Για τη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Μήτσου «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας» (εκδ. Καστανιώτης).
Του Διονύση Μαρίνου
Πολλάκις δοκιμασμένος στη μικρή φόρμα, ο Ανδρέας Μήτσου έχει δώσει ατόφια δείγματα του πώς αντιλαμβάνεται τη ζεύξη του ρεαλιστικού επιφαινόμενου με τα εξωλογικά απεικάσματα που προσφέρει τούτος ο κόσμος. Αναγκαίο δάνειο από τίτλο παλαιάς του συλλογής διηγημάτων, έτσι ώστε να γίνει ακόμη πιο κατανοητή η «ένωση»: πρόκειται για ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού.
Το ύφος του, λαξευμένο με περισσή λιτότητα και ακρίβεια, σπάνια ξεπέφτει σε ποιητικές ενατενίσεις. Πρόκειται για ένα ολότελα δικό του σύμφυρμα γλώσσας όπου το ρεαλιστικό δείχνει να υπερέχει στα σημεία, την ίδια στιγμή που το παράλογο του σκάβει με επιμέλεια όλα τα θεμέλια. Το αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα, είναι εξόχως ζωντανό.
Θα έλεγε κανείς πως αυτό που διερευνά συχνά πυκνά ο Μήτσου είναι ο παρακείμενος κόσμος, ο ασύνορος, ο μη έχων όρια μεταξύ της πραγματικότητας και του ονείρου. Την ίδια στιγμή, όμως, το ύφος του, λαξευμένο με περισσή λιτότητα και ακρίβεια, σπάνια ξεπέφτει σε ποιητικές ενατενίσεις. Πρόκειται για ένα ολότελα δικό του σύμφυρμα γλώσσας όπου το ρεαλιστικό δείχνει να υπερέχει στα σημεία, την ίδια στιγμή που το παράλογο του σκάβει με επιμέλεια όλα τα θεμέλια. Το αποτέλεσμα, σχεδόν πάντα, είναι εξόχως ζωντανό. Το υπερρεαλιστικό στοιχείο επελαύνει, ενώ η αντικειμενική υπόσταση των πραγμάτων διαθλάται και μεταστοιχειώνεται. Ενδιαφέρουσα, δε, είναι ακόμη και η επιλογή των θεμάτων του. Σχεδόν ποτέ δεν εκκινούν από μια μεγάλη ιδέα, ούτε από κάποιο παρανάλωμα εννοιών και αισθήσεων. Μοιάζει ο βατήρας να έχει τοποθετηθεί στην κοινή αρχή, στο πιο ταπεινό ξεκίνημα. Τίποτα το εκκεντρικό ή το τόσο διφορούμενο δεν σε προδιαθέτει για τις μεταστροφές-περιστροφές που θα πάρει η ιστορία και ο πυρήνας (κυρίως αυτός) των γεγονότων. Διότι μπορεί οι ιστορίες του Μήτσου να θέλγουν, όντως το κάνουν, για την επινοητικότητά τους, ωστόσο το κυρίαρχο αποτέλεσμά τους δεν είναι το τι ακριβώς συνέβη, αλλά το πώς. Τούτος ο αλλόκοσμος/αλλόκοτος τροπισμός είναι που τις κάνει ιδιαίτερες και σφύζουσες.
Είναι αλήθεια πως από βιβλίο σε βιβλίο έχει δοκιμάσει τεχνικές, διαφορετικές οπτικές γωνίες και θέματα. Αυτό που δεν έχει αφήσει ποτέ να χαθεί από την υπόσταση της γραφής του είναι το λοξοκοίταγμα, η άλλη ματιά στην πραγματικότητα. Πρόκειται για δική του επινοημένη ετερότητα μπρος σε μια ομοιοτυπία που φαίνεται να τον πνίγει και να την αποκρούει με σθεναρότητα. Τι ακριβώς υπάρχει σε τούτα τα 18 διηγήματα που συγκροτούν τη συλλογή που δεν το έχουμε ξαναδεί ή δεν το περιμέναμε να συμβεί; Η κατακτημένη αίσθηση δεν έχει χαθεί, ο τροπισμός δεν έχει αλλοιωθεί. Επειδή, όμως, αυτό δεν αρκεί, αξίζει να τονιστεί πως η παρούσα συλλογή φέρνει στην επιφάνεια δύο ζητήματα τεχνικής και ουσιαστικής τάξεως. Είναι, όντως, διηγήματα με την έννοια της αυτονομίας των ιστοριών και της αυθυπαρξίας των ηρώων ή μήπως έχουμε να κάνουμε με μια εκδοχή του επονομαζόμενου κύκλου διηγημάτων; Κάτι σαν αυτό που έλεγε ο Κώστας Ταχτσής (αναφερόμενος στα Ρέστα) ως μυθιστόρημα-αλυσίδα. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας με «ορθόδοξο» τρόπο τα διηγήματα (το ένα έπειτα από το άλλο με την ακολουθία που έχουν εκδοθεί) είναι ότι ένα κοινό νήμα τα δένει. Άλλοτε είναι ο πρωταγωνιστής, ο τόπος, η κοινή προβληματική ή έστω το ύφος και η ανάπτυξη. Μπορεί το όλον να μη διαμορφώνει έναν ολοκληρωμένο μυθιστορηματικό καμβά (προφανώς και δεν ήταν αυτή η πρόθεση του Μήτσου), ωστόσο η ενιαία γραμμή που συγκεντρώνει τις ιστορίες σε μια –ίδια– όχθη δεν σπάει ούτε καταλύεται.
Οι ήρωες του Μήτσου δεν φέρουν μόνο… ανθρώπινη δορά. Ζώα κάθε λογής, έντομα και ερπετά κάνουν την εμφάνισή του οικοδομώντας μια άλλου τύπου γέφυρα μεταξύ ετερώνυμων όντων.
Μεταξύ απώτατου παρελθόντος (υπάρχει καταβύθιση έως και στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου) και αφηγηματικού παρόντος, οι ήρωες του Μήτσου ρέπουν προς μια ενδιάμεση κατάσταση βιωτής. Ούτε στην πραγματική πραγματικότητα κινούνται ούτε και είναι αμιγώς αφομοιωμένοι από το ανοίκειο. Και είναι αυτή η περιοχή της ανοικείωσης που κάνει τα διηγήματα της συλλογής να ξεφεύγουν πλήρως από την αφηγηματική τους αρχή και να εκτινάσσονται σε άλλες περιοχές. Οι ήρωες του Μήτσου δεν φέρουν μόνο… ανθρώπινη δορά. Ζώα κάθε λογής, έντομα και ερπετά κάνουν την εμφάνισή του οικοδομώντας μια άλλου τύπου γέφυρα μεταξύ ετερώνυμων όντων. Ιδιαιτέρως στο εκτενέστερο –και ίσως ομορφότερο– διήγημα της συλλογής, σε αυτό που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο, ο Ορφέας είναι ένας σκύλος που καταφέρνει να συνομιλήσει στην ίδια γλώσσα με τον Ανδρέα της ιστορίας. Μόνο που είναι περικυκλωμένοι από την ακατανοησία μιας σύγχρονης Βαβέλ που τους αποξενώνει (ιδού ξανά το στοιχείο της ανοικείωσης). Τα σκυλιά έχουν την τιμητική τους στις ιστορίες. Άλλοτε ως θύματα, άλλοτε ως θύτες κι άλλοτε με τη μεταφυσική τους διάσταση. Ομοίως παρελαύνουν γάτες, βάτραχοι, φίδια, έντομα, και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στις ιστορίες (μοιάζουν ενίοτε με συμπρωταγωνιστές ή με αφορμές για να λεχθούν πράγματα στον κόσμο των ανθρώπων). Οι υπαρξιακές διερωτήσεις γειτνιάζουν με την αναζήτηση μιας καίριας γλώσσας την οποία αναζητούν συγγραφέας και κοινοί άνθρωποι για να συνεννοηθούν και να εννοήσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει, ενώ δεν λείπουν οι ερωτικές εκχυμώσεις που έπειτα από χρόνια χωρισμού συνεχίζουν να δημιουργούν εσωτερικές και εξωτερικές παρενέργειες.
Η συλλογή είναι μια άσκηση στη λιτότητα μέσων. Ορισμένα διηγήματα είναι, τωόντι, ολιγοσέλιδα. Κάτι που σημαίνει πως η κάθε λέξη και η κάθε πρόταση έχουν διπλή σημασία ως καταστάλαγμα ακριβής πύκνωσης. Ο Μήτσου συνεχίζει από βιβλίο σε βιβλίο να δένει κόμπους κι όχι να τους χαλαρώνει ή να τους λύνει. Τουτέστιν: να θέτει συνεχώς ερωτήματα δίχως να προσφέρει απαντήσεις. Όπως ακριβώς οφείλει να πράττει η λογοτεχνία και ο συγγραφέας που δεν ακκίζεται με το υλικό του.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα πίνακας του © Rinalds Vanadziņš.