Προσπάθεια συστηματοποίησης των τάσεων της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας με αφορμή τα μυθιστορήματα των Σταύρου Χριστοδούλου «Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός» και Δώρου Αντωνιάδη «Memento mori», τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Με δεδομένο ότι η επανεκκίνηση της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας κλείνει πλέον δύο δεκαετίες, ας μη θεωρηθεί μεγάλη αποκοτιά η προσπάθεια συστηματοποίησης των τάσεων που διακρίνονται στο είδος. Συγγραφείς νεότεροι αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας στρέφονται στο αστυνομικό μυθιστόρημα, επηρεασμένοι ίσως από τη μεγάλη στροφή του αναγνωστικού κοινού στο είδος, η οποία με τη σειρά της οφείλει πολλά στις αστυνομικές τηλεοπτικές σειρές. Οι σειρές αυτές εξοικείωσαν τους αναγνώστες με τα επιτεύγματα της τεχνολογίας στον τομέα της εξιχνίασης και με την ομαδική δουλειά που απαιτεί η διαλεύκανση του εγκλήματος. Και μπορεί κάποτε οι ντετέκτιβ να ήταν μέλη της αριστοκρατίας ή της μεγαλοαστικής τάξης και να έβαζαν τα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου τους να κάνουν όλη τη δουλειά, οι σύγχρονοι αστυνομικοί όμως οφείλουν να συγκεντρώσουν απτά στοιχεία με πολύ κόπο, τρέξιμο και ομαδικό πνεύμα.
H κυρίαρχη τάση στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το επονομαζόμενο procedural, το είδος δηλαδή στο οποίο παρακολουθούμε την προσπάθεια των μελών του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής να διαλευκάνουν εγκλήματα που συμβαίνουν σε μεγαλουπόλεις κατά κύριο λόγο.
Θα λέγαμε ότι η κυρίαρχη τάση στο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το επονομαζόμενο procedural, το είδος δηλαδή στο οποίο παρακολουθούμε την προσπάθεια των μελών του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής να διαλευκάνουν εγκλήματα που συμβαίνουν σε μεγαλουπόλεις κατά κύριο λόγο, αλλά και σε επαρχιακές πόλεις ή σε χωριά (πρώτη η Χρύσα Σπυροπούλου έστησε τα μυθιστορήματά της εκτός Αθηνών, ακολούθησαν η Μαρλένα Πολιτοπούλου, ο Δημήτρης Σίμος, η Τατιάνα Αβέρωφ, και άλλοι). Κι εδώ πάλι διακρίνουμε δύο σχολές, τις οποίες ας μου επιτραπεί να αποκαλέσω σχηματικά «τα Παιδιά του Μαρή» και «τα Παιδιά του Νέσμπο».
Αφορμή για τις σκέψεις αυτές στάθηκαν δύο αστυνομικά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν το 2018 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το πρώτο είναι το Τη Μέρα που Πάγωσε ο Ποταμός, του Σταύρου Χριστοδούλου, και το δεύτερο το Memento Mori, του Δώρου Αντωνιάδη. Και οι δύο συγγραφείς είναι Κύπριοι, γεννημένοι με μια δεκαετία διαφορά (1963 ο πρώτος, 1974 ο δεύτερος). Παρότι Κύπριοι, τοποθετούν αμφότεροι την ιστορία τους στην Αθήνα και επιλέγουν ως θύμα έναν άνδρα ομοφυλόφιλο, αποφεύγοντας κάθε στερεοτυπική εικόνα που απαντάται στην τηλεόραση, το θέατρο ή τον παλιότερο κινηματογράφο. Η σοβαρή ανάλυση ενός γκέι ήρωα είναι κάτι σχετικά καινούργιο στη σύγχρονη ελληνική αστυνομική μυθοπλασία. Αν εξαιρέσουμε τον αστυνόμο Γεώργιο Παπαδόπουλο της Μιράντας Βατικιώτη που είναι γκέι, και τον γιο του αστυνόμου Κόκκινου, του ήρωα της Ευτυχίας Γιαννάκη, ο οποίος επίσης πληρώνει ακριβά τις σεξουαλικές επιλογές του, η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία μάλλον αντιμετώπιζε ως πρόσφατα με αμηχανία το ζήτημα της διαφορετικής σεξουαλικής ταυτότητας.
Εδώ σταματούν οι ομοιότητες των δύο Κύπριων συγγραφέων, αφού οι λογοτεχνικές αναφορές τους είναι τελείως διαφορετικές. Στόχος μου θα είναι να τονίσω τις διαφορές, για να βγάλω κάποια πρώτα συμπεράσματα όσον αφορά τις δύο διαφαινόμενες τάσεις.
Ο Σταύρος Χριστοδούλου, επαγγελματίας δημοσιογράφος, είναι ένας μάστορας της γλώσσας, ο οποίος μοιάζει να έχει κατά νου εκτός του Γιάννη Μαρή, και πολλούς ακόμα Έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου (τον Θράσο Καστανάκη ενδεχομένως, ως εκπρόσωπο της «ρεαλιστικής ψυχογραφίας, του μεσοπολεμικού μοντερνισμού και της χρήσης του εσωτερικού μονολόγου»1, και τον Κουμανταρέα, τον «κατεξοχήν αθηναιογράφο» και «υμνητή των νικημένων»2). Η υπόθεση του βιβλίου, με δύο λόγια, αφορά τον φόνο του ομοφυλόφιλου ζωγράφου Μίλτου Αδριανού στο διαμέρισμά του, σε μια πολυκατοικία της οδού Λυκαβηττού. Την εξιχνίαση του φόνου αναλαμβάνει ο αστυνόμος Στέλιος Σουρούνης, ένας συντηρητικός και κατσούφης τύπος ο οποίος συνεργάζεται διακριτικά με τον δημοσιογράφο της εφημερίδας η Αλήθεια, τον Στράτο Παπαδόπουλο. Με τη βοήθεια του θυρωρού της πολυκατοικίας που κρατάει λεπτομερές αρχείο των επισκεπτών και των κινήσεων των ενοίκων της πολυκατοικίας, γρήγορα συλλαμβάνεται ως ύποπτος ο Γιάνος ο Ούγγρος, ένας νεαρός Ούγγρος μπλεγμένος στα κυκλώματα της ανδρικής πορνείας. Ουσιαστικά, η αρχή της ιστορίας αναφύεται το 1985 στη Βουδαπέστη και τελειώνει με μια ομολογία, πάλι στη Βουδαπέστη, είκοσι επτά χρόνια αργότερα. Ο φόνος γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας σχόλια, σκέψεις, παρατηρήσεις που αφορούν τα αδιέξοδα της ζωής στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού λίγο πριν και μετά την πτώση του Τείχους, τα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης, τα ταξικά στερεότυπα στην αντιμετώπιση του εγκλήματος, τις φυλετικές και σεξουαλικές προκαταλήψεις των εκπροσώπων του νόμου. Όπως επίσης, τη σημασία της πατρότητας και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η απουσία του πατέρα, οι ενοχές που κουβαλάει ο απών πατέρας όσο βαθιά στη λάσπη κι αν έχει πέσει.
Εδώ το έγκλημα γίνεται αφορμή για ενδελεχή ανάλυση της κοινωνίας και των χαρακτήρων, για εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές περιγραφές των αθηναϊκών λαϊκών συνοικιών, των κακόφημων μπαρ αλλά και της άρχουσας τάξης που παραμένει στο απυρόβλητο.
Το Κολωνάκι, ο ζωγράφος, ο αστυνόμος και ο δημοσιογράφος: ο Χριστοδούλου κλείνει το μάτι στους θαυμαστές του Μαρή. Παίρνει τα ίδια πρωτογενή υλικά, αλλά τα τοποθετεί σε άλλες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Εδώ το έγκλημα γίνεται αφορμή για ενδελεχή ανάλυση της κοινωνίας και των χαρακτήρων, για εκλεπτυσμένες λογοτεχνικές περιγραφές των αθηναϊκών λαϊκών συνοικιών, των κακόφημων μπαρ αλλά και της άρχουσας τάξης που παραμένει στο απυρόβλητο. Η ομοφυλοφιλία αποπνέει ακόμα την αίσθηση της αμαρτίας, τα μπαρ βρίσκονται σχεδόν όλα στην Ομόνοια και διαθέτουν προς πώληση ποτά-μπόμπες, αγόρια και κορίτσια, κάθε λογής ναρκωτικά, ενώ στελεχώνονται από εκπροσώπους της τοπικής μαφίας κάθε χώρας των Βαλκανίων.
Ναι αλλά τι γίνεται με το σασπένς; Ο Χριστοδούλου χρησιμοποιεί τις δέουσες αφηγηματικές ανατροπές, η επιμονή του όμως στην ιστορία της ζωής κάθε ήρωα, στη λεπτομερή αφήγηση της ζωής των γονέων ακόμα και δευτερευόντων ηρώων, βαίνει εις βάρος του αστυνομικού στοιχείου. Φυσικά αντιλαμβάνομαι ότι ο συγγραφέας δεν στοχεύει σ' ένα γρήγορο θρίλερ, όσο σε μια τοιχογραφία δύο χωρών και δύο εποχών. Ωστόσο, το αφηγηματικό βάθος λειτουργεί εις βάρος της αγωνίας, του μυστηρίου και εντείνει τον ηθελημένα παλιομοδίτικο χαρακτήρα της πλοκής.
Ο Δώρος Αντωνιάδης, εκπρόσωπος μιας νεότερης γενιάς, μαθηματικός και πληροφορικάριος, χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να μας συστήσει τον ήρωά του, αστυνόμο Πέτρο Ελευθεριάδη. Το Memento Mori είναι ουσιαστικά το prequel του πρώτου βιβλίου του Αντωνιάδη, Στο Μάτι του Ταύρου, με τον ίδιο ήρωα. Εδώ το έγκλημα αφορά τη δηλητηρίαση του Αλέξανδρου Σέργου, νεαρού κομπιουτερά και γιου ενός παλαίμαχου διεθνή μπασκετμπολίστα του Παναθηναϊκού. Για την εξιχνίαση της υπόθεσης απαιτείται από τον Ελευθεριάδη να λύσει τους γρίφους που του στέλνει ο δολοφόνος. Από γρίφο σε γρίφο, η υπόθεση σκοντάφτει σε προσωπικά μυστικά και παλιά μίση. Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας έχει διαβάσει τους Σκανδιναβούς μαιτρ της αστυνομικής μυθοπλασίας και έχει δει πολλές αστυνομικές σειρές. Στη διαδρομή προς την εξιχνίαση πετάει πολλές μπανανόφλουδες, αλλά και υπερβολικά πολλές συμπτώσεις. Χρησιμοποιεί τη γνώση της τεχνολογίας για να κατασκευάσει μια πλοκή που εντυπωσιάζει τον νεότερο αναγνώστη αλλά αντικειμενικά, μπάζει νερά. «Τα Παιδιά του Νέσμπο» επενδύουν υπερβολική δόση φαντασίας στα κίνητρα των δολοφόνων, στην προσωπική διαμάχη των εκπροσώπων του νόμου με τους εγκληματίες, και στην απόπειρα για υπέρμετρο σασπένς, ξεχνούν την εμβάθυνση των χαρακτήρων. Μαθαίνουμε μέχρι τρομακτικής λεπτομέρειας τι τρώνε, τι πίνουν και ποια ακριβώς διαδρομή ακολουθούν οι εκπρόσωποι του νόμου για να φτάσουν σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας, σε μια απόπειρα ρεαλιστικής αφήγησης. Μόνο που ο ρεαλισμός χάνεται στο δια ταύτα: στο ποιος και γιατί διαπράττει ένα φόνο.
Στα «Παιδιά του Νέσμπο», ανεξαρτήτως ηλικίας, παρατηρούμε έναν εξωραϊσμό των αστυνομικών σε σημείο που γίνονται μη πειστικοί και μια εμμονή σε θέματα «κοινωνικά ευαίσθητα», όπως ο αυτισμός στο βιβλίο του Αντωνιάδη. Οι ιστορίες τους εξελίσσονται γρήγορα, σαν να διαβάζουμε σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, μπορούμε να φανταστούμε τον συγγραφέα να κάνει μοντάζ στην αφήγησή του – αλλά όπως συμβαίνει συχνά, η επιμονή στη λαμπερή εικόνα στερεί τη γλώσσα από το βάθος που οφείλει να διαθέτει ο γραπτός λόγος.
Πρωτίστως, αυτό που ξεχωρίζει ένα αληθινά καλό αστυνομικό βιβλίο είναι αυτό που οφείλει να διαθέτει το κάθε βιβλίο: η δουλεμένη γλώσσα. Αν στόχος μας είναι να ξεχαστεί οριστικά η ρετσινιά της παραλογοτεχνίας, η γραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος απαιτεί πολλή δουλειά.
Στο Memento Mori η ομοφυλοφιλία είναι πιο ενταγμένη στην κοινωνία, οι νεότεροι ήρωες, αστυνομικοί και μη, μοιάζουν να έχουν επίγνωση της ύπαρξης της LGBΤ κοινότητας, ενώ οι παλαιότεροι δυσκολεύονται περισσότερο να την αποδεχτούν. Γι' αυτό δεν πείθει το σμίξιμο του μεγαλύτερης ηλικίας ζεύγους των γκέι (δεν γράφω περισσότερα, δεν κάνω spoiler), το συγκεκριμένο περιστατικό μοιάζει γραμμένο σαν ηθικοπλαστικό happy-end. Συναντάμε και σ' αυτό το μυθιστόρημα έναν ήρωα με διπλή καταγωγή, τον Ρώσο όπως τον αποκαλούν οι συμμαθητές του υποτιμητικά, αλλά όπως οι γυναικείοι ήρωες, στερείται βάθους, θυμίζει χάρτινη φιγούρα καθόλου πειστική.
Και τα δυο βιβλία διαβάζονται ευχάριστα. Αν επέμεινα στα «ελαττώματά» τους ήταν περισσότερο για να φανούν οι δύο διαφορετικοί δρόμοι που ακολουθεί το κυρίως ρεύμα του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Πρωτίστως, αυτό που ξεχωρίζει ένα αληθινά καλό αστυνομικό βιβλίο είναι αυτό που οφείλει να διαθέτει το κάθε βιβλίο: η δουλεμένη γλώσσα. Αν στόχος μας είναι να ξεχαστεί οριστικά η ρετσινιά της παραλογοτεχνίας, η γραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος απαιτεί πολλή δουλειά. Επιπλέον, στην εποχή που τα έχουμε δει/διαβάσει όλα, δεν επαρκούν οι αλλεπάλληλες ανατροπές και οι αναληθοφανείς τρόποι διάπραξης του εγκλήματος. Θα αναγκαστούμε να επαναλάβουμε τη ρήση του Ρέημοντ Τσάντλερ για τον Ντάσιελ Χάμετ: «Ο Χάμετ έδωσε τον φόνο πίσω στους ανθρώπους που τον διαπράττουν επειδή έχουν κάποιο λόγο, κι όχι για να προσφέρουν ένα πτώμα στην αφήγηση· και τον διαπράττουν με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, όχι με χειροποίητα πιστόλια μονομαχίας, δηλητήριο κουράρε και τροπικά ψάρια»3.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).
1. Ανασύρθηκε από το photodentro.edu.gr
2. Νούλα Μπίτσικα, ελculture.gr
3. Ρέημοντ Τσάντλερ, Η απλή τέχνη του φόνου, εκδ. Λυχνάρι