Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη Όλα για καλό (εκδ. Εστία).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Χωρίς να λέγεται ρητά, τόπος (και) του τελευταίου νεοηθογραφικού μυθιστορήματος του Γιάννη Μακριδάκη είναι η Χίος. Κι αυτή τη φορά αξιοποιείται γόνιμα η θέση του νησιού και η υποδοχή που επεφύλασσε και επιφυλάσσει στους εκ Τουρκίας αφιχθέντες πρόσφυγες και μετανάστες, καθώς τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αποτελέσει μαζί με τα άλλα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου κατώφλι εισόδου χιλιάδων ανθρώπων στην Ευρώπη.
Όλα ξεκίνησαν από την υπεξαίρεση-αξιοποίηση ενός μεγάλου ποσού σε δολάρια που είχε πάνω του ο νεκρός Μουεζίν, τον οποίο ο Δημοσθένης και η Κατρίν βρήκαν ξεψυχισμένο στην ακτή κι έθαψαν εν κρυπτώ, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα, τα οποία κουβαλούσε, για να αναμορφώσουν το παλιό σπιτάλι των λεπρών σε βολικό κέντρο υποδοχής.
Ήρωας και αφηγητής του Όλα για καλό είναι ο Δημοσθένης που, χωρίς να είναι δυναμική προσωπικότητα, πρωτοστατεί μαζί με την εθελόντρια Κατρίν στην περίθαλψη των αλλοδαπών που καταφτάνουν, όπως είναι ο Καχραμάν και η Γιασμίν, οι οποίοι μάλιστα φέρνουν στον κόσμο ένα μικρό μωρό. Όλα ξεκίνησαν από την υπεξαίρεση-αξιοποίηση ενός μεγάλου ποσού σε δολάρια που είχε πάνω του ο νεκρός Μουεζίν, τον οποίο ο Δημοσθένης και η Κατρίν βρήκαν ξεψυχισμένο στην ακτή κι έθαψαν εν κρυπτώ, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα, τα οποία κουβαλούσε, για να αναμορφώσουν το παλιό σπιτάλι των λεπρών σε βολικό κέντρο υποδοχής. Τις ίδιες μέρες σκοτώνεται μέσα στη σφοδρή λαίλαπα ο Μιχάλης, ασκητική μορφή του νησιού, γεγονός που πυροδοτεί εξελίξεις στη δρομολογημένη ζωή των φιλόξενων κατοίκων της Χίου.
Το κλειδί των εξελίξεων ωστόσο είναι η Κατρίν, η οποία αποδεικνύεται εγγονή μιας λεπρής που γέννησε πριν από εβδομήντα χρόνια μέσα στο σπιτάλι. Κι εκεί αρχίζουν να σχηματίζονται στο μυαλό του αναγνώστη οι αντιστοιχίες: η Κατρίν με τη γιαγιά της τη Γιασεμή, η Γιασεμή με τη Σύρια λεχώνα Γιασμίν, οι πρόσφυγες με τους λεπρούς… Κι ενώ η μικρή ομήγυρη γύρω από το σπιτάλι συζητά, παράλληλα ξεθάβει μυστικά και κάνεις συνδέσεις ανθρώπων, ζώντων και τεθνεώτων, που καθορίζουν την ατομική ταυτότητα τόσο της Κατρίν όσο και… του Δημοσθένη.
Σε πρώτο επίπεδο, ειδικά στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, αναγνωρίζεται η αντιστοιχία μεταξύ των ταλαίπωρων προσφύγων –που φτάνουν στο νησί και ενίοτε δέχονται την επιφυλακτικότητα του κόσμου, αλλά φυσικά και την άπλετη αγάπη του– και των λεπρών, που έμεναν κάποτε εκεί και βεβαίως δεν είχαν αποφύγει την κοινωνική έχθρα. Δείγμα μιας τέτοιας στάσης είναι η προτροπή της κυρά Στάσας της μαμής, να μην προχωρήσει ο Δημοσθένης με την Κατρίν, γιατί αυτή ακόμα μπορεί να κουβαλά τον σπόρο της λέπρας μέσα της!
Αυτή η αντιστοιχία, η οποία θα μπορούσε να αποβεί λογοτεχνικά γόνιμη και ιδεολογικά καρποφόρα, να αναχθεί δηλαδή σε αλληγορία και να συνδέσει με παραλληλισμούς το παρόν με το παρελθόν, ώστε να συνειδητοποιήσουμε τη θέση των νεοεισελθέντων αλλοδαπών σε μια –ελπίζω ελαφρώς– ρατσιστική Ελλάδα, εγκαταλείπεται. Το δεύτερο μισό του έργου προσπερνά τους πρόσφυγες και στρέφεται προς τη σύνδεση της Κατρίν και του Δημοσθένη με τους προγόνους τους. Έτσι, αναδεικνύονται ατομικές ιδιορρυθμίες, κοινωνικές πρακτικές, συλλογικά μυστικά, υποσυνείδητες ενοχές τις οποίες η κοινωνία προσπαθεί να καλύψει. Τα νήματα της ζωής υφαίνουν ερήμην μας πολύπλοκα υφαντά…
Αν κανείς λοιπόν ακολουθήσει το μονοπάτι του παραλληλισμού προσφύγων–λεπρών, θα μπορέσει να κάνει εποικοδομητικές συνάψεις και να βρει γόνιμες αντιστοιχίες· αν αντίθετα θέσει στο κέντρο του βιβλίου τα υπόγεια ρεύματα της τοπικής κοινωνίας που καλύπτουν με το ίζημά τους προσωπικά μυστικά, τότε η επικαιρότητα των ξεβρασμένων αλλοδαπών φαίνεται ανούσιο καρύκευμα.
Οι χαρακτήρες του συγγραφέα δεν είναι ποτέ συμβατικοί, είτε επειδή αυτός θέλγεται από τους περιθωριακούς τύπους, που η κοινωνία έχει στοχοποιήσει, είτε επειδή οι ίδιοι δεν δέχονται τις παγιωμένες κοινωνικές πρακτικές και αποστασιοποιούνται αντικομφορμιστικά.
Στη δέκατη αυτή μυθοπλασία του Γιάννη Μακριδάκη ο κόσμος επανασυστήνεται λίγο λίγο. Και σε άλλα του έργα η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι παράξενη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα γονιμοποιό για τη σκέψη μυστήριο γύρω τους. Οι χαρακτήρες του συγγραφέα δεν είναι ποτέ συμβατικοί, είτε επειδή αυτός θέλγεται από τους περιθωριακούς τύπους, που η κοινωνία έχει στοχοποιήσει, είτε επειδή οι ίδιοι δεν δέχονται τις παγιωμένες κοινωνικές πρακτικές και αποστασιοποιούνται αντικομφορμιστικά. Έτσι κι εδώ ο Μιχάλης αποτελεί το αρχικό μυστήριο που ο αφηγητής υπαινίσσεται, μυστήριο που εξιχνιάζεται σταδιακά. Αυτός πέρασε μερικά χρόνια από το μοναστήρι αλλά κατόπιν «ξεπαπάδεψε», ενώ πάντα θεωρούνταν ιδιόρρυθμος, καθώς τον ενοχλούσαν τα αεροπλάνα πάνω από το νησί· πριν όμως μονάσει, άφησε το ίχνος του, το οποίο τώρα αποκαλύπτεται πλήρως.
Μ’ αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται κι η τεχνική του συγγραφέα, που στηρίζεται στο σταδιακό ξεδίπλωμα της ιστορίας με συνεχείς αναχρονίες, οι οποίες καλύπτουν τα κενά κομμάτια του μυθοπλαστικού παζλ και ολοκληρώνουν την εικόνα της ιστορίας. Αν εξαιρέσουμε την αδόκητη ταχύτητα, με την οποία ξεπέταξε την ιστορία του Μιχάλη κατά τον μοναχισμό και την αποχώρησή του από τη μονή, ο ρυθμός είναι σταθερός, η αφήγηση ελίσσεται ανάμεσα στο τώρα και στο άλλοτε και η γλώσσα απλώνεται δαντέλα, που κεντιέται με τον προφορικό λόγο, το λαϊκό ύφος και τις σποραδικές αλλά συχνές εκκλησιαστικές απηχήσεις.
Δεν ξέρω αν τελικά είναι ένα από τα καλά βιβλία του Γ. Μακριδάκη, αφού από τη μία πείθει για ένα αφηγηματικό πρόγραμμα υψηλής τάσης κι από την άλλη κόβει την ιστορία σε δύο ασύνδετα θέματα, αλλά ο πεζογράφος σίγουρα καταφέρνει να σε τραβήξει στον κόσμο του, να σε μυήσει σε μια αποκεντρωμένη ατμόσφαιρα, να σε πείσει ότι κάθε βιβλίο του έχει το δικό του στίγμα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.