Μερικές σκέψεις μπροστά στον «Καθρέφτη του Δαρβίνου», το βιβλίο του Σπύρου Σφενδουράκη, το οποίο κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Κεντρική εικόνα © Godpuppett.
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
Η δαρβινική θεωρία εξηγεί την ύπαρξή μας κι αυτήν όλων των άλλων πλασμάτων στη Γη, και θα μπορούσε, έτσι, να μας κάνει ταπεινούς, θα μπορούσαμε γνωρίζοντάς την να νιώθουμε περισσότερη έγνοια για τη ζωή, αυτό το τόσο ευαίσθητο «θαύμα» που απ’ όσο μέχρι τώρα ξέρουμε συντελέστηκε στον πλανήτη μας και πουθενά αλλού· και σε καμία περίπτωση η γνώση δεν μειώνει το δέος μας απέναντι στην άπειρη πολυπλοκότητα της ζωής, αλλά απεναντίας το βαθαίνει, όσο μαθαίνουμε περισσότερα και τούτη η πιο θαυμαστή απ’ όλες τις ιστορίες που έχει να μας αφηγηθεί ο κόσμος μας ξετυλίγεται πιο καθαρή μπροστά στα μάτια μας. Αίφνης, ως κι ένα βακτήριο δείχνει πολύτιμο (κι ας είναι ομολογουμένως ενοχλητικό, πολλές φορές, ή ακόμα και ολέθριο). Είναι ο τοσοσδά πιο, πιο μακρινός μας ξάδερφος στο δέντρο της ζωής. Από την προνομιακή μας θέση του τσιφλικά σ’ έναν πλανήτη που τον έχουμε μετατρέψει όλον σε τσιφλίκι μας, χάρη στη γνώση της εξέλιξης, δηλαδή στη γνώση της πιο κοντινής ή πιο μακρινής συγγένειάς μας μ’ ό,τι κατοικεί τη Γη, αποχτούμε μιαν αληθινή θέση στην ευωχία της ζωής – και νιώθουμε τις ωδίνες του τόσο δύσκολου τοκετού της.
Στο βιβλίο του Στον καθρέφτη του Δαρβίνου, ο Σπύρος Σφενδουράκης, καθηγητής οικολογίας και βιοποικιλότητας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, αναπτύσσει με τρόπο προσιτό και εύληπτο, σαφώς με γνώση του αντικειμένου, το πλήθος των ενδείξεων που συνηγορούν υπέρ της εγκυρότητας της δαρβινικής θεωρίας, επιχειρηματολογεί ενάντια στο δημιουργισμό και τον «ευφυή σχεδιασμό», ξεκαθαρίζει συνήθεις πλάνες σχετικά με την τελεολογία της εξέλιξης, τη δράση της φυσικής επιλογής, τους λόγους που υπάρχουν και θα υπάρχουν «ελλείποντες κρίκοι», κ.λπ.
Ένα βιβλίο που θα άξιζε να διαβαστεί απ’ οποιονδήποτε, είτε η στάση του είναι σύμφωνη είτε είναι αντιρρητική, κατά περίπτωση, απέναντί του. Έτσι κι αλλιώς, είναι σύνηθες οι αντιρρήσεις να απορρέουν από την άγνοια κι όχι απ’ τη γνώση.
Προφανώς, ο Καθρέφτης του Δαρβίνου πρωτίστως δεν απευθύνεται σ’ όσους ενστερνίζονται τη δαρβινική θεωρία (αν και με την οργάνωσή του το βιβλίο είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να βάλουν τα επιχειρήματά τους σε μια σειρά), μα κυρίως απευθύνεται σ’ εκείνους που τη βλέπουν με σκεπτικισμό, ως μια ακόμα «θεωρία» (μια λέξη που στην επιστήμη έχει έννοια ολωσδιόλου διαφορετική απ’ αυτή στην κοινή της χρήση). Από τούτη λοιπόν την άποψη, είναι ένα βιβλίο που θα άξιζε να διαβαστεί απ’ οποιονδήποτε, είτε η στάση του είναι σύμφωνη είτε είναι αντιρρητική, κατά περίπτωση, απέναντί του. Έτσι κι αλλιώς, είναι σύνηθες οι αντιρρήσεις να απορρέουν από την άγνοια κι όχι απ’ τη γνώση.
Είναι σύνηθες, μα όχι και κανόνας απαράβατος. Έτσι, σ’ ό,τι είπα ως τώρα, θα προβάλω έναν αντίλογο. Κι αν η δαρβινική θεωρία εξηγεί την ύπαρξη του ανθρώπου, δεν δίνει εντούτοις καμία απάντηση στις αγωνίες που γεννά τούτη η ύπαρξη· ο «καθρέφτης του Δαρβίνου», όταν τον ρωτούμε «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, πες μου ποιος είμαι», μας δίνει όλο και πιο ξεκάθαρες απαντήσεις, όσο εκλεπτύνει η επιστήμη της βιολογίας τα εργαλεία της, μα δεν μπορεί τελικά να λύσει το ίδιο το αίνιγμα της ύπαρξης που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σαν να ’ναι ένας άλλος, τον βιώνει ως αφήγημα, ως μια «ιστορία του εαυτού», και κυρίως γνωρίζει το τέλος της, με τούτη τη γνώση να ορθώνεται πάντα μπρος της ως το μέγα μυστήριο. Μπορεί ίσως να εξηγήσει γιατί συμβαίνει αυτό, μα όχι και να δώσει λύσεις αφού πλέον συμβαίνει. Οι δάφνες που διεκδικεί ένα πεδίο γνώσης δεν μπορεί ταυτόχρονα να ’ναι επιστημονικές και υπαρξιακές· υπάρχει μεταξύ τους μια αλληλοαναίρεση. Απάντηση ή παραμυθία, ανάλογα, στο βασανιστικό ερώτημα «ποιος είμαι», παλεύουν να δώσουν η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ποίηση. Αν η απάντηση της εξελικτικής βιολογίας είναι: «Είσαι μια απείρως σύνθετη βιολογική μηχανή», τούτο δεν είναι απάντηση, ή τέλος πάντων είναι άλλης τάξης απάντηση απ’ αυτό καθαυτό το ερώτημα. Η απάντηση στο ερώτημα μπορεί τελικά να ’ναι μόνο προσωπική, και προσωπικές απαντήσεις δεν δίνει ούτε η βιολογία ούτε καμία επιστήμη.
Έτσι, βρίσκω κάπως «σόλοικες» τις διατυπώσεις όπως αυτή: «Αυτός είναι και ο λόγος που πάρα πολλά από τα χαρακτηριστικά του είδους μας, τόσο στο σώμα όσο και στη συμπεριφορά, δεν ταιριάζουν πολύ καλά με τις σημερινές συνθήκες διαβίωσής μας και δημιουργούν πλείστα προβλήματα. Πολλά απ’ αυτά προσέφεραν πλεονεκτήματα στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες προγόνους μας, αλλά σήμερα είναι αντιπροσαρμοστικά. Τα παραδείγματα είναι άφθονα: από την έλξη μας προς το αλάτι και τη ζάχαρη μέχρι τη θρησκευτικότητα […]» (σ. 77), που τσουβαλιάζουν «ζάχαρη» και «θρησκευτικότητα» στο ίδιο σακί – και οι κοινωνιοβιολογικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου σηκώνουν πολλή κουβέντα.
Οι δάφνες που διεκδικεί ένα πεδίο γνώσης δεν μπορεί ταυτόχρονα να ’ναι επιστημονικές και υπαρξιακές· υπάρχει μεταξύ τους μια αλληλοαναίρεση.
Είναι πιστεύω καιρός οι «αντίπαλοι» (και σ’ αυτήν την αντιπαλότητα ο θρησκευτικός φανατισμός έχει παίξει σίγουρα πολύ μεγάλο ρόλο), κι ας μη συμφωνούν, να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι. Τελικά, έχουν να χωρίσουν πολύ λιγότερα πράγματα απ’ αυτό το μεγαλύτερο που το μοιράζονται όλοι: την ίδια τη ζωή.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η επιστολική νουβέλα, την οποία συνέγραψε με την Ελένη Κοφτερού, «Άρης» (εκδ. Κίχλη).