Για το βιβλίο της Εμμανουέλας Κατρινάκη «Το στοίχημα της Σταχτοπούτας – Μελέτη για τον κανιβαλισμό στα ελληνικά παραμύθια» (εκδ. Εύμαρος).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Γιατί οι αδελφές της Σταχτοπούτας τρώνε τη μητέρα τους;» αναρωτιέται η Εμμανουέλα Κατρινάκη στο βιβλίο της, γιατί στην ελληνική Σταχτοπούτα –το αθοκάτσουλο, τη Σταχτομπούτα, τη Σταχταδράχτω, τη Σταχτοποδοκυλισμένη, κλπ.– οι μεγάλες αδερφές της τρώνε πράγματι τη μάνα τους όταν χάνει σ’ ένα στοίχημα που το βάζουν και οι τέσσερις: «Εκιά που εκλώθανε, μια μέρα εβάλανε ένα στοίχημα. Όποιας θε να πέσει το σφεντίλι, θε να τήνε σφάξουνε να τη φάνε».
Γιατί σε κάποιες παραλλαγές τη μεταμορφώνουν πρώτα σε γελάδα; Τι σημαίνει να γεννιέται ένα παιδί κομμένο στη μέση και μια δράκισσα να το κλείνει στο σακούλι της για να το φάει; Πώς είναι δυνατόν ένας πατέρας να λέει «ας φάμε τα παιδιά μας;» Πώς ένας κανίβαλος σύζυγος μετατρέπεται στον ωραιότερο νέο του κόσμου;
«Στα παραμύθια συμβαίνουν συνέχεια ανεξήγητα πράγματα» γράφει η Εμμανουέλα Κατρινάκη. «Πράγματα που, αν το καλοσκεφτείς λογικά, μπορεί να μην αιτιολογούνται με κανέναν τρόπο, συνδυάζονται με αινιγματικές πράξεις των προσώπων που πρωταγωνιστούν σε αυτά».
«Στα παραμύθια συμβαίνουν συνέχεια ανεξήγητα πράγματα» γράφει η Εμμανουέλα Κατρινάκη. «Πράγματα που, αν το καλοσκεφτείς λογικά, μπορεί να μην αιτιολογούνται με κανέναν τρόπο, συνδυάζονται με αινιγματικές πράξεις των προσώπων που πρωταγωνιστούν σε αυτά. Ονειρικές, φανταστικές εικόνες συμπληρώνουν τον καμβά […]».
Με την εξήγηση τούτων των «ανεξήγητων» πραγμάτων καταγίνεται η συγγραφέας στη Σταχτοπούτα, ακολουθώντας τη φροϋδική ερμηνευτική σχολή στην παράδοση του Μπρούνο Μπετελχάιμ στη Γοητεία των παραμυθιών (The Uses of Enchantment: The Meaning and Importance of Fairy Tales) – μια σχολή πρόσφορη για σύγχρονες επαναναγνώσεις των παραμυθιών σαν αυτές της Άντζελα Κάρτερ στη Ματωμένη κάμαρα.
Έξι παραμύθια με το (ή και με το) θέμα του κανιβαλισμού ερμηνεύονται στη Σταχτοπούτα, αφού πρώτα δίνονται σε μία ή περισσότερες παραλλαγές τους: το ομώνυμο· η Στρίγκλα, με ένα ανθρωποφάγο κορίτσι τέρας που μεγαλώνοντας καταβροχθίζει ζώα κι ανθρώπους· ο Γιάννος και η Μαριώ, ή ο Αστερνός και η Πούλια, όπου η μάνα δίνει στην αρχή του παραμυθιού στον άντρα της να φάει από το στήθος της, ή από το χέρι της ή απ’ τον μηρό της, γιατί δεν έχει τι άλλο να του δώσει, κι έπειτα ορέγονται οι γονείς το ανθρώπινο κρέας και θέλουν να φάνε τα παιδιά τους· ο Μισοκωλάκης, ένα παιδάκι που μια μάγισσα ή δράκισσα το αρπάζει για να το πάρει σπίτι της και να το φάει· ο Δεκατρής ή Τυρίμος, παραλλαγές του Κοντορεβιθούλη· και η Κοπέλα που νίκησε τον Αράπη, όπου η ανθρωποφαγία είναι δοκιμασία συζυγικής πίστης.
Σε όλα, η Εμμανουέλα Κατρινάκη χρησιμοποιεί στις γοητευτικές της ερμηνείες φροϋδικά μοτίβα: επιθυμία επιστροφής στη μήτρα (που δίνεται συμβολικά ως πηγάδι, χύτρα, κλπ.), τρία στάδια της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό – και «μικρό» μπορεί να σημαίνει παιδί, μα μπορεί να σημαίνει και φαλλός), η παιδική «θεωρία» της γέννησης των μωρών από τον πρωκτό, η χωλότητα ως φόβος του ευνουχισμού· τα επανερχόμενα μοτίβα της λαιμαργίας, της επιθυμίας, του υπερταΐσματος, της κανιβαλικής απειλής («το αίσθημα της έλλειψης, της ματαίωσης της επιθυμίας, όταν το μωρό πεινά αλλά η ανάγκη του δεν ικανοποιείται, οδηγεί σε φαντασιώσεις καταβρόχθισης»).
«Το παραμύθι είναι πάντοτε άπιαστο». Είναι μια από τις βαθιές φωνές των πολλών ανθρώπων που μιλούν σαν ένας. Έρχεται από μακριά κι είναι τόσο παλιό, που είναι περίεργα «σύγχρονο». Είναι κάπως σαν μίτος της Αριάδνης που δεν έχει μία άκρη αλλά πολλές.
Πολύ σωστά, λέει κάπου η Εμμανουέλα Κατρινάκη: «Η προφορικότητα είναι πάντοτε άπιαστη». Θα το παραλλάξω: «Το παραμύθι είναι πάντοτε άπιαστο». Είναι μια από τις βαθιές φωνές των πολλών ανθρώπων που μιλούν σαν ένας. Έρχεται από μακριά κι είναι τόσο παλιό, που είναι περίεργα «σύγχρονο». Είναι κάπως σαν μίτος της Αριάδνης που δεν έχει μία άκρη αλλά πολλές. Όπως έκανε ο Βάλτερ Μπούρκερτ στο Homonecans, επιστρατεύοντας ώς και τη βιολογία και την κοινωνιοβιολογία ακόμα, για να μιλήσει για τις θυσιαστήριες τελετουργίες και τους μύθους στην Αρχαία Ελλάδα, έτσι μπορεί αυτός που μιλά για το παραμύθι να επιστρατεύσει όχι μονάχα πολλές επιστήμες, μα και πολλές σχολές. Οι φροϋδικές ερμηνείες είναι ένα σύστημα κλειστό, περιεκτικό, πειστικό και εύχρηστο χάρη στην ιδιοφυή απλότητά του, αναγωγικό άρα ικανό να εξηγήσει τα «ανεξήγητα πράγματα» των παραμυθιών, και βαθύτατα γοητευτικό αναμφίβολα, αλλά και απόλυτα υλιστικό επίσης. Το ίδιο το παραμύθι μπορεί να μην έχει κάποια ιερότητα, μα υπάρχει σ’ αυτό ένας απόηχος του ιερού· στην παραμυθιακή ανθρωποφαγία υπάρχει ο απόηχος της θυσιαστήριας τελετουργίας.
Στον αντίποδα των φροϋδικών ερμηνειών, αυτές του Γιουνγκ προϋποθέτουν τη μεταφυσική ως στοιχείο εγγενές του τρόπου που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο· στον πυρήνα τους ενυπάρχει το ιερό. Είναι μια άλλη άκρη απ’ αυτήν –την υλική– που τόσο όμορφα πιάνει η Εμμανουέλα Κατρινάκη για να ξετυλίξει τον γριφώδη μίτο των παραμυθιών.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, οι νουβέλες «Τσότσηγια & Ω'μ» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της © Rosso Art.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Ύστερα του είπεν η γυναίκα «Τούτο και τούτο έπαθα. Είχα το περιστέρι κρεμασμένο στο καρφί και πήγα να το φέρω και γύρισα και δεν το ήβρα. Το είχε πάρει η γάτα. Τι να κάμω κι εγώ, έκοψα το βυζί μου και το μαγείρεψα, κι αν δεν το πιστεύεις, να το». Και του το δείχνει.
«Τι νόστιμο κριάς είναι τ’ ανθρώπινο, γυναίκα!» είπε. «Ξέρεις τι να κάνουμε; Να σφάξουμε τα παιδιά μας, να τα φάμε. Αύριο το πουρνό να πάμε στην εκκλησιά, και να φύγεις γληγορώτερα και να ’ρθεις να τα σφάξεις και να τα μαγειρέψεις, να έρθω και γω να φάμε».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑΣ ΚΑΤΡΙΝΑΚΗ