Για το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Στ' αμπέλια» (εκδ. Πόλις).
Του Θάνου Κάππα
Έξι χρόνια μετά το συγκλονιστικό, ανεπιτήδευτα εξομολογητικό Η αδερφή μου, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης συμπληρώνει τη βιογραφική του ενδοσκόπηση με μια εκθαμβωτική ανάσυρση-περιγραφή μιας παρελθούσας ζωής: εικόνες, γεύσεις, ήχοι και μυρωδιές ξαναστήνουν μπροστά μας ολοζώντανο έναν κόσμο που λάμπει παράξενα – με τον τρόπο, ας πούμε, που λάμπει το ψωμί και το κρασί πάνω στο μοναστηριακό τραπέζι. Τα δύο βιβλία συνομιλούν, συμπληρώνουν το ένα το άλλο, με φανερούς και υπόγειους τρόπους – και στις δύο περιπτώσεις ο αφηγητής συγκροτείται, διαμορφώνεται, αλλάζει μέσα από τη σχέση του με τους άλλους: στη μία περίπτωση από ένα πρόσωπο με σπάνια χαρακτηριστικά, την αδερφή του, στην άλλη από τα πολλά πρόσωπα μιας μικρής αγροτικής κοινωνίας των αρχών του εξήντα, πρόσωπα όλα που τον περιβάλλουν, τον κλείνουν στοργικά στο φως της αγάπης τους.
Το κείμενο διαπνέεται από ένα είδος μετα-νοσταλγίας, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι το συναίσθημα βαθιάς συγκίνησης για εκείνον τον «αιωνόβιο, χτεσινό μα και οριστικά καταποντισμένο κόσμο», συναίσθημα απαλλαγμένο, ωστόσο, από την ωραιοποιητική αναπόληση και την ιδεολογική προσκόλληση στο παρελθόν που συνήθως εξουδετερώνουν ή αποδραστικοποιούν τέτοιες διηγήσεις.
Το κείμενο διαπνέεται από ένα είδος μετα-νοσταλγίας, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι το συναίσθημα βαθιάς συγκίνησης για εκείνον τον αιωνόβιο, χτεσινό μα και οριστικά καταποντισμένο κόσμο, συναίσθημα απαλλαγμένο, ωστόσο, από την ωραιοποιητική αναπόληση και την ιδεολογική προσκόλληση στο παρελθόν που συνήθως εξουδετερώνουν ή αποδραστικοποιούν τέτοιες διηγήσεις. Ο ίδιος ο Ζουμπουλάκης προεξαγγέλλειαυτή τη διάθεσή του στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διευκρινίζοντας το πλαίσιο της σύντομης αλλά πυκνής εξιστόρησής του, η οποία κινητοποιεί πολλαπλά τον αναγνώστη με την ειλικρίνεια και το βάθος του κατασταλαγμένου λόγου της, εμπλέκοντάς τον σε μια προσωπική πορεία αναστοχασμού και αυτογνωσίας.
Τ’ αμπέλια, η περιοχή στη Συκιά Λακωνίας όπου ξεκαλοκαίριαζαν οι κάτοικοι στη δεκαετία του εξήντα και μαζί τους ο μικρός Σταύρος, ορίζουν, ουσιαστικά, τον χώρο μιας ουτοπίας: η απλότητα της ζωής στην ύπαιθρο το καλοκαίρι, η εκστατική ματιά της παιδικής ηλικίας, ο ύπνος κάτω απ’ τα αστέρια, ο (απέραντος) χρόνος της περιπλάνησης, η αγκαλιά των αγαπημένων προσώπων – εννιά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας που διαμόρφωσαν τον ψυχισμό του συγγραφέα και ανακαλούν, εμμέσως, πλευρές του δικού μας, αντίστοιχου πλανήτη των πρώτων αισθημάτων θάμβους και ελευθερίας.
Όμως τα πράγματα δεν είναι μονοσήμαντα. Ο Ζουμπουλάκης δεν ξεχνάει πως δίπλα στους όρους της μαγείας που συγκρότησαν το θαύμα της παιδικής του ηλικίας, πέραν της ζώνης τού προσωπικού του παραδείσου, εκτεινόταν ένας κόσμος αντιφατικός και σκληρός, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Αυτή η κατάθεση πλευρών της ζωής που συνήθως αποκρύβονται ή απωθούνται στo πλαίσιo μιας εξιδανικευτικής οπτικής η οποία δημιουργεί αποστειρωμένες εκδοχές του παρελθόντος (προσέγγιση που συνήθως έχει στη βάση της έναν φοβικό ιδεολογικό πυρήνα), προσδίδει στο κείμενο χαρακτήρα αντιδογματικό και ανεξίθρησκο που αυτομάτως ο αναγνώστης αναγνωρίζει ως έγκυρο, αυθεντικό. Από σελίδα σε σελίδα παρακολουθούμε την εκτύλιξη ενός κόσμου άχρονου και συγχρόνως απολύτως ιστορικού, μιας κοινωνίας απλών ανθρώπων του μόχθου, οι οποίοι, μακριά από κάθε αισθητική πρόσληψη της ζωής, έχουν το βλέμμα στραμμένο στην επιβίωση, στην αποφυγή της ασθένειας, στον εφιάλτη της ξενιτιάς. Η ζωή δίπλα σ’ αυτούς τους απροστάτευτους ανθρώπους υπήρξε καθοριστική για τον συγγραφέα και στο ηθικό πεδίο: τον τοποθέτησε οριστικά με την πλευρά των φτωχών και των αδικημένων, διαμορφώνοντας μια έντονα ταξική ανάγνωση-κατανόηση του κόσμου.
Ο Ζουμπουλάκης δεν ισχυρίζεται καθόλου ότι παλιά ήταν καλά. Λέει πως η ζωή στα χρόνια εκείνα υπήρξε και καλή και κακή και, πάντως, ανθρώπινη: δηλαδή βαθιά αντιφατική, σκληρή, φτωχική, αλλά και τρυφερή, δοτική, αλλιώς πλούσια. Τον ενδιαφέρει να καταγράψει μια εκδοχή ζωής που έχει πλέον ξεθωριάσει αν δεν έχει απαλειφθεί οριστικά από τη μνήμη μας, να ανασυστήσει έναν κόσμο και μια εποχή που απωθήθηκε ή ενταφιάστηκε κακήν κακώς στην πορεία ενός βιαστικού εκσυγχρονισμού. Και είναι σημαντικό να θυμηθούμε αυτή τη ζωή στο σύνολό της, τους όρους της λειτουργίας της, το λεξιλόγιό της, το αποτύπωμά της μέσα μας – σ’ εκείνα τα αμπέλια, άλλωστε, ανιχνεύεται λίγο-πολύ ένα καταγωγικό ίχνος όλων μας, εκεί ήταν οι γονείς και οι παππούδες μας, ήμασταν εμείς οι ίδιοι εκεί μέχρι πρόσφατα, διανύοντας, ως κοινωνία, την απόσταση από το ησιόδειο άροτρο στο φεγγάρι, μέσα σε λίγες δεκαετίες.
Αναρωτιόμουν διαρκώς τι είναι αυτό που καθιστά τα δύο αυτοβιογραφικά κείμενα του Σταύρου Ζουμπουλάκη τόσο ελκυστικά, γιατί δεν μπορείς να τα αφήσεις από τα χέρια σου. Νομίζω πως ο αναγνώστης ανακαλύπτει και στα δύο βιβλία μια κατάθεση ζωής στην οποία αναγνωρίζει ένα πραγματικό αίτημα γνησιότητας και ειλικρίνειας, αίτημα αλήθειας και ελευθερίας, σαν η ίδια η γραφή να αποτελεί το πεδίο άσκησης και απελευθέρωσης του εαυτού από ψευδαισθήσεις και βολικές αυταπάτες. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με τεταμένη προσοχή την εξέλιξη αυτής της απροσποίητης αλλά και ριψοκίνδυνης, πολλές φορές, εξομολόγησης, η οποία προσλαμβάνει σταδιακά τα χαρακτηριστικά μιας υπαρξιακής καταβύθισης, μιας δημόσιας απογύμνωσης από περιττές σκηνοθεσίες και ρόλους. Και συνδέεται αυτόματα, ο αναγνώστης, μ’ αυτή την ουσιαστική γραφή που ανασκάπτει, επίμονα, το υλικό της μνήμης, εκτιμά την τόλμη της έκθεσης, αγωνιώντας, παράλληλα, για την επιτυχή έκβασή της.
Προσπαθεί να μιλήσει για πράγματα επώδυνα χωρίς καταφυγή στον μελοδραματισμό, με γλώσσα αναλυτική και συγχρόνως θερμή, παραμένοντας αγκυρωμένος στο βίωμα κάθε φορά που ανοίγεται στον στοχασμό και την παρατήρηση των ανθρωπίνων.
Τόσο στο πρόσφατο Στ΄αμπέλια όσο και στο συμπληρωματικό προηγούμενο Η αδερφή μου, ο Ζουμπουλάκης σκέφτεται ανοιχτά, ελεύθερα, με την ευφυΐα ανθρώπου που δεν σπεύδει να οχυρωθεί σε βεβαιότητες ώστε να στηθεί ένα συμπαγές, κλειστό ερμηνευτικό αφήγημα ζωής· αντίθετα, ανοίγει όλα τα θέματα συγχρόνως, επιλέγοντας να μιλήσει από τη μεριά του ανθρώπου που αναρωτιέται ανυπόκριτα: για τη φύση και τη λειτουργία του πόνου, για το αίνιγμα του κακού στον κόσμο του θεού, για την ασφυξία στο περιβάλλον της επαρχίας, για την ιδεολογικοποίηση της πίστης και της παράδοσης, για τις θωρακίσεις, τις αντινομίες αλλά και το μεγαλείο της λαϊκής θρησκευτικότητας. Κυρίως προσπαθεί να μιλήσει για πράγματα επώδυνα χωρίς καταφυγή στον μελοδραματισμό, με γλώσσα αναλυτική και συγχρόνως θερμή, παραμένοντας αγκυρωμένος στο βίωμα κάθε φορά που ανοίγεται στον στοχασμό και την παρατήρηση των ανθρωπίνων. Αυτή η έλλειψη οχύρωσης σε προαποφασισμένη θέση και στάση δημιουργεί μια αίσθηση ρευστότητας, πλαστικότητας και ελευθερίας στην πραγμάτευση των ζητημάτων, παρότι γλωσσικά, υφολογικά, δομικό στοιχείο της αφήγησης είναι η σύντομη, λιτή πρόταση, δουλεμένη σχολαστικά.
Μια τέτοια δημόσια εξομολόγηση, βεβαίως, που αφορά και τα πολύ οικεία πρόσωπα, θα ήταν εύκολο να καταρρεύσει αν δεν ήταν σαφής η λογοτεχνική πρόθεσή της, αν δεν υπήρχε το ταλέντο και η ευαισθησία να μιλάς προσωπικά χωρίς να ακούγεσαι νάρκισσος ή αυτοαναφορικός. Και είναι ένα στοίχημα αυτό που κερδίζεται ακριβώς μέσα από τη λογοτεχνία, μέσα από εκείνη την τέχνη της οικονομίας, της πυκνότητας και της ακρίβειας του λόγου που καθιστά το προσωπικό βίωμα μια κοινή, πανανθρώπινη, μεταδόσιμη αλήθεια. Κλείνοντας το βιβλίο, ένα περίεργο αίσθημα συγκίνησης και πληρότητας μένει στον αναγνώστη, σαν να ήταν ο ίδιος που ακολούθησε αυτή την εσωτερική διαδρομή νόστου και συμφιλίωσης, μια λυτρωτική πορεία επιστροφής και αποκατάστασης που την εισπράττει κανείς ευεργετικά, θεραπευτικά, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του αφηγήματος.
* Ο ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή «Πικρούτσικα πικρούτσικα» (Εστία).
→ Στην κεντρική εικόνα λεπτομέρεια από το έργο του Χρήστου Μποκόρου «Τα στοιχειώδη» (2013).
Στ' αμπέλια
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Πόλις 2018
Σελ. 96, τιμή εκδότη €8,00