Για το μυθιστόρημα της Κριστίνε Βούνικε [Christine Wunnicke] «Η αλεπού και ο δρ Σιμαμούρα» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Αιώρα).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Τον Φεβρουάριο του 1922, ο δόκτωρ Σιμαμούρα Σουνίτσι, ομότιμος καθηγητής Νευρολογίας του Νομαρχιακού Πανεπιστημίου του Κιότο, συνταξιούχος εδώ και χρόνια, είναι κλεισμένος στο σπίτι του στην Καμεόκα, άρρωστος από φυματίωση ή από κάτι άλλο για το οποίο δεν έχει βρει την κατάλληλη λέξη, και αναστοχάζεται το νόημα της ζωής. Είναι απογοητευμένος από το γεγονός ότι μετά από μια ολόκληρη ζωή στην υπηρεσία της ιατρικής επιστήμης, το μόνο που μνημονεύτηκε στην τελετή αποχώρησής του, ήταν η ιδέα του να κατασκευαστούν στρώματα για την επένδυση των τοίχων, στους θαλάμους των ασθενών που βρίσκονταν σε παροξυσμό. Παρατηρεί το πέρασμα των εποχών και συνεχίζει να συγκεντρώνει σημειώσεις για το μεγάλο έργο του, το Διαζευκτικό Πόνημα, το οποίο θα ήταν μια «μελέτη ή μονογραφία ή άρθρο στον τομέα της νευρολογίας ή της ψυχολογίας ή της πειραματικής ψυχολογίας της μνήμης».
Περιστοιχίζεται από τέσσερεις εκκεντρικές γυναίκες, τη σύζυγο, την πεθερά του, τη μητέρα του, και μια υπηρέτρια, της οποίας ο πρότερος βίος και η σχέση της με τον Σιμαμούρα, δεν διευκρινίζονται, και στην οποία ο Σιμαμούρα αφηγείται αποσπασματικά κάποιες από τις αναμνήσεις του.
Αναξιόπιστη μνήμη
Ο Σιμαμούρα έχει αμνησία, νυχτερινές μανίες, αδιάκοπο πυρετό και αόριστες αναμνήσεις. Ξεχνάει δύο ειδών πράγματα: «ό,τι του φαίνεται τρομακτικό και ό,τι του φαίνεται πληκτικό». Θυμάται, όμως, τα πρώτα χρόνια που άρχισε να εξασκεί την Ιατρική στο πλάι του καθηγητή του, Σακάκι Χατζίμε. Θυμάται τη δύσκολη αποστολή που του είχε αναθέσει ο καθηγητής αυτός: να πάει στο Σιμάνε, μια επαρχιακή περιοχή, και να μελετήσει μια παραδοσιακή ασθένεια, την επιδημία αλεπούδων που ξεσπούσε εκεί κάθε χρόνο κατά τους θερινούς μήνες. Η επιδημία έπληττε μόνο γυναίκες, οι οποίες καταλαμβάνονταν από το πνεύμα αλεπούς, ένα πνεύμα της φύσης, το οποίο προσπαθούσε να εισέλθει στον κόσμο των ανθρώπων.
Η επιδημία έπληττε μόνο γυναίκες, οι οποίες καταλαμβάνονταν από το πνεύμα αλεπούς, ένα πνεύμα της φύσης, το οποίο προσπαθούσε να εισέλθει στον κόσμο των ανθρώπων.
Ήταν Ιούλιος του 1891. Ο Σιμαμούρα είχε ως βοηθό έναν φοιτητή της Ιατρικής, του οποίου το όνομα δεν θυμάται. Στην περιοδεία τους στο Σιμάνε συνάντησαν πολλές ασθενείς. Εκείνη όμως που έμεινε στη μνήμη του Σιμαμούρα, ήταν η Κίγιο, η κόρη του ιχθυοπώλη. Η Κίγιο ήταν τότε δεκάξι χρονών και πολύ όμορφη. Ο Σιμαμούρα, τις μέρες που έμεινε εκεί, την είδε πολλές φορές να καταλαμβάνεται από το πνεύμα της αλεπούς, να τεντώνει το σώμα της σαν τόξο, να απαλλάσσεται από τα ρούχα της, να ουρλιάζει, να τσιρίζει και να βογκά. Είδε την αλεπού να κινείται μέσα από το δέρμα της, σαν μικρή κάμπια, και, ξεκινώντας από την κοιλιά της, να φτάνει στο στήθος, στα χέρια, στο λαιμό της, και να ξαναγυρίζει πίσω. Ο νεαρός βοηθός του Σιμαμούρα και η Κίγιο έκαναν παρέα, γελούσαν, επικοινωνούσαν με κάποιο τρόπο. Η ζήλεια για τη σχέση τους και η ισχυρή ερωτική έλξη του Σιμαμούρα για την νεαρή κοπέλα, ήταν συναισθήματα που δεν ταίριαζαν με την ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης του, με την εικόνα που έπρεπε να παρουσιάζει προς τους άλλους, γι’ αυτό και δεν τα αναγνώρισε, δεν τα αποδέχτηκε και προσπάθησε να διαγράψει από τη μνήμη του κάθε τι που συνδεόταν με την εμπειρία του αυτή.
Στη συνέχεια, εντελώς ανεξήγητα, ο Σιμαμούρα έγινε ακαταμάχητος για τις γυναίκες. «Απέπνεε έναν ιδιαίτερο μαγνητισμό. Οι γυναίκες κολλούσαν πάνω του σαν στρείδια, με παράπονα, παρακάλια, ερωτήσεις, εξομολογήσεις, προτάσεις».
Η πολυβραβευμένη συγγραφέας και μεταφράστρια Κριστίνε Βούνικε (Μόναχο 1966) γράφει μυθιστορήματα, βιογραφίες και θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο. Σπούδασε στο Βερολίνο και στη Γλασκόβη Γλωσσολογία, Μεσαιωνική Γερμανική Φιλολογία και Ψυχολογία. Το 2002 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Βαυαρίας για το βιβλίο της Die Nachtigall des Zaren [Το αηδόνι του Τσάρου]. Για το μυθιστόρημά της Serenity [Γαλήνη] τιμήθηκε το 2008 με το βραβείο Tukan και για το μυθιστόρημα Η αλεπού και ο δρ Σιμαμούρα με το βραβείο Franz-Hessel το 2016. Τα βιβλία της κυκλοφορούν με επιτυχία στα αγγλικά και στα γαλλικά. |
Επαφή με τις ευρωπαϊκές ιατρικές αντιλήψεις
Μετά από την περιοδεία του στο Σιμάνε, θυμάται ο Σιμαμούρα, οι αυτοκρατορικές επιτροπές ενέκριναν την υποτροφία του και ταξίδεψε στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βιέννη, για να σπουδάσει δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της Ιατρικής. Γνώρισε τους Σαρκό, Τουρέτ, Μπρόγιες, Φρόιντ, τους θεμελιωτές της νευρολογίας και της ψυχιατρικής, και ήρθε σε επαφή με τις αντιλήψεις της ευρωπαϊκής ιατρικής για τη γυναικεία υστερία.
Στο Παρίσι, ο Σαρκό, ο πατέρας της γαλλικής νευρολογίας και ένας από τους πρωτοπόρους της νευρολογίας παγκοσμίως, διηύθυνε το νοσοκομείο Σαλπετριέρ, ένα γυναικείο φρενοκομείο πέντε χιλιάδων κλινών. Εκεί μελετούσε την Grande Hysterie, τις φάσεις και τα συμπτώματά της. Στο νοσοκομείο αυτό, ο Σαρκό είχε στήσει κάτι σαν θέατρο και οι ασθενείς επεδείκνυαν την ασθένειά τους, σαν ηθοποιοί επί σκηνής. Ήταν ένας από τους τρόπους με τους οποίους ερευνούσε τα ψυχιατρικά νοσήματα. Ο Σιμαμούρα, κατά πάσα πιθανότητα άθελά του, πήρε μέρος σε μια τέτοια διαδικασία, και αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση ανδρικής υστερίας. Και ο Σαρκό με τον τρόπο αυτό, διέλυσε την προκατάληψη ότι το ισχυρό φύλο μένει απρόσβλητο από αυτή τη νόσο και τόνισε ότι μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε άτομο το οποίο έχει κάποια ψυχικά τραύματα.
Ο Σιμαμούρα πήρε μέρος σε μια τέτοια διαδικασία, και αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση ανδρικής υστερίας. Και ο Σαρκό με τον τρόπο αυτό, διέλυσε την προκατάληψη ότι το ισχυρό φύλο μένει απρόσβλητο από αυτή τη νόσο και τόνισε ότι μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε άτομο το οποίο έχει κάποια ψυχικά τραύματα.
Στη συνέχεια ο Σιμαμούρα πήγε στο Βερολίνο, όπου «επικρατούσε ο απόλυτος ορθολογισμός». Εκεί είχε την ευκαιρία να αφιερωθεί συστηματικά στις μελέτες του, να ανοίξει και να χρωματίσει εγκεφάλους, να ασχοληθεί με νευροπάθειες και μυασθένειες. Αργότερα, στη Βιέννη, στο ιατρείο του Γιόζεφ Μπρόγιερ, ο Σιμαμούρα κατάφερε να μιλήσει για το πνεύμα της αλεπούς, το οποίο κατελάμβανε τις γυναίκες στη χώρα του, για το ότι ο ίδιος «είχε την αίσθηση ότι το μέσα του δεν ανήκει μόνο σε κείνον», για την μυστηριώδη εμπειρία του με τη νεαρή αλεπουδόπληκτη Κίγιο, για τον νεαρό φοιτητή που τον συνόδευε σε κείνη την αποστολή. Κι αυτό έγινε με δυσκολία και προσπάθεια, αφού ο εγκέφαλος του Σιμαμούρα, αποσύρονταν από το προσκήνιο, όταν συνέβαιναν πράγματα που δεν τα ενέκρινε, ή όταν αυτά που προσπαθούσε να θυμηθεί του έφερναν πόνο.
Παρά τις επιδράσεις που δέχτηκε ο Σιμαμούρα από τις προοδευτικές απόψεις της ευρωπαϊκής ιατρικής, δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από τις παραδοσιακές ιδέες περί του πνεύματος της αλεπούς. Το πνεύμα του ιερού αυτού για την ιαπωνική κουλτούρα ζώου, πλανάται στις σελίδες του βιβλίου, από την αρχή ως το τέλος του, άλλοτε μέσα από τις γυναίκες τις οποίες καταλαμβάνει και ελέγχει τη συμπεριφορά τους, άλλοτε μέσα από τις αμέτρητες ιστορίες για αλεπούδες τις οποίες συγκεντρώνει ο Σιμαμούρα, ή από την εικόνα της αληθινής αλεπούς που αντικρύζει ένα σούρουπο και μετά απαλλάσσεται από την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε για χρόνια.
Ένα παράξενο μυθιστόρημα εποχής
Η ιστορία της Βούνικε έχει ιστορικό υπόβαθρο. Ο Σιμαμούρα Σουνίτσι είναι υπαρκτό πρόσωπο, για το οποίο όμως, δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Υπάρχει μόνο ένα άρθρο, το οποίο αναφέρεται στη ζωή του. Είναι, όπως λέει η συγγραφέας, μια «υποσημείωση» της Ιστορίας. Κι εκείνη έχει αδυναμία σε αυτές τις «υποσημειώσεις», και γύρω από αυτές πλέκει τις ιστορίες της. Ο Σιμαμούρα είναι ένας από τους πολλούς γιατρούς που στάλθηκαν στην Ευρώπη για να μελετήσουν από κοντά τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ιατρική, όταν η Ιαπωνία, μετά από αιώνες αποκλεισμού, αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορά της και να έρθει σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Στο βιβλίο αυτό, το οποίο αποτελεί μια περιπλάνηση στην ευρωπαϊκή Ψυχιατρική λίγο πριν τον 20ο αιώνα, παρουσιάζεται η σχέση του ανθρώπου με το μύθο και την πραγματικότητα, με την επιστήμη και τη μεταφυσική. Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης, ως προληπτικό και φοβισμένο όν, όταν νιώθει ότι κινδυνεύει, δεν εμπιστεύεται τη λογική, αλλά υποκύπτει σε κάθε είδους δεισιδαιμονίες. Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και ο ανεκδήλωτος ερωτισμός, πράγματα μεμπτά κι ανεπίτρεπτα, αποδίδονται στο πνεύμα της αλεπούς, η οποία στην Ιαπωνία θεωρείται ζώο ιερό. Εκεί αποδίδονται επίσης όλες οι παθολογικές συμπεριφορές που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την κοινή λογική της εποχής.
Με χιούμορ κι ελαφριά ειρωνεία, με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, και με ένα κείμενο στο οποίο καμιά πληροφορία δεν δίνεται με σιγουριά, καθώς κάτι μπορεί να ισχύει, μπορεί και όχι, η συγγραφέας μας παρουσιάζει τον ήρωά της: εκείνον που στάθηκε ανάμεσα σε δυο κουλτούρες και προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της λογικής και της δεισιδαιμονίας, της θρησκείας και της επιστήμης. Εκείνον που έβαλε το λιθαράκι του- σημαντικό ή όχι, δεν έχει σημασία- στην εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης.
Υπό μία έννοια, όπως λέει η ίδια, η μυστηριώδης και παράξενη αυτή ιστορία, είναι «το όνειρο μιας Ευρωπαίας για την Ιαπωνία και ενός Ιάπωνα για την Ευρώπη, και το όνειρο μιας αλεπούς και για τα δύο».
Η μετάφραση της δέσποινας Κανελλοπούλου αποδίδει επαρκώς αυτή την ασυνήθιστη ιστορία, η οποία μελετά το παράλογο και το μεταφυσικό, τις ιστορικές παραδοξότητες και τις δεισιδαιμονίες της ιαπωνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Σιμαμούρα αναρωτιόταν σε τι να οφειλόταν αυτή η διαφορά, αλλά μετά έμαθε πως όλες οι γυναίκες που ζούσαν κλεισμένες εκεί μέσα έπασχαν αποκλειστικά και μόνο από υστερία. Χρειάστηκε να το ακούσει αρκετές φορές, ώσπου να το πιστέψει. Η διδασκαλία και η φήμη του Σαρκό είχαν χτιστεί πάνω στην υστερία. Την είχε επαναπροσδιορίσει, ανάγοντάς την από παραπαίδι της Γυναικολογίας σε κορωνίδα της νευρολογίας και απαλλάσσοντάς την από το στίγμα ότι αποτελούσε την εύκολη δικαιολογία κάθε ανίκανου γιατρού ή κάθε κακότροπης ασθενούς».