Για το βιβλίο του φιλόσοφου Jean Michel Rey «Η αυτοκτονία της Γερμανίας - Με αφορμή τον Μωυσή του Τόμας Μαν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα (μτφρ. Ανδρέας Παππάς)
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο φιλόσοφος Jean Michel Rey είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris VIII, με πλούσιο συγγραφικό έργο σε θέματα αισθητικής και λογοτεχνικής κριτικής. Σημαντικότερα έργα του θεωρούνται: Μπατάιγ-Σαρτρ: Ένας ημιτελής διάλογος, Η πλευρά του άλλου, Οι υποσχέσεις του έργου - Αρτό, Νίτσε, Σιμόν Βέιλ και άλλα πολλά. Σ’ αυτό εδώ το έργο του αναλύει την νουβέλα του Τόμας Μαν Ο Νόμος. Έργο γραμμένο το 1943, μετά από πρόσκληση για συγγραφή κειμένων από δέκα συγγραφείς με αντικείμενο τα διακυβεύματα του πολέμου και τίτλο «Οι Δέκα Εντολές». Αυτός επέλεξε να γράψει για τον Μωυσή θέλοντας να καταδείξει τις οφειλές της γερμανικής κουλτούρας στο εβραϊκό πνεύμα. Ο Μαν παρέθετε τον Γκαίτε που υποστήριζε πως η «γερμανικότητα» δεν έχει τίποτα «το αμιγώς» γερμανικό. Για τον Μαν, ο Γερμανός που έχει θητεύσει στη μεγάλη σχολή του Γκαίτε δεν θα μπορούσε να είναι αντισημίτης. Ο Μαν καταγγέλλει τη μοιραία για τους Γερμανούς κατάργηση του εβραϊκού πνεύματος. Μοιραία, γιατί αυτό είχε τον ρόλο κριτικού του γερμανικού πνεύματος.
Για τον Μαν, ο Γερμανός που έχει θητεύσει στη μεγάλη σχολή του Γκαίτε δεν θα μπορούσε να είναι αντισημίτης.
Αν και στη νουβέλα αναπαράγονται γνωστά επεισόδια της ζωής του Μωυσή, αυτή εμφανώς υπερβαίνει τα όσα εξιστορούνται στη Βίβλο. Δεν είναι μόνο που ο Μαν προσθέτει στοιχεία που δεν αναφέρονται σ’ αυτήν, αλλά και το ότι αναδεικνύει έναν Μωυσή όχι ηγέτη αλλά καλλιτέχνη. Ο Μωυσής αποκαλύπτεται, ή μάλλον πιο σωστά σκιαγραφείται, ως κορυφαίος καλλιτέχνης στον οποίο χρωστά πολλά η γερμανική κουλτούρα. Ο Μωυσής όμως είναι ένας καλλιτέχνης σε καιρούς απόγνωσης, όπως ήταν και ο Μαν ένας μεγάλος συγγραφέας σε ζοφερούς καιρούς. Ο Μωυσής του Μαν, σε αντίθεση με τον καταστροφέα του λαού του Χίτλερ, αντιμετωπίζεται ως πλάστης, πρωτεργάτης της διάπλασης ενός λαού από το μηδέν της σκλαβιάς στην απογείωση της Εξόδου και της επιστροφής του στην πατρίδα. Ο Μωυσής είναι ένας γλύπτης. Στα μάτια του Μαν ο Μωυσής είναι σαν τον Μιχαήλ Άγγελο. Καθόλου τυχαίο που ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν ο δημιουργός του αριστουργηματικού γλυπτού «Ο Μωυσής».
Ο Ζαν Μισέλ Ρε (Jean-Michel Rey) είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris VIII, όπου έχει διδάξει φιλοσοφία και αισθητική. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα έργα “La Part de l’Autre” (1988), “Les Temps du crédit”(2002) και “Les Promesses de l’oeuvre” (2003). |
Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Βίβλος έδινε υλικό στον Μαν για τη συγγραφή βιβλίου του. Το ίδιο είχε συμβεί με το ογκώδες τετράτομο Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού, γραμμένο από το 1930 έως λίγο μετά το 1933, όταν πλέον βρισκόταν εξόριστος. Ο Νόμος είναι η συνέχεια του Ιωσήφ σε νέες ακόμη πιο ζοφερές συνθήκες. Και τα δυο έργα ανήκουν στο ίδιο εγχείρημα. «Εκμεταλλεύονται» τη Βίβλο για να μιλήσουν για τον γερμανικό λαό που έχει αυτοκτονήσει με τις επιλογές του. Όπως υποστήριζε τότε ο Μαν η επιλογή ενός θέματος από την Παλαιά Διαθήκη ή αλλιώς η συγγραφή ενός μυθιστορήματος στο εβραϊκό πνεύμα, ήταν επίκαιρη λόγω του ότι το καθεστώς ήθελε να την καταστήσει ανεπίκαιρη. Ο Τόμας Μαν πάντα τόνιζε τη συμβολή του εβραϊκού πνεύματος στην πνευματική συγκρότηση της Ευρώπης. Και μια απλή περιδιάβαση του έργου των Διαφωτιστών, προσθέτω, θα αρκούσε να μας πείσει γι’ αυτή τη συμβολή. Ο Ρε καταφεύγει και στο έργο των Χάινριχ Χάινε, Νέλλυ Σαχς, Φράντς Κάφκα και Σίγκμουντ Φρόιντ για να καταδείξει και άλλα παραδείγματα συγγραφέων που αντιμετωπίζουν τον Μωυσή σχεδόν όπως ο Τόμας Μαν.
Για τον Μαν η καταφυγή στη Βίβλο είναι τρόπος «αφήγησης, ο οποίος είναι και η μοναδική δυνατή απάντηση στον γερμανικό όλεθρο εκείνης της εποχής, ο οποίος εμφανίζεται σαν πολιτική» (σ. 225). Ο Μαν τεμαχίζει και αποϊεροποιεί τη Βίβλο μεταφέροντας το κέντρο βάρους από το θρησκευτικό στο ηθικό και στο πολιτικό. Ο Μωυσής του κινείται στο μεταίχμιο της θρησκείας και της πολιτικής, ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο πόλους για να μπορεί να γίνεται φορέας εκείνης της οικουμενικής ιδέας η οποία βλέπει την Τέχνη ως αντίπαλο δέος του Σκότους. Ο Νόμος όμως δεν είναι σκέτη αφήγηση, είναι αφήγηση στην οποία κυριαρχεί η γλώσσα. Κι αυτό σημαίνει πως εδώ ο συγγραφέας (Dichter) οφείλει να είναι και δοκιμιογράφος (Schiftsteller). Να χειρίζεται τη γλώσσα με τέτοιο τρόπο που η ιστορία να μη ξεχνά την πραγματικότητα του σήμερα. Ζητούμενο είναι αυτή η τόσο φιλοσοφική γλώσσα, όπως η γερμανική, να απαλλαγεί από το ιδεολογικό φορτίο που της έχει επιβάλλει το ναζιστικό σύστημα. Η γραφή και η γλώσσα δείχνουν το πώς μπορεί κανείς να ξεφύγει από αυτήν την παράνοια. Πριν έρθει η ελευθερία ή ίσως και για να έρθει πρέπει να απελευθερωθεί η γλώσσα. Ο Μαν με εμφανή δόση υπερβολής υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ εισέβαλλε στη Βιέννη για να κλείσει το στόμα του πιο επικίνδυνου εχθρού του, που ήταν ο Φρόιντ. Ο Μαν τέσσερα χρόνια πριν, το 1939 (Αυτός ο πόλεμος, εκδ. Πόλις, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου) αναρωτιόταν πώς ένας λαός που ήταν καλός αγωγός της τέχνης οδηγήθηκε στο να αγαπήσει αυτά τα «αποβράσματα». Τι φταίει και κατέληξε σε μια οργανωμένη εξαγρίωση ένας τόσο «σπουδαίος λαός»; Καλούσε τότε αυτόν τον λαό να εξεγερθεί κατά των δυναστών του. Μια εξέγερση απαραίτητη ώστε να μην καταστραφεί ολοσχερώς η Γερμανία. Μια που όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί μέσα στις συνθήκες του 1943, καλούσε τους συγγραφείς και τους διανοούμενους να μην περιμένουν να απελευθερωθεί η Γερμανία για να μιλήσουν. Πριν τα συμμαχικά στρατεύματα σώσουν τη Γερμανία από τους ναζί, όπως ευχόταν στις εκπομπές του στο BBC το 1942, οφείλουν να σώσουν τη γλώσσα της οι συγγραφείς.
Καλούσε τότε αυτόν τον λαό να εξεγερθεί κατά των δυναστών του. Μια εξέγερση απαραίτητη ώστε να μην καταστραφεί ολοσχερώς η Γερμανία.
Ο Μαν χρησιμοποιεί λέξεις όπως «αίμα», «γενιά», «ηγέτης», «καταγωγή» «χαίρε», όρους οικειοποιημένους από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς, για να καταγγείλει τη χρήση τους. Αντιγράφει τη ναζιστική διάλεκτο για να αποκαλύψει τη λειτουργία της. Δείχνοντας το πως αυτές οι λέξεις λειτουργούν στη Βίβλο (ο Μωυσής έβαψε με το αίμα του τις χαραγμένες Εντολές στις Πλάκες) αλλά και στο δικό του πλαίσιο καταγγέλλει τη διαστροφή τους από τον ναζισμό. Στη γραμμένο το 1934 Ημερολόγιό του μιλά για τον εκφυλισμό που έχουν υποστεί αυτές οι λέξεις. Το «αίμα» εξήχθη από τα συμφραζόμενά του για να μετασχηματιστεί σε υλικό μιας ανόητης φυλετικής θεωρίας. Και αντί οι Γερμανοί να αναγνωρίσουν το χρέος τους στο εβραϊκό πνεύμα, όπως έκαναν κάποιοι μεγάλοι παλαιότερα, όπως ο Γκαίτε και ο Χάινε, και κάποιοι νεότεροι όπως ο παρεξηγημένος Νίτσε και ο Κάφκα, αυτοί τους στέλνουν στα κρεματόρια. Ο Μαν μιλούσε το 1943 γι’ αυτόν τον τρόπο εξόντωσης, όταν κάποιοι άλλοι αντιμετώπιζαν τις πληροφορίες για την ύπαρξή τους ως υπερβολές. Ο Μαν καταφεύγει στον Μωυσή και στον παραγκωνισμό του από τη γερμανική κοινωνία για να ερμηνεύσει τις αιτίες του γερμανικού ολέθρου. «Το γερμανικό μίσος» κατασκευάζει ένα ξένο σώμα ώστε να βρει αφορμές να το αποβάλλει. Εδώ ο Ρε καταδεικνύει τις βασικές αρχές του αντισημιτισμού, «γρύλλισμα του κτήνους» κατά Μαν, του εθνικισμού και του ρατσισμού. Και μόνο αυτό να είχε γράψει, το βιβλίο του θα άξιζε πάρα πολλά.
Αξίζει όμως να μείνουμε και στο πως αναλύει τις απόψεις του Μαν για τον λυτρωτικό ρόλο της λογοτεχνίας. Ας διαβάσουν τον Ρε και τον Μαν όσοι θεωρούν χάσιμο χρόνου την ανάγνωση μυθιστορημάτων και ποιημάτων. Για τον Μαν, όπως τον αναλύει ο συγγραφέας, η λογοτεχνία περιγελά οτιδήποτε διεκδικεί δάφνες ουσίας, οτιδήποτε θυμίζει υπόσταση. «Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να αφουγκράζεται τον χρόνο πριν τον χρόνο, να φέρνει στο φως ξεχασμένα μνημεία, ακόμα και αν αυτά είναι φανταστικά» (σ. 210). Η λογοτεχνία είναι μήνυμα υπέρ της ελευθερίας και ως τέτοιο μήνυμα πρέπει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο. Εγγύηση, για μια ακόμη φορά, η μετάφραση του Ανδρέα Παππά.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Χάινε και ο Νίτσε αντιμετώπισαν με ειρωνεία το γερμανικό «πνεύμα», κατήγγειλαν τις πιο αναχρονιστικές πλευρές του και τις μορφές ιδεαλισμού που έβρισκαν εκεί την τροφή τους. Με άλλα λόγια αντιπαρέθεσαν, αν όχι «το εβραϊκό πνεύμα», τουλάχιστον τρόπους του σκέπτεσθαι και του αισθάνεσθαι που σχετίζονταν στενά με αυτό, αποφεύγοντας έτσι ένα είδος «αρτηριοσκλήρωσης» της γλώσσας. Ο Τόμας Μαν «δανείζεται» αυτή την αντίθεση και την αναδεικνύει σε καθοριστικό στοιχείο της ανάλυσης μιας Γερμανίας η οποία αρχίζει να γίνεται θύμα του εθνικοσοσιαλισμού» (σ. 240).