Για το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου «Στο τέλος νικάω εγώ» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Διονύση Μαρίνου
Δίχως να προσκολλάται σε μια ιδεολογική γραμμή, αλλά με ζέση που δεν μπορεί να παραγνωριστεί, η Σοφία Νικολαΐδου, στα τελευταία τρία μυθιστορήματά της κινείται σε αυτό το ευρύ πλαίσιο του «Νέου Ιστορικισμού». Είναι πρόδηλη δηλαδή η προσπάθειά της να κατανοήσει τα γεννήματα της Ιστορίας μέσα από τη λογοτεχνική έκφανση. Ή, για να το πούμε αλλιώς, κανένα σημαντικό φαινόμενο του παρελθόντος, όσο καθοριστικό και αν είναι για την έκβαση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, δεν μπορεί να λειτουργεί ισοπεδωτικά για τις μικρές «καθημερινότητες» των ανθρώπων που το βίωσαν. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία είναι σε θέση να αναπλάσει, να μεταστοιχειώσει και να πιθανολογήσει με την ελευθερία που της παρέχει η μυθοπλασία. Εν πολλοίς, η Ιστορία γράφεται στα μεγάλα κατάστιχα, αλλά προηγουμένως έχει ζυμωθεί με τους ανθρώπους που την έζησαν.
H Νικολαΐδου κινείται επιδέξια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αναζητώντας το αδιόρατο νήμα που μπορεί να ενώσει διαφορετικές εποχές και καταστάσεις.
Με κομβικό σημείο τη Θεσσαλονίκη, που είναι άλλωστε ο γενέθλιος τόπος της, η Νικολαΐδου κινείται επιδέξια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αναζητώντας το αδιόρατο νήμα που μπορεί να ενώσει διαφορετικές εποχές και καταστάσεις. Είτε με αφορμή την υπόθεση Πολκ (βλ. το Χορεύουν οι ελέφαντες), είτε με τη μαύρη περίοδο της Κατοχής (βλ. Απόψε δεν έχουμε φίλους) και τώρα τον Εθνικό Διχασμό του 1916 (βλ. Στο τέλος νικάω εγώ), το ιστορικό πλαίσιο διαμορφώνεται με έναν τρόπο δυναμικό, καθώς δεν περιορίζεται σε έναν άγονο αναστοχασμό ή σε μια εκ των υστέρων κριτική ανασκόπηση. Το γεγονός ότι επιλέγει να εντάξει το παρελθόν σε ένα εν εξελίξει παρόν και ο τρόπος με τον οποίο το πράττει, αποδεικνύουν πως έχουν δίκιο οι Ρώσοι όταν λένε πως το μόνο που αλλάζει είναι το παρελθόν. Ξαναγράφεται; Επανατοποθετείται στις ζωές των νέων γενιών; Αναδιπλώνεται για να εξηγήσει τα δράματα; Όπως και να έχει, το ιστορικό «εράνισμα» της Σοφίας Νικολαΐδου ούτε στείρο είναι ούτε προσχηματικό. Το καινούργιο της μυθιστόρημα ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία, η οποία μπορεί θεματικά να κερδίζει την αυτονομία της, εντούτοις έχει έναν συνεκτικό πυρήνα διευθέτησης. Κεντρώνει την καίρια ζεύξη παρελθόντος/παρόντος αφήνοντας να φανεί ολοκάθαρα πως η Ιστορία δεν είναι ένας αμετακίνητος ογκόλιθος, αλλά η διαρκής διαφωνία της μνήμης με το παρελθόν, όπως και έλεγε και η Βρετανίδα συγγραφέας Τζινέτ Γουίντερσον.
Και σε αυτό το βιβλίο εμφανίζονται χαρακτήρες με αντιθέσεις, εντάσεις και αποφασιστικότητα. Τέσσερις νέοι του σήμερα, εκπρόσωποι μιας χαμένης γενιάς, δουλεύουν από κοινού για τη διοργάνωση μιας ημερίδας που έχει θέμα την επέτειο της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, τον Εθνικό Διχασμό, την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο τότε ελληνικό κράτος και το Μακεδονικό Μέτωπο. Μια περίοδος που μπορεί να έχει ως έναν βαθμό αποσιωπηθεί, ωστόσο φανερώνει πολλές από τις παθογένειες της ελληνικής περίπτωσης. Η ζωή των νέων κινείται ανάμεσα σε ένα δυναστευτικό παρόν (να τελειώσουν το πανεπιστήμιο, να φύγουν για το εξωτερικό, να μπουν στην αγορά εργασίας) και σε ένα άδηλο παρελθόν που μπορεί να μην τους καθορίζει, αλλά δεν τους αφήνει και αδιάφορους. Τριγύρω τους, αναπτύσσεται ένα «κλασικότροπο» –για τα ελληνικά δεδομένα– δίκτυο κονδυλίων, ιδιοτέλειας και κατάχρησης χρημάτων με κεντρικό πρωταγωνιστή έναν μηχανορράφο καθηγητή του ΑΠΘ. Κεντρική θέση στη σκηνή του μυθιστορήματος κατέχει και ο Μαρίνος Σουκιούρογλου, ο καθηγητής των παιδιών στο Λύκειο. Ένας άνθρωπος παλαιάς κοπής που θα μπορούσε δυνητικά να έχει καλύτερη τύχη, όμως, οι συγκυρίες, αλλά και οι δικές του εμμονές, τον κράτησαν καθηλωμένο σε μια πνιγηρή κανονικότητα. Ακόμη κι έτσι, ήταν ο άνθρωπος που διαμόρφωσε τη σκέψη των παιδιών στην είσοδό τους στον μεγάλο κόσμο.
Από το 2015 στο 1915 και τούμπαλιν
Μπορεί τα δεδομένα να είναι διαφορετικά και οι συνθήκες ολότελα ξένες μεταξύ τους, όμως, ναι, η “μήτρα” που γεννάει τα δράματα στην Ελλάδα δείχνει να παραμένει αναλλοίωτη. Είναι αυτή που μετατρέπει κάθε ελπίδα σε κατακρήμνιση και κάθε προσπάθεια σύμπνοιας σε πεδίο εσωτερικής μάχης.
Με τρόπο κινηματογραφικό, η Νικολαΐδου κινείται μεταξύ δύο περιόδων. Αυτήν πριν από το Δημοψήφισμα (2015) και εκείνη του Εθνικού Διχασμού (1912-1915) που χώρισε την Ελλάδα σε βενιζελικούς και βασιλικούς. Δύο κρίσιμες ιστορικές στιγμές κατά τις όποιες το κοινωνικό σώμα λειτούργησε περισσότερο με το θυμικό, ίδιον της φυλής, και λιγότερο με τη λογική. Ακόμη και η βουτιά στο παρελθόν, όμως, διενεργείται με ενεργητικό τρόπο. Από την αρχή κιόλας του μυθιστορήματος μεταφερόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα, επί εποχής Τρικούπη, οπότε και η σύγκρουση των Ελλήνων με τις ξένες δυνάμεις βρίσκεται σε σημείο βρασμού. Όπως, δηλαδή, συμβαίνει και στις μέρες μας. Ο Μεγάλος Διχασμός αναπτύσσεται και πάλι μέσα από τη μικροσκοπική ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων. Ένας εμπνευσμένος ζαχαροπλάστης, ένας κρητικός χωροφύλακας, ένας Γάλλος γιατρός, έναν απότακτος πελοποννήσιος που θέλει να εκδικηθεί τον Βενιζέλο, ξένοι στρατιώτες που περιδιαβαίνουν την ελληνική επικράτεια. Αυτά είναι τα πρόσωπα που καλούνται να μας διηγηθούν την προσωπική τους περιπέτεια και μέσα από αυτήν πλάθεται η γενικότερη εικόνα της εποχής.
Μπορεί τα δεδομένα να είναι διαφορετικά και οι συνθήκες ολότελα ξένες μεταξύ τους, όμως, ναι, η «μήτρα» που γεννάει τα δράματα στην Ελλάδα δείχνει να παραμένει αναλλοίωτη. Είναι αυτή που μετατρέπει κάθε ελπίδα σε κατακρήμνιση και κάθε προσπάθεια σύμπνοιας σε πεδίο εσωτερικής μάχης. Με στενάχωρη βεβαιότητα οι λογής μετριότητες παίρνουν τα ηνία των πραγμάτων αφήνοντας στο περιθώριο ανθρώπους που θα μπορούσαν να εκτρέψουν το «κακό» ριζικό. Από την άλλη, η Νικολαΐδου δίνει φωνή σε νέους ανθρώπους που είναι τα θύματα της κρίσης. Αυτό το νεότευκτο «προλεταριάτο της γνώσης» αναγκάζεται να τραπεί σε άτακτη φυγή από μια παρακμάζουσα και δίχως μέλλον χώρα και να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, δίχως καμία βεβαιότητα υπό μάλης. Το γνωστό brain drain, έτσι και αλλιώς, είναι μια σκληρή πραγματικότητα την οποία βιώνει η χώρα από την έναρξη της κρίσης και εξακολουθεί να υφίσταται τις συνέπειές της. Η Νικολαΐδου αφήνει τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνες τους – δεν παίρνει θέση. Και δεν το κάνει από συγγραφική αιδημοσύνη, αλλά διότι η πιο ουσιαστική παρέμβασή της είναι η ίδια η ανάπτυξη της ιστορίας της μέσα στη μεγάλη Ιστορία. Άλλωστε, τα θέματα που επιλέγει από μόνα τους είναι δηλωτικά της ανάγκης της να μιλήσει δίχως εκζήτηση ή προσπάθεια στρογγυλέματος. Τα άδυτα της δημόσιας εκπαίδευσης, τα προσωπικά συμφέροντα έναντι του γενικού καλού, οι εμμονές ως κινητήριος μοχλός των γεγονότων, είναι τα τοξικά βλαστάρια που συν τω χρόνω δίνουν τους χειρότερους δυνατούς ανθούς σε μια χώρα που ξέμαθε πώς είναι να ανθίζει κανείς σε φυσιολογικές συνθήκες.
* O ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ