Για το βραβευμένο μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου «Τι μένει από τη νύχτα» (εκδ. Πατάκη) και τη νουβέλα του Θωμά Κοροβίνη «Σκίρτημα ερωτικόν. Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν» (εκδ. Άγρα).
Του Νίκου Ξένιου
O Θωμάς Κοροβίνης, στο τελευταίο του βιβλίο Σκίρτημα ερωτικόν - Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν, παρουσιάζει σε καθαρεύουσα και σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ένα (επινοημένο) επεισόδιο της εφηβείας του Κ.Π. Καβάφη που διαδραματίζεται στην Κωνσταντινούπολη. Η δε Έρση Σωτηροπούλου, στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο της Τι μένει από τη νύχτα, «επανεπινοεί» τον Καβάφη στο παρισινό ταξίδι που έκανε με τον αδελφό του Τζων, το 1897. Και στα δύο βιβλία ο Καβάφης είναι ένας flâneur, ένας περιοδεύων άπατρις. Η επιλογή του γλωσσικού ιδιώματος, όμως, έχει διαφορετικό αποτέλεσμα στα δυο βιβλία: ο κύριος Κοροβίνης επιλέγει την καθαρεύουσα για να γράψει ένα βραχύ instantané ποιητικής έμπνευσης, ενώ η κυρία Σωτηροπούλου παρουσιάζει τον Καβάφη σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση να μιλά σαν σύγχρονος άνθρωπος, ενώ ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής τον παρακολουθεί από ψηλά, συνθέτοντας ένα μυθιστόρημα «εποχής» που έχει ως φόντο το Παρίσι του fin de siècle.
Το ποθούμενο και η μετάπλαση του πόθου στον Κοροβίνη
Μοναχικός, καταθλιπτικός, κλεισμένως «ανεπαισθήτως» έξω από τα τείχη της «ενταγμένης» ζωής, ο ποιητής νιώθει το πρώτο βαθύ ερωτικό σκίρτημα, σε ένα πλαίσιο αυτοαναφορικότητας ιδιαίτερα γοητευτικό για τον αναγνώστη.
Στο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, που είναι πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο «τόπος» ηδονής μετατίθεται στην πνευματική σφαίρα: «Ήτο η εμβάπτισίς μου εις ένα νέον και προσφιλή κόσμον, μυστηριώδη, ηδονικόν και κατά την προσωρινήν αίσθησίν μου επικίνδυνον». Ο Χασάν, ο διαφορετικός, ο οθωμανός με την ιδιότυπη καταγωγή και τον γοητευτικό λακωνισμό, θεωρημένος μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα απόκρυψης του νεαρού αφεντικού του, καταφέρνει να εκμαυλίσει τον έφηβο Καβάφη και να οικοδομήσει το νοσταλγικό ποιητικό σώμα της επιθυμίας του με μια διαδικασία «εξάχνωσης» του πόθου. Η ψευδο-ιστορικότητα του αφηγήματος είναι η κατάλληλη συνταγή για μια πεζογραφική μετάπλαση μιας ποίησης, όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο ποιητής. Η αφηγηματική επιλογή μιας καλοδουλεμένης καθαρεύουσας και κάποια σπαράγματα της γλώσσας του αστικού χώρου υπηρετούν την εγχώρια αφηγηματική παράδοση φιλοτεχνώντας ένα «πλάνητα» ήρωα, ένα είδος σατωβριανδικού περιηγητή της Πόλης, που βιώνει λαγνοθηρικά το άγγιγμα με τον προπορευόμενο Χασάν.
Όμως το ποθούμενο δεν είναι μόνο το ανδρικό σώμα του υπηρέτη, αλλά και το σκηνικό όπου αυτός κινείται. Είναι, δε, το Νιχώρι το σκηνικό του επεισοδίου, ενώ η μεταφορά ενός δέματος από το τελωνείο στην πόλη μέσω της γέφυρας του Γαλατά συνιστά το πρόσχημα. Ο πόθος μένει ανικανοποίητος, γι’ αυτό και μετατίθεται στο επίπεδο της ποιητικής έμπνευσης. Μοναχικός, καταθλιπτικός, κλεισμένως «ανεπαισθήτως» έξω από τα τείχη της «ενταγμένης» ζωής, ο ποιητής νιώθει το πρώτο βαθύ ερωτικό σκίρτημα, σε ένα πλαίσιο αυτοαναφορικότητας ιδιαίτερα γοητευτικό για τον αναγνώστη: «σαγηνευθείς υπό του σφριγηλού φυσικού κάλλους και της αφοπλιστικής απλότητος του ευρώστου συνομηλίκου», ο κατά Κοροβίνην Καβάφης κάνει τον αναγνώστη συνένοχο στη λαθραία, ηδονοβλεπτική του πορεία από πρωίας μέχρις εσπέρας: «Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας».
«Ό,τι γράφεται στο δέρμα δεν σβήνει»: ο Καβάφης της Έρσης Σωτηροπούλου
Η αγωνία του συγγραφέα, η ερωτική του αναστάτωση για τον Ρώσο χορευτή, η ανάμνηση κάποιων ονείρων του και οι απλές réveries, η επιστράτευση της μελέτης ρώσων και γάλλων λογοτεχνών, η επιστολογραφία του, όλα συνδυάζονται με την εικόνα του «πλάνητα» Καβάφη στα faubourgs του Παρισιού.
Το βιβλίο της κυρίας Σωτηροπούλου αναφέρεται στην περίοδο της διαμόρφωσης του ποιητικού ιδιώματος ενός Καβάφη που είναι μόλις λίγο παραπάνω από τριάντα χρόνων, στην εποχή όπου τον είχε καταλάβει ανασφάλεια για την έκδοση των πρώτων του έργων. «Είπες: θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα...» είναι το ποίημα που παλεύει να γράψει σ’ αυτήν την περίοδο, και το σκέφτεται ενώ βαδίζει στην avenue de l’ Opera: η σύλληψη της καβαφικής «πόλης», αυτής που «θα σ’ ακολουθεί» παντού, είναι το υλικό βάσει του οποίου η κυρία Σωτηροπούλου με κινηματογραφική ματιά συνθέτει αυτό το μυθιστόρημα, επιστρατεύοντας την αχλύ της Αλεξάνδρειας, την αποτύπωση της ταπεινωμένης Ελλάδας του 1897 και το ολοζώντανο Παρίσι της belle époque. H Corniche, το Quartier Grec, τα τσάγια της Μαμάς στο Ράμλι, η Μεσόγειος που απλώνεται μπροστά, όλες οι αποτυπώσεις της κοινωνικά περιχαρακωμένης αλεξανδρινής ζωής έρχονται εδώ να ενταχθούν σ’ αυτό το φόντο: «Η Αλεξάνδρεια με σκοτώνει». To περαστικό μπουλούκι με τους οργανοπαίκτες θα μπορούσε να είναι ο προοιωνισμός του θιάσου στο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», ενώ είναι ολοφάνερη η αντιστοιχία με τον θίασο τραγουδιστών του Θανάτου στον «Θάνατο στη Βενετία» (:άλλωστε, τα μπαλέτα της Πετρούπολης με τον περιπόθητο χορευτή αναχωρούν για τη Βενετία).
Ο Monsieur Kavafy συγκατοικεί με τη (φροϋδικά χαρακτηρισμένη ως «Χοντρή») μητέρα του και με τα δύο του αδέλφια, τον Παύλο και τον Τζων, ενώ παίρνει την πρώτη του άδεια και φεύγει για ένα μυητικό οδοιπορικό δυο μηνών στην Ευρώπη μαζί με τον Τζων. Ξεναγός των δυο αδελφών στο αστικό περιβάλλον του Παρισιού είναι ο Νίκος Μαρδάρας, γραμματέας του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου (Jean Moréas), που τους οδηγεί στο γραφείο του συμβολιστή ποιητή, ενώ εκείνος απουσιάζει στην Ελλάδα. Η αγωνία του συγγραφέα, η ερωτική του αναστάτωση για τον Ρώσο χορευτή, η ανάμνηση κάποιων ονείρων του και οι απλές réveries, η επιστράτευση της μελέτης ρώσων και γάλλων λογοτεχνών, η επιστολογραφία του, όλα συνδυάζονται με την εικόνα του «πλάνητα» Καβάφη στα faubourgs του Παρισιού: στο δάσος της Βουλώνης, στα κεντρικά βουλεβάρτα και τους κήπους του Quartier Latin (ruedes Écoles, Bld. St. Germain, Bld. Haussmann, Jardin du Luxembourg, κλπ.).
Το πνεύμα και το σώμα ελληνικόν: σε μικρή και σε μεγάλη αφηγηματική φόρμα
Εστιασμένη ευφυώς στον μεταιχμιακό χαρακτήρα της παρερχόμενης εποχής, τηρώντας διακειμενική συνέπεια και παραλληλίζοντας την περιπλάνηση του ποιητή με μιαν «Αλεξάνδρεια που χάνει», η κυρία Σωτηροπούλου συγχρονίζει τα μεγάλα πνεύματα του Παρισιού εκείνης της εποχής με τον διασπορικό, συγκρητιστή και εμφανώς ομοφυλόφιλο Καβάφη.
Η Έρση Σωτηροπούλου προσεγγίζει τον Καβάφη υπό το πρίσμα ενός ιστορικισμού που, ποιητική αδεία, τον βάζει να συνειδητοποιεί τον ταξικό του ξεπεσμό (τα παλτά των φτωχών συγγενών στο πορτ μαντώ), τη μετριότητα της υπηρεσιακής ρουτίνας της ζωής του στην Εταιρεία Αρδεύσεων και την αναπόφευκτη έκθεσή του στη «νέα εποχή» που έρχεται. Σε αυτήν τη σύνθετη προσέγγιση, η φιλομόφυλη επιθυμία, τα ένοχα ίχνη του κρύφιου αγγίγματος, τα φιλιά που δεν δόθηκαν αλλά και αυτά που δόθηκαν, η εικόνα ενός ημίγυμνου νεαρού σιδερά σκυφτού πάνω από το αμόνι του και η αισθησιακή ματιά ενός νεαρού αγοριού, όλα μετατρέπονται σε αυνανιστικό όραμα. Κατατρυχόμενος από την αρνητική αποτίμηση του Ζαν Μορεάς («Αδυναμία έκφρασης - Κακοτεχνία») και από το «υπόλειμμα» συνθετικής αρτιότητας των πρώτων του ποιημάτων (:«Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Ουγκώ, με συντρίβετε!»), ο Καβάφης της Σωτηροπούλου κυριαρχείται από τον ανικανοποίητο πόθο της άψογης ποιητικής φόρμας. Αυτός προσιδιάζει σε ένα βαθμό στον ασίγαστο πόθο για «ορμές που βάσταγε», όμως, φαντασιωσικός ή μη, παραμένει αμιγώς σωματικός. Η αδηφάγα σάρκα του που δεν ικανοποιείται δίνει έμπνευση για δημιουργία: «το χλωμό δέρμα, πιο χλωμό κάτω από το βρώμικο σεντόνι». Εστιασμένη ευφυώς στον μεταιχμιακό χαρακτήρα της παρερχόμενης εποχής, τηρώντας διακειμενική συνέπεια και παραλληλίζοντας την περιπλάνηση του ποιητή με μιαν «Αλεξάνδρεια που χάνει», η κυρία Σωτηροπούλου συγχρονίζει τα μεγάλα πνεύματα του Παρισιού εκείνης της εποχής με τον διασπορικό, συγκρητιστή και εμφανώς ομοφυλόφιλο Καβάφη. Στο μυθιστόρημά της επινοεί μια προκλητική, ουρολαγνική εκδοχή, ένα «ερζάτ» του πραγματικού πόθου και, κρατώντας ως απείκασμα μιας ζοφώδους φαντασίωσης μια μόνο «μικρή τριχούλα», υλοποιεί τη συμπάθειά της προς τον ιστορικό Καβάφη, χωρίς να ταυτιστεί μαζί του.
Στο διήγημα του Θωμά Κοροβίνη επιτελείται η μετάθεση του σαρκικού πόθου σε κάτι ευρύτερο, αισθητικά άρτιο, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της διαμόρφωσής του.
Η μυθιστορηματική βιογραφία είναι διαφορετική από το διήγημα/στιγμιότυπο. Στο διήγημα του Θωμά Κοροβίνη επιτελείται η μετάθεση του σαρκικού πόθου σε κάτι ευρύτερο, αισθητικά άρτιο, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της διαμόρφωσής του, και το οποίο συναπαρτίζουν η αίσθηση της ιδιαίτερης πατρίδας, η συναίσθηση της γλωσσικής συνέχειας, η οπτική μνήμη και το κομβικό σημείο διασταύρωσης θρησκευμάτων και διαφορετικών πολιτιστικών στοιχείων: μπορούμε καταχρηστικά να πούμε πως στο βιβλίο του Κοροβίνη η Δύση (ο πνευματικός έρως και οι διανοητικές καταβολές) συναντά την Ανατολή (το φαντασιωσικό κατάλοιπο μιας αυτοκρατορίας όπου κυριαρχεί ο σαρκικός πόθος). Η επιλογή της μικρής φόρμας εντείνει την υπαινικτικότητα, σε μιαν έντεχνη γλωσσική sublimation, που ως κορνίζα εικονοπλασίας θα πλαισιώσει σύντομα και αποτελεσματικά το μετείκασμα του ποθητού προσώπου. Η καθαρεύουσα αποστασιοποιεί, εντείνει τον απόκρυφο χαρακτήρα του συναισθήματος, αμβλύνει τη σαρκικότητα των εικόνων, αλλά και υπογραμμίζει την ειρωνεία της ματαίωσης. Πνιγμένος στις αναστολές και συμμορφωμένος προς τα ηθικά στερεότυπα της εποχής και του περιβάλλοντός του, ο περιπαθής Κ.Π. Καβάφης του Κοροβίνη μετατρέπεται σε ένα είδος έλληνα Αντρέ Ζιντ.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τι μένει από τη νύχτα
Έρση Σωτηροπούλου
Πατάκης 2015
Σελ. 336, τιμή εκδότη €15,40
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΡΣΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σκίρτημα ερωτικόν
Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν
Θωμάς Κοροβίνης
Άγρα 2017
Σελ. 80, τιμή εκδότη €9,50