Για το βιβλίο του Μαξ Βέμπερ «Η πολιτική ως κάλεσμα και ως επάγγελμα» (μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, εκδ. Δώμα).
Του Μύρωνα Ζαχαράκη
Πρόσφατα κυκλοφόρησε (ξανά) στη γλώσσα μας το βιβλίο Η πολιτική ως επάγγελμα και ως κάλεσμα. Πρόκειται για πανεπιστημιακή διάλεξη του Max Weber που, όπως έχει χαρακτηριστεί, αποτελεί ίσως το σημαντικότερο πολιτικό κείμενο του 20ού αιώνα. Μπορεί η μελέτη αυτού του βιβλίου να δώσει απάντηση στα πιεστικά ερωτήματά μας για το νόημα της πολιτικής σήμερα;
Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό που δίνει στη συνέχεια ο Weber, κράτος είναι η κοινότητα που αξιώνει επιτυχώς για λογαριασμό της το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας εντός ενός ορισμένου εδάφους.
Αρχικά, τι είναι η πολιτική; Σύμφωνα με τον Max Weber, πολιτική είναι ο αγώνας για την απόκτηση ισχύος μέσα σε ένα κράτος ή ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη. Ξέρουμε όμως πραγματικά τι είναι κράτος; Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό που δίνει στη συνέχεια ο Weber, κράτος είναι η κοινότητα που αξιώνει επιτυχώς για λογαριασμό της το μονοπώλιο της νόμιμης φυσικής βίας εντός ενός ορισμένου εδάφους (σ. 13). Για να εγκαθιδρυθεί ένα κράτος, συνεχίζει, πρέπει οι εξουσιαζόμενοι να υπακούν στους ασκούντες την εξουσία (σ. 14). Πώς όμως εκείνοι δέχονται να την υπακούν; Με ποιον τρόπο νομιμοποιείται το κύρος της κρατικής εξουσίας;
Σύμφωνα με τον Γερμανό κοινωνιολόγο, τρεις είναι οι τρόποι που μπορεί μια εξουσία να εξασφαλίσει επιτυχημένα τη νομιμοποίησή της: αρχικά, το έθιμο, που είναι πανάρχαιο και η εγκυρότητά του χάνεται στα βάθη του παρελθόντος (εθιμική εξουσία), έπειτα το προσωπικό χάρισμα ενός ηγέτη (χαρισματική εξουσία), και τέλος, η νομιμότητα (νόμιμη εξουσία), η οποία βασίζεται σε κανόνες του θετικού Δικαίου.
Στον σύγχρονο κόσμο, παρατηρεί ο Weber, παρατηρούνται προσμείξεις και των τριών τύπων (σ. 15), κυρίαρχη όμως είναι η νόμιμη εξουσία. Για να διατηρηθεί όμως μια εξουσία, ανεξαρτήτως της προέλευσής της, απαιτούνται αφενός ορισμένα υλικά αγαθά και αφετέρου ένας διοικητικός μηχανισμός που να τα χρησιμοποιείται προς όφελος εκείνης. Αναλόγως με το αν αυτά τα υλικά μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση της ανήκουν, ένα κρατικό μόρφωμα μπορεί να είναι «νομοκατεστημένο» ή όχι. Συγκεκριμένα, τα μεσαιωνικά κρατικά μορφώματα που στηρίζονταν στη φεουδαρχία ήταν «νομοκατεστημένα», καθώς τα υλικά μέσα (π.χ. χρήματα, πολεμοφόδια, οχήματα, άλογα, κτήρια κ.λπ) ήταν στην κατοχή των διοικητικών αξιωματούχων οι οποίοι έκαναν χρήση τους.
Σύμφωνα με τον Weber, το νεότερο κράτος, όντας εξουσιαστικός μηχανισμός με το μονοπώλιο στη νόμιμη φυσική βία εντός ενός ορισμένου εδάφους, αναδύθηκε όταν κατόρθωσε να απαλλοτριώσει τα εμπράγματα μέσα από τους φορείς τους (φεουδάρχες).
Αντίθετα, οι διοικητικοί υπάλληλοι στο νεότερο κράτος δεν έχουν στην κατοχή τους τα υλικά μέσα τα οποία καθιστούν δυνατή την εργασία τους. Γι’ αυτό το νεότερο κράτος δεν είναι «νομοκατεστημένη» εξουσία. Πού ακριβώς έγκειται λοιπόν η εξουσία του; Σύμφωνα με τον Weber, το νεότερο κράτος, όντας εξουσιαστικός μηχανισμός με το μονοπώλιο στη νόμιμη φυσική βία εντός ενός ορισμένου εδάφους, αναδύθηκε όταν κατόρθωσε να απαλλοτριώσει τα εμπράγματα μέσα από τους φορείς τους (φεουδάρχες). Μάλιστα, κατά τη διάρκεια αυτής της απαλλοτρίωσης, που συνέβη διαδοχικά σε ολόκληρο τον κόσμο, έκαναν την εμφάνισή τους άτομα που ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμα να ταχθούν στην υπηρεσία των ηγεμόνων στη διαμάχη τους με τη (φεουδαρχική) αριστοκρατία: αυτή ήταν η αφετηρία για τη διαμόρφωση του «επαγγελματία πολιτικού».
Όπως θα πει αργότερα (1970) και ο Joseph R. Streyer στη μελέτη του Γιατί γεννήθηκε το κράτος, ο σχηματισμός του νεότερου κράτους υπήρξε μια διαδικασία αργή και σταδιακή, που κράτησε περίπου πέντε αιώνες (1100-1600): ενώ αρχικά λειτουργούσαν απλώς ως βοηθοί του ηγεμόνα στην καταμέτρηση των περιουσιακών του στοιχείων, με την αύξηση της πολυπλοκότητας του κρατικού μηχανισμού, προέκυψε βαθμηδόν αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως εξειδικευμένη δημοσιοϋπαλληλία. Κατά τον 16ο αιώνα, μας λέει ο Weber, τα πεδία ειδίκευσης των υπαλλήλων ήταν: το δημοσιονομικό, το στρατιωτικό και το νομικό (σ. 31). Η φεουδαρχική τάξη διαρκώς παρήκμαζε και το νεότερο απολυταρχικό έθνος-κράτος ήταν ήδη γεγονός. Ήταν η περίοδος του Καρόλου Ε’ και του Machiavelli, η εποχή ανάπτυξης της Διπλωματίας.
Αρχικά, τα ανώτατα διοικητικά όργανα ήταν συλλογικά και συνεδρίαζαν υπό την προεδρία του ηγεμόνα, ο οποίος εξέδιδε αποφάσεις μέσω ορισμένων έμπιστών του (που ονομάζονταν «υπουργοί») στο ανώτατο κρατικό όργανο (που ονομαζόταν «Συμβούλιο της Επικρατείας») (σ. 33). Καθώς αναπτύσσονταν όλο και πιο εξειδικευμένες λειτουργίες, ο ηγεμόνας-μονάρχης ολίσθαινε όλο και περισσότερο σε κατάσταση ντιλεταντισμού. Το συμφέρον του ήταν ξεκάθαρα κατά των Κοινοβουλίων και υπέρ της υπαλληλίας.
Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι επαγγελματίες πολιτικοί και από ποιες κοινωνικές ομάδες προέρχονταν; Καθώς βασική απαίτηση ήταν να γνωρίζουν γράμματα και να είναι μορφωμένοι, δεν είναι περίεργο που οι πρώτοι υπάλληλοι του κράτους ήταν ουμανιστές λόγιοι ή κληρικοί.
Προκειμένου λοιπόν να ελέγξει τα Κοινοβούλια και να κρατήσει την εξουσία του, διόρισε έναν υπεύθυνο που θα εκπροσωπούσε αποτελεσματικά και ενιαία τη μοναρχική εξουσία: αυτός ήταν ο επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου, ή πιο απλά, ο «πρωθυπουργός». Αυτό συνέβη σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου ο μονάρχης διατήρησε την εξουσία του αλλ’ ακόμη και εκεί όπου υποσκελίστηκε από το Κοινοβούλιο (π.χ. Αγγλία), υπήρξε η ανάγκη για έναν ηγέτη που να είναι υπεύθυνος για τις αποφάσεις του κόμματος, το αποτέλεσμα ήταν πάλι το ίδιο, δηλαδή η εμφάνιση ενός πρωθυπουργού. Μάλιστα, όσον αφορά στην Αμερική (και τις χώρες που επηρέασε), ο νικητής των εκλογών αναλάμβανε επικεφαλής του Δημοσίου και χρειαζόταν το Κοινοβούλιο μονάχα για τον προϋπολογισμό και την ψήφιση των νόμων.
Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι επαγγελματίες πολιτικοί και από ποιες κοινωνικές ομάδες προέρχονταν; Καθώς βασική απαίτηση ήταν να γνωρίζουν γράμματα και να είναι μορφωμένοι, δεν είναι περίεργο που οι πρώτοι υπάλληλοι του κράτους ήταν ουμανιστές λόγιοι ή κληρικοί. Έπειτα, ορισμένοι αριστοκράτες (αυλικοί, πατρίκιοι) που ο μονάρχης είχε φροντίσει να αφαιρέσει τα προνόμια.
Τον σημαντικότερο όμως ρόλο για την ανάπτυξη του νεότερου κράτους, επρόκειτο να διαδραματίσουν οι νομικοί, οι οποίοι αξιοποιώντας το ρωμαϊκό Δίκαιο και τους μεσαιωνικούς Πανδέκτες, δημιούργησαν τον νομικό ορθολογισμό. Τι άλλο είναι ο εκπροσώπηση μέσω των κομμάτων παρά εκπροσώπηση συμφερόντων ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες; Δεν είναι τυχαίο επομένως που, μέχρι σήμερα, οι επαγγελματίες πολιτικοί προέρχονται κατά κόρον από τις τάξεις των δικηγόρων.
Ο Μαξ Βέμπερ |
Η ενίσχυση των κομμάτων και η μετατροπή τους σε αυτό που είναι σήμερα, έγινε από τους βουλευτές με σκοπό την κατάρτιση ενιαίων σχεδίων και κοινής δράσης.
Σε αυτό το σημείο όμως προκύπτει ένα νέο ερώτημα: πώς εμφανίστηκαν τα κόμματα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα; O Weber εξηγεί πως τα κόμματα υπήρξαν αρχικά οπαδικές οργανώσεις της αριστοκρατίας, σε μια εποχή όπου ακόμα η πολιτική ήταν ένα πάρεργο και ασκούνταν με ιδιαίτερα χαλαρό τρόπο και περιστασιακά. Αργότερα, με την άνοδο της αστικής τάξης στο προσκήνιο, προέκυψαν τα λεγόμενα «προυχοντικά κόμματα», τα οποία αντιπροσώπευαν τα συμφέροντα των διανοουμένων και των ιδιοκτητών και δεν ήταν παρά τοπικές και ευκαιριακές ενώσεις αστών, χωρίς μόνιμες οργανώσεις ανά τις επαρχίες. Η ενίσχυση των κομμάτων και η μετατροπή τους σε αυτό που είναι σήμερα, έγινε από τους βουλευτές με σκοπό την κατάρτιση ενιαίων σχεδίων και κοινής δράσης. Ωστόσο, με την εδραίωση της καθολικής ψηφοφορίας και τον εκδημοκρατισμό, πήραν τα νήματα στα χέρια τους οι επαγγελματίες πολιτικοί των κομμάτων (είτε ως επιχειρηματίες είτε ως μισθωτοί υπάλληλοι), κερδίζοντας διαρκώς έδαφος υπέρ των Κοινοβουλίων. Έτσι, τελικά οι ηγεμόνες εκτοπίστηκαν από τους ανθρώπους που έκαναν την πολιτική επάγγελμά τους.
Πώς γίνεται όμως η πολιτική επάγγελμα; Όταν μιλάμε για την πολιτική ως επάγγελμα, διευκρινίζει ο Weber, ενδέχεται να έχουμε στο μυαλό μας δύο διαφορετικά πράγματα: είτε την προσωπική αφιέρωση σε έναν σκοπό (να ζει κανείς «για την πολιτική») είτε την πηγή ενός εισοδήματος (δηλαδή το να ζει κανείς «από την πολιτική»).
Όταν μιλάμε για την πολιτική ως επάγγελμα, διευκρινίζει ο Weber, ενδέχεται να έχουμε στο μυαλό μας δύο διαφορετικά πράγματα: είτε την προσωπική αφιέρωση σε έναν σκοπό (να ζει κανείς «για την πολιτική») είτε την πηγή ενός εισοδήματος (δηλαδή το να ζει κανείς «από την πολιτική»).
Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύο έννοιες κατά κανόνα συνυπάρχουν, υπό την έννοια ότι προκειμένου να αφιερωθεί κανείς στην πολιτική, πρέπει να διαθέτει ένα εγγυημένο εισόδημα από αυτή. Μια ακόμη προϋπόθεση είναι να έχει διαθέσιμο χρόνο: από αυτή την άποψη, ένας γιατρός δεν είναι τόσο κατάλληλος για την πολιτική, όσο ένας δικηγόρος. Εναλλακτικά, ο πολιτικός μπορεί να διαθέτει εξασφαλισμένο πλούτο, οπότε δεν έχει ανάγκη ούτε να εργάζεται ούτε να εισπράττει εισόδημα και μπορεί να αφοσιωθεί στο έργο του.
Στο παρελθόν, οι ηγεμόνες προσέφεραν στους υπαλλήλους τους φέουδα ή προσόδους ως αμοιβή για το έργο τους. Με την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, δηλαδή της αύξησης των αναγκών για δημοσίους λειτουργούς, αυξήθηκε και η ζήτηση για κρατικά αξιώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το «σύστημα λαφύρων» (“spoils system”), που εδραιώθηκε από τον πρόεδρο των Η.Π.Α., Andrew Jackson και σύμφωνα με το οποίο όλα τα κρατικά αξιώματα διανέμονται στους οπαδούς του νικηφόρου υποψηφίου.
Σήμερα, οι ηγέτες προσφέρουν στους συνεργάτες τους θέσεις σε κόμματα, σε εφημερίδες, σε συνδικάτα δήμους και κρατικές υπηρεσίες. Μέσα στο κόμμα, ο κομματάρχης έχει ως καθήκον να μην αναζητά τίποτε άλλο από την αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων. Με αυτόν τον τρόπο, τα κόμματα μεταβλήθηκαν από επαρχιακά καταστήματα προυχόντων σε επιχειρήσεις και όργανα εξασφαλισμένης απασχόλησης, όπου βασικό ρόλο έχει η δύναμη του δημαγωγικού λόγου προς άγραν ψήφων. Όπως γράφει ο Weber:
«Σήμερα συχνά επιστρατεύεται ένα λόγος καθαρά συναισθηματικός, σαν του Στρατού της Σωτηρίας, για να τεθούν οι μάζες σε κίνηση. Την υφιστάμενη κατάσταση δικαιούται κανείς βέβαια να την αποκαλέσει ‘δικτατορία ερειδόμενη στην εκμετάλλευση του συναισθηματισμού των μαζών”» (σ. 64).
Καθώς προχωράει το βιβλίο, ανακύπτουν τα ζητήματα της πολιτικής με το ευρύτερο ενδιαφέρον. «Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει ένας πολιτικός»; αναρωτιέται ο Weber. Η απάντηση που δίνει, κοφτή και περιεκτική, είναι ότι ένας πολιτικός οφείλει να διαθέτει τρία κυρίως πράγματα: πάθος, αίσθημα ευθύνης και μέτρο. Αυτό σημαίνει πως οφείλει να επιδίδεται με πάθος στην υπηρεσία ενός συγκεκριμένου σκοπού, τηρώντας συνάμα τη δέουσα απόσταση από πρόσωπα και πράγματα. Ο Weber εξηγεί πως η πολιτική γίνεται με την καρδιά, αλλά και με το κεφάλι.
Φυσικά, πρόκειται για αρχές αλληλοαντικρουόμενες. Πώς γίνεται να διαθέτει κανείς αρκετό πάθος ώστε να αφιερωθεί στην επίτευξη του σκοπού του και συγχρόνως να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του; Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η υποκειμενικότητα και η ανευθυνότητα αποτελούν τα συνηθέστερα «θανάσιμα αμαρτήματα» ενός πολιτικού (σ. 80).
Καθώς ολοκληρώνεται το βιβλίο, προβάλλει μπροστά μας το μεγαλύτερο και σοβαρότερο ερώτημα: υπάρχει ηθική στην πολιτική;
Καθώς ολοκληρώνεται το βιβλίο, προβάλλει μπροστά μας το μεγαλύτερο και σοβαρότερο ερώτημα: υπάρχει ηθική στην πολιτική; Ο Weber, συνεχίζοντας την παράδοση του Θουκυδίδη και του Machiavelli, δείχνει εδώ πως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από ό,τι συχνά πιστεύεται.
Φυσικά, ένας πολιτικός (αν δεν είναι απλώς απατεώνας) έχει πάντα κάποιους σκοπούς να υπηρετήσει. Κατά πόσο συμβιβάζεται όμως μια απόλυτη ηθική του δέοντος με το πολιτικό παιχνίδι; Σύμφωνα με τον Weber, αν κανείς υιοθετήσει μια ηθική των απόλυτων σκοπών, τότε θα αναγκαστεί να απορρίψει τα σημαντικότερα πολιτικά μέσα: την απεργία, την ψευδολογία και σε τελική ανάλυση, τον πόλεμο.
Ακόμη και οι θρησκείες πάλεψαν με το συγκεκριμένο πρόβλημα, αιώνες τώρα (πρόβλημα θεοδικίας). Πώς γίνεται το καλό να μπορεί να παράγει κακό και το κακό να προκαλεί εξίσου συχνά καλό; Ανεξαρτήτως της αιτίας, η πραγματικότητα φροντίζει να μας υπενθυμίζει συχνά πως μέσα όπως ο πόλεμος, η απεργία και το ψεύδος μπορούν να προκαλέσουν στους ανθρώπους σημαντικά οφέλη. Αν λοιπόν ο πολιτικός αρνηθεί να το κάνει, για να μη «λερώσει τα χέρια του», τότε θα είναι υπόλογος στην ιστορία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι, όπως ήδη ειπώθηκε, η πολιτική συνιστά διαχείριση της βίας και αγώνα για κατάκτηση της εξουσίας.
Το συμπέρασμα του Weber είναι το ακόλουθο: τόσο η υποταγή της πολιτικής σε ηθικές αξιώσεις όσο και ο πολιτικός αμοραλισμός είναι εξίσου άστοχες επιλογές. Η πολιτική γίνεται από την καρδιά (φλογερή επιδίωξη σκοπών) αλλά με το κεφάλι (ψυχρός υπολογισμός των μέσων).
Η πολιτική δεν είναι δεοντοκρατική αλλά συνεπειοκρατική: ο πολιτικός δεν είναι υπεύθυνος μονάχα για τις προθέσεις του αλλά και για τα αποτελέσματα των πράξεων ή των παραλείψεών του. Το συμπέρασμα του Weber είναι το ακόλουθο: τόσο η υποταγή της πολιτικής σε ηθικές αξιώσεις όσο και ο πολιτικός αμοραλισμός είναι εξίσου άστοχες επιλογές. Η πολιτική γίνεται από την καρδιά (φλογερή επιδίωξη σκοπών) αλλά με το κεφάλι (ψυχρός υπολογισμός των μέσων). Όπως καταλήγει ο Weber:
«Πολιτική σημαίνει να τρυπάς σκληρά σανίδια, αργά και σθεναρά, με πάθος και με μέτρο ταυτόχρονα. Ισχύει άλλωστε απόλυτα, κι όλη η ιστορική πείρα το βεβαιώνει, ότι δεν θα κατόρθωνε κανείς το εφικτό εάν δεν κυνηγούσε πάλι και πάλι μέσα σε τούτο τον κόσμο το ανέφικτο. Εκείνος όμως που το κάνει αυτό, πρέπει να είναι ηγέτης. Και όχι μόνον: πρέπει επιπλέον να είναι –με τη λιτότερη έννοια του όρου– και ήρωας» (σ 103).
Όταν έδωσε ο Weber αυτή τη διάλεξη στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, (28.1.19), μας ενημερώνει στο εκδοτικό σημείωμα ο μεταφραστής Κώστας Κουτσουρέλης, είχε μόλις τελειώσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Κάιζερ είχε παραιτηθεί, η Ρωσική Επανάσταση στη Ρωσία είχε επικρατήσει. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά και ενόψει των εθνικών εκλογών στη χώρα μας, ο λόγος του Weber διατηρεί αμείωτη την επικαιρότητά του.
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Φιλοσοφίας.
Η πολιτική ως κάλεσμα και ως επάγγελμα
Μαξ Βέμπερ
Μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης
Δώμα 2019
Σελ. 112, τιμή εκδότη €12,00