Για τη συλλογή διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ (εκδ. Μελάνι)
Της Διώνης Δημητριάδου
Τη ζωή μας είχε πάψει προ καιρού να τη χαρακτηρίζει μια συμμετρία. Ήμασταν κομμάτια, ο καθένας μέσα του κι ακόμη πιο μέσα.
Οι ήρωες των διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου απέχουν από την αποδεκτή έννοια της συμμετρίας. Είτε με την τρέχουσα σημασία των συμμετρικών μεγεθών είτε με την κυριολεκτική συν μέτρω (όπως κι αν τους δούμε) ξεφεύγουν, περισσεύουν, ξεχύνονται έξω από τα συμβατικά όρια μιας ζωής σύμμετρης. Αυτή ως εκδοχή ζωής και επιλογή τους δεν είναι κατ’ ανάγκη απορριπτέα, ιδίως αν τη συγκρίνουμε με τον αντίποδά της, μια ζωή αποκλεισμένη από κάθε επινοητική ανατροπή, από κάθε έκπληξη και αντιστροφή των δεδομένων της. Ωστόσο ετούτη η ασυμμετρία εμφανίζεται περίκλειστη στους τοίχους των σπιτιών, σαν μια εσωτερική απόρριψη των καθιερωμένων και κοινών τόπων που καθορίζουν τις ζωές των άλλων. Και οι ήρωες των μικρών αυτών ιστοριών οδηγούν την απόρριψη της κοινοτοπίας ως τα άκρα, ακόμα κι αν η επικίνδυνη αυτή ισορροπία στο κενό καταργεί στην ουσία τη ζωή τους την ίδια.
Ένας εφιαλτικός κόσμος, άλλοτε πολυπρόσωπος και άλλοτε απελπιστικά μοναχικός, χωρίς κραυγές και εξάρσεις στις περισσότερες των περιπτώσεων, με τον εφιάλτη όμως ατόφιο.
Ψάχνοντας τους εσωτερικούς συνδέσμους, τα λεπτά και δυσδιάκριτα νήματα που δένουν τις ιστορίες και τους ήρωές τους μεταξύ τους θαρρώ πως κυρίως εντοπίζονται στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα που ο ικανότατος ως προς αυτό συγγραφέας δημιουργεί. Πρόκειται για έναν μικρόκοσμο που οι ήρωες διαμορφώνουν -άλλοτε από δική τους βούληση και άλλοτε χωρίς να ερωτηθούν-, συχνά παραισθητικό στις εικόνες του, ο οποίος με τη σειρά του αναπόφευκτα τους διαμορφώνει και αυτούς ενσωματώνοντάς τους στην ακινησία του ή αλλού στην παράλογη κίνησή του. Στην ουσία ένας εφιαλτικός κόσμος, άλλοτε πολυπρόσωπος και άλλοτε απελπιστικά μοναχικός, χωρίς κραυγές και εξάρσεις στις περισσότερες των περιπτώσεων, με τον εφιάλτη όμως ατόφιο. Μια προσομοίωση πανικού, για να χρησιμοποιήσω τη φράση που ο συγγραφέας βάζει στο στόμα ενός ήρωά του, προσεγγίζοντας έτσι μια καφκική ερμηνεία του λόγου. Και αυτό είναι κάτι που προσέχεις αμέσως, σε αγγίζει η αίσθηση της δυστοπίας σε μικρογραφία, όση μπορεί να χωρέσει σε μικρά διαμερίσματα, σε κλειστοφοβικά δωμάτια. Τα σπίτια κρύβουν τα δικά τους μυστικά, αποκαλύπτοντας ίχνη της κακοφορμισμένης τους πληγής στους ενοίκους τους. Και αυτοί αποφασίζουν είτε να αδιαφορήσουν περικλείοντας ακόμα περισσότερο τον ζωτικό τους χώρο στο ελάχιστο ασφαλές επίπεδο, είτε να ενσωματωθούν στη δυστοπική εικόνα. Άλλοτε προτιμούν να δημιουργήσουν τον δικό τους κόσμο, με τα προσωπικά τους επιθυμητά δεδομένα, χωρίς να έχει καμία σημασία το ότι αυτός απέχει από την πραγματικότητα. Άλλωστε ποια είναι η όντως πραγματικότητα; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι μια μόνον είναι η αληθινή όψη του κόσμου; Οι περισσότερες εκδοχές του αληθινού στηρίζονται στην προσωπική οπτική που ανέχεται ως αλήθεια ο καθένας. Απλώς ο Διονύσης Μαρίνος τόλμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
[…] Ήταν μαύρο και ορθάνοιχτο και μας κοιτούσε στα μάτια. Όπως το κοιτούσαμε κι εμείς. Ούτε πεθαμένο ούτε ζωντανό. Ούτε ξένο αλλά ούτε και γνωστό. Κάτι μας θύμιζε αλλά δεν ήμασταν και σίγουροι. Η γυναίκα μου είπε, σου μοιάζει. Εγώ που το κοίταξα καλύτερα, από διαφορετικές γωνίες, ήμουν σίγουρος πως ήταν ίδια η γυναίκα μου όταν την πρωτογνώρισα. Και μετά άρχισε να ακούγεται αυτός ο ήχος. Τώρα τον ακούγαμε και οι δύο την ίδια χρονική στιγμή. Εμείς, αυτό, και ο ήχος. Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το χαλί και καλύψαμε το πάτωμα. Ο ήχος μουγγάθηκε για λίγο και μετά άρχισε ξανά.
Από τότε ζούμε κανονικά σε αυτό το σπίτι.
Το συνηθίσαμε. Πρέπει να παίρνεις τα πράγματα όπως σου έρχονται. Να μη ρωτάς κείνο και το άλλο. Να μη σκοτίζεσαι με αυτά που δεν αλλάζουν. Το χαλί δεν το ξανασηκώσαμε και ούτε πρόκειται.
Καμιά φορά ακούμε τον ήχο μέσα στα άγρια μεσάνυχτα.
Σηκωνόμαστε όπως είμαστε, με τις πιτζάμες και τα νυχτικά και πηγαίνουμε στο σαλόνι.
Ορισμένες φορές χορεύουμε αγκαζέ στον ρυθμό.
Και μετά πηγαίνουμε ξαλαφρωμένοι για ύπνο.
(Αυτός ο ήχος)
Καμιά φορά επαναστατούν θέλοντας να επιβεβαιώσουν τη διάθεσή τους για το ασύμμετρο αλλά επιθυμητό. Τότε τα πράγματα όντως ξεφεύγουν από τη συμβατική αποδοχή που δομεί την ομοιομορφία της ζωής. Αλλά τότε κι αυτοί δεν έχουν άλλη επιλογή. Έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη.
[…] σηκώνομαι, ανοίγω τα παράθυρα, τραβάω τις κουρτίνες, ισιώνω τη φωνή, τα ρούχα μου, να μην καταλάβει κανείς τίποτα, ο κόσμος περνάει, τους σταματάω με τις φωνές μου, με κοιτούν απ’ τα μπαλκόνια, ο Αργύρης μού γνέφει τρομαγμένος, ούτε ξέρω τι λέω. Σήμερα παντρεύω την κόρη μου, λέω, σήμερα τους λέω, ελάτε να τη δείτε. Βγαίνω στον δρόμο, αφήνω την πόρτα ανοιχτή. Τους καλώ να έρθουν στο σπίτι, έχουμε γιορτή, να πιουν ένα κρασί, να τους φιλέψω για το καλό. Ο κόσμος απομακρύνεται από κοντά μου, δεν μου δίνει σημασία, λες και είμαι αόρατη. Με περνάνε, ούτε που ξέρω για τι πράγμα με περνάνε. Ελάτε, τους λέω, ελάτε να δείτε τη νύφη.
(Ο γάμος)
Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο Μαύρα νερά, θα συναντήσουμε την πιο υπερβατική γραφή από όλες του βιβλίου. Ταυτόχρονα θα κατανοήσουμε μέσω αυτής και όλες τις υπόλοιπες. Πρόκειται για μια εσώψυχη «συνομιλία» με τον Μίλτο Σαχτούρη, αυτόν τον κληρονόμο πουλιών που πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Γιατί είναι ο αρμόδιος να ρυθμίζει το φως των άστρων στον κακοποιημένο ουρανό, γιατί μόνον αυτός μπορεί να καρφώνει τη μνήμη μας με τις λέξεις του.
[…] αφήστε τους κρότους που ακούμε μέσα στη νύχτα, λες και κάποιος καρφώνει σε ξύλο. Η κυρία του πέμπτου λέει πως ειδικά αυτό μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε διότι έτσι λέει κάνατε και στο μνήμα σας. Με τίποτα δεν μπορώ να την πείσω ότι δεν έχετε πεθάνει.
Το μαύρο και το κόκκινο χρώμα της εξπρεσιονιστικής γραφής του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, το παιχνίδι του πραγματικού με το υπερρεαλιστικό τοπίο, ο συμβολισμός του και φυσικά το υπαρξιακό αδιέξοδο μιας ζωής χαμένης μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν την εννοεί, όλα μαζί σαν να ενώνονται εδώ σ’ αυτό το ολιγοσέλιδο κείμενο-κατάθεση του Διονύση Μαρίνου για να δώσουν το νόημα που λείπει, που το νιώθεις διαβάζοντας τη γραφή του αλλά έρχεται η επιβεβαίωση της νοητικής σου πρόσληψης τώρα στο τέλος του βιβλίου. Ο ιδιόμορφος κόσμος που αποτελεί το τοπίο των διηγημάτων του πατάει ανάμεσα στο αισθητό και στο αόρατο ή το ανεπαίσθητο. Όσο για τα χρώματά του αυτά δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα από το μαύρο και το κόκκινο επίσης.
[…] ο κύριος Δημήτρης στον δεύτερο, ακριβώς, ο στρατιωτικός, λέει πως έχασε τον λαγό του. Ότι πέρασε, λέει, κάτω από την πόρτα που έχασκε, ότι γλίστρησε στα σκαλιά πατώντας τις παπαρούνες και από τότε χάθηκε. Ε, τρελός λαγός θα ήταν, του είπα και από τότε μου κρατάει μούτρα.
Κι αυτός ο τρελός λαγός, σαν να ξέφυγε από τους στίχους του Σαχτούρη και κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου των διηγημάτων. Είναι αυτός που δίνει την ποθητή συμμετρία στους ασύμμετρους με τα κοινά δεδομένα ήρωες, και τους ενσωματώνει σε μια κοινή εικόνα που διατρέχει όλο το βιβλίο. Μπορεί να είναι ο ήρωας κάθε φορά ή πίσω απ’ αυτόν ο δημιουργός του. Άλλωστε και ο Σαχτούρης, όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο τρελός λαγός των ποιημάτων του, απάντησε φυσικά: εγώ!
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.