Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαραγκά «Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες» (εκδ. Κριτική).
Της Διώνης Δημητριάδου
«Προσπαθούμε να αλλάξουμε τον κόσμο και έχουμε δίπλα μας το ίδιο σκοτάδι που σκοτώνει και καταστρέφει τα πάντα εδώ και αιώνες». Διαχρονική η διαπίστωση της Καλλιρρόης Παρέν, χαρακτηριστικής ηρωίδας (αληθινής και ταυτόχρονα μυθοπλαστικής) στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαραγκά. Κι όμως, όσο κι αν είμαστε έτοιμοι να παραδεχθούμε τη βαθύτερη αλήθεια που εμπεριέχει (και που φυσικά σχετίζεται με τις αντοχές των κεκτημένων στερεότυπων που δομούν και υποστηρίζουν τους κοινωνικούς ρόλους), τόσο ανακαλύπτουμε πως ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα βρίσκεται στην ενσωμάτωση της αλήθειας αυτής στη ζωή μας, στην παθητική αποδοχή της ως αναλλοίωτης και μη ανατρέψιμης. Κοινωνικό το πρόβλημα, με ρίζες στις αναπόφευκτες συμβάσεις της κοινωνικής συνύπαρξης/συμβίωσης, αλλά και ψυχολογικές οι προεκτάσεις του, με τις δικές τους ρίζες να ανιχνεύονται στην παντοδύναμη συνήθεια και στη συνακόλουθη απροθυμία ανατροπής του εσωτερικού οικοδομήματος της προσωπικότητάς μας. Ωστόσο, η λογοτεχνία βρίσκει τον τρόπο να μιλά με τη δική της γλώσσα και να ανατέμνει την πραγματικότητα δείχνοντας κάθε φορά και το ευρύτερο αλλά και το επιμέρους τοπίο, εύκολα αντιληπτό στις διαστάσεις του, προσπελάσιμο στις δυσκολίες του. Προσφέρεται η μεγάλη αφήγηση γι’ αυτόν τον σκοπό (αν δεχθούμε έστω και την ελάχιστη σκοπιμότητα στις προθέσεις των δημιουργών) κυρίως στα χέρια ικανών συγγραφέων.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς επέλεξε μια μεταβατική εποχή για να τοποθετήσει τους ήρωές του, έχοντας έτσι την ευκαιρία να ερευνήσει την αλληλεπίδραση της κοινωνίας (που αλλάζει) και των ανθρώπων που είτε υφίστανται τις αλλαγές αυτές ή (στην καλύτερη περίπτωση) τις καθοδηγούν.
Ο Γιάννης Σκαραγκάς επέλεξε μια μεταβατική εποχή για να τοποθετήσει τους ήρωές του, έχοντας έτσι την ευκαιρία να ερευνήσει την αλληλεπίδραση της κοινωνίας (που αλλάζει) και των ανθρώπων που είτε υφίστανται τις αλλαγές αυτές ή (στην καλύτερη περίπτωση) τις καθοδηγούν. Το ξάφνιασμα μπροστά στις επαπειλούμενες θεμελιακές αλλαγές, η αδυναμία να αντεπεξέλθουν τα υποκείμενα απέναντι στις νέες απαιτήσεις, η διαφοροποίηση στο περιεχόμενο των διεκδικήσεων· από την άλλη, πολιτικές ανακατατάξεις, οικονομικές ανατροπές, η προετοιμασία του κόσμου για μια σύρραξη υπερμεγέθη. Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και η πρώτη του νέου αιώνα, που μέσα τους θα κυοφορήσουν τον Μεγάλο Πόλεμο.
Ο τόπος αρχικά η Αλεξάνδρεια της μεγαλοαστικής ζωής, κατόπιν η Αθήνα της αίγλης των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, της οικονομικής κρίσης, του ατυχούς πολέμου του ’97 και του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Ταυτόχρονα, τα Ευαγγελικά και το γλωσσικό ζήτημα, οι πρώτες απόπειρες των γυναικών για διεκδίκηση δικαιωμάτων, μια αθηναϊκή λογοτεχνική άνθηση με έντυπα που για πρώτη φορά θα διευθύνονται από γυναίκες και θα απευθύνονται κυρίως σ’ αυτές. Δίπλα στην εμβληματική προσωπικότητα της Καλλιρρόης Παρέν η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Δανάη, μια λογοτεχνική περσόνα διαγραφόμενη με πληρότητα, ικανή να αποτελέσει το κέντρο του ενδιαφέροντος συγκεντρώνοντας γύρω της τους άλλους χαρακτήρες. Πλάθεται με ακρίβεια από τον συγγραφέα ο τύπος της, η σταδιακά διαμορφούμενη προσωπικότητά της, με τις ανασφάλειες, τις συναισθηματικές της ανακατατάξεις, τα καλά κρυμμένα μυστικά της, τη σταδιακά επίσης αποκτημένη ικανότητά της να χειρίζεται τους ανθρώπους του στενού της περιβάλλοντος, να τους περιθάλπει, να τους καθοδηγεί, να τους αναδεικνύει, να τους απελευθερώνει όταν πρέπει. Πάνω απ’ όλα με την ικανότητα να ακούει τους ανθρώπους, να τους ακούει να της εξομολογούνται. Ίσως από εκεί να ξεκινούν όλα τα άλλα. Και η ίδια να διακατέχεται από τον ενδόμυχο φόβο μιας ματαίωσης του ρόλου της. «Αυτή ήταν η δική της ζωή. Αν μπορούσε να κάνει κάτι καλά, ήταν να συσπειρώνει ανθρώπους που μπορούσαν να πουν και να μοιραστούν τα πάντα, χωρίς να κρίνουν τίποτα – μικροσκοπικές πόλεις ευσεβών, οι οποίοι ήθελαν να εξομολογηθούν, όχι για ευλογία αλλά για συντροφιά». Και πιο κάτω: «[…] αν σταματούσε να επενδύει στη ζωή των αγαπημένων της, θα έχανε τις δυνάμεις της. Ήταν ένα διαρκές αίσθημα κενού.Ένιωθε σαν μυθικό τέρας που το εγκατέλειψαν οι ήρωες των ιστοριών που γέννησε. Ήταν ένα από αυτά τα έντομα που πέφτουν ανάσκελα και δεν καταφέρνουν ποτέ ξανά να σηκωθούν μόνα τους. Αυτό φοβόταν η Δανάη. Ότι δεν είχε τίποτα να κουβαλήσει στους ώμους της. Ότι θα πέθαινε κοιτάζοντας τον ουρανό σε έναν άδειο καμβά χωρίς πιθανότητες».
Ο Σκαραγκάς θέλησε να γράψει μια ιστορία πολυπρόσωπη και ενδιαφέρουσα παρεμβάλλοντας στους επινοημένους ήρωές του τα αληθινά πρόσωπα της εποχής (κυρίως πρόσωπα των Γραμμάτων και του Τύπου) και να δραματοποιήσει ως φόντο τη διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα.
Ο Σκαραγκάς θέλησε να γράψει μια ιστορία πολυπρόσωπη και ενδιαφέρουσα παρεμβάλλοντας στους επινοημένους ήρωές του τα αληθινά πρόσωπα της εποχής (κυρίως πρόσωπα των Γραμμάτων και του Τύπου) και να δραματοποιήσει ως φόντο τη διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα (μία πτυχή του που συνέπεσε με τη μετάφραση των ευαγγελικών κειμένων στη δημοτική). Το κεντρικό του θέμα δεν γίνεται από την αρχή αντιληπτό· αν εξαιρέσουμε κάποιες σκόρπιες αναφορές που οπωσδήποτε δεν θεωρούνται κάτι παραπάνω από στοιχεία συμπληρωματικά των πλέον σημαντικών κομβικών σημείων της πλοκής, καθυστερεί να τοποθετηθεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος το θέμα της γλώσσας. Και πάλι μετά θα χαθεί μέσα στα τόσα άλλα ενδιαφέροντα κομμάτια της συνολικής εικόνας. Σκόπιμη αυτή η σκηνοθεσία του υλικού; Ναι, γιατί όχι; Παρακολουθούμε από την αρχή τη διαμόρφωση της Δανάης, τη σταδιακή της ωρίμαση μέσα από τις προσωπικές της περιπέτειες (λέει σε συνέντευξή του άλλωστε ο συγγραφέας: «Μου αρέσουν οι άνθρωποι που καταφέρνουν μικρές αλλαγές στον κόσμο επειδή αλλάζουν οι ίδιοι») αλλά και μέσα από τις συναναστροφές της, μέχρι το σημείο που θα κατανοήσει πως μπορεί να διεκδικήσει μια δική της ξεχωριστή φωνή, άρα και διακριτή ζωή. Η φωνή προϋποθέτει τη γλώσσα, τον κώδικα επικοινωνίας που θα κατορθώσει να μεταμορφώσει τη γυναικεία παρουσία από δευτερεύουσα και υποδεέστερη σε αξιοπρόσεκτη προσωπικότητα, σε μοχλό εξελίξεων. Σε κάποιο σημείο η Καλλιρρόη Παρέν θα δώσει το ιδιαίτερο στίγμα της δυναμικής, μιας συνειδητής φωνής: «Αμέτρητες γενιές πήγαν χαμένες γιατί έμαθαν να πιστεύουν ότι η μοναδική μας ισχύς απέναντι στους άντρες είναι η φύση. Είναι, αλλά όχι η μοναδική. Όχι τόσο απελευθερωτική όσο η φωνή μας».
Η Καλλιρρόη Παρρέν |
Για να ακουστεί όμως αυτή η φωνή, ο κώδικας πρέπει να μπορεί να φτάσει ως το τελευταίο ευήκοον ους, πρέπει να μιλά τη γλώσσα του με όσο πιο απλό και κατανοητό τρόπο γίνεται. Μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει (και μάλιστα με τον πλέον επώδυνο τρόπο) έχει, λοιπόν, θέση η ενασχόληση με τα γράμματα, με τη γλώσσα; «[…] κάθε φορά που διαλύεται ο κόσμος, ξαναφτιάχνεται με λεφτά και συναίνεση· τα λεφτά κάποιου άλλου και τη συναίνεση τη δική σου. Χωρίς όμως τα γράμματα και τις τέχνες δεν μπορείς να εξαφανίσεις τη δυσωδία από αυτό που πεθαίνει».
Το στοχαστικό εξώφυλλο συμπληρώνει τη συνολική, απολύτως θετική, εικόνα της ανάγνωσης, τονίζοντας το κυρίαρχο συναίσθημα του ανθρώπου των αρχών του 20ου αιώνα. Αναμονή, αναλογισμός, και μια αναπόφευκτη μελαγχολία.
Με τον εύστοχο χειρισμό του υλικού του ο Σκαραγκάς αναδεικνύει το πολυεπίπεδο του μυθιστορήματός του: αρχικά το ευρύ τοπίο/πλαίσιο (αυτή είναι η μεταβατική εποχή με όλα τα πραγματικά της ιστορικά στοιχεία), μέσα στο οποίο εντάσσει την επινοημένη ιστορία των ηρώων του (με κεντρικό πρόσωπο τη γυναίκα/Δανάη) και σε επόμενο, βαθύτερο τοπίο, ερευνά τους κώδικες της επικοινωνίας, τη γλώσσα στις διαφορετικές μορφές της που οδήγησε στη σταδιακή απελευθέρωση του σκεπτόμενου ανθρώπου, επιδιώκοντας σε ακόμη βαθύτερο χώρο έρευνας να ανιχνεύσει τις ρίζες του κοινωνικού ιστού, να δείξει τους ρόλους που καθορίζουν τη σκέψη και την πρακτική των κοινωνικών όντων, αντρών και γυναικών. Κάτω από αυτή την οπτική της ανάλυσης, δεν ξαφνιάζει η δευτερεύουσα αρχικά παρουσία της γλώσσας και η ανάδυσή της μόνο όταν έχει προχωρήσει αρκετά η πλοκή ως κυρίαρχου θέματος. Ο κώδικας είναι ο άνθρωπος, που ανακαλύπτει τη δυναμική των λέξεων πρώτα στην προσωπική του ζωή (μια λέξη παρερμηνευμένη ίσως οδηγεί σε εσφαλμένες αποφάσεις, σε διαφορετική πορεία ζωής), και κατόπιν δοκιμάζει τη χρήση της γλώσσας ως κινητήριου μοχλού εξελίξεων.
Δεν συναντάμε συχνά στη μεγάλη αφήγηση μια ανάλογη ενορχήστρωση των επιμέρους στοιχείων, ώστε αυτά να αποτελέσουν ένα σύνολο τόσο άξιο λόγου. Κυρίως έχουμε έλλειψη από το ιδεολογικό υπόβαθρο που να έχει τη δύναμη να υποστηρίξει μια ενδιαφέρουσα πλοκή. Εδώ βρίσκουμε και τα δύο αυτά στοιχεία που κάνουν τη διαφορά και ξεχωρίζουν ένα μυθιστόρημα ανάμεσα στο πολλά φιλόδοξα ομοειδή. Το στοχαστικό εξώφυλλο συμπληρώνει τη συνολική, απολύτως θετική, εικόνα της ανάγνωσης, τονίζοντας το κυρίαρχο συναίσθημα του ανθρώπου των αρχών του 20ου αιώνα. Αναμονή, αναλογισμός, και μια αναπόφευκτη μελαγχολία.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Λαχτάρα που περίσσεψε από χτες
Γιάννης Σκαραγκάς
Κριτική 2018
Σελ. 512, τιμή εκδότη €16,00