Για τον τόμο «1821-2021: Η Ελλάς των Ελλήνων. Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης, Μια παράκαιρη ανθολογία του Κώστα Κουτσουρέλη», ο οποίος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Κεντρική εικόνα © Έργο του Χρήστου Μποκόρου από την έκθεση «Ηρωικά Αναστάσιμα».
Της Διώνης Δημητριάδου
Μια διαφορετική εθνική ποίηση
Η συλλογική αυτογνωσία είναι μια υπόθεση τραυματική, αν εκτιμηθεί στις πραγματικές της διαστάσεις, χωρίς εξωραϊσμούς και σκόπιμες ωραιοποιήσεις, μακριά από την άγνοια που τροφοδοτείται διαρκώς από μια εύκολη πρόσληψη του παρελθόντος συντηρώντας το σαθρό δομικό υλικό που χτίζει τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα. Με αφορμή τα 200 χρόνια από τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, θα ακούσουμε και θα δούμε πλείστα όσα πομπώδη, ικανά να τονώσουν συνειδήσεις που αρκούνται σε μια επιβεβαίωση της μοναδικότητάς μας ως λαού. Ελάχιστο βήμα θα βρουν να μιλήσουν όσοι θα επισημάνουν τις παλαιές παθογένειες, με τα ίχνη τους εμφανή σε όσα ζούμε σήμερα. Η ανανεωμένη εθνική συνείδηση θα λάμψει πάλι πάνω στις δάφνες ενός αμφισβητούμενου παρελθόντος καταργώντας για ακόμη μια φορά την ελπίδα της ουσιαστικής σύγχρονης «παλιγγενεσίας». Δεν γίνεται, επομένως, να μην αποτελέσει σημαντικό έναυσμα αφύπνισης μια ανθολογία που ευσχήμως αυτοαποκαλείται «παράκαιρη», καθώς έρχεται σε αντιπαράθεση με ό,τι επίκαιρο και στερεοτυπικό στην πραγματικότητα, προσφέροντας τον ποιητικό καθρέφτη για να απαριθμηθούν τα εθνικά δεινά και να προβληθεί το είδωλο μιας Ελλάδας χωρίς σκόπιμες παραμορφώσεις ή καλλωπισμούς. Ο ανθολόγος, για την περίσταση, Κώστας Κουτσουρέλης επισημαίνει στο εισαγωγικό του κείμενο («Αντί Προλόγου») τον κίνδυνο να θεωρηθεί το έργο ανθελληνικό ή «εθνομηδενιστικό» εν μέσω επίκαιρων πανηγυρισμών· ωστόσο οι χρόνιες πληγές στο σώμα αυτού που θα καλούσαμε «ελληνικότητα» δεν παίρνουν χρονοτριβή· διακόσια χρόνια είναι (ή θα ’πρεπε να ’ναι) αρκετά.
Ποιήματα σαν χορικά
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δομή της ανθολογίας καθώς επιλέγεται η προσομοίωση με το τυπικό μιας τραγωδίας, στην οποία οι ποιητικές καταγραφές παίρνουν τη θέση των επεισοδίων και των χορικών. Να επισημανθεί εδώ ότι ο Χορός, διακριτή κοινωνική ομάδα, στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες αποτελούσε ένα είδος βήματος από το οποίο ακουγόταν άλλοτε η κοινή γνώμη και άλλοτε συμβολικά η γνώμη των σοφότερων – ισχυρός αντίλογος, αντιπαράθεση στην κυρίαρχη εξουσία. Έτσι έχουμε την παρακάτω δομή: «Είσοδος, Όπου και να ταξιδεύω, Στάσιμο Α΄, Άνθρωποι, αληθείς καρικατούρες, Στάσιμο Β΄, Χαρτιά και αιτήσεις πάνω στις αιτήσεις, Στάσιμο Γ΄, Όλα της ιστορίας τα συναξάρια, Στάσιμο Δ΄, Μια φαντασίωσις ήσουν νεωτερική-Ελληνικό ρέκβιεμ, Έξοδος». Σ’ αυτά προτάσσεται το εισαγωγικό κείμενο «Αντί Προλόγου» και η δομή ολοκληρώνεται στο τέλος με το «Αντί επιλόγου». Παρατίθεται επίσης Σημείωμα του επιμελητή, δηλαδή του Θανάση Γαλανάκη, ο οποίος προσθέτει τις Πηγές καθώς και το Γλωσσάρι.
Φανερό εδώ ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ανθολογία αλλά για μια θέση/άποψη που καθίσταται διακριτή ακόμη και από τον τρόπο που επιλέγονται και ταξινομούνται τα ποιήματα, συνιστώντας έτσι μια συνολική, ιδιαίτερη οπωσδήποτε, θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας ή καλύτερα της νεοελληνικής περιπέτειας.
Αξίζει να επισημανθεί εδώ η επιλογή της ποίησης, με πληθώρα καταγραφών από πολλούς ποιητές (από τα χρόνια της Επανάστασης μέχρι σήμερα) ως καταλληλότερη μορφή λόγου προκειμένου να ειπωθούν οι αλήθειες. Ιδιαίτερος ο ποιητικός λόγος, με τη δική του επεξεργασία στα συμβάντα και τα γεγονότα, τα οποία παρατηρεί με οξύνοια και ευαισθησία, ακόμη με ικανότητα πρόβλεψης, και τα αποτυπώνει με τον περιεκτικό εν συνόψει τρόπο του. Η μεταφορικότητα και η υπαινικτικότητα λειτουργούν συνυποδηλωτικά προσδιορίζοντας τις εμφανείς αλλά κυρίως τις αφανείς πτυχές μιας πραγματικότητας που δεν εκλαμβάνεται πάντοτε ως έχει, έτσι που περιβάλλεται από μανδύα παραπλανητικό. Μοιρασμένα τα ποιήματα σε τέσσερις ενότητες (Τόποι, Τύποι, Καταστάσεις, Εποχές) ξεδιπλώνουν δύο αιώνες εθνικών δεινών μιλώντας για το «πού» και το «πουθενά», όταν η πατρίδα γίνεται εξορία και ο τόπος χάνει τον αντικειμενικό του χαρακτήρα αποβαίνοντας μια εντελώς προσωπική υπόθεση, η ιδιαίτερη οπτική για να δεις το «εγώ» και το συλλογικό «εμείς» απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις/γεγονότα μέσα στον χρόνο που τελικά καθορίζει την ατομική όσο και την εθνική ταυτότητα. Φανερό εδώ ότι δεν πρόκειται απλώς για μια ανθολογία αλλά για μια θέση/άποψη που καθίσταται διακριτή ακόμη και από τον τρόπο που επιλέγονται και ταξινομούνται τα ποιήματα, συνιστώντας έτσι μια συνολική, ιδιαίτερη οπωσδήποτε, θεώρηση της νεοελληνικής ιστορίας ή καλύτερα της νεοελληνικής περιπέτειας.
Είναι οι αγαπημένοι μας στίχοι «εθνική ποίηση;»
Θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει «εθνική ποίηση» τους στίχους του Σαββόπουλου ή του Ελευθερίου, του Αναγνωστάκη, του Χριστιανόπουλου, του Λάγιου, του Γκάτσου, του Καρούζου, για να αναφέρουμε μόνο κάποιους από τους πολλούς που αιρετικά (ευτυχώς) παρεισφρέουν ανάμεσα στον Παλαμά και τον Σολωμό, τους καταξιωμένους στη συνείδησή μας ως εθνικούς ποιητές, διεκδικώντας ένα μερίδιο από την ευστοχία και τη διορατικότητα που θα έπρεπε να καθορίζει τον εθνικό χαρακτήρα της ποίησης; Με αυστηρά κριτήρια ενδεχομένως όχι. Ωστόσο, αν πρέπει να θεωρούμε εθνικό το αληθές, τότε το τοπίο καθαρίζει από τις σκιές, η σταδιακή συνειδητοποίηση επιτυγχάνεται: αυτό που είμαστε σήμερα ως άτομα και ως μέλη μιας συλλογικότητας είναι απόρροια μιας πολυεπίπεδης ιστορικής συγκυρίας με εξάρσεις και καταβυθίσεις, με ηρωικές απαστράπτουσες στιγμές αλλά και άλλες λιγότερο θαμβωτικές· αν βλέπουμε μόνο τη μία όψη, αγνοούμε τη μισή μας ιστορία, τον μισό μας εαυτό.
Ποιήματα που δεν προορίζονται για απαγγελία στις σχολικές γιορτές
Η «παράκαιρη» αυτή ανθολογία ίσως καταστρέφει ένα σκηνικό επιμελώς φτιαγμένο και στερεοτυπικά διαιωνιζόμενο. Και ναι, δεν συνάδει με επετειακούς εορτασμούς και πανηγύρεις – πολύ περισσότερο δεν θα περιμέναμε κάποιο από τα ανθολογούμενα ποιήματα να απαγγέλλεται στις σχολικές εορτές/παρωδίες μιας αλλοιωμένης ελληνικότητας. Είναι ένα πολύτιμο έργο για κάθε εποχή, ένας καθρέφτης καθόλου παραμορφωτικός, ίσα ίσα καθαρός και διαυγής που αποτυπώνει την αλήθεια. Και ναι, μπορεί να μη μας αρέσει η όψη που θα δούμε μέσα του. Έτσι, όμως, όπως διαβάζονται τα ποιήματα στη σειρά τους, κάτω από τις κεφαλίδες των ενοτήτων, αποκτά νόημα όλη η τοιχογραφία, μέσα στην οποία βρίσκουμε τον εαυτό μας.
Εξαιρετική έκδοση από τη σύλληψη της ιδέας ως την επεξεργασία του υλικού, φροντισμένη ως την τελευταία λεπτομέρεια στο περιεχόμενο αλλά και στην αισθητική της, με το έργο του Χρήστου Μποκόρου με τον κίτρινο σταυρό να δεσπόζει στο κατάμαυρο εξώφυλλο σε αγαστή συνομιλία με τα ενδότερα του βιβλίου.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«[…] Η κόλαση λοιπόν είν’ η πατρίδα μας/αμάρτημα υψώνεται/ο μαύρος καπνός των εργοστασίων/ψηλά στο ξημέρωμα./Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι/Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους/κόσμους εκεί με τη μονάχη μου ψυχή». Νίκος Καρούζος, «Αγγίζοντας αυτή την αιωνιότητα»
«[…] Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα/μού τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα./Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι/εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη/και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς,/το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς». Νίκος Γκάτσος, «Μάνα μου Ελλάς»