
Για το βιβλίο του Emilio Gentile «Φασισμός – Ιστορία και ερμηνεία» (μτφρ. Βαγγέλης Κατσιφός, εκδ. Ασίνη).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου και ο τρόπος που την τιμάμε μέχρι σήμερα δείχνει πόσο περήφανοι νιώθουμε οι Έλληνες για την αντίστασή μας απέναντι στον Άξονα το 1940, ιδιαίτερα δε για την αντίστασή μας στον Μουσολίνι και στον φασισμό. «Νικήσαμε τον φασισμό», είναι η φράση που ακούγεται συχνά στην επέτειο αυτής της μέρας. Τι πραγματικά ήταν όμως ο φασισμός;
Ο Φασισμός που διαμορφώθηκε στην Ιταλία από τον Μπενίτο Μουσολίνι και απέναντι στον οποίο πολεμήσαμε αρχικά, έχει επισκιαστεί.
Διαθέτουμε άφθονο υλικό στην ελληνική γλώσσα σχετικά με τα πρόσφατα πολιτικά πειράματα του ναζισμού ή του κομμουνισμού, τόσο σε επιστημονικό επίπεδο όσο και μαρτυρίες, ντοκουμέντα, λογοτεχνικά έργα. Αντίθετα, ο φασισμός που διαμορφώθηκε στην Ιταλία από τον Μπενίτο Μουσολίνι και απέναντι στον οποίο πολεμήσαμε αρχικά, έχει επισκιαστεί. Η άγνοια σχετικά με αυτόν είναι μεγαλύτερη και χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο πλαίσιο μιας πολεμικής ρητορείας συγκεκριμένων πολιτικών τάσεων ή προσώπων, παρά σε αναφορά με την αληθινή φύση του ως καθεστώτος.
Ήταν άραγε ο φασισμός μια αυταρχική διακυβέρνηση, ένα απλό ανάχωμα στον σοσιαλισμό ή μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού; Είχε μια συγκεκριμένη ιδεολογία; Σε αυτά και σε πολλά άλλα ερωτήματα επιχειρεί ν’ απαντήσει ο ιστορικός Emilio Gentile με το παρόν βιβλίο του, το οποίο αποτελείται από μελέτες και άρθρα του σχετικά με επιμέρους πλευρές του φασιστικού φαινομένου, που γράφτηκαν μέσα σε ένα μεγάλο διάστημα το οποίο ο Ιταλός καθηγητής έχει αφιερώσει στην έρευνά του, που τον έχει αναδείξει εδώ και καιρό στον σημαντικότερο ίσως ειδικό διεθνώς πάνω στον φασισμό.
Αρχικά, ο Τζεντίλε υπογραμμίζει πόσο εσφαλμένα έχει κατανοηθεί πολλές φορές ο ιταλικός Φασισμός. Σε αντίθεση με τις ιδεολογίες του κομμουνισμού ή του φιλελευθερισμού, που προσεγγίζονται συνήθως με σαφήνεια και σταθερότητα, οι αναφορές στον φασισμό χαρακτηρίζονται συχνά από ασάφεια, ελαστικότητα και η λέξη χρησιμοποιείται ως μια «γενικής χρήσης» έννοια που ταιριάζει παντού και πουθενά. Αν και από τη δεκαετία του ’30 έγιναν ορισμένες απόπειρες για τη δημιουργία μιας Φασιστικής Διεθνούς, η πλήρης διεθνοποίηση του φασιστικού φαινομένου κατέστη αδύνατη, ακριβώς επειδή το εκάστοτε φασιστικό κίνημα διέθετε τη δική του πολιτισμική ιδιομορφία. Αναγνωρίζοντας πρώτη την παγκόσμια σημασία τους, η Τρίτη Διεθνής διατύπωσε τη θέση ότι αποτελούν την «τρομοκρατική δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου», το οποίο χρησιμοποιεί ένοπλες περιθωριακές ομάδες μικροαστών προκειμένου να αναχαιτίσει την επιθετική άνοδο του προλεταριάτου. Ως γενικά χαρακτηριστικά του Φασισμού μπορούν να επισημανθούν: η περιπέτεια, ο ηρωισμός, το πνεύμα της θυσίας, η χρήση συμβόλων και οι μαζικές τελετουργίες, η εξύμνηση των μαρτύρων, τα ιδανικά του πολέμου και του αθλητισμού και η φανατική αφοσίωση στον αρχηγό. Βασικός ισχυρισμός του Τζεντίλε είναι ότι η ιδεολογία και το καθεστώς του Μουσολίνι αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο του σύγχρονου βιομηχανικού κόσμου: πρόκειται για το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού. Τι ακριβώς είναι ο ολοκληρωτισμός; Σύμφωνα με τον περιεκτικό ορισμό που δίνει ο ίδιος, ολοκληρωτισμός είναι:
![]() |
Ο όρος «Φασισμός» προέρχεται από το «fascio littorio», το αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας με τις δεμένες ράβδους και τον πέλεκυ, που κατείχαν οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι (δικτάτωρ, βασιλιάς, δύο ύπατοι, στρατηγοί και αντιπραίτορες). Το όνομα, καθώς και το σύμβολο που ως το 1914 χρησιμοποιούνταν κυρίως από την Αριστερά, χρησιμοποίησε ο Μουσολίνι στον θυρεό του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος. |
«ένα πείραμα πολιτικής κυριαρχίας, που τέθηκε σε εφαρμογή από ένα επαναστατικό κίνημα, οργανωμένο ως κόμμα με στρατιωτική πειθαρχία, με μια καθολική αντίληψη της πολιτικής, που αποβλέπει στο μονοπώλιο της εξουσίας και που, αφού την κατακτήσει, με νόμιμα ή παράνομα μέσα, καταστρέφει ή μεταβάλλει το προηγούμενο καθεστώς και κατασκευάζει ένα καινούριο Κράτος. Αυτό το κράτος βασίζεται στο μονοκομματικό καθεστώς, με κύριο στόχο να πραγματώσει την κατάκτηση της κοινωνίας, δηλαδή την υποταγή, την ενσωμάτωση και την ομοιογενοποίηση των κυβερνωμένων, με βάση το αξίωμα του καθαρά πολιτικού χαρακτήρα της ζωής, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ερμηνεύοντάς την σύμφωνα με τις κατηγορίες, τους μύθους και τις αξίες μιας ιδεολογίας παλιγγενεσίας, η οποία αγιοποιείται παίρνοντας τη μορφή πολιτικής θρησκείας. Έχει ως φιλοδοξία να ξαναπλάσει το άτομο και τις μάζες μέσω μιας ανθρωπολογικής επανάστασης, ώστε να αναμορφώσει το ανθρώπινο ον και να δημιουργήσει ένα νέο άνθρωπο, αφιερωμένο ψυχή τε και σώματι στην πραγματοποίηση των επαναστατικών και επεκτατικών σχεδίων του ολοκληρωτικού κόμματος, με σκοπό να δημιουργήσει ένα νέο πολιτισμό με υπερεθνικό χαρακτήρα».
Να σημειωθεί ότι τον όρο «ολοκληρωτικό» (totalitario) επινόησε σε άρθρο του, το 1923, ο Giobanni Amendola, ηγέτης της ιταλικής αντιπολίτευσης που ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου από φασίστες το 1926, καταγγέλλοντας τις τότε προσπάθειες των φασιστών να μονοπωλήσουν τα δημόσια αξιώματα. O Μουσολίνι ενστερνίστηκε τον όρο και τον χρησιμοποίησε υπέρ του. Ο Τζεντίλε αντιτίθεται έντονα στην προσέγγιση της Χάνα Άρεντ, που βλέπει στον φασισμό μια απλή αυταρχική διακυβέρνηση χωρίς αξιώσεις ολοκληρωτισμού, αντιτείνοντας ότι το καθεστώς του υπήρξε το μοναδικό από τα καθεστώτα του 20ού αιώνα που αυτοχαρακτηρίστηκε «ολοκληρωτικό». Ο Τζεντίλε τονίζει πως το ολοκληρωτικό σύστημα λειτουργεί ως ένα εργαστήριο όπου γίνονται ατελείωτα πειράματα για τη δημιουργία ενός νέου είδους ανθρώπου. Τον φασιστικό ολοκληρωτισμό χαρακτηρίζει ένας δυναμισμός, όπου μέσω της συμβίωσης κράτους και κόμματος πραγματοποιείται μια εντατικοποίηση της εξουσίας και των παρεμβάσεων του κράτους στην κοινωνία προς όφελος του επιθετικού εθνικισμού του. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο Φασισμός διαθέτει τη δική του ιδεολογία, η οποία μάλιστα είναι και επαναστατική (ο Τζεντίλε έχει δεχτεί σκληρή κριτική γι’ αυτόν τον χαρακτηρισμό), προωθώντας μια πολιτισμική εξέγερση απέναντι στη Νεωτερικότητα, της οποίας υπήρξε προϊόν. Ένα παράδοξο χαρακτηριστικό του είναι ότι τονίζει την υπεροχή της αγροτικής ζωής έναντι της αστικής, χωρίς να διστάζει παράλληλα να χρησιμοποιεί την τεχνολογία και να προωθεί την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση. Ως πνευματικές επιρροές για τον σχηματισμό του Φασισμού χρησιμοποιήθηκαν διάσπαρτες ιδέες των συγγραφέων Νίτσε, Λε Μπον, Παρέτο, Μόσκα, Σορέλ και Μίκελς, που αξιοποιήθηκαν καιροσκοπικά και επιλεκτικά μέσα στο προϋπάρχον πλαίσιο εθνικιστικού αναβρασμού, και όχι σαφείς και συνεπείς θεωρίες.
![]() |
Ο Εμίλιο Τζεντίλε, διαπρεπής ιστορικός του Φασισμού, είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza. Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σπουδαιότερους μελετητές της φασιστικής ιδεολογίας και του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος, καθώς και για την ερμηνεία που έδωσε στο φασισμό ως «πολιτική θρησκεία». |
Παρόλο που ο Φασισμός μοιράζεται ορισμένα κοινά στοιχεία με την Άκρα Αριστερά, είναι γεγονός ότι η αντίθεση ανάμεσα στη φασιστική ιδεολογία και στον μαρξισμό, αλλά και γενικότερα στον σοσιαλισμό, ιστορικά υπήρξε απόλυτη και η αντίθεση ανάμεσά τους ήταν και παραμένει αξεπέραστη. Ακόμη και οι σοσιαλιστικής προέλευσης οπαδοί του Φασισμού, ξεκαθαρίζει ο Τζεντίλε, δεν ήταν γνήσιοι οπαδοί του παρά μονάχα εφόσον είχαν αποκηρύξει τις βασικές αρχές του σοσιαλισμού: την πάλη των τάξεων, την επαναστατική υπεροχή του προλεταριάτου, το όραμα για οικουμενική ελευθερία και ισότητα, την κατάργηση του κράτους και της ταξικής κοινωνίας και τέλος, τον διεθνισμό. Μάλιστα, ο ιταλικός Φασισμός διαφέρει και από τον ναζισμό, ως προς το ότι δεν στηρίζεται στον φυλετισμό (ανεξάρτητα από το αν αργότερα ο Μουσολίνι επηρεάστηκε από τον Χίτλερ προχωρώντας σε πογκρόμ Εβραίων) και δεν απέβλεπε στην κατάργηση του κράτους.
Όσον αφορά τις συνθήκες που συνέβαλαν στην εδραίωση του Φασισμού, αυτές υπήρξαν πολλές και ποικίλες. Ήδη από κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, εμφανίστηκαν στον χώρο των ιδεών τάσεις που αναζητούσαν έναν αμεσότερο και ενστικτώδη τρόπο γνώσης της πραγματικότητας, διαμορφώνοντας ένα ευρύτερο ανορθολογικό κλίμα που ενέπνευσε την αμφισβήτηση απέναντι στην επιστήμη και την πρόοδο μέσω της τεχνολογίας, όπως ο ρομαντισμός, η ηρωολατρία, ο βολονταρισμός και η έμφαση στα ένστικτα σε βάρος της διάνοιας. Ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην εμφάνιση και επικράτηση του Φασισμού διαδραμάτισε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος προκάλεσε μια πρωτοφανή αμφισβήτηση απέναντι στη Δύση και σε ό,τι εκείνη εκπροσωπούσε. Προφητείες παρακμής και αμφισβήτησης των αξιών του Νεώτερου κόσμου έκαναν την εμφάνισή τους, μπροστά στην αδυναμία του δημοκρατικού κατεστημένου να ικανοποιήσει μεγάλες μερίδες ανθρώπων. Να θυμηθούμε εδώ ότι το περίφημο βιβλίο Η παρακμή της Δύσης του Όσβαλντ Σπένγκλερ, με τις απαισιόδοξες προβλέψεις για τη νομοτελειακή παρακμή της Δυτικής κουλτούρας, σημείωσε θριαμβευτική αποδοχή όταν δημοσιεύτηκε. Αντιδημοκρατικές ιδέες γνώριζαν όλο και μεγαλύτερη αποδοχή ανάμεσα στους διανοούμενους. Στην Ιταλία, το Φασιστικό Κόμμα, αυτός ο νέος σχηματισμός συνδικαλιστών, βετεράνων και καλλιτεχνών που θεωρούσε εαυτόν πολιτοφυλακή του έθνους, απαιτούσε επίσης την αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, προκειμένου να επανορθώσει για την «κουτσή νίκη» στον πόλεμο, εκφράζοντας παράλληλα μια λατρεία για τη «ρωμαϊκότητα». Η κυριαρχία του υπήρξε άθροισμα της καταπληκτικής σαγήνης που εξέπεμπε στις μάζες ο Ιταλός δικτάτορας, καθώς και των κινήσεων συνεννόησης και διαπραγματεύσεων με τους άλλους θεσμούς στη χώρα του, όπως η εκκλησία και ο στρατός. Ο ίδιος o Χίτλερ δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του για τον Μουσολίνι, βρίσκοντας σε εκείνον έναν σύμμαχο στις κατακτητικές φιλοδοξίες του.
Ωστόσο, η γοητεία του Μουσολίνι άρχισε να χάνεται, πολύ περισσότερο μετά την ήττα του από την Ελλάδα, που είχε ως συνέπεια τον διεθνή εξευτελισμό, τη φυλάκιση και τελικά την εκτέλεσή του το 1945, τα οποία ο ίδιος αποδεχόταν μοιρολατρικά, βλέποντας στον εαυτό του τη μοίρα όλων των μεγάλων ιστορικών προσωπικοτήτων, που δεν είναι άλλη από τη νομοτελειακή παρακμή.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.