Για το μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα «Το δέντρο της υπακοής» (εκδ. Πόλις).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Εκατό (δύο) χρόνια μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και τριάντα μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού ονείρου, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί στην ΕΣΣΔ· δύο χιλιάδες δεκαεννέα χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού κι εκατό τριάντα εφτά χρόνια μετά τον «θάνατο του Θεού» διά στόματος Φρίντριχ Νίτσε. Στην εποχή της μετανεωτερικότητας τέτοιες μεγάλες αφηγήσεις, όπως είναι ο υπαρκτός Σοσιαλισμός και ο Χριστιανισμός, αμφισβητούνται, κι οι άνθρωποι νιώθουν το κενό από την καταβαράθρωσή τους, αισθάνονται την απογοήτευση από την απώλειά τους και συνάμα ένα είδος παραίτησης από την προσπάθεια να ξαναστήσουν ένα –προσωπικό ή συλλογικό– μεσσιανικό όραμα.
Στα ερείπια λοιπόν τέτοιων αυτοκρατοριών και στο λυκόφως ιδεολογιών και θρησκειών, πώς μπορούμε να συλλάβουμε τον κατακερματισμένο κόσμο μας, σαν βάζο που χρειάζεται συγκόλληση ή σαν διαλυμένο παζλ που δεν μπορεί να ολοκληρωθεί;
Ο αναγνώστης εισπράττει την αίσθηση της ματαιότητας, της απογοήτευσης και της ανεπάρκειας σε ένα τοπίο που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με τις περιγραφές που σχεδόν ιμπρεσιονιστικά διαφεύγουν, όσο και με τις ασύμπτωτες ιστορίες οι οποίες διαπλέκονται μεταξύ τους χωρίς ουσιαστικά να συναντιούνται.
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα προτείνει τη δεύτερη εκδοχή, καθώς επιλέγει τη μορφή ενός κύβου του Ρούμπικ, που καλεί τον αναγνώστη να τον λύσει: πρόκειται για ένα πολύεδρο κείμενο τόσο στα συναισθήματα που αναδίδει όσο και στη μορφή της σπονδυλωτής αφήγησης που επιλέγει. Ο αναγνώστης εισπράττει την αίσθηση της ματαιότητας, της απογοήτευσης και της ανεπάρκειας σε ένα τοπίο που δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με τις περιγραφές που σχεδόν ιμπρεσιονιστικά διαφεύγουν, όσο και με τις ασύμπτωτες ιστορίες οι οποίες διαπλέκονται μεταξύ τους χωρίς ουσιαστικά να συναντιούνται.
Έξι άσχετες ιστορίες, που εναλλάσσονται και διαπλέκονται πάνω σε έναν αφανή παρονομαστή. Ο πατέρας απάγει το μωρό του ζεύγους και φεύγει από την Ιρλανδία για το Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα της Ισπανίας, η Παναγία εμφανίζεται σε τρία παιδιά στην Πορτογαλία και τους εκμυστηρεύεται τρεις προφητείες, η μεγάλη σοβιετική ηθοποιός Λιουμπόβ Ορλόβα παραλληλίζεται με το ομώνυμό της κρουαζιερόπλοιο που κατασκευάστηκε έναν χρόνο μετά τον θάνατό της (1975), οι Μπολσεβίκοι διώκουν τους Παλαιόπιστους, όπως την οικογένεια Λυκόβ, η οποία καταφεύγει στη δασώδη τάιγκα να ζει πρωτόγονα, o Έι. Τζ. Σμιθ ξεκινά την αναζήτηση της Κιβωτού στο Αραράτ, η πορεία των μετασοβιετικών δημοκρατιών δείχνει τα κοινωνικά και ψυχικά ερείπια, που άφησε η ΕΣΣΔ, τις ανεπάρκειες του συστήματος, τα λάθη σε μεγάλα σχέδια όπως στη λίμνη Αράλη κ.ά.
Όλες οι ιστορίες έχουν τη δική τους αυτονομία, αλλά το σύνολο ολοκληρώνει μια μετα-ιδεολογική θέση της συγγραφέως, η οποία ανασυντίθεται μόνο αν ο αναγνώστης καταφέρει να ευθύνει σωστά τα τετραγωνάκια του κύβου, με τα ποικίλα χρώματα, τους αφηγητές και τις οπτικές γωνίες, τα ιδεολογήματα και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Μόνο δηλαδή αν μέσα στα πολλά ρεαλιστικά στοιχεία και στις σκέψεις των προσώπων καταφέρουμε να βρούμε τα νήματα που θα συνδέσουν το ετερόκλητο αυτό σύνολο σε ένα αφαιρετικό υφαντό, μόνο τότε θα αποκαλυφθεί μπροστά μας η συνολική εικόνα.
Δύο είναι οι βασικοί άξονες που αποκαλύπτονται αν συνομαδωθούν οι ποικίλες πλευρές αυτού του σπονδυλωτού μυθιστορήματος.
Από τη μία, η Οκτωβριανή Επανάσταση κι ο νέος κόσμος που δημιούργησε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, από το 1917 έως το 1989, διαμόρφωσε μια πραγματικότητα ελπίδων αλλά και απογοητεύσεων. Η ματιά του βιβλίου, παρόλο που διαδραματίζεται ως επί το πλείστον μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, είναι μετασοβιετική, καθώς αναδεικνύει τη φυλάκιση του πρώτου συζύγου της Λιουμπόβ Ορλόβα Αντρέι Μπερεζίν το 1930, ενώ εκείνη αποτελούσε το πουλέν του καθεστώτος, την αυτοεξορία όσων έβρισκαν τους Κόκκινους φοβερούς διώκτες και αντίχριστους, την καταστροφή της λίμνης Αράλης και τα χημικά και βακτηριολογικά όπλα που ετοίμαζαν τα σοβιετικά εργαστήρια έρευνας στη νήσο Βοζροντένιε. Πολύ εύστοχα η ΕΣΣΔ παραλληλίζεται με το κρουαζιερόπλοιο «Λιουμπόβ Ορλόβα», που γνώρισε μεγάλες δόξες αλλά τελικά έμεινε εγκαταλελειμμένο και αζήτητο.
Πολλές ιστορίες μοιράζονται σε διαφορετικούς αφηγητές, γίνονται ορατές υπό ποικίλες οπτικές γωνίες, σπείρουν τα χωράφια τους με διαφορετικά φυτά, που ανθίζουν ανεπαίσθητα, όταν έχουμε φύγει από αυτά.
Από την άλλη, ο Χριστιανισμός ήρθε κι έκανε τη δική του επανάσταση, αλλά συνάμα δημιούργησε και το μεσσιανιστικό όραμα της τυφλής κι ενίοτε αφελούς πίστης. Όλα, ακόμα και η οικογενειακή ευτυχία, θυσιάζονται στο Απόλυτο, ενώ το όραμα, η ανάταση, η αποστολή, η αυτοθυσία, ίσως κι η φαντασιοπληξία, γίνονται οδηγός ζωής ακόμα και για τα παιδιά, η Κιβωτός γίνεται εμμονή που φτάνει και σε αντεπιστημονικές παραδοχές, η πίστη οδηγεί ακόμα κι έξω από τον πολιτισμό…
Κάθε αφήγηση δεν είναι προσανατολισμένη μονότροπα σε έναν από τους δύο άξονες, αφού μερικές περιλαμβάνουν δείγματα και των δύο. Πολλές ιστορίες μοιράζονται σε διαφορετικούς αφηγητές, γίνονται ορατές υπό ποικίλες οπτικές γωνίες, σπείρουν τα χωράφια τους με διαφορετικά φυτά, που ανθίζουν ανεπαίσθητα, όταν έχουμε φύγει από αυτά.
Η συγγραφέας εγκαταλείπει το τοπικό και το διαλεκτικό (των προηγούμενων έργων της) κι ανοίγεται στο παγκόσμιο, όπως αυτό αιμορραγεί μετά τα διαδοχικά δυστυχήματα που το σημάδεψαν. Έτσι, οι χαρακτήρες της –όπως και τα επεισόδια της δράσης– είναι ακρωτηριασμένοι, αμήχανοι, βλέπουν τα τοπία να περνούν χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, είτε βρίσκονται σε βάρκα στο ποτάμι είτε σε κρουαζιερόπλοιο στο πέλαγος. Η Ιστορία εν συνόλω –και πιο συγκεκριμένα το γκρέμισμα των μεγάλων αφηγήσεων– αφήνει πίσω της σοκαρισμένους τύπους, που δεν μπορούν ούτε να αντιδράσουν αξιοπρεπώς.
Πολλά από τα ελληνικά μυθιστορήματα τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας μια ανερχόμενη τάση στην Ευρώπη και την Αμερική, είναι σπονδυλωτά, αποσπασματικά, πολυεπίπεδα και παλίμψηστα. Πρόκειται για μεγάλες συνθέσεις, όπως αυτή της Βασιλικής Πέτσα, με πολλά πρόσωπα και σκηνικά, που πηγαινοέρχονται στον χρόνο και στον χώρο, κινούνται φυγόκεντρα στο παγκόσμιο και παγκοσμιοποιημένο χωριό, δένουν χαλαρά ιδεολογικά μοτίβα, θρησκευτικά σύμβολα, ιστορικά –της μεγάλης και της μικρής Ιστορίας– δεδομένα, διεθνείς κοινούς τόπους, αφήνουν νήματα χωρίς τέλος, συν-υφαίνουν κλωστές από πολλές επιστήμες και κόσμους σε ένα χωνευτήρι, συνδυάζουν το παρόν και το παρελθόν, την επικαιρότητα και την Ιστορία, ξαναδιαβάζουν τη ζωή κι επιχειρούν να την ξαναδούν με βάση τις πολλές μικροϊστορίες που συγκλίνουν ή αποκλίνουν απείθαρχα.
Το πρώτο θέμα που εγείρεται είναι τα όρια της λογοτεχνίας που ανοίγουν απεριόριστα και φυγόκεντρα κι οι επακόλουθες δυνατότητες του αναγνώστη να παρακολουθεί και να συνδέει ετερόκλητα στοιχεία.
Το πρώτο θέμα που εγείρεται είναι τα όρια της λογοτεχνίας που ανοίγουν απεριόριστα και φυγόκεντρα κι οι επακόλουθες δυνατότητες του αναγνώστη να παρακολουθεί και να συνδέει ετερόκλητα στοιχεία. Ο τελευταίος όλο και περισσότερο οφείλει να σκέφτεται οριζόντια και κάθετα, να φεύγει από τη γραμμική σειρά, να συναρμόζει γρανάζια και να συνδέει νοηματικούς άξονες.
Αφετέρου, Το δέντρο της υπακοής συνδέεται στενά με τα πραγματικά γεγονότα της Φάτιμας στην Πορτογαλία με την εμφάνιση της Παναγίας το 1917, του κρουαζιερόπλοιου «Λιουμπόβ Ορλόβα», το οποίο το 2013 αποφασίστηκε να αποσυρθεί για να διαλυθεί, αλλά εγκαταλείφθηκε στον Ατλαντικό Ωκεανό να πλέει ανεξέλεγκτο, ή της οικογένειας Λυκόβ που έζησε από το 1936 έως το 1979 μόνη της στα βάθη της σοβιετικής τάιγκας και άλλα ανάλογα. Η συγγραφέας βέβαια δεν τα αναπαράγει πιστά, δεν αποδίδει δημοσιογραφικά τα γεγονότα, αλλά τα μετουσιώνει σε αφήγηση, τεμαχισμένη κι επικεντρωμένη στο μικρό απ’ όπου θα αναχθεί επαγωγικά στο μεγάλο, μη διστάζοντας ακόμα και να αλλοιώσει εύλογα την ιστορική ακρίβεια πολλών λεπτομερειών.
Αυτού του είδους η αφήγηση, που δεν κατασκευάζει ούτε αναπαράγει ολοκληρωμένα εντός των σελίδων της πλήρεις κόσμους, αυτού του είδους η αφήγηση, που εξαρτά την πρόσληψή της και από την πραγματικότητα, την οποία δηλώνει και όχι την πραγματικότητα που σημαίνει, θέτει το δεύτερο θέμα προς συζήτηση. Πόσο ένα έργο που δεν έχει τη δική του αυτονομία, ειδικά στη μοντέρνα και μεταμοντέρνα αφαιρετικότητα, μπορεί να γίνει κατανοητό από έναν –ενεργό έστω– αναγνώστη, χωρίς να αναζητήσει έξω από αυτό τα πραγματολογικά στοιχεία που το συνθέτουν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
→ Στην κεντρική εικόνα το κρουαζιερόπλοιο «Λιουμπόβ Ορλόβα».
Το δέντρο της υπακοής
Βασιλική Πέτσα
Πόλις 2018
Σελ. 336, τιμή εκδότη €15,00