Για τη «Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών» (μτφρ. Κώστας Ανδρουλιδάκης) του Ιμμάνουελ Καντ που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κεντρική εικόνα: Πορτρέτο του Καντ, του Adolf von Heydeck © Stadtmuseum Königsberg
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
«Δύο πράγματα γεμίζουν την ψυχή με πάντοτε καινούριο και αυξανόμενο θαυμασμό και σεβασμό, όσο συχνότερα και σταθερότερα ασχολείται μαζί τους ο στοχασμός: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου». Η περίφημη αυτή φράση του «μεγάλου Κινέζου της Καινιξβέργης» Immanuel Kant, αποτελεί ίσως την περιεκτικότερη διατύπωση της φιλοσοφίας του, καθώς ο θαυμασμός για τους φυσικούς νόμους του σύμπαντος συμβιβάζεται με το σεβασμό για την άτεγκτη ηθική συνείδηση των ανθρώπων. Παρά την αναμφισβήτητη δυσκολία που χαρακτηρίζει τα σημαντικότερα έργα του, το συγκεκριμένο βιβλίο, που συνοψίζει την ηθική του, είναι αρκετά βατό και με απλές διατυπώσεις και παραδείγματα από την καθημερινή ζωή.
Ο «μεγάλος Κινέζος της Καινιξβέργης» και η ηθική των απόλυτων σκοπών
Αρχικά, πρέπει να πούμε ότι η σκέψη του Καντ (1724-1804) θεμελιώνεται στη διαίρεση του κόσμου μας σε κόσμο των φαινομένων, που ο άνθρωπος προσεγγίζει και γνωρίζει, και τον κόσμο των πραγμάτων καθαυτών (νοούμενα), που του είναι εντελώς απρόσιτος. Ο φαινομενικός κόσμος διέπεται από άτεγκτους φυσικούς νόμους, σε αντίθεση με τον νοούμενο, που χαρακτηρίζεται από ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι το ον που συγκεφαλαιώνει την αντίθεση αλλά και τη βαθύτερη συνάφεια αυτών των δύο κόσμων: από τη μια εγκλωβισμένος στη φυσική νομοτέλεια μαζί με τα υπόλοιπα όντα, από την άλλη ελεύθερος, δηλαδή ηθικά υπεύθυνος για τις πράξεις και τις αστοχίες του. Σύμφωνα με τον Καντ, αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα είναι το ότι εκείνος διαθέτει τη λογική ικανότητα και μπορεί να λαμβάνει ο ίδιος αποφάσεις για τις πράξεις του, στις οποίες ύστερα υπακούει. Ο άνθρωπος, ως ον, διέπεται στη φυσική του ζωή από αναγκαίους νόμους, τους οποίους μελετούν οι επιμέρους επιστήμες. Την ίδια στιγμή όμως είναι «αυτόνομος»: έχει τη δυνατότητα να θεσπίζει ο ίδιος τους «νόμους», δηλαδή τις κανονιστικές αρχές που καθορίζουν τις πράξεις του.
Αν η μη τήρηση των υποσχέσεων γενικευόταν ως καθολικός νόμος, τότε αυτομάτως θα οδηγούμασταν σε λογική αντίφαση: σε μια τέτοια κοινωνία κανένα έλλογο ον δε θα έδινε δεσμευτική αξία στην έννοια της υπόσχεσης, αφού μπορεί κανείς να την παραβαίνει όποτε το επιθυμεί και κατά συνέπεια η ίδια η έννοια της υπόσχεσης de facto ακυρώνεται.
Αυτές οι κανονιστικές αρχές του ανθρώπου, τις οποίες ο Καντ ονομάζει προσταγές, διακρίνονται σε δύο είδη: τις υποθετικές και τις κατηγορικές. Οι υποθετικές έχουν τη μορφή «αν επιδιώκεις ένα συγκεκριμένο σκοπό, κάνε τις πράξεις που χρειάζονται για να τον πετύχεις». Πρόκειται για συνηθισμένη αρχή, που όλοι στην πραγματικότητα ακολουθούμε στην καθημερινότητά μας. Πράγματι, λέει ο Καντ, αν επιδιώκω ένα σκοπό, τότε λογικά επιθυμώ και τα μέσα που απαιτούνται για την πραγμάτωσή του. Αν λόγου χάρη θέλω να είμαι ευτυχισμένος, η λογική μου λέει ότι είναι καλύτερο να είμαι υγιής, κατά συνέπεια οφείλω να φροντίζω τη διατροφή μου και να μειώσω τις όποιες καταχρήσεις. Η υγιεινή ζωή λοιπόν είναι ένα μέσο με σκοπό την υγεία μου, η οποία με τη σειρά της είναι και αυτή μέσο για την ευτυχία μου. Σύμφωνα με τον Καντ, κάθε υποθετική προσταγή εξυπηρετεί ένα σκοπό και κάθε τέτοιος σκοπός αποτελεί μέσο για έναν άλλο σκοπό, μέχρι που φτάνουμε στον τελικό σκοπό κάθε έλλογου όντος: την ευδαιμονία. Κάθε έλλογο ον επιδιώκει πάνω από όλα να είναι ευτυχισμένο. Γι’ αυτό και η ευδαιμονία δε μπορεί παρά να αναγνωριστεί λογικά ως το ύψιστο αγαθό του ανθρώπου. Διόλου περίεργο δεν είναι λοιπόν που οι περισσότερες ηθικές διδασκαλίες στηρίζονται στην τιμωρία και την ανταμοιβή.
(...) ο παντελώς απογοητευμένος από τη ζωή άνθρωπος, αν θέλει να είναι ηθικό ον, οφείλει να αναρωτηθεί πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν ο μη σεβασμός της ζωής (αυτοχειρία) γινόταν καθολικός νόμος.
Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, υπάρχει και μια διαφορετική προσταγή, η οποία είναι απολύτως ανεξάρτητη από τιμωρίες και ανταμοιβές. Αυτή είναι η κατηγορική προσταγή και, κατά την κλασική διατύπωση του Καντ, επιτάσσει στον άνθρωπο: «πράττε έτσι, ώστε ο γνώμονας της θέλησής σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει συγχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας». Όταν λοιπόν βρισκόμαστε ενώπιον ηθικού διλήμματος, πρέπει, σύμφωνα με το Γερμανό φιλόσοφο, να αναρωτηθούμε αν η επιλογή μας θα μπορούσε να γενικευτεί σε ολόκληρη την έλλογη ηθική ανθρωπότητα. Ένας άνθρωπος, λόγου χάρη, που θέλει να αθετήσει μια υπόσχεση που έχει δώσει, έχει υποχρέωση να αναρωτηθεί αν η πράξη του θα μπορούσε να συνάδει, ως καθολικός νόμος, με μια κοινωνία έλλογων όντων. Αν η μη τήρηση των υποσχέσεων γενικευόταν ως καθολικός νόμος, τότε αυτομάτως θα οδηγούμασταν σε λογική αντίφαση: σε μια τέτοια κοινωνία κανένα έλλογο ον δε θα έδινε δεσμευτική αξία στην έννοια της υπόσχεσης, αφού μπορεί κανείς να την παραβαίνει όποτε το επιθυμεί και κατά συνέπεια η ίδια η έννοια της υπόσχεσης de facto ακυρώνεται. Κατά συνέπεια, συμπεραίνει ο Καντ, ο ηθικός νόμος (που προκύπτει βέβαια από τη λογική σκέψη) μας επιτάσσει να τηρούμε πάντα και σε κάθε περίπτωση τις υποσχέσεις που έχουμε δώσει. Ένα ακόμη παράδειγμα που μεταχειρίζεται στο βιβλίο του, είναι εκείνο του επίδοξου αυτόχειρα. Σύμφωνα με τον Καντ, ο παντελώς απογοητευμένος από τη ζωή άνθρωπος, αν θέλει να είναι ηθικό ον, οφείλει να αναρωτηθεί πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν ο μη σεβασμός της ζωής (αυτοχειρία) γινόταν καθολικός νόμος. Είναι φανερό ότι σε μια τέτοια περίπτωση, θα εξαφανιζόταν η έλλογη ηθική ανθρωπότητα, πράγμα αντίθετο με την κατηγορική προσταγή. Ως καλό αναγνωρίζεται επομένως καθετί που το αντίθετό του οδηγεί σε λογική αντίφαση.
Ωστόσο, ο Γερμανός φιλόσοφος ισχυρίζεται πως υφίσταται μια ακόμη κατηγορία καθηκόντων, διαφορετικής φύσεως: μια ομάδα καθηκόντων που η παράβασή τους δε συνεπάγεται λογική αντίφαση. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός ανθρώπου, που ενώ έχει την οικονομική δυνατότητα να βοηθήσει με ελεημοσύνη τους ενδεείς συνανθρώπους του, από ιδιοτέλεια δεν το πράττει. Πραγματικά, σε αυτή την περίπτωση δεν υφίσταται contradictio in terminis, αφού η μη ύπαρξη της ελεημοσύνης θα μπορούσε να γίνει καθολικός νόμος δίχως αντίφαση. Ωστόσο, συνεχίζει ο Καντ, είναι αδύνατο ένα έλλογο ον να θέλει να γίνει αυτή η αρχή καθολικός νόμος, αφού έτσι θα στερούσε από τον εαυτό του τη δυνατότητα της ελεημοσύνης. Το συμπέρασμα είναι πως εδώ υφίσταται ένα διαφορετικό καθήκον, του οποίου η παραβίαση δεν είναι λογικά αντιφατική, αλλά απλώς απευκταία. Κατά συνέπεια και η υπακοή σε αυτό δεν είναι λογικά αναγκαία, αλλά απλώς αξιέπαινη. Το συμπέρασμα του Καντ είναι πως υπάρχουν δύο τάξεις καθηκόντων: τα τέλεια, που είναι λογικά αναγκαία και μια πιθανή παραβίασή τους θα ήταν αντιφατική, και τα ατελή, που δεν είναι αναγκαία, είναι όμως πραγματικά αξιέπαινα. Γίνεται έτσι εμφανής η ξεχωριστή αξία που αποδίδει ο Καντ στον άνθρωπο ως το μοναδικό ον με ελευθερία, δυνατότητα δηλαδή να θέτει τους ίδιους τους ηθικούς σκοπούς, ως νόμους στους οποίους υπακούει. Κάθε άνθρωπος επίσης είναι ένας ξεχωριστός σκοπός και γι’ αυτό δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ποτέ αποκλειστικά ως μέσο.
Έχει εύστοχα επισημανθεί πως ο Καντ ανατρέπει μια μακρά παράδοση ηθικής φιλοσοφίας από την εποχή του Σωκράτη, καθώς αναγνωρίζει ρητά πως δεν είναι η ανθρώπινη λογική που αποφασίζει για το καλό και το κακό, αλλά η βούληση. Για τον Καντ, κάθε φυσιοκρατική ηθική λησμονεί την ανθρώπινη ελευθερία και το γεγονός ότι η φύση αποτελεί έναν μηχανισμό με αίτιο και αποτέλεσμα, όπου δεν υφίσταται χώρος για καμία ελεύθερη επιλογή. Αν αξίζει κάτι στα ανθρώπινα όντα, σύμφωνα με τον Καντ, αυτό είναι η αδέσμευτη βούληση. Η επιμονή στην αδέσμευτη από εξωτερικές επιρροές βούληση οδηγεί όμως συνάμα στην αποδέσμευση του ηθικώς καλού από κάθε υπόσχεση ευδαιμονίας. Πραγματικά, ενώ η ηθική φιλοσοφία από την εποχή του Σωκράτη, ταύτιζε το ερώτημα για την αρετή με το ερώτημα για την ευδαιμονία, ο Καντ είναι ο πρώτος μεγάλος ηθικός φιλόσοφος που τα διαχωρίζει, θεσπίζοντας μια αυστηρή δεοντοκρατία, ανεξάρτητη από κάθε αξιομισθία και ανταμοιβή. Η ηθική, θεωρεί, δεν είναι κατάλληλη να μας καταστήσει ευτυχισμένους, αλλά μονάχα άξιους της ευτυχίας. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τη σταθερή πεποίθηση του Καντ πως η ηθική δε μας δείχνει το πώς πράττουν οι άνθρωποι στην πραγματικότητα, αλλά το πώς θα έπρεπε να πράττουν.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.