Για το δοκίμιο του Umberto Eco «Ο υπεράνθρωπος των μαζών – Ρητορική και ιδεολογία του λαϊκού μυθιστορήματος» (μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Ελληνικά Γράμματα).
Του Γιώργου Βέη
Δίκην πρόλογου εδώ, η σύνοψη του βιβλίου, όπως προκύπτει ευθέως στη σελ. 111:
«Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον φορέα μύθο του λαϊκού μυθιστορήματος, τη μορφή του ήρωα ως Υπερανθρώπου. Ο υπεράνθρωπος αυτός, όπως σωστά παρατήρησε ο Γκράμσι, δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στις σελίδες του Νίτσε (ή των ναζιστικών ιδεολογικών παραχαρακτών του), αλλά σε αυτές του λαϊκού, λαϊκίστικου και δημοκρατικού μυθιστορήματος, ως φορέας αυταρχικής (πατερναλιστικής, αυτεξούσιας και αυτο-εγγυημένης) λύσης των αντιθέσεων της κοινωνίας, πάνω από τα κεφάλια των ανενεργών μελών της».
Στη γλώσσα μας εμφανίσθηκε πρώτη φορά το 1988. Είχε προηγηθεί η έκδοσή του στην Ιταλία το 1976. Συνδέεται θεματολογικά με τους Κήνσορες και θεράποντες, επίσης του Ουμπέρτο Έκο, έργο προγενέστερο, του 1964. Εκεί, μεταξύ άλλων, κειμενοακτινογραφείται διεξοδικά ο δημοφιλέστατος Σούπερμαν των πανταχού παρόντων κόμικ.
Κεφάλαια, ανόμοια ως προς την επιστημονική τους υποδομή, τα οποία εστιάζονται κυρίως στους παραγωγικούς, στους αειθαλείς μύθους της λαϊκής φαντασίας, όπου πρωταγωνιστούν το ένα μετά το άλλο τα προβεβλημένα είδωλα ενός μαζικού πολιτισμού της γραφής, διαδέχονται κεφάλαια διεισδυτικής διερμηνείας των δομικών και ιδεολογικών εκείνων χαρακτηριστικών, όπως τα έχουν κατά καιρούς αναδείξει τα πασίγνωστα μυθιστορήματα του είδους.
O υπεράνθρωπος των μαζών θεωρείται, εν ολίγοις, ότι αποτελεί ένα από τα πιο ευχάριστα και ταυτοχρόνως ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του Έκο (1932-2016). Και δικαίως: σελίδες χαριτωμένης αυτοβιογραφίας συνυπάρχουν αρμονικά με σελίδες αυστηρής κειμενογλωσσολογικής ανάλυσης, αλλά και με παραγράφους, όπου ταξινομούνται συστηματικά κομβικές απόψεις, όπως π.χ. του Αριστοτέλη για την αρχή, την ένταση, την κλίμακα, τη λύση και την περιώνυμη κάθαρση. Κεφάλαια, ανόμοια ως προς την επιστημονική τους υποδομή, τα οποία εστιάζονται κυρίως στους παραγωγικούς, στους αειθαλείς μύθους της λαϊκής φαντασίας, όπου πρωταγωνιστούν το ένα μετά το άλλο τα προβεβλημένα είδωλα ενός μαζικού πολιτισμού της γραφής, διαδέχονται κεφάλαια διεισδυτικής διερμηνείας των δομικών και ιδεολογικών εκείνων χαρακτηριστικών, όπως τα έχουν κατά καιρούς αναδείξει τα πασίγνωστα μυθιστορήματα του είδους, ορισμένα από αυτά διαρκώς επίκαιρα, όπου πρωταγωνιστούν ο Κόμης Μοντεχρίστος, οι Τρεις Σωματοφύλακες, ο Ταρζάν, ο Φαντομάς, ο Αρσέν Λουπέν, αλλά και ο πλησιέστερος σε μας ηλικιακά Τζέιμς Μποντ. Αρκεί να διαβάσει κανείς το κεφάλαιο με τίτλο «Πιτιγκρίλλι: ο άνθρωπος που έκανε τη μαμά να κοκκινίζει», σε συνδυασμό με το τελευταίο, από τα επτά εν συνόλω κεφάλαια του βιβλίου, που αναφέρεται στις «Αφηγηματικές δομές του Φλέμινγκ», για να διαπιστώσει αβίαστα το καθ’ όλα συναρπαστικό κειμενικό εύρος αυτής της συλλογής δοκιμίων.
Η αποτελεσματικότερη μορφή της πλήρους διαλεύκανσης εκασταχού εκάστοτε των περιεχομένων, η εξέταση δηλαδή των αφηγηματικών συντελεστών δόμησης από την πλευρά των δεδομένων της σημειολογίας, διεξάγεται με ιδιάζουσα άνεση κι άλλη τόση ευκρίνεια των συναφών εκφάνσεων.
Η διερεύνηση της σημειωτικής των μυθιστορημάτων, τα οποία συγκεντρώνουν την προσοχή του συγγραφέα στο παρόν έργο, κρίνεται υποδειγματική. Η δε κοινωνιολογία της λαϊκής αφήγησης, καταλλήλως επεξεργασμένη, υπομνηματίζει εδώ, μεταξύ πολλών άλλων, τρόπους, ήθη και συμπεριφορές υπερ-Υπάρξεων, οι οποίες δεν κατατάσσονται, και μάλιστα εξ ορισμού, στους οικείους καταλόγους των τυπικών χαρακτήρων της ψυχολογίας. Όπως φέρ’ ειπείν είναι ο αγαπημένος γόης εκατομμυρίων αναγνωστών και θεατών ανά την υφήλιο, ο προαναφερόμενος Τζέιμς Μποντ. Η αποτελεσματικότερη μορφή της πλήρους διαλεύκανσης εκασταχού εκάστοτε των περιεχομένων, η εξέταση δηλαδή των αφηγηματικών συντελεστών δόμησης από την πλευρά των δεδομένων της σημειολογίας, διεξάγεται με ιδιάζουσα άνεση κι άλλη τόση ευκρίνεια των συναφών εκφάνσεων. Δείγμα των λίαν αποδοτικών λειτουργικών συγκερασμών, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, ας είναι οι εξής καταληκτικές προτάσεις της σελ. 237:
«Όσο επιτρέπει μια συνένοχη και συνειδητή ανάγνωση, το έργο του Φλέμινγκ αντιπροσωπεύει μια επιτυχημένη μηχανή διαφυγής, ένα αποτέλεσμα υψηλής αφηγηματικής δεξιοτεχνίας· όταν όμως προκαλεί σε ορισμένους το ρίγος της προνομιούχας ποιητικής συγκίνησης, αποτελεί τη νιοστή εκδήλωση του Kitsch· όταν απελευθερώνει βασικούς ψυχολογικούς μηχανισμούς, απ’ όπου απουσιάζει η ειρωνική αποστασιοποίηση, είναι απλώς ένα πιο ύπουλο μα εξίσου μυθοποιητικό εγχείρημα της βιομηχανίας της διαφυγής. Για μια ακόμα φορά, το μήνυμα δεν ολοκληρώνεται πραγματικά αν δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη και στέρεη πρόσληψη που να το χαρακτηρίζει. Όταν μια πράξη επικοινωνίας απελευθερώνει φαινόμενα ηθών, η οριστική της επαλήθευση δεν θα προέλθει από το βιβλίο, αλλά από την κοινωνία που το διαβάζει».
Ο Umberto Eco |
Συμπέρασμα: πρόκειται για ένα διακεκριμένο προϊόν υποδειγματικής, εξαντλητικής, μακροχρόνιας μελέτης. Μάλιστα, παραμένει πάντα πρόσφορο για περαιτέρω προσεγγίσεις. Άλλωστε ο ίδιος ο Ουμπέρτο Έκο, στην τελευταία σελίδα της εισαγωγής του, δεν παραλείπει να δηλώσει εμφατικά ότι:
«Η ιστορία του υπερανθρώπου των μαζών δεν πρέπει να θεωρηθεί τελειωμένη. Οι περιπτώσεις στις οποίες ξαναεμφανίζεται είναι αναρίθμητες [...] Κι έπειτα θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε και τους νέους υπερανθρώπους του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, τους ωραίους, τους άσχημους και τους κακούς επιθεωρητές με τα μάγκνουμ, τα ξυρισμένα κεφάλια και τα πράσινα μπερέ. Και (επιτέλους) την εμφάνιση της Überfrau, της Υπεργυναίκας, από τη Γουόντερ Γούμαν των προπολεμικών ήδη κόμικ ως τη Βιονική Γυναίκα, όπως και τους υπερανθρώπους (ή τα υπερ-ρομπότ) της επιστημονικής φαντασίας. Μια άξια στρατιά για την οποία ο Γκράμσι απεφάνθη μια και καλή: "το μυθιστόρημα των επιφυλλίδων υποκαθιστά (και ταυτόχρονα ευνοεί) τις φαντασιώσεις του λαϊκού ανθρώπου, είναι πράγματι ένα όνειρο με ανοιχτά τα μάτια [...] μακρόχρονες φαντασιώσεις πάνω στην ιδέα της εκδίκησης, της τιμωρίας των ενόχων για τις συμφορές που υποφέρουμε". [...] Καθώς όμως το διάβασμα είναι μια δραστηριότητα συμμετοχής, παρατηρήσεις όπως αυτή που παραθέσαμε ισχύουν μόνον ως έναν βαθμό [...] ορισμένες φορές ο υπεράνθρωπος που προσφέρεται για όνειρα με ανοιχτά τα μάτια γίνεται αφορμή για περισσότερο επωφελείς αναγνώσεις, που μπορούν να καταλήξουν σε μια συνειδητοποίηση. Για τον λόγο αυτό, ακόμα και η δική μου ανάγνωση του υπερανθρώπου των μαζών θα πρέπει να εκληφθεί ως μία από τις δυνατές αναγνώσεις».
Συγκρατώ ότι ο αναγνώστης εξοικειώνεται εδώ με όρους, όπως είναι φέρ’ ειπείν η ars combinatoria, δηλαδή η τέχνη του συνδυασμού, και η ars celare artem, δηλαδή η τέχνη να κρύβει το τέχνασμα, ενώ προβάλλεται ιδιαιτέρως η εις βάθος διαλεκτική σύγκριση του Κόμητα Μοντεχρίστο του τεχνίτη Αλεξάνδρου Δουμά με το πανηγυρικά ευπώλητο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, ήτοι Τα μυστήρια των Παρισίων, μείζον λαϊκό έργο του Ευγένιου Σύη, το οποίο συγκέντρωσε τα πυρά της κριτικής των Μαρξ και Ένγκελς στην Αγία Οικογένειά τους, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, αλλά και του Μπελίνσκι. Η μετάφραση μας ελκύει, το τονίζω, από τις πρώτες κιόλας αράδες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, «Εκεί – Μαρτυρίες από το Βιετνάμ, την Ινδονησία, την Ιαπωνία, την Κίνα, το Καμερούν, τη Γερμανία» (εκδ. Κέδρος).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Νομίζω ότι μπορούμε να ισχυριστούμε πως μεγάλο μέρος του αποκαλούμενου νιτσεϊκού “υπερανθρωπισμού” δεν έχει ως πηγή και θεωρητικό πρότυπο τον Ζαρατούστρα, αλλά τον Κόμητα Μοντεχρίστο του Δουμά, σημειώνει ο Γκράμσι. Δεν αντιλαμβάνεται άμεσα ότι, ως πρότυπο, ο Ροδόλφος (του Ευγένιου Σύη) προηγείται του Μοντεχρίστου που ανήκει στο 1844 (όπως και οι Τρεις Σωματοφύλακες, όπου εμφανίζεται ένας άλλος υπεράνθρωπος, ο Άθως, ενώ ο τρίτος υπεράνθρωπος τον οποίο θεωρητικοποιεί ο Γκράμσι, ο Ιωσήφ Μπάλσαμο, εμφανίζεται το ’49), ωστόσο ξέρει (και επανειλημμένα αναλύει) το έργο του Σύη […] Βεβαίως ο Σύη παίζει με τα αρχέτυπα και μάλιστα σαν καλλιεργημένος και ιδιοφυής εφευρέτης, όχι όμως για να καταστήσει το μυθιστόρημα οδοιπορικό της γνώσης δια μέσου του μύθου, όπως, ας πούμε, ο Μαν χρησιμοποιεί σίγουρα "πρότυπα" με εξασφαλισμένη λειτουργία. Το Kitsch είναι ένα όργανο της φαντασίας που προσφέρει λύσεις στην πραγματικότητα σύμφωνα με ένα αρχικό σχέδιο».