
Για το δοκίμιο της Ελέν Σιξού (Helen Cixous), «Ο τελευταίος πίνακας ή το πορτρέτο του Θεού» (μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, εκδ. Σαιξπηρικόν)
Της Έλσας Κορνέτη
Μια παράλληλη πραγματικότητα είναι η τέχνη, που δίνει την ψευδαίσθηση μιας επιδιόρθωσης της πραγματικής ατελούς πραγματικότητας. Κάτι να διορθώσεις θέλεις εκεί έξω, κάτι να συμπληρώσεις που έχει σπάσει ή έχει χαθεί, όπως συμβαίνει στ’ αγαπημένα παραμύθια με το σπασμένο χερούλι της τσαγιέρας, και το κομμένο πόδι του μολυβένιου στρατιώτη ή αλλιώς κάτι να μιμηθείς από την ομορφιά της φύσης για να εστιάσεις σ’ ένα αξιοθαύμαστο στοιχείο της, όπως είναι ένα νούφαρο και να προσπαθήσεις να το αποδώσεις καλλιτεχνικά με διάθεση να το τελειοποιήσεις, να το διαφοροποιήσεις και εν τέλει να το αυτονομήσεις.
Η ανθρώπινη κατάσταση ή αλλιώς η ανθρώπινη συνθήκη διαμορφώνεται καθοριστικά από την αίσθηση του βάρους της ύπαρξης. Η ενασχόληση με τις τέχνες όχι μόνο σε επίπεδο πρωτογενούς δημιουργίας αλλά και σε αυτό της παρακολούθησης, θέασης, θαυμασμού, τείνει να ελαφραίνει το φορτίο της ύπαρξης και να χρωματίζει τη ζωή και τις παράλληλες εκφάνσεις της.
Η ενασχόληση με τις τέχνες όχι μόνο σε επίπεδο πρωτογενούς δημιουργίας αλλά και σε αυτό της παρακολούθησης, θέασης, θαυμασμού, τείνει να ελαφραίνει το φορτίο της ύπαρξης και να χρωματίζει τη ζωή και τις παράλληλες εκφάνσεις της.
«Είμαστε μέρος του όλου. Κάτω από την ψιλή βροχή αναπνέω την παρθενικότητα του κόσμου. Αισθάνομαι χρωματισμένος από όλες τις αποχρώσεις του απείρου. Αυτή τη στιγμή είμαι ένα με τον πίνακά μου. Είμαστε ένα ιριδίζον χάος … Ο ήλιος διεισδύει μέσα μου σιωπηλά όπως ένας μακρινός φίλος που γεμίζει ζεστασιά την οκνηρία μου, τη γονιμοποιεί. Βγάζουμε καρπούς..» γράφει σε χαρακτηριστικό απόσπασμά της σαν μια εξομολόγηση από την πλευρά του ζωγράφου, η Γαλλίδα Helene Cixous, ακαδημαϊκός, φεμινίστρια, φιλόσοφος, ποιήτρια, θεατρική συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, κυριότερη εκπρόσωπος, μαζί με την Τζούλια Κρίστεβα, της μετα-δομιστικής φεμινιστικής θεωρίας, σε αυτό το τόσο πυκνό και ουσιαστικό δοκίμιο, που συμπυκνώνει σαν ένα πανάκριβο άρωμα, το απόσταγμα της σκέψης και της αίσθησης της συγγραφέως πάνω στη σύλληψη της ουσίας έργων ζωγραφικής τέχνης από την πλευρά του δημιουργού και στη σχέση που διαμορφώνουν με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.
Για την «πραγματικότητα του πράγματος», για «το είναι το πράγματος» που τόσο θα ήθελε να αιχμαλωτίσει η σημαντική συγγραφέας Κλαρίσε Λισπέκτορ, μας καλεί να συν-στοχαστούμε η Helene Cixous (Ελέν Σιξού). Είναι ένα κάλεσμα στο πλησίασμα και στην αποκωδικοποίηση του πυρήνα της σκέψης και της αίσθησης ενός ζωγράφου-ποιητή ή ποιητή-ζωγράφου που διαιρεί τα χρώματα και τις λέξεις σε χιλιάδες κατακερματισμένες στιγμές μέχρι ν’ αποδώσουν ήχους, δονήσεις, σκέψεις και αισθήσεις που αναβλύζουν μέσα από την πηγή ενός βλέμματος εξόχως ενορατικού που ξεκλειδώνει τα μυστικά του φωτός για να δει βαθιά μέσα στην πραγματικότητα του πράγματος που τον απασχολεί‧ αυτό που φαίνεται κι αυτό που κρύβεται μέσα από φανερώματα και υπαινιγμούς.
Σε μια συνέντευξή του ο δικός μας ζωγράφος Δημήτρης Αλειθινός είπε κάτι πολύ εύστοχο και ταιριαστό.
«Οτιδήποτε κάνουμε είναι τέχνη, Ακόμα και ο τρόπος που περπατάμε, χειρονομούμε, ντυνόμαστε, μιλάμε, κοινωνικοποιούμαστε, Όλα Είναι Τέχνη. Oτιδήποτε αποδεικνύει ότι υπήρξαμε περνάει μέσα από ένα έργο τέχνης, η ύπαρξή μας ως είδος είναι ένα έργο τέχνης».
Τι ονειρεύονταν ο Ρέμπραντ για ν’ αποδώσει το εφήμερο, το μυστήριο, στην τρυφερότητα του βλέμματος του όντος στο τελευταίο του πορτρέτο; Πώς διαισθανόταν και διαχειριζόταν την αγωνία του ζωγράφου ο μύωπας Μονέ που ζωγράφιζε με μάτια κλειστά προς το τέλος της ζωής του; Πώς θα πλησίαζε κανείς τον στρόβιλο των επιθυμιών, της οδύνης και της έκστασης στην οποία έπεφτε ο μισότρελος Βαν Γκογκ προκειμένου να ζωγραφίσει τις εικόνες που τον κατέκλυζαν; Μέσα από ποιόν μηχανισμό απέδιδε ο Καντίνσκι στους πίνακές του τα εσωτερικά του μυστήρια; Πώς ανάδευε στον χρωστήρα του ο Κόκοσκα τη φαντασία με την εικόνα και την έμπνευση;
Ο ποιητής συνομιλεί με τον ζωγράφο και ο ζωγράφος με τον ποιητή έχοντας συνειδητοποιήσει τον κόσμο γι’ αυτό που πρόκειται να γίνει και να συμβεί. Η αιωνιότητα είναι μια στιγμή κι όταν την αγγίξεις σε βάθος τότε έχεις μια αιωνιότητα για να ζήσεις. Η Τέχνη είναι ο μεγάλος ευεργέτης του Χρόνου που μας χαρίζεται και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε με δαύτον. Η αγάπη της Τέχνης μας ευεργετεί δίνοντάς μας μια μοναδική δυνατότητα: Να υπερβούμε τον Χρόνο.
«Στα ενενήντα μου, θα διεισδύσω στο μυστήριο των πραγμάτων‧ στα εκατό θα έχω αγγίξει σίγουρα έναν βαθμό του θαύματος, και όταν θα είμαι εκατόν δέκα, σε μένα, είτε είναι ένα σημείο, είτε μια γραμμή, όλα θα είναι ζωντανά» γράφει η Helene Cixous, δίνοντάς μας ένα ακόμα μάθημα, αυτό την θαλερής, αισιόδοξης και μαχητικής σκέψης που δεν παραδίδεται, αλλά υπερασπίζεται με την άοκνη γραφίδα της το πνεύμα και μόνον. Ό,τι συνενώνει τα έργα τέχνης των ανθρώπων με τα θεϊκά έργα της φύσης, προσδίδοντας τους το θεϊκό στοιχείο, είναι ένα τελικό έργο τέχνης συνεργασίας‧ το πρόσωπο του Θεού – κι αυτό είναι ίσως κατά τη συγγραφέα και το μόνο που αξίζει να υπερασπιστεί κανείς ως πνευματικός άνθρωπος μετά από το θαύμα της ζωής.
«Όταν θα έχω τελειώσει να γράφω», σημειώνει η Helene Cixous στο τέλος του πολύτιμου αυτού δοκιμίου, που αναδεικνύεται από την σχεδόν ποιητική της γραφή -σε άριστη μετάφραση από τον συγγραφέα, φιλόσοφο Θωμά Συμεωνίδη με ένα περιεκτικό, όσο και διαφωτιστικό επίμετρο, ένα ακόμα σημαντικό βιβλίο από τη σειρά Vox Humana XVII των εκδόσεων Σαιξπηρικόν- «όταν θα είμαι εκατόν δέκα ετών, όλα όσα θα έχω κάνει θα είναι μια απόπειρα να κάνω το πορτρέτο του Θεού» και είναι μια απόπειρα αυτή τόσο κοντά στις απόπειρες εμμονικών ζωγράφων όπως του Μονέ που μέσα από την εξαίσια τέχνη που παρήγαγε διαλάλησε και «το δικαίωμα στην επανάληψη μέχρι που τα περίφημά του νούφαρα να γίνουν θεϊκά σπουργίτια».
* Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια. Η τελευταία της συλλογή έχει τίτλο «Ο ήρωας πέφτει» (Εκδόσεις των Φίλων).