Για τη μελέτη του Fredericκ C. Copleston «Ιστορία της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας» (μτφρ. Γιάννης Δημητρακόπουλος, εκδ. Gutenberg).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Η Ιστορία της μεσαιωνικής φιλοσοφίας του Frederick Copleston, μια πραγμάτευση της φιλοσοφικής σκέψης σε τούτη τη μακρά και ως ένα βαθμό χαώδη και σκοτεινή περίοδο, έχει δύο αρετές (δεν είναι οι μόνες του βιβλίου): κατά πρώτον είναι γραμμένη έτσι ώστε να μπορεί να διαβαστεί από τον γενικό αναγνώστη, παραμένοντας διεξοδική τόσο όσο χρειάζεται, εκθέτοντας τον βίο, τη σκέψη και τις θεωρίες των μεσαιωνικών θεολόγων και στοχαστών –χριστιανών, μωαμεθανών και Εβραίων– με τρόπο που είναι μεν συνοπτικός, αλλ’ από την άλλη είναι σαφής και με μια πληρότητα· και κατά δεύτερον είναι μεταφρασμένη με ακρίβεια και κέφι από τον Γιάννη Δημητρακόπουλο (το δεύτερο είναι μια αρετή που δεν περιμένεις απαραιτήτως να βρεις σ’ ένα φιλοσοφικό βιβλίο).
Και δίνει επίσης μια απάντηση, πιστεύω, στην ερώτηση: γιατί να διαβάζουμε φιλοσοφία; Μα γιατί, ακόμα κι αν ένα επιχείρημα ηχεί παρωχημένο κι αβάσιμο στα δικά μας σημερινά αφτιά, τελικά ό,τι μετρά πιο πολύ είναι η ευφυΐα που στηρίζει αυτό το επιχείρημα. Οι καλύτεροι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι δεν ήταν σε καμία περίπτωση λιγότερο ευφυείς από τους μεταγενέστερους, λιγότερο θεοκεντρικούς και περισσότερο «κοντινούς» μας. Μάλιστα, η πέδη της θεολογίας οδήγησε σε μια εκλέπτυνση της λογικής σκέψης, και ορθά λέει στο βιβλίο του ο Copleston (σ.459) πως «η τυπική Λογική του δέκατου τρίτου και του δέκατου τέταρτου αιώνα υπήρξε το υψηλότερο σημείο στο οποίο έφτασαν οι λογικές έρευνες μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα».
Αν κι ο Αυγουστίνος ανήκει ακόμα στην αρχαιότητα, και στο έργο του καταρχάς και κατ’ αρχήν θεολογεί και μόνο παρεμπιπτόντως φιλοσοφεί, δεν είναι δίχως λόγο που ο Edmund Husserl στην πρώτη κιόλας σελίδα της Φαινομενολογίας της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου γράφει: «Ακόμη και σήμερα, όποιος καταπιάνεται με το πρόβλημα του χρόνου πρέπει να μελετήσει ενδελεχώς τα κεφάλαια 14-28 του Ενδέκατου Βιβλίου των Εξομολογήσεων».
Αν κι ο Αυγουστίνος ανήκει ακόμα στην αρχαιότητα, και στο έργο του καταρχάς και κατ’ αρχήν θεολογεί και μόνο παρεμπιπτόντως φιλοσοφεί, δεν είναι δίχως λόγο που ο Edmund Husserl στην πρώτη κιόλας σελίδα της Φαινομενολογίας της συνείδησης του εσωτερικού χρόνου γράφει: «Ο πρώτος ο οποίος αισθάνθηκε σε βάθος τις τεράστιες δυσκολίες του ζητήματος [της ανάλυσης της συνείδησης του χρόνου] και μόχθησε για να τις αντιμετωπίσει ήταν ο Αυγουστίνος. Ακόμη και σήμερα, όποιος καταπιάνεται με το πρόβλημα του χρόνου πρέπει να μελετήσει ενδελεχώς τα κεφάλαια 14-28 του Ενδέκατου Βιβλίου των Εξομολογήσεων». Ο Αυγουστίνος φιλοσοφούσε, και οι θεολόγοι εξακολούθησαν τους επόμενους αιώνες να φιλοσοφούν, γιατί εντέλει αυτό είναι απλώς κάτι σύμφυτο με τη σκέψη και το νου – θα ’ταν αστείο να πιστέψει κανείς πως για χίλια χρόνια, ανάμεσα στην αρχαιότητα και την Αναγέννηση, οι νόες απλώς αποκοιμήθηκαν νανουρισμένοι από μιαν άκριτη πίστη. Η πίστη πάντοτε περνούσε από τη βάσανο της αγωνίας της ύπαρξης κι έβγαινε αναβαπτισμένη στα νάματα της λογικής. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη λεπτότητα σκέψης που υπάρχει στο περίφημο –φιλοσοφικό– επιχείρημα του Άνσελμου, του σημαντικότερου θεολόγου του ενδέκατου αιώνα, σχετικά με την ύπαρξη του Θεού:
«Πιστεύουμε, κατ’ αρχάς, ότι είσαι [ο Θεός] κάτι από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί […] Ακόμα κι ο “άφρων”, όταν μ’ ακούει να λέω τη φράση “κάτι από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί”, σίγουρα κατανοεί αυτό που ακούει· και αυτό που κατανοεί υπάρχει στον νου, άσχετα αν δεν κατανοεί ότι υπάρχει κιόλας. Γιατί άλλο είναι ένα πράγμα να υπάρχει στον νου μας κι άλλο να κατανοούμε ότι ένα πράγμα υπάρχει. Για παράδειγμα, όταν ένας ζωγράφος σκέφτεται από πριν αυτό που θα φτιάξει, το έχει, βέβαια, αυτό μέσα στον νου του, αλλά δεν σκέφτεται από τώρα ότι υπάρχει αυτό που ακόμα δεν το ’χει φτιάξει – ενώ όταν πια θα το έχει ζωγραφίσει, τότε και το έχει στον νου του και σκέφτεται ότι υπάρχει αυτό που τώρα πλέον το ’χει φτιάξει. Έτσι, λοιπόν, πείθεται ακόμα κι ο “άφρων” ότι υπάρχει τουλάχιστον μέσα στον νου κάτι από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί, αφού, όταν ακούει αυτή τη φράση, την κατανοεί, κι αφού κάθε τι που κατανοούμε υπάρχει στον νου μας. Τώρα, σίγουρα αυτό από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει μόνο στον νου. Γιατί αν δεχτούμε ότι υπάρχει μόνο στον νου, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι υπάρχει και στην πραγματικότητα, πράγμα το οποίο είναι μεγαλύτερο. Εάν, λοιπόν, αυτό από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν μπορεί να σκεφτεί κανείς υπάρχει μόνο στον νου, αυτό ακριβώς που είπαμε ότι τίποτα μεγαλύτερό του δεν μπορεί κανείς να σκεφτεί, θα προκύψει να είναι κάτι από το οποίο μπορεί κανείς να σκεφτεί κάτι μεγαλύτερο. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν μπορεί να αληθεύει. Αναμφίβολα, λοιπόν, υπάρχει κάτι από το οποίο τίποτα μεγαλύτερο δεν γίνεται να σκεφτεί κανείς, και στον νου, και στην πραγματικότητα».
Βέβαια, η προσπάθεια να στριμωχτούν τα παράταιρα πόδια της πίστης και της Λογικής στο ίδιο παπούτσι γεννά παραδοξότητες όπως για παράδειγμα αυτή που διατύπωσε ο Ιωάννης της Μιρεκουρίας (1310/1315-μετά το 1347), πως ο Θεός είναι η αιτία όλων των ανθρώπινων πράξεων, ακόμα και των πράξεων των αμαρτωλών, αλλ’ απ’ αυτό δεν συνεπάγεται ότι αμαρτάνει ο Θεός, διότι αμαρτία μπορεί να διαπράξει μόνον ανθρώπινη βούληση· με το να θέλει, όμως, να μην υπάρχει ηθική ορθότητα στη βούληση του αμαρτωλού ο Θεός είναι η αιτία της πράξης του αμαρτωλού, όσο κι αν ο Θεός ο ίδιος δεν αμαρτάνει – και ήταν επίσης επόμενο να οδηγήσει τούτη η προσπάθεια σε καταδίκες, όπως αυτή του 1277, από τον πάπα Ιωάννη ΚΑ΄, 219 προτάσεων· καταδίκη που έθιγε φιλοσόφους όπως ο Αριστοτέλης, ο Αβικκένας κι ο Αβερρόης (ο Copleston εκθέτει σε χωριστά κεφάλαια τη σκέψη αυτών των μουσουλμάνων φιλοσόφων, καθώς και Εβραίων όπως του Μωυσή Μαϊμονίδη) και ο Βοήθιος της Δακίας.
Ο Frederick Charles Copleston ήταν Καθολικός ιερέας, φιλόσοφος και μελετητής της ιστορίας της φιλοσοφίας. Το 1948 στο ραδιόφωνο του BBC, ο Copleston πραγματοποίησε ένα φιλοσοφικό ντιμπέιτ με τον Bertrand Russell για την ύπαρξη του Θεού. |
Μολοντούτο, ο Αριστοτέλης ήταν «ο Φιλόσοφος» για το πλείστον των μεσαιωνικών θεολόγων-φιλοσόφων, και καταρχάς για τον Θωμά Ακυινάτη (1224/1225-1274). Ο Θωμάς διέκρινε την ουσία από την ύπαρξη («Μπορώ να κατανοήσω τι σημαίνει άνθρωπος ή τι σημαίνει φοίνικας», παρατηρεί, «και όμως να αγνοώ αν υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι ή φοίνικες»)· απεναντίας, ο Γουλιέλμος του Όκκαμ (περ.1287-1347) δεν δέχεται πως η ουσία και η ύπαρξη διαφέρουν πραγματικά η μία από την άλλη (κι ας αναλογιστούμε εδώ όλη την περιπέτεια της σκέψης μες στους αιώνες, έως τον Σαρτρ, που φτάνει να πει ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας»). Στον Όκκαμ, όπως και τον Ιωάννη Σκότο του Δουνς, το ξυράφι της Λογικής γίνεται όσο το δυνατόν πιο κοφτερό· θεολογία και φιλοσοφία (αξεδιάλυτες στον Αυγουστίνο και σε κατοπινούς στοχαστές), έχουν ουσιαστικά διαχωριστεί πλέον, και μπορεί έτσι ο Όκκαμ να πει, σχετικά με το αν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού, πως εξαρτάται αυτό από το νόημα που αποδίδουμε στη λέξη «Θεός» – αν με τη λέξη αυτή εννοείται απλώς ένα αρχικό αίτιο συντήρησης του κόσμου σε ύπαρξη και ένα ον που δεν έχει ανώτερό του ως προς την τελειότητα, τότε δέχεται ότι η ύπαρξη του Θεού είναι μεταφυσικώς αποδείξιμη· αν ωστόσο με τη λέξη «Θεός» εννοείται ένα ον ύψιστο με την απόλυτη σημασία της λέξης, τέλειο, μοναδικό, άπειρο, που γνωρίζει τα πάντα και που μπορεί τα πάντα, την ύπαρξη ενός τέτοιου όντος ο Όκκαμ δεν τη θεωρεί φιλοσοφικώς αποδείξιμη (αλλά γνώσιμη μόνο διά της πίστεως).
«Η οκκαμική προσέγγιση της φιλοσοφίας», γράφει στο τέλος του βιβλίου του ο Copleston, «παρουσιάζει περισσότερες ομοιότητες με το σημερινό Αναλυτικό ρεύμα παρά π.χ. με τη σκέψη του Νίτσε ή του Καμύ». Ένας νομιναλισμός που τελικά οδήγησε επίσης στο φιλοσοφικό αντίθετό του, τον σχολαστικό μυστικισμό: στον Θωμά Κεμπήσιο (1380-1471), όταν λέει: «Αυτό που μ’ ενδιαφέρει δεν είναι να δώσω τον ορισμό της “συντριβής”, αλλά να νιώσω συντριβή για τις αμαρτίες μου» και στον λαμπρό λόγο του Ιωάννη Έκκαρτ (1260-1328), που μιλά για φυγή προς τα έσω της ψυχής προς την «ουσία», την «ακρόπολη», τον «σπινθήρα», τον «βυθό» της.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Η θάλασσα» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας του Philippe de Champaigne (1602–1674), στον οποίο απεικονίζεται ο Αυγουστίνος.
Ιστορία της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας
FREDERICK C. COPLESTON
Μτφρ. ΓΙΑΝΝΗΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Gutenberg 2020
Σελ. 648, τιμή εκδότη €35,50