Για το βιβλίο του Χάρτμουτ Ρόζα «Επιτάχυνση και αλλοτρίωση» [μτφρ. Μιχάλης Κούλουθρος], που κυκλοφορεί από τις εκδ. Πλήθος. Κεντρική εικόνα: «Η εμμονή της μνήμης», Σαλβαντόρ Νταλί, 1931
Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
Είναι γεγονός ότι οι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής είναι κάτι παραπάνω από αυξημένοι ή αν θέλει κάποιος, ταχείς. Πολλοί στοχαστές, αναλογιζόμενοι αυτό το γεγονός, προσπάθησαν να του δώσουν μία ερμηνεία. Ένας από αυτούς είναι και ο Χάρτμουτ Ρόζα, του οποίου το έργο, Επιτάχυνση και αλλοτρίωση, εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Ο Ρόζα προσπαθεί, όπως αναφέρει και ο ίδιος στο έργο του, να μας προσφέρει ένα δοκίμιο για τη σύγχρονη ζωή στη Δύση, όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τους τελευταίους αιώνες. Ειδικά δε από τον 21ο αιώνα και μετά, υπό το πρίσμα μιας ανανεωμένης μορφής της Κριτικής Θεωρίας – πιο κοντά όμως στο μονοπάτι που χάραξαν οι Habermas και Honneth, κατά πως διαφαίνεται στην πορεία της ανάλυσης.
Κατά αυτόν στο νέο καθεστώς διαδεδομένης σταθεροποίησης και συντονισμού που ενυπάρχει σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, έχει τις ρίζες του στη μεγέθυνση τις κλιμακούμενης ανάπτυξης και στην παρουσιαζόμενη διάθεση βελτιστοποίησης, δηλαδή στην ανάγκη κοινωνικής επιτάχυνσης. Τι είναι όμως η κοινωνική επιτάχυνση;
Η κοινωνική επιτάχυνση είναι η διαδικασία αυτή που μεταβάλλει άρδην τα ενυπάρχοντα μορφώματα, τις δομές καθώς και τα μοτίβα δράσης και μετασχηματισμού του κοινωνικού συνόλου. Μια μεταβολή που εντείνει τη μεταλλαγή των έτερων μοτίβων κοινωνικής συσχέτισης, των μορφών πρακτικής και τέλος την ίδια τη μορφή της γνώσης που αφορά την πρακτική αυτή.
Πρέπει σε αυτό το σημείο να ειπωθεί, βέβαια, ότι αυτή η επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολής δεν πορεύεται μόνη της αλλά ακολουθείται στενά από την επιτάχυνση της «τεχνολογικής προόδου» και του ρυθμού της ζωής. Μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο διαταράσσεται το χωροχρονικό καθεστώς, με τη συστολή του διατμήματος του «παρόντος», το οποίο βιώνεται περιορισμένα, όντας «αποσυντεθημένο» και χωρίς αξιοπιστία, ενώ το «παρελθόν» και το «μέλλον», απλά καταλήγουν να θεωρούνται ασαφή μεγέθη.
Αυτό που απομένει και καλλιεργείται, όντας θεμέλιο της νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνίας είναι ο πολυεπίπεδος ανταγωνισμός, αφού πλέον δεν περιορίζεται ως φαινόμενο στο οικονομικό κομμάτι και μόνο, όντας μία βασική πολιτισμική συνθήκη και προϋπόθεση του δυτικού κόσμου.
Αυτό που απομένει και καλλιεργείται, όντας θεμέλιο της νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνίας είναι ο πολυεπίπεδος ανταγωνισμός, αφού πλέον δεν περιορίζεται ως φαινόμενο στο οικονομικό κομμάτι και μόνο, όντας μία βασική πολιτισμική συνθήκη και προϋπόθεση του δυτικού κόσμου. Και αυτό συμβαίνει διότι ο δυτικός άνθρωπος σταδιακά, ενσωματωμένος και όχι απλά προσαρμοσμένος στο «παιχνίδι» της επιτάχυνσης, ενδιαφέρθηκε για τα πλούτη και τις προσφορές αυτού του επίγειου κόσμου, εκκοσμικεύοντας τη χριστιανική θρησκευτική πίστη στην «αιώνια ζωή», και προσανατόλισε προς αυτά όλες τις επιθυμίες, τις προσδοκίες και τις λαχτάρες του.
Βέβαια ακόμη και αυτό το βασικό «θέλω» του δυτικού ανθρώπου, το να μη στερηθεί δηλαδή αλλά αντιθέτως να απολαύσει τους ώριμους καρπούς της επιτάχυνσης, εν τέλει δεν πραγματώνεται. Επιπροσθέτως, οι μεμονωμένες, βιωμένες εμπειρίες μειώνονται, όπως και το σύνολο του βιωμένου χρόνου του.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η επιτάχυνση δεν είναι μια διαδικασία, που δεν ενέχει ή δεν συγκρούεται με το έτερο/παράλληλο φαινόμενο της επιβράδυνσης. Αν και είναι γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνική επιτάχυνση έχει ξεπεράσει τα φυσικά όρια της ταχύτητάς της, και κινεί ένα ολόκληρο πολιτισμό σαν ένα «αυτοκινούμενο όλον», αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αφήνονται περιθώρια έκφρασης μίας ηθελημένης ή αθέλητης επιβράδυνσης, της οποίας όμως οι εκφραστές, όπως και οι γεωγραφικές τους «οάσεις», καταλήγουν να περιθωριοποιούνται. Έτσι, είτε μιλάμε για έναν άνεργο, που δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στους γρήγορους ρυθμούς εργασίας και συνεχούς εξειδίκευσης που ορίζει η νέα μορφή ανταγωνιστικής εργασίας, είτε για κάποιον πολιτικό ακτιβιστή, που συνειδητά απέχει από τις ενυπάρχουσες πολιτισμικές δομές, το πλαίσιο ταυτοποίησης παραμένει το ίδιο αμείλικτο και έμμεσα ή άμεσα εχθρικό.
Η επιτάχυνση λαμβάνει έτσι, όπως γίνεται κατανοητό από τα όσα προείπαμε, έναν χαρακτήρα «ολοκληρωτικό», όχι όμως με τη μορφή του φανερού ολοκληρωτισμού του παρελθόντος, αλλά με μια νέα αυτοτελή και αυτόνομη μορφή που ασκεί συνεχώς πίεση και εισβάλει παντού. Μια κατάσταση σχεδόν αναπόφευκτη και εν μέρει αήττητη, που απειλεί μέσω της απολιτικοποίησης και της παθητικοποίησης που προωθεί κάθε έννοια πραγματικής συμμετοχικής δημοκρατίας.
Παρά ταύτα, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ταυτοποίηση των συνεπειών της επιτάχυνσης πρέπει να λάβει μια νέα πιο αποκρυσταλλωμένη μορφή, ώστε να γίνει χαρτογράφηση του σύγχρονου κοινωνικού τοπίου όσο το δυνατόν καλύτερα, από όσους αντιλαμβάνονται τον διακύβευμα και θέλουν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ώστε να καταδειχτεί, έτσι: α) η κοινωνική δυσλειτουργία του θεσμικού πλαισίου ολόκληρης της κοινωνίας, β) ότι στο ζήτημα της ηθικής ευθύνης, λόγω ακριβώς του κοινωνικού κατακερματισμού, η μόνη αλληλεξάρτηση μεταξύ των ατόμων ελλοχεύει μόνο σε μια μορφή πολυφωνίας που όμως βασίζεται στη μερική εξατομίκευση και όχι απαραίτητα σε έναν κοινό ηθικό κώδικα, και τέλος γ) να υπάρξει η σημαντική παραδοχή ότι σε δεοντολογικό επίπεδο το ζήτημα της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, δεν έχει τεθεί σε σωστές βάσεις• παρότι υπήρξε βασικό πρόταγμα της νεωτερικότητας, αλλά αντιθέτως παρατηρούμε μια εξασθενισμένη ατομικοποίηση που αλλοτριώνεται συνεχώς.
Η αλλοτρίωση αυτή, μάλιστα, προεκτείνεται σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης επαφής με τον κόσμο και στερεί από τον σύγχρονο άνθρωπο το πραγματικό βίωμα. Έτσι χάνεται η ουσιαστική επαφή με τον χώρο, τον χρόνο, τα πράγματα που μας περιβάλλουν αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό μας και τις πράξεις μας.
Κλείνοντας, το βιβλίο του Ρόζα προσφέρει στον σοβαρό μελετητή των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων του σύγχρονου κόσμου, μια πληρέστατη έποψη του φαινομένου της επιτάχυνσης υπό μια ενδιαφέρουσα πολιτισμική ερμηνεία. Είναι στο χέρι του καθενός βέβαια, για το πώς θα αξιολογήσει τα πορίσματα του συγγραφέα και αν θα συμφωνήσει ή όχι με τη μεθοδολογία του. Όπως και να ‘χει όμως, η μελέτη του Ρόζα και τα συμπεράσματά της κάθε άλλο παρά απαρατήρητα μπορούν να περάσουν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ είναι Υποψήφιος Διδάκτορας στο Τμήμα Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ.