Για το βιβλίο του Kurt Tucholsky «Σούρουπο ή χάραμα; Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντισημιτισμός, σάτιρα» (μτφρ. Κάτια Αλεβιζοπούλου, Ελένη Βίσκα, Παναγιώτα Καλογερά, Ειρήνη Κορώνη, Αθανασία Σύρρου, Ηρώ Τσατσαρώνη, εκδ. Κριτική). Κεντρική εικόνα: Πίνακας του Richard Ziegler (1927).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Κουρτ Τουχόλσκι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στη χώρα μας, αν και γι’ αυτόν έχουν γράψει συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος. Αναφορές σ’ αυτόν υπάρχουν διάσπαρτες στο διαδίκτυο και κείμενά του βρίσκονται μόνο σε ανθολογίες. Το Σωματείο Μεταπτυχιακών Σπουδών Γερμανικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας και οι εκδόσεις Κριτική ανέλαβαν μια σημαντική πρωτοβουλία, να εκδώσουν τέσσερα χαρακτηριστικά άρθρα του που γράφηκαν από το 1919 έως το 1931.
Ο γερμανοεβραϊκής καταγωγής Τουχόλσκι γεννήθηκε το 1890 στο Βερολίνο. Αυτός την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης άφησε το δικό του ιδιαίτερο μείγμα αναρχικής και αριστερής σκέψης, κριτικής, σάτιρας. Ήταν πάντα ένα ανήσυχο πνεύμα που δεν βολευόταν με τις διάφορες κομματικές ταυτότητες. Ήταν όμως αταλάντευτος αντιεθνικιστής, φιλειρηνιστής και αντιναζί. Γι’ αυτό και τον βρίσκουμε να συνεργάζεται αρχικά με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, στη συνέχεια με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τέλος και με τους κομμουνιστές κατά της ανόδου των ναζί. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εκδότης και ήταν συγγραφέας, σατιρικός ποιητής, στιχουργός και κριτικός. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο εξωτερικό, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του, επιστρέφοντας κατά καιρούς στη Γερμανία.
Ως κριτικός εργάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για το εβδομαδιαίο περιοδικό Die Weltbühne (Η Παγκόσμια Σκηνή), ενώ αργότερα ανέλαβε την έκδοσή του. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 κυνηγήθηκε, ενώ τα γραπτά του κάηκαν στην πυρά. Έγραψε με τα ψευδώνυμα Kaspar Hauser, Peter Panter, Theobald Tiger και Ignaz Wrobel. Σταμάτησε να γράφει το 1933 με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, κατέφυγε στη Σουηδία και σταμάτησε τις δημοσιεύσεις, χάνοντας τη σημαντικότερη πηγή του εισοδήματός του. Το 1933 έγραψε στον Γερμανό εξπρεσιονιστή ποιητή Walter Hasenclever για να εξηγήσει γιατί σταμάτησε να γράφει: «Υποθέτω πως δεν χρειάζεται να σου πω ότι ο κόσμος μας στην Γερμανία, έχει παύσει να υπάρχει, γι’ αυτό απλώς προς στιγμή θα σιωπήσω. Κανείς δεν βγάζει κόκκινη κάρτα στον ωκεανό». Αυτοκτόνησε στο Hindas κοντά στο Gothenburg το 1935 με υπερδόση υπνωτικών χαπιών.
Κανείς δεν ακούει τον παλμό της εποχής και οι άνθρωποι διαπληκτίζονται για πίνακες και παθιάζονται για μουσική, ενώ δίπλα τους εξαφανίζονται τα θεμέλια όλου του πολιτισμού.
Το πρώτο άρθρο της έκδοσης έχει τίτλο «Ημίφως», γράφηκε το 1920 και δημοσιεύτηκε στο Die Weltbühne, ένα περιοδικό που όπως μας πληροφορεί η Παναγιώτα Καλογερά –κάθε κείμενο του Τουχόλσκι συνοδεύεται και με μικρή παρουσίασή του από ένα μέλος της μεταφραστικής ομάδας και του Σωματείου– ήταν το φόρουμ των διανοούμενων της εποχής της Βαϊμάρης. Είναι μια δύσκολη περίοδος της Δημοκρατίας και θα γίνει δυσκολότερη στη συνέχεια. Ο Τουχόλσκι ήδη αντιμετωπίζει με απαισιοδοξία το μέλλον της. Αν και ακόμη δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους οι ναζί, η στρατοκρατική συνείδηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και ο εθνικισμός, κρυμμένος πάντα πίσω από «πατριωτικά» κουστούμια, η θεωρία της εκ των έσω προδοσίας της πατρίδας αλλά και η φτώχεια και οι ανισότητες έδειχναν σε ευαίσθητες καρδιές και γραφίδες σαν αυτή του Τουχόλσκι πως τα πάντα βρίσκονται στο ημίφως. Εκεί που δεν ξέρεις, αν είναι χάραμα ή σούρουπο, ιδέα που χρησιμοποιείτο ιδιαίτερα και από το σουρεαλιστικό κίνημα και τον Αντρέ Μπρετόν (δες και Adrien Bosc, Καπιτέν, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Στερέωμα).
Ο Τουχόλσκι υποστηρίζει πως έχουν χαθεί οι κοινές βάσεις της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν το θεμέλιο για την πολιτισμική δημιουργία. Αυτό όμως δεν οφείλεται μόνο στον πόλεμο. Αυτός επιτάχυνε μια διαδικασία αποσάθρωσης που είχε ξεκινήσει με αργά βήματα πριν το 1914. Κανείς δεν ακούει τον παλμό της εποχής και οι άνθρωποι διαπληκτίζονται για πίνακες και παθιάζονται για μουσική, ενώ δίπλα τους εξαφανίζονται τα θεμέλια όλου του πολιτισμού. Θυμίζει εδώ τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ (μτφρ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Οδυσσέας) που ευρισκόμενες λίγο πριν από τον πόλεμο, η ελίτ και η γραφειοκρατία ασχολούνταν μόνο με τον εορτασμό των Ιωβηλαίων του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α’ της Αυστροουγγαρίας. Ο μπολσεβικισμός γράφει έχει γίνει το «ανόητο σύνθημα» που είναι στα χείλη κάθε ανόητου εθνικιστή. Σ’ αυτό το κλίμα που η εποχή των αστών έχει παρέλθει, κρύβονται όχι μόνο οι δειλοί αλλά και οι ευαίσθητοι και οι φιλήσυχοι. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο την κατανομή των αγαθών, αλλά σχεδόν τα πάντα. Τελικά η Βαϊμάρη στις αρχές της ήταν μια κοινωνία χωρίς φόρμα, αλλά και με πλασματικό περιεχόμενο. Ένας γυμνός βασιλιάς. Γι’ αυτό και δεν ξέρουμε, αν το ημίφως προαναγγέλλει το σούρουπο ή το χάραμα.
Το δεύτερο κείμενο έχει τίτλο «Βερολίνο, Βερολίνο» και γράφηκε το 1919 σε μια άλλη αριστερή φιλελεύθερη εφημερίδα όπως ήταν η Berlinger Tageblatt. Εδώ με κυρίαρχη τη σάτιρα υποστηρίζει πως το Βερολίνο είναι μια πόλη που κατοικείται από ανθρώπους από το Πόζναν και το Βρότσλαβ. Μια πόλη που οι άνθρωποι δεν εργάζονται αλλά σκοτώνονται στη δουλειά και ζουν σε πέτρινα κουτιά που τα λένε σπίτια. Μια πόλη στην οποία η ζωή τρέχει ανιαρά και αυτό το ονομάζουν δουλειά. Μια πόλη-κούκλα απ’ αυτές που τους ρίχνουν νομίσματα για να κινηθούν, αλλά αυτή δεν κινείται ακόμη και αν τους ρίξουν τα χρήματα. Μια πόλη που συνδυάζει τα μειονεκτήματα μιας αμερικανικής μεγαλούπολης με αυτά μιας μικρής γερμανικής επαρχιακής πόλης. Όσον αφορά τα πλεονεκτήματα αυτά τα βρίσκει κανείς μόνο στους ταξιδιωτικούς οδηγούς. Αν αναλογιστεί κανείς πως το Βερολίνο θεωρείτο η μήτρα πλέον όχι μόνο της Πρωσίας αλλά και του νεογερμανικού εθνικισμού, μια τέτοια απαξίωση της πόλης ήταν καρφί στα μάτια των εθνικιστών. Ποτέ δεν του συγχωρέσαν αυτή την σάτιρα. Η Παναγιώτα Καλογερά συνοψίζει πολύ πετυχημένα τον χαρακτήρα της πόλης όπως αυτός παρουσιάζεται από τον συγγραφέα.
Το τρίτο κείμενο με τίτλο «Επισκόπηση της εθνικής οικονομίας», γραμμένο πλέον το 1931 στο Die Weltbühne, είναι απολαυστικό. Ο σατιρικός συγγραφέας, γιός τραπεζίτη, γνωρίζει πολύ καλά εκ των ένδον τι σημαίνει οικονομία. Απολαύστε όμως τον ορισμό που δίνει. «Εθνική οικονομία είναι να αναρωτιέται ο κόσμος γιατί δεν έχει χρήματα» (σ. 61). Ή την ατάκα πώς η οικονομία βασίζεται στο πιστωτικό σύστημα, δηλαδή στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι δανειζόμενοι θα επιστρέψουν τα δανεικά. Επίσης ακόμη από τότε διαβλέπει τον ρόλο των μεγάλων εταιρειών και ορίζει τα τραστ ως μια κίνηση όπου όταν οι επιχειρηματίες βαριούνται (δεν παράγουν δηλαδή) καλούν τους άλλους να δεσμευτούν ώστε να μη παράγουν και αυτοί και να κρατούν έτσι τις τιμές ψηλά. «Το ότι ο εργάτης πρέπει να λαμβάνει μισθό για την εργασία του είναι μία θεωρία που έχει πλέον εν γένει εγκαταλειφθεί» (σ. 65). Τι μας θυμίζει, τι μας θυμίζει; Ενώ το χρηματιστήριο «είναι χρήσιμο για να αντικαθιστά τη λέσχη και την ταβέρνα μιας ομάδας αναστατωμένων κυρίων» (σ. 71). Και εδώ υπάρχει κείμενο της Αθανασίας Σύρρου που συνδέει τα γραφόμενα με το περιβάλλον στα οποία αυτά γράφηκαν.
Αν αναλογιστεί κανείς πως το Βερολίνο θεωρείτο η μήτρα πλέον όχι μόνο της Πρωσίας αλλά και του νεογερμανικού εθνικισμού, μια τέτοια απαξίωση της πόλης ήταν καρφί στα μάτια των εθνικιστών.
Τέλος το κείμενο «Τι επιτρέπεται στη σάτιρα» γράφηκε τον Ιανουάριο του 1919 στην Berlinger Tageblatt. Η σάτιρα είναι κάτι το θετικό, γιατί σ’ αυτήν αποκαλύπτεται ποιος είναι ανήθικος και ποιος πραγματικά τσαρλατάνος και πηγαίνει σήμερα με τον ένα και αύριο με τον άλλο. Ο δε σατιρικός είναι ένας πληγωμένος ιδεαλιστής που αν και θέλει ο κόσμος να είναι καλός, αυτός είναι ένας κακός που τα βάζει με το κακό. Όσον αφορά αυτούς που δέχονται τα πλήγματα της σάτιρας αυτοί για να είναι αληθινοί οφείλουν να αντέχουν τα γερά κτυπήματα. Ο μικροαστισμός όμως κρατάει τη σάτιρα στα όρια της. Ποια επομένως είναι τα όρια της; Υπάρχει απάντηση στο τι επιτρέπεται στη σάτιρα; Υπάρχει και είναι η εξής: «Η γνήσια σάτιρα καθαρίζει το αίμα: και όποιος έχει υγιές αίμα έχει και καθαρή επιδερμίδα. Τι επιτρέπεται στη σάτιρα; Τα πάντα!» (σ. 89). Η Αθανασία Σύρρου μας τονίζει τις στιγμές ειρωνείας που υπάρχουν σ΄ αυτό το κείμενο.
Ο Richard Evans έγραφε για την Βαϊμάρη ότι «οι δημοκρατίες που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της καταστροφής βρίσκονται μπροστά στο αδιέξοδο δίλημμα ή να υποκύψουν σ’ αυτόν τον κίνδυνο εμμένοντας στη διατήρηση των δημοκρατικών λειτουργιών ή να παραβιάσουν τις ίδιες τις αρχές τους περιορίζοντας δημοκρατικά δικαιώματα».[1] Μήπως κάπου εκεί βρισκόμαστε και σήμερα;
Ο μικροαστισμός όμως κρατάει τη σάτιρα στα όρια της. Ποια επομένως είναι τα όρια της; Υπάρχει απάντηση στο τι επιτρέπεται στη σάτιρα; Υπάρχει και είναι η εξής: «Η γνήσια σάτιρα καθαρίζει το αίμα: και όποιος έχει υγιές αίμα έχει και καθαρή επιδερμίδα. Τι επιτρέπεται στη σάτιρα; Τα πάντα!»
Τελικά οι απεγνωσμένες προσπάθειες συγγραφέων όπως ο Κουρτ Τουχόλσκι και ο Χάνς Φάλαντα (δες βιβλία του από Gutenberg και Πόλις) για να διασώσουν τον ορθό λόγο, δεν αρκούσαν για να υπερνικήσουν τις δυνάμεις του καλλιτεχνικού και πολιτικού ανορθολογισμού ή με τον όρο του Jeffrey Herf τις δυνάμεις των αντιδραστικών μοντερνιστών. «Το επίτευγμα των οποίων μέσα στη συντηρητική επανάσταση ήταν πώς μετέτρεψαν σε αρετή την ανάγκη οικειοποίησης της τεχνολογίας, μεταφέροντας την από την σφαίρα της Zivilisation στη σφαίρα της Kultur…. Από τα πολιτιστικά ρεύματα της Βαϊμάρης, ο αντιδραστικός μοντερνισμός ήταν το μοναδικό που συνδύαζε τον ανορθολογισμό με τον ενθουσιασμό για την τεχνολογία».[2] Την ίδια περίοδο τα τεχνοκρατικά οράματα εύρισκαν «απήχηση στη λαχτάρα των φιλελεύθερων να χρησιμοποιήσουν τα τεχνολογικά επιτεύγματα για να αυξήσουν την παραγωγικότητα και να κατευνάσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις».[3] Και σήμερα οι αυταρχισμοί δικαιολογούνται επικαλούμενοι τις νέες τεχνολογίες και τη ψηφιοποίηση.
Την πολύ προσεγμένη δίγλωσση έκδοση κλείνει το Επίμετρο της Ελένης Βίσκα για τη Βαϊμάρη και το Επίμετρο της Κάτιας Αλεβιζοπούλου που αφορά βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Ας μη παραλείψω το ωραίο γεγονός πως όλοι οι συντελεστές της έκδοσης και της πολύ καλής μετάφρασης είναι γυναίκες.
[1] Evans, Richard., Η έλευση του Γ’ Ράιχ, μτφρ: Κώστας Αντύπας, Αλεξάνδρεια, 2013, σ.452.
[2] Herf, Jeffrey., Αντιδραστικός μοντερνισμός. Τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και στο Τρίτο Ράιχ, μτφρ: Παρασκευάς Ματάλας, ΠΕΚ, 1996, σ. 47
[3] Στο ίδιο., σ. 48.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας - Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Σούρουπο ή χάραμα;
Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αντισημιτισμός, σάτιρα
KURT TUCHOLSKY
Μτφρ. ΚΑΤΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΝΗ ΒΙΣΚΑ,
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ, ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΡΩΝΗ,
ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΣΥΡΡΟΥ, ΗΡΩ ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΗ
ΚΡΙΤΙΚΗ 2021
Σελ. 144, τιμή εκδότη €10,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Υπερβάλλει η σάτιρα; Η σάτιρα πρέπει να υπερβάλλει και στη βαθύτερη ουσία της είναι άδικη. Διογκώνει την αλήθεια για να γίνει πιο ξεκάθαρη και δεν μπορεί να λειτουργεί παρά μόνο με τη ρήση της Βίβλου: “Υποφέρουν οι δίκαιοι μετά των αδίκων”. Ωστόσο στους Γερμανούς έχει ριζώσει πλέον βαθιά η δυσάρεστη συνήθεια να μη σκέφτονται και να μην πράττουν ως άτομα αλλά ως συντεχνίες, ως οργανισμοί, και αλλοίμονό σου αν θίξεις ένα από αυτά». (σ. 85)