκευσης ήταν μερικώς εσφαλμένες: η θρησκεία δεν δείχνει σημάδια έκλειψης στη Νεωτερικότητα, αλλά αντίθετα συνεχίζει να παρουσιάζει ικμάδα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ειρήσθω εν παρόδω, σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγείται και ο Γάλλος κοινωνιολόγος Jean-Paul Willaime, σε αντίστοιχο έργο του. Τι συμπέρασμα προκύπτει από όλα αυτά;
Η παλιά και κλασική θεωρία της εκκοσμίκευσης, αν και διατυπώθηκε συστηματικά γύρω στη δεκαετία του 1960, από κοινωνιολόγους όπως ο Berger, φαίνεται να προδιαγράφεται ως έναν βαθμό σε στοχαστές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, και ακόμη περισσότερο στους ιδρυτές της κοινωνιολογίας, Durkheim, Marx και Weber, οι οποίοι (αν και με διαφορετικό τρόπο έκαστος) έβλεπαν την υποχώρηση του θρησκευτικού, και τη συνακόλουθη επέκταση του αθεϊσμού, περίπου σαν κάτι το ιστορικά αναπόφευκτο.
Η απροσδόκητα μεγάλη «επιμονή» των θρησκειών στον Δυτικό (και όχι μόνο) κόσμο αποτελεί λοιπόν για τη σύγχρονη κοινωνιολογία των θρησκειών μια πρόκληση παραδειγματικής αλλαγής (“paradigm shift”, κατά τον όρο του Kuhn). Στο εξής, αν και δεν λείπουν και όσοι ειδικοί επιμένουν στην παλαιού τύπου θεωρία εκκοσμίκευσης (π.χ. ο Steve Bruce), αντί να αναζητούνται οι αιτίες της μη εξαφάνισης των θρησκειών σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, θα πρέπει να διαλευκανθούν οι λόγοι της υποχώρησης των παραδοσιακών θρησκειών στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό συνεπάγεται όχι την οριστική εγκατάλειψη της κοινωνιολογικής θεωρίας εκκοσμίκευσης, αλλά μάλλον την τροποποίησή της, ώστε να συμπεριλαμβάνει με έναν πιο ευέλικτο τρόπο τις σχετικές μεταβολές.
Ο Αρχιδιάκονος Ιωάννης Χρυσαυγής, Θεολογικός Σύμβουλος της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και συγγραφέας. |
Αν όμως οι θρησκείες, ακόμη και οι παραδοσιακές, έχουν λόγο στις μέρες μας, πώς ανταποκρίνονται στα επίκαιρα προβλήματά μας; Τι έχει να πει, επί παραδείγματι, η Ορθοδοξία για το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος;
Σε αυτό το τελευταίο επιχειρεί ν’ απαντήσει ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, με το Η δημιουργία ως μυστήριο: Θεολογική προσέγγιση της οικολογικής πρό(σ)κλησης (εκδ. Αρμός). Ο πρώην αρχιεπίσκοπος Canterbury Rowan Williams, ο ακαδημαϊκός θεολόγος και ιδρυτής του Logos Insitute Andrew Torrance, η ειδική στην οικοθεολογία Celia Deane-Drummond, ο αείμνηστος μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, καθώς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, είναι μονάχα μερικοί από όσους εγκωμίασαν το παρόν βιβλίο. Στο επίκεντρό του τίθεται, φυσικά, και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής.
Παράλληλα, ανοίγεται και μια «βεντάλια» θεμάτων όπως το μεταναστευτικό, η παγκοσμιοποίηση, οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, η δημοκρατία και οι κοινωνικές ανισότητες, με το βιβλίο να υποστηρίζει πως στην επίλυσή τους θα πρέπει να συμβάλλουν ομαδικά όχι μονάχα οι πιστοί των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών, αλλά και τα μέλη άλλων θρησκειών, ακόμη και όσοι δεν ασπάζονται καμία.
Ο π. Ιωάννης σκιαγραφεί συστηματικά μια Ορθόδοξη οικο-θεολογία, κύριο σημείο της οποίας είναι η έννοια της κτίσης ως θεϊκής Δημιουργίας. Όπως τονίζει, μια γνήσια χριστιανική αντίληψη περί κόσμο έγκειται στην ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στον Δημιουργό και τη δημιουργία Του: συγκεκριμένα, η χριστιανική παράδοση πρεσβεύει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό ex nihilo (υπερβατικότητα Θεού), αναγνωρίζει όμως την ίδια στιγμή το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση όσον αφορά τον άνθρωπο (εμμένεια Θεού). Έτσι, ο Θεός αναγνωρίζεται ως ον υπερβατικό ως προς το φυσικό σύμπαν/κτίση (απορρίπτεται λοιπόν ο πανθεϊσμός που ταυτίζει Θεό και φύση), όσο και σε σχέση μαζί του.
Αντίθετα με τον μεσαιωνικό χριστιανικό της Δυτικής Ευρώπης, που εστίαζε υπερβολικά στο προπατορικό αμάρτημα και στη φθορά ως απόρροιά του (επιρροή Αγίου Αυγουστίνου), η Ανατολική παράδοση συνελάμβανε τη φύση ως κάτι που βρίσκεται σε επικοινωνία με τον Θεό, γράφει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης.
Στις σελίδες του βιβλίου γίνεται μνεία στον π. Αλέξανδρο Σμέμαν και στο βιβλίο του Για να ζήσει ο κόσμος (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δόμος), που προβάλλει την ιδέα ότι ο Χριστιανισμός, μέσω των επτά θεϊκών του μυστηρίων, δίνει στον φυσικό κόσμο της σωστή του διάσταση και τον εξαγιάζει, επαναφέροντας σχεδόν στιγμές της προπτωτικής ανθρώπινης κατάστασης.
Έτσι, για παράδειγμα, το Βάπτισμα ευλογεί την είσοδο ενός νέου ανθρώπου στη ζωή, η Θεία Κοινωνία δίνει στην τροφή έναν ιερό χαρακτήρα, με τη μορφή της «κοινωνίας» με τον Θεό, ο Γάμος ευλογεί και εξαγιάζει τη φυσική σαρκική επιθυμία των ανθρώπων κ.λπ. Αυτές οι απόψεις, καταλαβαίνει κανείς, τροφοδοτούν μια Ορθόδοξης έμπνευσης οικολογία από την οποία εμπνέεται το παρόν βιβλίο.
Μια γνήσια χριστιανική αντίληψη περί κόσμο έγκειται στην ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στον Δημιουργό και τη δημιουργία Του: συγκεκριμένα, η χριστιανική παράδοση πρεσβεύει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό ex nihilo (υπερβατικότητα Θεού), αναγνωρίζει όμως την ίδια στιγμή το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση όσον αφορά τον άνθρωπο (εμμένεια Θεού).
Ο π. Ιωάννης Χρυσαυγής, ο οποίος έχει γράψει επίσης ένα έργο για την έρημο και τους ασκητές, αφιερώνει εδώ ένα σεβαστό τμήμα του βιβλίου στον ερημιτισμό, παρουσιάζοντας τους εκκλησιαστικούς πατέρες (και μητέρες, δεν λησμονούνται και οι γυναίκες) που ασκήτευαν εγκαταβιώνοντας στην απομόνωση, στο άγονο και σκληρό περιβάλλον της ερήμου. Σε ένα σημαντικό κεφάλαιο παρουσιάζεται μια ευρεία γκάμα θεολογικών θέσεων από Δυτικούς και Ανατολικούς πατέρες, σχετικά με τη Δημιουργία. Σύμφωνα με τον ίδιο:
«Ένα βασικό χαρακτηριστικό του μυστηριακού ήθους της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η θεώρηση της δημιουργίας ως μυστηρίου, μία μοναδική και θεμελιώδης εικόνα στη σύγχρονη θρησκευτική εμπειρία και, ουσιαστικά, ο πυρήνας της πρότασής μου σε αυτό το βιβλίο για τον τρόπο, με τον οποίο θα έπρεπε ένα συνδεόμαστε με τη δημιουργία» (σελ. 134).
Πραγματευόμενος όμως και τη σχέση ανάμεσα σε Ορθοδοξία και επιστήμες, ο π. Ιωάννης ισχυρίζεται ότι εκκλησιαστικοί πατέρες σαν τον Μεγάλο Βασίλειο και τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, που σκιαγράφησαν τη βιβλική «κοσμολογία» με βάση το πώς αυτή παρουσιάζεται στο βιβλίο της Γενέσεως, έφθασαν να υποστηρίξουν πως η κτίση, ο φυσικός κόσμος που δημιούργησε ο Θεός, χαρακτηρίζεται από μια γόνιμη σπερματική δύναμη που ενυπάρχει σε όλα τα έμβια όντα και τα καθιστά ικανά ν’ αναδυθούν στην ύπαρξη. Αυτή η βασικά στωικής πηγής ιδέα του «παγκόσμιου σπόρου» που υπάρχει σε όλα, λέει ο π. Ιωάννης, καθιστά την πατερική σκέψη εντυπωσιακά συμβατή με την εξελικτική θεωρία, στη βιολογία, τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, στη φυσική, αλλά και τονίζει την κοινή προέλευση και την αδιάσπαστη σύνδεση όλων των έμβιων όντων.
Τέλος, ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει ότι στην Ανατολική Χριστιανοσύνη καθοριστική είναι η διάκριση ανάμεσα σε αμετάβλητη ουσία και άκτιστες ενέργειες του Θεού, με τις τελευταίες να εμπλουτίζουν τον κόσμο με θεία δύναμη, κατορθώνοντας να «αποκρύπτουν» και ταυτοχρόνως να υπαινίσσονται τη θεϊκή παρουσία. Οι συνέπειες μια τέτοιας αντιμετώπισης του φυσικού περιβάλλοντος δεν πρέπει να υποτιμώνται.
Ο π. Ιωάννης, στενός συνεργάτης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Βαρθολομαίου, που έχει κληθεί «πράσινος Πατριάρχης», εγκωμιάζει μάλλον ανεπιφύλακτα τον οικουμενικό διάλογο της Ορθόδοξης και της Καθολικής εκκλησίας, εξαίροντας τον πατριάρχη, τον οποίο θεωρεί άξιο συνεχιστή του προκατόχου του, για τις κοινές δηλώσεις του μαζί με τον πάπα Φραγκίσκο, επί οικολογικών ζητημάτων, που φέρνουν πλησιέστερα τις διαφορετικές ομολογίες και προετοιμάζουν για ένα κοινό μέτωπο αντιμετώπισης των σημερινών προβλημάτων.
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.