Για το μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα «Η ωραία της νύχτας».
Της Διώνης Δημητριάδου
[…] σκοτώνουν οι τρομαγμένοι κι οι απελπισμένοι σ’ αυτή τη ζωή
Ο τρόμος και η απελπισία κινητοποιούν τα εγκληματικά ένστικτα και οδηγούν σε αποτρόπαιες πράξεις; Ή μήπως κάποιες άλλες δυνάμεις, πιο σκοτεινές, δρουν και καθορίζουν ερήμην των ανυπεράσπιστων ανθρώπων τη μοίρα τους; Η Ελένη Γκίκα, με το παράξενο αυτό αφήγημα ανοίγει ένα παράθυρο στις κλειστές κοινωνίες που, παντοδύναμες, θέτουν τους κανόνες της συμβίωσης, καταδικάζουν συμπεριφορές, βυθίζουν στη σιωπή κάθε απόπειρα διαμαρτυρίας και καταργούν την όποια ελπίδα διαφυγής από τον στενό κλοιό.
Δύο φονικά με απόσταση μεταξύ τους πενήντα χρόνια, στον ίδιο τόπο και με συγγενική σχέση να συνδέει τις δυο γυναίκες, με τη μια γενιά να ακολουθεί την άλλη στην κοινή μοίρα της γυναικείας υποταγής, του πάθους, των ενοχών, με το αίμα να γράφει τη δική του πορεία και να στοιχειώνει συνειδήσεις στον μικρό κλειστό τόπο.
Αρχικά το θέμα. Δύο φονικά με απόσταση μεταξύ τους πενήντα χρόνια, στον ίδιο τόπο και με συγγενική σχέση να συνδέει τις δυο γυναίκες, με τη μια γενιά να ακολουθεί την άλλη στην κοινή μοίρα της γυναικείας υποταγής, του πάθους, των ενοχών, με το αίμα να γράφει τη δική του πορεία και να στοιχειώνει συνειδήσεις στον μικρό κλειστό τόπο, που δεν μπορεί παρά να θυμάται, κι ας μην το θέλει. Αύγουστος του 2016. Ένα νέο κορίτσι σκοτώνει την πρώην γυναίκα του συντρόφου της μπροστά στα μάτια των παιδιών της. Ένα έγκλημα πάθους, ζήλειας; Πηγαίνοντας όμως πίσω, στο παρελθόν, θα δούμε τη γιαγιά της (τη φωτοφοβική «Ωραία της νύχτας») να διαπράττει ένα ακόμη έγκλημα, με θύμα τον άντρα της, θύμα όμως κι αυτή μιας καταπίεσης ασφυκτικής. Κι αν ψάξουμε να βρούμε το αόρατο νήμα που καθόρισε τις δύο πράξεις, οι συνδέσεις θα συγκλονίσουν.
Είναι πέντε χρονών και παίζει με άλλα παιδιά στη αυλή όταν η Σπυριδούλα θα της πει ότι αυτή εδώ η αυλή είναι πολύ σκοτεινή. Παρά τους κρίνους της Παναγιάς της μάνας της. «Σ’ αυτό το σπίτι έχει καεί ο παππούς σου», θα της πει και θα φύγει. Ο σπόρος της γνώσης έχει πια για τα καλά φυτευτεί.
Έπειτα ο τρόπος με τον οποίο γράφεται η ιστορία. Γυναικείες αφηγήσεις που συμπλέκονται, η τωρινή γυναικεία ματιά που καταγράφει, που θυμάται, που συνδέει, που ενσωματώνεται στις ιστορίες, όσο μπορεί η λογοτεχνική γραφή να διεισδύσει στη ζωή του δημιουργού, σχεδόν να ταυτιστεί μαζί της. Ίσως ο πιο οδυνηρός τρόπος να αποδοθεί με τα μέσα της μυθοπλασίας μια ιστορία αληθινή ως το κόκκαλο. Η Ελένη Γκίκα, έμπειρη της γραφής και καταδικασμένη να ιστορεί, εισχωρεί στα γεγονότα που στοίχειωσαν τη δική της παιδική ηλικία, συνομιλεί με τον ψυχικό κόσμο των ηρωίδων, βρίσκει τον τρόπο να ξεσκεπάσει τις παλιές ιστορίες θυμίζοντας πως όλα εδώ ακόμη είναι ζωντανά. Και πάνω απ’ όλα, ξέρει πως ακόμα κι ένα σκηνικό βίας και αίματος μπορεί να δώσει ψήγματα ελπίδας μέσα από ανθισμένους κήπους και χαμηλόφωνες αγαπημένες παρουσίες. Τα βότανα, οι μυστικές συνταγές, η θεραπευτική καλοσύνη των ανθρώπων (η Φωτεινή ή αλλιώς Μιράμπιλις Τζαλάπα) σε αντίστιξη με το ζοφερό τοπίο του εγκλήματος. Αλλά πάνω από όλα ο τόπος. Όλα να τα περικλείει μέσα του, όλα να τα αναβαπτίζει μέσα σε αυστηρούς κώδικες ζωής. Ο τόπος, λοιπόν, είναι στην ουσία ο ήρωας της αφήγησης; Πιο πέρα από το σκηνικό, από τον φυσικό χώρο που μέσα του τοποθετούνται τα πρόσωπα και καταγράφονται οι πράξεις τους, ο τόπος εδώ κυριαρχεί. Είναι παρών στις σκοτεινές του συνδέσεις, περιγελά τη μάταιη ελπίδα των προσώπων πως θα μπορούσαν να αποδεσμευτούν. Δίνει τη δική του ταυτότητα στο συλλογικό ασυνείδητο, στο συλλογικό πεπρωμένο. Καθορίζει τη ζωή των προσώπων και καθοδηγεί τη γραφή της ιστορίας τους.
«Όπου κι αν έχω πάει πάντως, ο δικός μου τόπος με κυνηγάει. Απολογούμαι γι’ αυτόν, παθιάζομαι μαζί του, είμαι χώμα απ’ το χώμα του, και νερό απ’ τα πηγάδια του, κουβαλάω τη βαριά σκιά τη συκιάς και της προδοτικής κουτσουπιάς. Μυρίζω μιμόζα και αρμπαρόριζα, έχω την αφή της αγριοτριανταφυλλιάς. Αναπνέω τα καμένα σκουπίδια του και τα βρεγμένα σοκάκια του, είμαι τζιτζίκι κι αηδόνι του, είμαι η νυφιάτικη φωτογραφία της δικής μου γιαγιάς. Είμαι η ιστορία του και το καμένο του παρελθόν, είμαι οι αδικοχαμένοι και οι προδότες του, είμαι τα θύματα και ο θύτης τους […] Είμαι η Ελένη που ξαναζεί το παρελθόν της να αναγεννάται ανάγλυφο, είμαι ό,τι επιζεί από μεγάλη πυρκαγιά. Είμαι η φλόγα η ίδια και μ’ έκαψα. Είμαι η μνήμη, που για να επιζήσω προσποιούμαι καμιά φορά και τη λησμονιά».
Η Γκίκα οικειοποιείται τις ιστορίες ενσωματώνοντας τα πολύ δικά της πράγματα μέσα στις αφηγήσεις της, έτσι που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το μυθοπλαστικό από το βιωματικό κομμάτι.
Η πολυεπίπεδη ιστορία του βιβλίου, που διαβάζεται σαν μυθοπλασία, προκαλεί σαν πραγματική ιστορία και αγαπιέται σαν γραφή, απαιτεί και μια ιδιαίτερη αναγνωστική προσέγγιση – πράγμα εύκολο για τον μυημένο αναγνώστη στον τρόπο της Γκίκα. Το πραγματικό αναδύεται μέσα από το φανταστικό, οι εικόνες έχουν διπλή ή και πολλαπλή όψη, οι ερμηνείες εναπόκεινται στον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης εισχωρεί στο μαγικό σύμπαν της χαρισματικής γραφής. Όπως γράφει η ίδια:
[…] κάποιοι από μας ερχόμαστε από πολύ μακριά. Κι όσα μίλια κι αν διανύσουμε, δεν θα είναι ποτέ αρκετά.
Γράφοντας η Γκίκα οικειοποιείται τις ιστορίες ενσωματώνοντας τα πολύ δικά της πράγματα μέσα στις αφηγήσεις της, έτσι που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις το μυθοπλαστικό από το βιωματικό κομμάτι. Άλλωστε οι ιστορίες που γράφονται έχουν την τάση να αυτονομούνται, να προσδιορίζουν αυτές την πλοκή αλλά και την εμπλοκή του γράφοντος σ’ αυτήν, μεταθέτοντας το σημείο εστίασης του ενδιαφέροντος ώσπου να βρουν τον στόχο τους. Και καμιά φορά ο στόχος είναι ο δημιουργός τους. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία πως η συγκεκριμένη γραφή έχει μέσα της πολύ πόνο. Και δεν εννοώ μόνο τον πόνο των ηρώων της. Μας προκαλεί να εννοήσουμε πέρα από τα γεγονότα τη βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του· σχέση βαθιά αγαπητική αλλά και άχθος ασήκωτο, που κάποιους τους ωθεί στο χάος και άλλους στη δημιουργία.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία: © Stefanie Schneider.