Για τον τόμο «Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου – Μια παρουσίαση από την Έλενα Χουζούρη» (εκδ. Γαβριηλίδης).
Του Γιώργου Βέη
Οι μεταπτώσεις, οι διαδοχικές αυτοαναιρέσεις, οι συναισθηματικές εξάρσεις –δικαιολογημένες και μη–, οι υπόρρητες διχογνωμίες, οι επαμφοτερισμοί, οι διαδοχικές αμφισημίες των ερωτικών περιπλοκών, οι διαλεκτικές αναιρέσεις, τα λογής βιώματα των θλιβερών διαψεύσεων, αλλά και οι ελπίδες ανασυγκρότησης ενός καθημαγμένου εγώ έρχονται ως εμάς. Αυτή τη φορά όχι από την περίοδο των προσφάτων ανακατατάξεων και των κοινωνικό-οικονομικών κραδασμών, αλλά από την καρδιά του μεσοπολέμου. Και μάλιστα από τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για στίχους μιας πρωτοεμφανιζόμενης τότε στον ποιητικό χώρο. Είναι τονισμένοι από την εξόφθαλμη ορμή μιας αυθεντικής εξομολόγησης. Θέλει φυσικά να τα διατυπώσει όλα ανεξαιρέτως με το νι και με το σίγμα. Και βιάζεται όπως συμβαίνει κατά κανόνα σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Το ξάφνιασμα όμως της επιλογικής ομολογίας προσδίδει σ' αυτόν τον πίνακα από λέξεις μιαν απόχρωση ορατής απόκλισης από τα συμβατικά και λοιπά αναμενόμενα, τα οποία χαρακτηρίζουν ειδικότερα αυτό το είδος της παραδοσιακής γραφής. Η καθαρότητα του φωνήματος δεν περνάει επίσης απαρατήρητη. Ακούμε λοιπόν τον φλοίσβο των μακρινών, πλησιέστερων πλέον ήχων:
Πρόκειται για στίχους μιας πρωτοεμφανιζόμενης τότε στον ποιητικό χώρο. Είναι τονισμένοι από την εξόφθαλμη ορμή μιας αυθεντικής εξομολόγησης. Θέλει φυσικά να τα διατυπώσει όλα ανεξαιρέτως με το νι και με το σίγμα.
«Σ’ αγαπώ και με λόγια σκληρά ας μιλώ σα σε βλέπω. /Είναι η αγάπη μου απέραντη, σαν του ήλιου το φως. /Μυστικά θα λατρεύεσαι, συ που είσαι για μένα /των ονείρων μου στόλισμα κι ο κρυφός στοχασμός. /Σε πονώ κι ας γελώ με κακία της καρδιάς σου τον πόνο. /Της αγάπης σου σκλάβα είμαι κι όχι κυρά. /Κι αν αγέρωχα διώχνω τα γλυκά σου τα χάδια, /άλλα χάδια σού παίρνω πιο πολύ τρυφερά».
To ποιητικό υποκείμενο όντως πάλλεται, ενώ οι όποιες δυνατότητες έκφανσης από την πρώτη στη δεύτερη στροφή τείνουν να κατοχυρωθούν στην αναγνωστική μας μνήμη. Είναι φανερό επίσης ότι επιδιώκεται εδώ τόσο η επανασυσπείρωση, η εδραίωση, όσο και η ενδελεχής εν συνεχεία διαφύλαξη της ποθούμενης ακεραιότητας της ύπαρξης. Ήτοι, η ταυτότητα του αυτοαναλυομένου υποκειμένου πάνω από όλα. Συγκρατώ επίσης, σε άλλες σελίδες, ορισμένες εμφανείς αποκλίσεις, ακόμη πιο φιλελεύθερες έως και τολμηρές θεματολογικά. Εννοώ εν ολίγοις τα σημαινόμενα εκείνα, τα οποία η γυναικεία γραφή δεν είχε την περίοδο εκείνη σπεύσει στο σύνολό της να περιποιηθεί αναλόγως. Αναφέρομαι ιδίως στο ποίημα με τον άκρως ενδεικτικό τίτλο «Έκνομη ηδονή». Έχει ως εξής:
«Μες στην ολέθρια κάμαρη κλεισμένοι /με τα νεύρα μας άρρωστα πολύ, /δινόμαστε στα χάδια μας τρελοί /από το έκνομο πάθος νικημένοι. /Τραγικών εραστών την ιστορία /οι τέσσαροί της τοίχοι μέσα κλείνουν. /Και ξέρουμε ποια θα ’ναι η τιμωρία /για όσους από τη φύση παρεκκλίνουν. /Δέσμιοι μιας μοιραίας γνωριμίας /κι οι δυο χωρίς περίσκεψη καμιά, /λυγίσαμε τα νέα μας κορμιά /στο βάρος μιας τρελής αδυναμίας. /Της λεπτής ηδονής μύστες μεγάλοι /τη ζωή μας σ’ αυτήν έχουμε δώσει. /Και όμως κανείς δε θα μας δικαιώσει/ όταν η τρέλα θα χτυπήσει στο κεφάλι».
Πρόκειται για την πρώτη σύζυγο του σημαίνοντος ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. Την οδηγεί στη σκηνή του φιλολογικού, αλλά και ευρύτερου λογοτεχνικού μας παρόντος η φίλεργη ερευνήτρια και διακεκριμένη, πολύπειρη πεζογράφος Έλενα Χουζούρη.
Πρόκειται για την πρώτη σύζυγο του σημαίνοντος ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου. Την οδηγεί στη σκηνή του φιλολογικού, αλλά και ευρύτερου λογοτεχνικού μας παρόντος η φίλεργη ερευνήτρια και διακεκριμένη, πολύπειρη πεζογράφος Έλενα Χουζούρη. Από την πρώτη κιόλας παράγραφο της διεξοδικής, υποδειγματικά αποδεικτικής, εισαγωγικής της μελέτης είκοσι σελίδων συνάγεται αμέσως το εξής συμπέρασμα: δεν είναι αδύνατη η ακύρωση της όποιας πεισματικής λήθης – αρκεί η συνεπής, η συνειδητή αρωγή ενός προσοντούχου, αφοσιωμένου κι ασφαλώς φίλιου αναστηλωτή να σκύψει πάνω στα κείμενα, τα σκονισμένα. Ή κατ' άλλους: σκιασμένα ή παραμελημένα. Παραθέτω αυτολεξεί την εν λόγω χαρακτηριστική εκκίνηση:
«Αν η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου [1909-1935] ζούσε στην Αθήνα, είχε ερωτευτεί τον Καρυωτάκη, είχε γράψει ερωτικά ποιήματα γι' αυτόν, είχε εμπλακεί στο κλίμα της εποχής που θα ονομαστεί καρυωτακισμός, ίσως η ποίησή της αλλά και ολόκληρο το έργο της –διηγήματα, θέατρο– να μην είχαν παρασυρθεί στη δίνη της λησμονιάς. Το εντελώς αντίθετο δηλαδή από τη σχεδόν συνομήλική της Μαρία Πολυδούρη. Ακόμα και τα βιογραφικά στοιχεία της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου δεν είναι πολλά. Ό,τι γνωρίζουμε από την ολιγόχρονη ζωή της το χρωστάμε στον Θεσσαλονικέα ποιητή Γιώργο Βαφόπουλο [1903-1996] ο οποίος διέσωσε με μυθιστορηματικό σχεδόν τρόπο τον θυελλώδη έρωτά του και τον ταραχώδη γάμο του με την Ανθούλα στις έξοχες Σελίδες Αυτοβιογραφίας. Καθόλου τυχαίο εξάλλου ότι τιτλοφορεί τον πρώτο τόμο ΤΟ ΠΑΘΟΣ. Ακόμα όμως και αυτά τα λίγα βιογραφικά στοιχεία δείχνουν πόσο παράλληλοι ήταν οι βίοι των δυο ποιητριών, Πολυδούρη και Σταθοπούλου, και πόσα κοινά είχαν».
Η απόδοση δικαιοσύνης, έστω εκ των υστέρων, είναι, ως γνωστόν, υπόθεση επαρκούς, συστηματικής τεκμηρίωσης. Η Έλενα Χουζούρη, διερευνώντας με επιμέλεια τα αίτια και τα αιτιατά της συγκεκριμένης ποιητικής κατάθεσης, η οποία τελείται σημειωτέον κάτω από τον αστερισμό του νεοσυμβολισμού, μας καλεί σε μιαν ευρύτερη μελέτη του συνολικότερου έργου της προαναφερομένης. Τονίζεται ότι με επιτυχία ανεβάστηκαν στην εποχή τους θεατρικά της έργα. Η αποκατάστασή της έστω σήμερα αποτελεί τον ενδεδειγμένο φόρο τιμής. Άλλωστε, κατά τον οξυδερκή Τέλλο Άγρα, τα όσα άφησε πίσω της η Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου υπήρξαν ικανά και αναγκαία για να πιστοποιήσουν τη θετική εξέλιξη, την οποία θα είχε προφανώς η περαιτέρω ενασχόλησή της με τη δημιουργική γραφή, καθιστώντας τη στη συνέχεια μια από τις πλέον αξιόλογες φωνές μας στην ποίηση.
Έλενα Χουζούρη – Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου |
Το κομμάτι που φέρει τον τίτλο «Θεσσαλονίκη», το οποίο δικαίως υπερασπίστηκε η ίδια, όταν το κατέκρινε ένας εκ των κατά καιρούς επιφανών συνομιλητών της, ήτοι ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, μας μεταφέρει αυτούσιο τόσο το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και τη χαρακτηριστική εικόνα της ακροβασίας του Προσώπου στην άκρη του γκρεμού, όπου τότε ακριβώς άρχιζε να παραπαίει η Ευρώπη – και όχι μόνον. Έπεται αυτούσιο:
«Κάτω από τη φεγγερή σου νύχτα, ήπια τα δάκρυα της δυστυχίας μου, ω πόλις των πικρών απογοητεύσεών μου. /Ανάμεσα στα μέγαρά σου, έσυρα την άτρωτην υπερηφάνειά μου από τα βέλη του πλούτου. /Η θαυμαστή δύση του ήλιου σου λίκνισε την ψυχή μου στην έκσταση του ονείρου. /Το ερωτικό μου παράπονο η θάλασσά σου το συνεπήρε. /Με γνώρισες με όλες τις ανθρώπινες συγκινήσεις και σ’ αγάπησα σε όλες τις αποχρώσεις σου. Όμως το χώμα σου αιχμαλώτισε ό,τι προσφιλέστερο είχα, ω πατρίδα του πόνου μου. /Κάτω από το φέγγος των άστρων σου, ήπια τα δάκρυα της δυστυχίας μου».
Διακρίνω ότι η Στροφή του Γιώργου Σεφέρη κυκλοφορήθηκε το 1931, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε η μοναδική ποιητική συλλογή της Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, οι Νύχτες Αγρύπνιας, από όπου τα ποιήματα που προηγήθηκαν.
Από τα «Νέα ποιήματα» των ετών 1932-1935, επιλέγω ένα, το οποίο λειτουργεί, ως εκ των πραγμάτων, σαν το απόλυτο στην προκειμένη περίπτωση κύκνειο άσμα τής άτυχης εν πολλοίς ποιήτριας. Η φυματίωση ήδη άλλωστε την έχει καταβάλει ολοσχερώς. Το όνειρο της ζωής, αλλά σαφώς και εκείνο το άλλο, το δίδυμο δηλαδή όνειρο της ποιητικής εμπειρίας έχει εξ αντικειμένου σαφέστατη ημερομηνία λήξης. Παρατηρώ αίφνης ότι το ρήμα «γυρίζω» στον προτελευταίο στίχο λειτουργεί επαναστατικά, ανορθωτικά. Η ιδέα της επιστροφής στο πεδίο δράσης των ζώντων επείγεται να διαψεύσει την οριστική απώλεια. Το πνευματικό στοιχείο υπερέχει. Ό,τι συναποτελεί την ανέκκλητη φθορά δείχνει να διαγράφεται εν τέλει στο βάθος των πραγμάτων. Κοντολογίς, το συναφές σπινοζικό κάλεσμα από το τελευταίο μέρος της εμβληματικής Ηθικής διακρίνεται ατόφιο. Αντιγράφω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής ολόκληρο το δωδεκάστιχο του μοιραίου έτους 1935:
«Στο τέρμα της ζωής μου έχω φτάσει, /κατάκοπη απ’ την πορεία τη δεινή. /Μια νύχτα με κυκλώνει σκοτεινή, /που το φτωχό κορμί θα ξαποστάσει. /Την πόρτα του θανάτου ηύρα κλειστή /και μάταια χτυπώ το μάνταλό της. / Θέλω η ψυχή μου εκεί να δροσιστεί /απ’ το πικρότατο μαρτύριό της. /Άλικο αίμα πια δε μου έχει μείνει /για να ξαναγυρίσω πίσω στη ζωή. /Στους ζωντανούς γυρίζω μια νεκρή, /δίχως του τάφου να ’χω τη γαλήνη».
Ανάλογα ισχύουν και στο παλαιότερο ποίημά της που τιτλοφορείται «Καρδιάς ερείπια». Κι εκεί αναδιατάσσεται το πένθος, καθολικής τονίζω και πάλι υφής, προκειμένου να συσταθεί μια μέθοδος ίασης. Έστω παροδικής. Η Έλενα Χουζούρη έχει καλώς προνοήσει: δεν μένει παρά να αφουγκραστούμε αυτό το ολοζώντανο ρήμα ενενήντα ετών.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων «Εκεί» (εκδ. Κέδρος).
Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου
Μια παρουσίαση από την Έλενα Χουζούρη
Έλενα Χουζούρη
Γαβριηλίδης 2019
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,60