Για το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Στ' αμπέλια» (εκδ. Πόλις).
Της Διώνης Δημητριάδου
Ίσως αν είχα την τύχη (ή την ατυχία άραγε;) να έχω μεγαλώσει σε μια επαρχιακή γωνιά της Ελλάδας, να ένιωθα διαφορετικά τις προσωπικές μνήμες του Σταύρου Ζουμπουλάκη· πιστεύω πως θα μου έφερναν στον νου δικές μου εικόνες από εκείνα τα δύσκολα χρόνια (είμαστε σχεδόν συνομήλικοι) μιας πατρίδας απόμερης, συχνά ξεχασμένης στη συνείδηση αυτών που διαβιούσαν στα αστικά κέντρα, αυτών που το ξεκαλοκαίριασμά τους είχε την απατηλή αίγλη ενός θέρετρου στην καλύτερη περίπτωση ή μιας πιο φτωχικής λύσης, αν τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν, ωστόσο με τις στοιχειώδεις ανάγκες καλυμμένες. Επιχειρώντας, αναπόφευκτα, μια ανάγνωση του βιβλίου από την πλευρά της αστικής ζωής και νοοτροπίας, νομίζω πως παίρνει άλλη αξία το γεγονός πως οι εικόνες του κατόρθωσαν να μου μιλήσουν – ακόμη κι αν η «γλώσσα» τους αρχικά με ξένισε.
«Τ’ αμπέλια», πρώτα απ’ όλα, δεν παραπέμπουν στα κλήματα αλλά στα μέρη έξω από τον οικισμό, εκεί που όλο σχεδόν το χωριό «ξεκουβαλιόταν το καλοκαίρι», δημιουργώντας έτσι έναν δεύτερο τόπο εγκατάστασης, μια δεύτερη γειτνίαση των ταπεινών καταλυμάτων τους.
Τ’ αμπέλια, πρώτα απ’ όλα, δεν παραπέμπουν στα κλήματα αλλά στα μέρη έξω από τον οικισμό, εκεί που όλο σχεδόν το χωριό ξεκουβαλιόταν το καλοκαίρι, δημιουργώντας έτσι έναν δεύτερο τόπο εγκατάστασης, μια δεύτερη γειτνίαση των ταπεινών καταλυμάτων τους (καλύβες με κλαριά ήταν) και διατηρώντας τις συνήθειές τους, όπως τις είχαν στη Συκιά της Λακωνίας (αυτός είναι ο χώρος του αφηγήματος). Φυσικά ο τόπος δεν ήταν σε καμία περίπτωση παραθεριστικός, όπως τον έχουμε στο μυαλό μας. Για τις δουλειές τους πήγαιναν εκεί, βαριές, κοπιαστικές και συνεχείς – σύκα και λάδι.
Ο συγγραφέας, από το 1959 (που μετακόμισαν από το χωριό οικογενειακώς στην Αθήνα) και για εννιά συνεχόμενα χρόνια, περνούσε τους καλοκαιρινούς μήνες στ’ αμπέλια – όχι φυσικά (λόγω ηλικίας) για δουλειές αλλά για ένα πρόγραμμα… πάχυνσης (ήταν βερέμης, δηλαδή αδύνατος πολύ), κάτι που πίστευαν οι δικοί του πως θα επιτυγχανόταν ευκολότερα στο φυσικό περιβάλλον παρά στην πόλη. Είχε, έτσι, ο μικρός άπλετο χρόνο στη διάθεσή του για να παρατηρήσει, να αποτυπώσει, να ρωτήσει και να μάθει – ακόμη και για να βαρεθεί. Όταν μάλιστα επέστρεφε στο άστυ, είχε πολλά παράξενα και πρωτάκουστα να διηγηθεί στους φίλους του, που αδυνατούσαν να κατανοήσουν. Όπως για παράδειγμα, τον βραδινό ύπνο στο τσαρδί, υπαίθριο κρεβάτι υπερυψωμένο, που σου επέτρεπε να μαγεύεσαι από τον ουρανό, όλον στη διάθεσή σου. «Ο ύπνος στο τσαρδί, κάτω από τ’ αστέρια, χιλιάδες αστέρια, ήταν για μένα η μισή χαρά της ζωής στ’ αμπέλια. Όταν ξανασυναντούσα τα γειτονόπουλά μου, επιστρέφοντας στην Αθήνα, τους μιλούσα με ενθουσιασμό για τις νύχτες στο τσαρδί, και με κορόιδευαν. Ο βραδινός μου παράδεισος ήταν γι’ αυτούς αντικείμενο ειρωνείας».
Εκεί, σ’ αυτόν τον χώρο της ομαδικής νυχτερινής κατάκλισης, οι μεγάλοι έβρισκαν την ευκαιρία να αφηγηθούν τις ιστορίες τους και οι μικρότεροι να αποθηκεύσουν στη δική τους μνήμη τις μνήμες των άλλων. Η παρατήρηση μαζί με την ακρόαση, πολύτιμα εφόδια για τον μελλοντικό συγγραφέα. Πέρα, ωστόσο, από τα σχεδόν γραφικά και ευπρόσδεκτα για μια αστική ανάγνωση, συναντάμε στις μνήμες από τα καλοκαίρια του μικρού παιδιού και εικόνες με τις οποίες δύσκολα συμφιλιώνεται η ευαισθησία μας. Η σκληρότητα των ανθρώπων της υπαίθρου απέναντι στα ζώα, για παράδειγμα. Όχι μόνον η αντίληψη για τη χρηστικότητά τους ως αποκλειστικό λόγο ύπαρξης αλλά, κυρίως, η μεταχείρισή τους όταν πλέον αχρηστεύεται και καταργείται (από γηρατειά ή ασθένεια ή τραυματισμό) ο ρόλος στη ζωή των κατοίκων και στην οικονομία του νοικοκυριού. Σωστά, νομίζω, χρησιμοποιώ εδώ ενεστώτα χρόνο για να φανεί η διαχρονικότητα της βαναυσότητας – διαρκεί ακόμη και δεν ήταν μόνον σημείο των αλλοτινών καιρών. Παρόμοια αντίδραση εύλογα δημιουργείται στον αναγνώστη, όταν προκύπτει πρόβλημα αισθητικής. Οι δύο κόσμοι σε πλήρη διάσταση: «Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση. Ένας τόπος δεν είναι γι’ αυτούς ωραίος ή άσχημος, αλλά εύφορος ή άφορος. […] Αυτή τη μη αισθητική στάση οι άνθρωποι του αγροτικού πολιτισμού την τηρούσαν ακόμη και έναντι του μεγαλύτερου μέρους των έργων που σήμερα τα θεωρούμε λαϊκή τέχνη».
Η λαϊκή θρησκευτικότητα, για παράδειγμα, η ιδιότυπη προσέγγιση του θείου από απλούς ανθρώπους, δεν έχει μόνον την αίγλη που πηγάζει μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα.
Ένα ιδιότυπο «μάθημα» εξοικείωσης με την έννοια του διαφορετικού για όσους, με την κάλυψη που τους προσφέρει η προσωπική τους κουλτούρα και παιδεία, αγνοούν (ή ηθελημένα αποκρύπτουν) τις άλλες όψεις της θεώρησης των πραγμάτων. Ωστόσο, υπάρχουν. Αλλά είναι και όσοι με μια εικαζόμενη κατανόηση προσεγγίζουν αυτά που αδυνατούν στην ουσία να κατανοήσουν. Η λαϊκή θρησκευτικότητα, για παράδειγμα, η ιδιότυπη προσέγγιση του θείου από απλούς ανθρώπους, δεν έχει μόνον την αίγλη που πηγάζει μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα – όπως φυσικά αυτοί τα «διαβάζουν» αφαιρώντας μάλλον όσα στοιχεία δεν ταιριάζουν στην εξωραϊσμένη εικόνα της υπαίθρου αλλά και του ίδιου του κοσμοκαλόγερου. Γιατί ο ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη, στον τρόπο που αποτυπώνει την ύπαιθρο, πολύ απέχει από τον δήθεν ειδυλλιακό κόσμο που κάποιοι διαβάζουν στα διηγήματά του. «Αθηναίοι θεολόγοι της δεκαετίας του 1960, που είχαν ανατραφεί μέσα στις ευσεβιστικές οργανώσεις, εξωράισαν αφελώς, ως αντίδραση σε αυτό που είχαν ζήσει, τη λαϊκή ευλάβεια. […] Ο Παπαδιαμάντης πάντως, αντίθετα από τους αστούς θεολόγους του 1960, ήξερε από πρώτο χέρι τον κόσμο του ελληνικού χωριού και δεν τον εξωράιζε».
Ένας κόσμος όπου συνυπάρχει η νηστεία και η ευλάβεια με την κακοψυχιά και τον φθόνο. Η αγάπη και η θαλπωρή με τη σκληρότητα. Γράφει, όμως, για τον τόπο του με γνήσια συγκίνηση.
Ο Ζουμπουλάκης, επίσης, δεν έχει καμία διάθεση εξωραϊσμού, προκειμένου νοσταλγικά να δώσει μια εικόνα «αγνής ελληνικής υπαίθρου». Προτιμά τη ρεαλιστική γραφή, που εύστοχα αποδίδει τις αντιφάσεις της ζωής. Ένας κόσμος όπου συνυπάρχει η νηστεία και η ευλάβεια με την κακοψυχιά και τον φθόνο. Η αγάπη και η θαλπωρή με τη σκληρότητα. Γράφει, όμως, για τον τόπο του με γνήσια συγκίνηση. Αποφεύγει να πει πως όλο αυτό συνιστά μια νοσταλγική επιστροφή. Είναι ειλικρινής. Δεν υπάρχει τίποτε να νοσταλγήσει. Θέλει να δώσει τη δική του κατάθεση για τον κόσμο αυτόν που έχει παρέλθει. Είναι, λοιπόν, ιστορική η αξία του αφηγήματός του; Θα έλεγα πως όχι· περισσότερο είναι μια προσωπική του ανάγκη να ανασυντάξει μέσα του τον κόσμο του – τουλάχιστον ένα μέρος του που τον καθόρισε ως προς τη ηθική του στάση. Όσο μακριά και αν φτάσει κάποιος, όσο ψηλά και αν κατορθώσει να ανέβει, κάπου στο παρελθόν του ακουμπούν δίπλα στις παιδικές του μνήμες κάποιες συντεταγμένες, από τις οποίες δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί. Αυτές θέτουν τα όρια του ήθους του, συχνά και κάποιες επιλογές πολιτικής ένταξης. Κάνοντας τον απολογισμό αυτών των χρόνων («εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας») που πέρασε στ’ αμπέλια, ομολογεί: «Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων».
Κι αν πει κανείς πως οι προσωπικές μνήμες δεν αφορούν τους αναγνώστες, καθώς υπερβαίνουν τα όρια της λογοτεχνικής αφήγησης, ο αντίλογος τοποθετεί αλλιώς τα πράγματα. Μπορεί να απέχουν από τη μυθοπλασία –ετούτο το μαγικό ψεύδος της λογοτεχνίας– όμως ποιούν μύθους, φτιάχνουν και υπερασπίζονται τη δική τους μυθολογία. Και κάπου εκεί συναντιόμαστε μαζί τους.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία © από το αρχείο του Γιάννη Δ. Λύρα: Γυναίκες αναποδογυρίζουν τα σύκα για να λιαστούν και από τις δύο πλευρές.
Στ' αμπέλια
Σταύρος Ζουμπουλάκης
Πόλις 2018
Σελ. 96, τιμή εκδότη €8,00