Για την καταφυγή στην αυτοβιογραφία από συγγραφείς, όπως ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, η Αμάντα Μιχαλοπούλου, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος κι ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Δεν βρίσκω τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου,
πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις»
(Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια, Πόλις)
Μέσα στο 2018 παρουσιάστηκαν μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα με λογοτεχνικές αξιώσεις, κείμενα από συγγραφείς που θέλησαν να ξαναπιάσουν τη ζωή τους, να καταγράψουν προσωπικά βιώματα κι έτσι να δώσουν ερμηνείες που αφορούν στο είναι τους.
H πρώτη κατηγορία έχει περισσότερο «ιστορικό» χαρακτήρα, χαρακτήρα μαρτυρίας και καταγραφής των σταθμών και των προσώπων της ζωής, ενώ η δεύτερη περισσότερο λογοτεχνική υφή, όπου μετράει πιο πολύ η γλώσσα, η αφήγηση κι η στάση τού αφηγητή απέναντι στη ζωή του.
Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τέτοιου είδους προσωπικές αφηγήσεις σε δύο κατηγορίες, αυτές που εστιάζουν στα γεγονότα κι αυτές που επικεντρώνονται στην πρόσληψη των γεγονότων από τον αυτοβιογραφούμενο. Έτσι, η πρώτη κατηγορία έχει περισσότερο «ιστορικό» χαρακτήρα, χαρακτήρα μαρτυρίας και καταγραφής των σταθμών και των προσώπων της ζωής, ενώ η δεύτερη περισσότερο λογοτεχνική υφή, όπου μετράει πιο πολύ η γλώσσα, η αφήγηση κι η στάση τού αφηγητή απέναντι στη ζωή του. Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο η αισθητική της υποκειμενικότητας δεν υποσκελίζεται από την ουδετερότητας της αντικειμενικότητας.
Στη δεύτερη κατηγορία, λοιπόν, ανήκει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο οποίος στο βιβλίο του Λεωφορείο - 19 στάσεις (εκδ. Πατάκη) αφηγείται τη ζωή του, διασταυρώνοντάς την με τους τόπους στους οποίους μεγάλωσε πάνω στη συγκοινωνιακή αρτηρία «Χαριλάου–Νέος Σιδηροδρομικός Σταθμός», και την ενηλικίωσή του, από τα παιδικά χρόνια πέριξ του σπιτιού του ως τη φοιτητική ζωή, τον γάμο και την επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στο ίδιο μήκος κύματος η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο Μπαρόκ (εκδ. Καστανιώτη) γράφει μια χρονικά αντίστροφη αυτοβιογραφία, διαρθρωμένη σε πενήντα σπονδυλωτά κεφάλαια, σχετικά αυτόνομα, γραμμένα άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο κι άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο αλλά και σε δεύτερο, όπου συνδυάζονται η εξομολόγηση, ο διάλογος, ο αναστοχασμός κι η αφήγηση.
Από την άλλη, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στο Ολομόναχος (εκδ. Μεταίχμιο) πιάνει το νήμα της ζωής του από τον πατέρα του ώστε να συνδεθεί με το παρελθόν και να καταλάβει τη σχέση άπωσης που νοηματοδότησε την ύπαρξή του. Η χρονολογική σειρά, οι ακριβείς χρονολογίες, η ουδέτερη διήγηση, ο σταθερός ρυθμός της αφήγησης συνδέει αυτήν την «αυτοβιογραφική προφητεία» με τα αυτοβιογραφικά διηγήματα του ίδιου συγγραφέα με τίτλο Γραφικός χαρακτήρας (εκδ. Μεταίχμιο), όπου τόσο η παιδική ηλικία, με την αφέλεια, την προσπάθεια απογαλακτισμού και ελευθερίας, τον αθώο αυθορμητισμό, το παιχνίδι, τις συγγενικές σχέσεις, όσο και η νεανική ηλικία με ανάλογα ορόσημα, μικρά και καθημερινά αλλά και πιο ευρείας εμβέλειας όπως η διαμάχη με τον πατέρα, στοιχειοθετούν την πρώιμη φάση της ζωής του.
Αυτό που ενδιαφέρει κι απογειώνει το κείμενο είναι η συνειδητοποίηση του τραύματος κι η κατανόηση της στάσης του, όταν βίωσε το πατρικό απωθημένο. «Ολομόναχος» είναι ο ίδιος ο αφηγητής, που καταλαβαίνει την απόσταση που τον χωρίζει από τον πατέρα του, αλλά κι ο πατέρας του που πίστεψε ότι αδικήθηκε από τη ζωή και προσπάθησε –αποτυχημένα– να οδηγήσει τον γιο του στον δρόμο της «επιτυχίας». Η αυτοβιογραφική ανασκόπηση επέχει θέση ψυχανάλυσης, η οποία μέσω της γραφής ψηλαφεί την πληγή, την εξομολογείται κι επιχειρεί να την αναλύσει.
Και, τέλος, τα αυτοβιογραφικά κειμενάκια του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Η ιδιωτική μου αντωνυμία (εκδ. Κίχλη) ανατρέχουν στο χωριό της παιδικής ηλικίας και ανασκάφτουν μνήμες, ανθρώπους και περιστατικά που καθόρισαν τη ζωή και το βλέμμα του συγγραφέα. Μικρά στιγμιότυπα στην οθόνη της μνήμης, σκόρπια βιώματα που έρχονται σαν νοσταλγία και σαν πίκρα για όσα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς, πιο ανθρώπινα ή πιο μεστά. Ο αυτοβιογραφούμενος αναζητά νήματα που τον βοήθησαν να γίνει λογοτέχνης, ρεύματα που άρδευσαν τη σκέψη του αλλά και τροφοδότησαν τη γραφή του.
Η αυτοβιογραφία μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας
Τα δύο πρώτα έργα στηρίζουν την αυτοβιογραφία τους στον διπλό άξονα του χρόνου και του χώρου. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης διατρέχει τη ζωή του, σχεδόν με χρονολογική σειρά, πάνω στον τοπικό άξονα της λεωφορειακής γραμμής που διαπερνά τη Θεσσαλονίκη, από το πατρικό του στο Χαριλάου ως την άλλη άκρη, στον νέο σιδηροδρομικό σταθμό. Η ζωή από τα παιδικά χρόνια μέχρι την προχωρημένη ενηλικίωση διαρθρώνεται πάνω στους σταθμούς του λεωφορείου, η χρονική εξέλιξη πάνω στην τοπική μετατόπιση. Ανάλογα, αλλά όχι αντίστοιχα, η Αμάντα Μιχαλοπούλου προχωρά ανάποδα και καταγράφει λογοτεχνικά στιγμές της ζωής της από το παρόν στο παρελθόν, σε μια αντίστροφη χρονική κλίμακα, αλλά παράλληλα αναπλέει σαν σολομός από το κοσμοπολίτικο, διεθνές περιβάλλον σταδιακά προς το κλειστό ελλαδικό πλαίσιο.
Αντίθετα, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος δεν επιχειρεί μια ολιστική προσέγγιση της ζωής του, αλλά επικεντρώνεται στη σχέση του με τον πατέρα, σε μια εστιασμένη αφήγηση, που ναι μεν απλώνεται ευρύτερα, αλλά αυτό το εύρος σχηματίζεται από τους επάλληλους κύκλους που έχουν στο κέντρο τους ένα γεγονός-πέτρα που πέφτει στη λίμνη. Τέλος, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης φωτογραφίζει τις εμπειρίες του, με αποσπασματικό τρόπο, χωρίς τη διάθεση να τις δέσει σε κάποιον άξονα, όσο κι αν γενικά αυτές ακολουθούν τη χρονική πορεία. Απεναντίας, ο συγγραφέας αναζητά συμβάντα-σταθμούς, κάνοντας συχνά παραλληλισμούς με τον τρόπο που αυτά τα βιώματα εμποτίζουν τη συγγραφική του σκέψη.
Τελικά, κι οι τέσσερις αποπειρώνται να διερευνήσουν την ταυτότητα μέσω της συγγραφικής αυτοανάλυσης. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης νοσταλγεί την παιδική ηλικία γύρω από το Χαριλάου και ιχνηλατεί την πορεία του διά της λεωφορειακής γραμμής σε εκπαιδευτικό και επαγγελματικό επίπεδο, αλλά, πέρα απ’ όλα αυτά, στα βιώματα που τον άνδρωσαν, που τον γέμισαν με εμπειρίες και μακροπρόθεσμα γέννησαν τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, τα οποία επικεντρώνονται εν πολλοίς στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη είναι χώρος, χρόνος και μήτρα της συγγραφικής του γένεσης.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου αναδρομικά ψηλαφεί συγκεκριμένα επεισόδια της ζωής της πάνω στους κάβους πέντε (ανα)γεννήσεων: το 1966 όταν η συγγραφέας γεννήθηκε σε ένα αθηναϊκό μαιευτήριο, το 1992 όταν συνάντησε τον έρωτα, το 1995 όταν έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, το 2002 όταν γέννησε την κόρη της και το 2015 όταν η συγγραφέας εγχειρίστηκε στο αριστερό στήθος της. Η αναψηλάφηση της ζωής της εξηγεί πώς η ελλαδική εμπειρία οδήγησε στην κοσμοπολίτικη αναγωγή, από την Αθήνα στην Ευρώπη, από το πρώτο της γαστρονομικό μυθιστόρημα μέχρι τις ευρύτερες συνθέσεις της, που ξεφεύγουν από τα όρια της ελλαδικής περιφέρειας, από το κοριτσάκι στη γυναίκα-σύζυγο-μητέρα.
Παράλληλα, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος διά της σύντομης βιογραφίας τού πατέρα του διερευνά τη σχέση του μαζί του, που προοιωνίζεται τη δική του πατρική φύση. Όπως η πατρική φιγούρα λειτούργησε ως καταπιεστής στη δική του ζωή, γεγονός που εξηγείται από το αίσθημα αδικίας που ο πατέρας βίωσε, έτσι κι ο ίδιος ο πεζογράφος φοβάται ότι (θα) είναι το ίδιο μεγάλο βάρος για τον δικό του γιο, λες και μια διαχρονική κληρονομημένη κατάρα κάνει τον εκάστοτε πατέρα ακούσιο δυνάστη.
Τέλος, Η ιδιωτική μου αντωνυμία ψηλαφεί το παρελθόν, τονίζοντας σποραδικά –όλο και περισσότερο από σελίδα σε σελίδα– τον προβληματισμό του συγγραφέα για το πώς τα κείμενά του πυροδοτήθηκαν από τους σπινθήρες οι οποίοι άναψαν ανεπαίσθητα τότε. Ό,τι γράφει ίσως είναι μετουσίωση του τίποτα σε κάτι, η γραφή είναι η πραγμάτωση όσων παιδικών ελπίδων δεν ευοδώθηκαν, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης δίνει υπόσταση στις λέξεις, που συγκεντρώθηκαν από διάφορα πεδία, ψύχθηκαν και κάποια στιγμή αποψύχθηκαν, για να ενσαρκώσουν τα κείμενά του, κι ο πεζογράφος έτσι –σε μια «αρχαιολογία της μνήμης»– ανασυνθέτει τα πολύτιμα εγώ σε ένα ενιαίο είδωλο.
Εύκολη λύση ή ενοχλητική αναμόχλευση;
Είναι τελικά η αυτοβιογραφία η εύκολη λύση για μυθοποίηση; Σε έναν βαθμό ναι, καθώς ο λογοτέχνης έχει έτοιμη την πρώτη ύλη και πολλές φορές δεν μπορεί να προχωρήσει έξω από αυτήν και να τη μεταπλάσει. Τότε μένουμε σε μια ξερή αναδιήγηση, πιο πολύ εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου. Από την άλλη, μήπως μέσω της διαδικασίας της αυτοανάλυσης και κυρίως της μετουσίωσης της ζωής σε μυθοπλασία ο συγγραφέας αναζητεί τις βάσεις του γενικότερου ανθρώπινου είναι, που διαμορφώνεται συν τω χρόνω, αφομοιώνει βιώματα και γεννά σκέψεις, δράσεις και αντιδράσεις, και –γιατί όχι– και λογοτεχνία;
Είναι ένα είδος έκθεσης στη δημοσιότητα της ιδιωτικής του ζωής; Όχι, έτσι όπως φαίνεται. Και λέω όχι, επειδή είναι ο ίδιος που επιλέγει τι θα αναδείξει κι είναι ο ίδιος που ανάλογα με τη στοχοθεσία του σκηνοθετεί την προβολή της ζωής του κι ωραιοποιεί ή δραματοποιεί όσα τον σημάδεψαν. Επομένως, η αυτοβιογραφία κρατά τα ναρκισσιστικά της εσώρουχα, αλλά τα καλύπτει με τη λογοτεχνική εσθήτα που έντεχνα –με τη σημασία της τέχνης αλλά και του τεχνάσματος– ανάγει το βιωμένο σε αισθητικό γεγονός. Αν υπήρχε πραγματικός εαυτός, τότε αυτός δεν είναι όποιος γίνεται αντιληπτός από τον συγγραφέα, ούτε όποιος εν τέλει προβάλλεται στο χαρτί. Μεσολαβεί η μνήμη, η αντίληψη, η αυτογνωσία, οι εκδοχές των άλλων, αλλά κι η επιλογή, η επινοητικότητα, η φαντασία, όπως κι η ίδια η γραφή που αποδίδουν αποχρώσεις σε ό,τι έχει γίνει.
Ίσως η αυτοβιογραφία ξαναβρίσκει τη θέση της σε μια εποχή που έχει απαξιώσει τις μεγάλες αφηγήσεις (έθνος, θρησκεία, ιδεολογία κ.λπ.) και όπου η Ιστορία μετακινείται από τις μεγάλες συνθέσεις στη μικροϊστορία.
Ίσως η αυτοβιογραφία ξαναβρίσκει τη θέση της σε μια εποχή που έχει απαξιώσει τις μεγάλες αφηγήσεις (έθνος, θρησκεία, ιδεολογία κ.λπ.) και όπου η Ιστορία μετακινείται από τις μεγάλες συνθέσεις στη μικροϊστορία, στην τοπική και την προφορική Ιστορία, που αναδεικνύει το άτομο, την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα. Στο ίδιο μήκος κύματος, η αυτοβιογραφία προβάλλει το μικρό, το ατομικό, το επιμέρους, θεωρώντας –επαγωγικά σκεπτόμενη– ότι οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα του ατόμου είναι πιο κοντά στην πανανθρώπινη μοίρα απ’ ό,τι η πανοραμική και απόμακρη θέαση της ανθρωπότητας.
Φυσικά, η αφήγηση έρχεται να δώσει λογοτεχνικότητα στα βιώματα. Η αυτοβιογραφία δεν είναι μια μαρτυρία στο δικαστήριο του χρόνου, γραμμένη γραφειοκρατικά κι άχρωμα, αλλά μια δυνατή αναμέτρηση με το εγώ, που γίνεται τόσο στο επίπεδο της αυτοανάλυσης όσο και στον γλωσσικό κι αφηγηματικό στίβο. Αυτός θα «πείσει» ότι αυτά που ο καθένας έχει ως παρακαταθήκη στη ζωή του, το παρελθόν και οι εμπειρίες του, αξίζει να διαβαστούν και να εξεταστούν από αναγνώστες που δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκην με τον συγγραφέα.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω πάλι ότι τα τέσσερα αυτοβιογραφικά λογοτεχνήματα, τα οποία αποτέλεσαν αφορμή για τις ευρύτερες σκέψεις μου, δεν είναι αξιανάγνωστα μόνο ως πηγή πληροφοριών για τους συγγραφείς τους, αλλά κυρίως για τον τρόπο (ή τους τρόπους) με τον οποίο (τους οποίους) αντιλαμβανόμαστε τον 21ο αιώνα το «εγώ», την ταυτότητα και το παρελθόν μας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, το δοκίμιο «Η μεταπολιτευτική κριτική στον καθρέφτη» (εκδ. Πόλις).